YOUTUBE

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

ΙΔΕΑΔ, ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΥΝΟΔΟΥ 21-10-2022: Απολύτως προβληματική η νομοθέτηση της Κυβέρνησης για τον αθλητισμό κατά την τριετία 2019-2022

 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Στην ετήσια σύνοδο του ΙΔΕΑΔ που διεξήχθη στο ολυμπιακό συγκρότημα του ΤΑΕΚΒΟΝΤΟ στις 21-10-2022 συζητήθηκαν πολλά θέματα της νομοθέτησης για τον αθλητισμό κατά την περίοδο 2019-2022 και επισημάνθηκαν ιδιαίτερα τα μεγάλα προβλήματα που δημιούργησε η ελλειπής και εσφαλμένη νομοθέτηση αυτής της περιόδου. Περιοριστήκαμε στην επισήμανση των  εξής:

 

1.     Αποσπασματική, εμβαλωματική και πολλές φορές «φωτογραφική» η νομοθέτηση της τελευταίας τριετίας

  Το γενικότερο πρόβλημα νομοθέτησης που ανέδειξε η τελευταία τριετία είναι η μη ολιστική, αλλά αντιθέτως αποσπασματική, εμβαλωματική και πολλές φορές «φωτογραφική» νομοθέτηση, η οποία μοιραία οδήγησε σε ατελέσφορες, αντικρουόμενες  και αυτοαναιρούμενς ρυθμίσεις του αθλητικού νόμου.

 Φωτογραφικές διατάξεις, κυρίως όσον αφορά στην συμμετοχή συγκεκριμένων προσώπων στις εκλογές των ομοσπονδιών, τροπολογίες επί τροπολογιών, τροποποιήσεις επί τροποποιήσεων, παρατάσεις επί παρατάσεων, είναι λίγα μόνο από τα στοιχεία που συνθέτουν την προχειρότητα της νομοθέτησης την τελευταία τριετία.

 

2.   Ιδεολογική ατασθαλία που αποδομεί και εξευτελίζει την έννοια του αθλητισμού και του ολυμπισμού η νομοθέτηση πνευματικού και ηλεκτρονικού αθλητισμού 

  Με τον νόμο 4908/22 (άρθρα 22-35) αναγνωρίζεται νομικά ως αθλητική δραστηριότητα ο πνευματικός και ηλεκτρονικός αθλητισμός.

Όχι ότι  ανταγωνιστικές δραστηριότητες με πνευματικό και ηλεκτρονικό χαρακτήρα, δεν είναι, ενδεχομένως, άξιες νομοθετικού ενδιαφέροντος. Όμως όχι ως αθλητικές, αφού σε αυτές δεν υπάρχει  ίχνος φυσικής και σωματικής δράσης. Μια τέτοια νομική και ιδεολογική ατασθαλία που αποδομεί και εξευτελίζει την έννοια του αθλητισμού και του ολυμπισμού θα μπορούσε να την κάνει οποιαδήποτε άλλη χώρα ή οργανισμός, ακόμη και η ίδια, πλήρως πλέον εμπορευματοποιημένη ΔΟΕ, όχι όμως η γενέτειρα της έννοιας του αθλητισμού.

 

3.    Φωτογραφικές και νομικά παράλογες οι ρυθμίσεις για τη συμμετοχή στις εκλογές ομοσπονδιών των εργαζομένων σε αυτές

 Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.7 ν. 2725/99 εργαζόμενος σε αθλητικό σωματείο μπορεί να γίνει μέλος αυτού και να συμμετέχει σε εκλογές του σωματείου τουλάχιστον  ένα ολόκληρο χρόνο μετά από την λήξη της σύμβασής του, πράγμα που σύμφωνα  με τα άρθρα 12 και 21 Ν. 2725/99  ίσχυε αναλογικά και για τις ενώσεις και ομοσπονδίες.

Κι΄ όμως,  με το άρθρο 379 παρ.2 ν. 4700/2020  για τις εκλογές σε ενώσεις και ομοσπονδίες επιτρέπεται πλέον να ανακηρυχθεί υποψήφιος  υπάλληλος αθλητικής ένωσης ή ομοσπονδίας, μόλις ένα (1) μόνο μήνα από την με οποιονδήποτε τρόπο λήξη της εργασιακής σχέσης του αν πρόκειται για υπάλληλο αθλητικής ένωσης και δύο (2) τουλάχιστον μήνες, αν πρόκειται για υπάλληλο αθλητικής ομοσπονδίας».

Δηλαδή, για την διασφάλιση του ελλάσσονος, ήτοι τον μη εκλογικό επηρεασμό του σωματείου από τους υπαλλήλους του, ο νόμος απαιτεί πάροδο ενός έτους, ενώ για την διασφάλιση του μείζονος, ήτοι τον μη εκλογικό επηρεασμό της ένωσης ή ομοσπονδίας, απαιτεί πάροδο ενός ή δύο μηνών.

 Πρόκειται προφανέστατα για απαράδεκτες φωτογραφικές διατάξεις, προκειμένου να διευκολυνθεί η  συμμετοχή συγκεκριμένων προσώπων, αρεστών στους νομοθετούντες, στις εκλογές των ομοσπονδιών.

 

4.     Φωτογραφικές και νομικά παράλογες οι ρυθμίσεις για τα όρια ηλικίας των αθλητικών παραγόντων

  Σύμφωνα με το άρθρο 6 Ν. 4726/2020  «. Μετά τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού (70ού) έτους της ηλικίας του ουδείς δύναται να εκλεγεί σε οποιαδήποτε θέση του Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας, δύναται, όμως, να αναλάβει άλλες αρμοδιότητες σε μη αιρετές θέσεις στις οποίες τοποθετείται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της.»

Όμως για τη συμμετοχή στην Ολομέλεια της ΕΟΕ, που ως θεσμός είναι ανώτερος της ομοσπονδίας και ο ηλικιακός περιορισμός θα έπρεπε να είναι ίσος ή και ανώτερος από αυτόν των ομοσπονδιών, το άρθρο 409 παρ.6. Ν. 4957/2022 ότι η απώλεια της ιδιότητας του μέλους της Ε.Ο.Ε., ανεξάρτητα αν κατέχει εκτελεστική ή όχι θέση, επέρχεται την 31η Δεκεμβρίου του έτους στη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει το 75ο έτος της ηλικίας του. Ο υπολογισμός της ηλικίας που ορίζεται με την ως άνω διάταξη, θα ισχύσει από τη θητεία 2025-2028, αποκλειομένης της αναδρομικής ισχύος της.

Είναι προφανές ότι ο νομοθέτης ενήργησε και εδώ με σκοπιμότητα αποκλεισμού συγκεκριμένων ατόμων από τα κοινά των ομοσπονδιών και όχι με γνώμονα το όφελος του αθλητισμού.

Ενώ για να προστατεύσει το έλασσον (συμμετοχή σε ομοσπονδία) απαιτεί όριο ηλικίας το 70 έτος, για την προστασία του μείζονος (συμμετοχή στην ΕΟΕ) απαιτεί όριο ηλικίας 75 ετών, το οποίο μάλιστα θα ισχύσει από το 2025 και μετά.

 

5.  Αλυσιτελής η διάταξη για την συμμετοχή γυναικών στα ΔΣ των σωματείων

 Με τον Ν. 4726/2020 στις εκλογές των σωματείων «Ο αριθμός των υποψηφίων από κάθε φύλλο πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσος με το 1/3 του αριθμού των προς εκλογήν θέσεων».

 Ομως δεν μπορείς να έχεις υποψήφιους από τα δύο φύλλα αν δεν έχεις μέλη από τα δύο φύλλα, και το κυριότερο δεν μπορείς να υποχρεώσεις κάποιον να είναι υποψήφιος παρά την θέλησή του μόνο και μόνο επειδή ο νόμος απαιτεί υποψηφίους και από τα δύο φύλλα.

Παραβιάζεται εδώ μια βασική αρχή της ορθής νομοθέτησης: Ο νόμος δεν μπορεί να απαιτεί τα αδύνατα.

 

6.  Αντίθετες προς το δίκαιο της Ε.Ε. οι επιχορηγήσεις ΠΑΕ. ΚΑΕ, ΤΑΑ από την φορολόγηση των κερδών του στοιχήματος  

Με το άρθρο 79 Ν.4764/2020 και τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις ορίζονται ως δικαιούχοι κρατικών επιχορηγήσεων, ΠΑΕ, ΚΑΕ και ΤΑΑ , δηλαδή   εμπορικές επιχειρήσεις και νομικά πρόσωπα που εκ του ενωσιακού δικαίου ( άρθρο 107 ΣΛΕΕ) , απαγορεύεται να λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις, δηλαδή απαγορεύεται να λαμβάνουν χρήμα προερχόμενο από την φορολόγηση των πολιτών, εν προκειμένω από την φορολόγηση των κερδών των παικτών του στοιχήματος.

Το αν οι ΠΑΕ, ΚΑΕ, ΤΑΑ δικαιούνται να λαμβάνουν αποζημίωση από τον ΟΠΑΠ για την χρήση των αγώνων τους, είναι ζήτημα που φαίνεται λογικό να αντιμετωπιστεί θετικά, αλλά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μέσω της φορολόγησης των πολιτών. Αλλωστε αυτό αποτελούσε και την πάγια μέχρι τώρα θέση όλων των κυβερνήσεων, προκειμένου να συμπλέουν με τις ενωσιακές ρυθμίσεις.

 

7.   Αντισυνταγματικές οι κυρώσεις για την μη εγγραφή στο μητρώο και την μη απόκτηση της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης

 Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.1 Ν. 2725/1999 η αίτηση για την ειδική αθλητική αναγνώριση αποτελεί δικαίωμα του αθλητικού σωματείου και επομένως οι  κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 3 Ν. 4726/2020 για την μη χορήγησή της είναι αντίθετες και με την μέχρι σήμερα ισχύουσα νομοθεσία, αλλά παραβιάζουν ευθέως και το άρθρο 12 παρ.1 και 2 του Συντάγματος, που ορίζει ότι η άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι από τα σωματεία δεν μπορεί να υπόκειται σε κρατική άδεια ούτε να καταργείται με νόμο ή με πράξη της διοίκησης.

Επομένως όλες οι ποινές που προβλέπονται από τον Ν. 4726/2020 για την μη χορήγηση της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης και την μη εγγραφή στο μητρώο ( αποκλεισμός από αθλητικές εγκαταστάσεις, απαγόρευση συμμετοχής σε αγώνες και αυτοδίκαια διαγραφή από την ομοσπονδία) παραβιάζουν το σύνταγμα και δεν μπορούν να εφαρμοστούν.

Στην περίπτωση του μητρώου και της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης το Σύνταγμα της Ελλάδας, για πρώτη ίσως φορά, λειτουργεί υπέρ της ΕΠΟ και εναντίον του Κράτους. Είναι ίσως το μεγαλύτερο ατόπημα κυβερνητικής πολιτικής στον αθλητισμό στην μετά χούντα εποχή.

Το χειρότερο όμως είναι ότι οι  αντισυνταγματικές ρυθμίσεις για μητρώο και ειδική αναγνώριση των αθλητικών σωματείων δεν καταδεικνύουν απλώς τη νομική ανεπάρκεια όσων τις συνέταξαν. Δυστυχώς, καταδεικνύουν επίσης άγνοια της αθλητικής πραγματικότητας για όσους τις εμπνεύστηκαν και τις πρότειναν, κυρίως όμως αντιδημοκρατική  νοοτροπία και  πολιτική αμετροέπεια όσων τις υιοθέτησαν και ανέλαβαν  την πολιτική ευθύνη να τις μετουσιώσουν σε νόμο του κράτους.

8.  Η εφαρμογή της ολιστικής μελέτης εξαρτάται από την βούληση της ΕΠΟ. Το κράτος αυτοεξευτελίστηκε αποδεχόμενο εκ των προτέρων το περιεχόμενο της ολιστικής μελέτης

Η εφαρμογή της ολιστικής μελέτης της ΟΥΕΦΑ για το ελληνικό ποδόσφαιρο, την οποία με τρόπο απαράδεκτο και ανεξήγητο είχε αποδεχθεί εκ των προτέρων με την υπογραφή του σχετικού μνημονίου ο πρωθυπουργός της χώρας, κατά την ρητή διατύπωσή της εξαρτάται από την βούληση της ΕΠΟ. Επομένως, μόνο υπέρ των απόψεων της ΕΠΟ μπορεί να λειτουργήσει, όσον αφορά τα θέματα τριβής μεταξύ ΕΠΟ και Πολιτείας.  Ωστόσο το Σύνταγμα του ελληνικού κράτους εξακολουθεί να ισχύει εντός της ελληνικής επικράτειας και δεν υποκαθίσταται από καμία μελέτη.

 

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

Α. Μαλάτος, Νομικά, ηθικά και αθλητικά απαράδεκτες οι κυρώσεις για μητρώο και ειδική αθλητική αναγνώριση

 


 

Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος νομομαθής για να καταλάβει πόσο εξώφθαλμα παραβιάζουν το Σύνταγμα οι  κυρωτικές διατάξεις της πρόσφατης νομοθεσίας για την ειδική αθλητική αναγνώριση και το μητρώο των ειδικά αναγνωρισμένων σωματείων.

Και μόνο η απλή αντιπαραβολή των σχετικών διατάξεων αρκεί για να βγάλει κανείς τα συμπεράσματά του:

Α. Οι σχετικές διατάξεις

Άρθρο 1 Ν. 2725/1999 : Εννοια-Σκοπός αθλητικού σωματείου

Αθλητικό σωματείο είναι η κατά τις διατάξεις του άρθρου 78 και επόμενα του Αστικού Κώδικα ένωση φυσικών προσώπων που έχει ως κύριο σκοπό τη συστηματική καλλιέργεια και την ανάπτυξη των ψυχοσωματικών και πνευματικών δυνατοτήτων των αθλητών της για τη συμμετοχή τους σε αθλητικούς αγώνες.

 

Άρθρο 8 Ν. 2725/1999 : Ειδική αθλητική αναγνώριση (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 Ν. 4726/2020)

1.Το αθλητικό σωματείο, για κάθε κλάδο άθλησης που καλλιεργεί, δικαιούται να ζητήσει την παροχή ειδικής αθλητικής αναγνώρισης…..

1Α. …….Αν μετά από την παρέλευση δύο (2) ετών από την εγγραφή του το αθλητικό σωματείο δεν έχει λάβει ειδική αθλητική αναγνώριση, διαγράφεται αυτοδικαίως από το μητρώο των μελών της ένωσης ή της ομοσπονδίας και δεν δύναται πλέον να συμμετέχει στις αγωνιστικές διοργανώσεις της αντίστοιχης αθλητικής ένωσης ή ομοσπονδίας.

 

Αρθρο 30 παρ.2 Ν. 4726/2020: Αυτοδίκαια διαγραφή

……… Αθλητικό σωματείο που δεν λαμβάνει την ειδική αθλητική αναγνώριση και δεν εγγράφεται στο ανωτέρω ηλεκτρονικό μητρώο εντός του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, δεν δύναται να συμμετέχει εφεξής στις αγωνιστικές υποχρεώσεις της αντίστοιχης αθλητικής ένωσης ή ομοσπονδίας και επιπλέον διαγράφεται αυτοδικαίως από το  μητρώο μελών της αντίστοιχης αθλητικής ένωσης ή ομοσπονδίας, αν δεν λάβει την ειδική αθλητική αναγνώριση και δεν εγγραφεί στο ανωτέρω ηλεκτρονικό μητρώο έως την 31.7.2023.

 

Αρθρο 12 Συντ.

 1. Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια.   

 2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση.


Β. Τα συμπεράσματα

Η παράγραφος 1Α του άρθρου 8 Ν. 2725/1999, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 Ν. 4726/2020 υποχρεώνει τα αθλητικά σωματεία επί ποινή απαγόρευσης συμμετοχής στους αγώνες και αυτοδίκαιης διαγραφής από την ομοσπονδία να ζητήσουν από το κράτος την ειδική αθλητική αναγνώριση, παρόλο που στην παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου τούτο περιγράφεται ρητά ως δικαίωμα του σωματείου.

Όμως με τον τρόπο αυτό η άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι από το αθλητικό σωματείο, δηλαδή η συμμετοχή του σε αθλητικούς αγώνες ως μέλος μιας αθλητικής ομοσπονδίας εξαρτάται ευθέως από  προηγούμενη άδεια της διοίκησης, δηλαδή την παροχή της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης, κάτι που σαφώς παραβιάζει το άρθρο 12 παρ.1 του Συντάγματος.

Ταυτόχρονα παραβιάζεται και η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 12, αφού η απαγόρευση συμμετοχής σε αγώνες και η αυτοδίκαια διαγραφή του σωματείου από την ομοσπονδία αποστερούν από το σωματείο την δυνατότητα να εκπληρώσει τον σύμφωνα με το νόμο ( άρθρο 1 Ν. 2725/1999) καταστατικό του σκοπό  και οδηγούν στην ουσιαστική διάλυση του σωματείου, κάτι που σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ.1 Συντ. μόνο με δικαστική απόφαση μπορεί να γίνει.

Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τις αντίστοιχες κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 30 παρ. 2 Ν. 4726/2020 για την μη εγγραφή του σωματείου στο μητρώο, αφού η απαγόρευση συμμετοχής σε αγώνες και η αυτοδίκαια διαγραφή από την ομοσπονδία αποτελούν κυρώσεις που συνεπάγονται την αποστέρηση της δυνατότητας του σωματείου να εκπληρώσει τον σύμφωνα με το νόμο καταστατικό σκοπό του και επομένως την ουσιαστική διάλυση του σωματείου, κάτι που σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ.2 Συντ. μόνο με δικαστική απόφαση μπορεί να συμβεί.

Όμως το χειρότερο είναι ότι οι παραπάνω αντισυνταγματικές ρυθμίσεις δεν καταδεικνύουν απλώς τη νομική ανεπάρκεια όσων τις συνέταξαν. Δυστυχώς, καταδεικνύουν επίσης άγνοια της αθλητικής πραγματικότητας για όσους τις εμπνεύστηκαν και τις πρότειναν, κυρίως όμως αντιδημοκρατική  νοοτροπία και  πολιτική αμετροέπεια όσων τις υιοθέτησαν και ανέλαβαν  την πολιτική ευθύνη να τις μετουσιώσουν σε νόμο του κράτους.

Τόσο ο προγενέστερος 75/1975 όσο και ο ισχύων 2725/1999 περιλαμβάνουν πολλές και διάφορες κυρωτικές διατάξεις για διάφορες περιπτώσεις παραβιάσεών τους, ουδέποτε όμως προέβλεψαν κυρώσεις που να συνεπάγονται την ουσιαστική διάλυση αθλητικών σωματείων.

Είναι η πρώτη και μοναδική φορά στην μετά χούντα εποχή που ένας αθλητικός νόμος περιλαμβάνει τέτοιου είδους διατάξεις και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να ανησυχήσουμε σοβαρά για την πορεία, όχι μόνο του αθλητισμού, αλλά συνολικά του πολιτεύματός μας..

Περισσότερα για τον προκύπτοντα νομικό, πολιτικό και αθλητικό προβληματισμό και  με  την αρμόζουσα νομική τεκμηρίωση από υψηλοτάτου επιστημονικού κύρους εισηγητές στην ετήσια σύνοδο του ΙΔΕΑΔ  στο  Ολυμπιακό συγκρότημα ΤΑΕΚΒΟΝΤΟ (Φάληρο) στις 21-10-2022.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2022

Ι. Μαμουζέλος, Η «Μακιαβελική» νομοθεσία Αυγενάκη στο μικροσκόπιο της νομικής επιστήμης

 

Αναδημοσίευση από την ηλεκτρονική σελίδα της Sport-Time

Συντάκτης Γιάννης Μαμουζέλος

Ενημερώθηκε 10 Οκτωβρίου 2022 - 10:58

Κρύβονται πάρα πολλά πίσω από τη... βιτρίνα του Λευτέρη Αυγενάκη!

 Φαίνεται πως ήρθε η ώρα να δούμε πίσω από τη «βιτρίνα» και τις πομπώδεις εξαγγελίες για «μεταρρύθμιση» στον αθλητισμό, μετά από μια τριετία νομοθετικών ακροβατισμών του υφυπουργού κ. Αυγενάκη!

 Αφού φυσικά οι βουλευτές συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης δεν είχαν και πολλά ν΄ αντιτάξουν στη Βουλή (ούτε στη συζήτηση-ψήφιση των νομοσχεδίων, ούτε με ερωτήσεις/επερωτήσεις), αφού οι αθλητικοί παράγοντες και οι Ομοσπονδίες & Σωματεία ένιωθαν εγκλωβισμένοι και έως τώρα προσπαθούν να βγουν από τους Λαβύρινθους του Ηρακλειώτη υφυπουργού, φαίνεται ότι «εστι δίκης οφθαλμός»…

 Η Σύνοδος του ΙΔΕΑΔ θα εξετάσει και αναδείξει όλα τα «νομοθετικά εξαμβλώματα» της τελευταίας περιόδου, επιτρέποντας σε εμπλεκόμενους ή και απλούς φιλάθλους-πολίτες να κατανοήσουν το «τσουνάμι» που χτύπησε τον ελληνικό αθλητισμό, μέσα από όσα «κρύβει» η σειρά νόμων της σημερινής Κυβέρνησης!

 Νόμοι που φυσικά δεν έδωσαν λύση σε προβλήματα του ελληνικού αθλητισμού, ούτε εξασφάλισαν καμιά διαφάνεια  ή χρηστή διοίκηση ούτε –πολύ περισσότερο- συνέβαλαν στην εξέλιξη και ανάπτυξή του!

 Γιατί στόχος των συντακτών τους ήταν η αποσπασματική, στοχευμένη και φωτογραφική νομοθέτηση, ώστε να πληγούν κάποια πρόσωπα, να βοηθηθούν άλλα και να ελεγχθεί συνολικά ο αθλητισμός μέσα από διαδικασίες πρωτοφανούς μανδαρινισμού!

 Είναι χαρακτηριστική η διαπίστωση που κάνει ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Αθλητικού Δικαίου Δρ. Ανδρ. Μαλάτος σε μια αρχική καταγραφή των όσων συμβαίνουν νομοθετικά στον ελληνικό αθλητισμό, σημειώνοντας: «… τροπολογίες επί τροπολογιών, τροποποιήσεις επί τροποποιήσεων, παρατάσεις επί παρατάσεων…Είναι εντυπωσιακό πόσο γρήγορα άρχισαν οι εξαιρέσεις από τις διατάξεις για τα όρια ηλικίας, οι παρατάσεις των κυρωτικών διατάξεων για την έλλειψη «ειδικής αθλητικής αναγνώρισης» και μη εγγραφή στο ηλεκτρονικό Μητρώο κ.λπ»!

 Κάθε τρίτος παρατηρητής ασφαλώς αναρωτιέται αν όσοι εμπνεύσθηκαν & συνέταξαν «την μεταρρύθμιση Αυγενάκη» είναι τόσο καλοί νομικοί ώστε να κάνουν το …άσπρο μαύρο ή να βάζουν παγίδες ή τόσο άσχετοι, ώστε θα έπρεπε να σχίσουν τα πτυχία τους!

 Σταχυολογώ μερικά «ατοπήματα» απ΄ όσα θα αναλυθούν στις 21 Οκτωβρίου στη Σύνοδο που προβλέπεται από συναρπαστική έως θυελλώδης…

 

1.Χαρακτηρίστηκε αθλητική δραστηριότητα ο αποκληθείς «πνευματικός & Ηλεκτρονικός αθλητισμός», δηλ. δράσεις με στοιχείο ανταγωνισμού, αλλά χωρίς ίχνος φυσικής & σωματικής δράσης, κάτι που αποδομεί και εξευτελίζει την από την αρχαιότητα έννοια του αθλητισμού!

 

2.Απαγορεύτηκε σε στελέχη σωματείων με εργασιακή/υπαλληλική σχέση να γίνουν μέλη του (να εκλέγονται κ.α.) πριν την παρέλευση έτους από τη λήξη της σχέσης, αλλά επιτράπηκε σε όσους ήταν υπάλληλοι σε Ενώσεις ή σε Ομοσπονδία να θέσουν υποψηφιότητα απλώς με παρέλευση ενός ή μηνών! Αν κάτι κάνει «νιάου –νιάου» σε κάποια γραφεία σήμερα να ξέρετε είναι …γάτα (όχι των Ιμαλαϊων, αλλά της Κρήτης…)

 

3.Αφού εξέβαλε αναγκαστικά απ΄ τον αθλητισμό όσους είχαν ηλικία άνω των 70 ετών (καταφανώς αντισυνταγματική διάταξη) τροποποίησε εφέτος τα σχετικά με την ΕΟΕ ηλιακά όρια και τα έβαλε στα 75 και μάλιστα στο τέλος του έτους που το μέλος της συμπληρώνει το ηλικιακό όριο και μάλιστα ο υπολογισμός θα ισχύσει από τη θητεία 2025-28! Το ότι εξυπηρετούν όλα αυτά πρόσωπο με μακρές σχέσεις με την οικογένεια Μαρινάκη είναι απλώς σύμπτωση… Απλώς στο έλασσον (Ομοσπονδία) δεν μπορεί κάποιος να εκλέγεται, στο μείζον όμως (ΕΟΕ, κορυφαίο θεσμικό, μη κυβερνητικό όργανο του Αθλητισμού) μπορεί!

 

4.Θέλετε τώρα να μάθετε και πόσο δημοκρατικός και φιλεύσπλαχνος είναι ο εκ Κρήτης πολιτικός; Με ασαφείς προσδιορισμούς (λ.χ. αθλητική ομάδα) και με αντισυνταγματική διαδικασία χρηματοδοτεί –παράνομα ουσιαστικά- ΠΑΕ, ΚΑΕ & ΤΑΑ, δηλ. εμπορικές επιχειρήσεις από χρήματα όχι του ΟΠΑΠ αλλά των πολιτών, μέσα από την φορολόγηση των κερδών των παιχνιδιών που εισπράττουν! Αν δεν το θεωρείτε ξεδιάντροπο δούλεμα , πείτε μας τι είναι εσείς, αγαπητοί αναγνώστες…

 

Καταλαβαινόμαστε τώρα, δεν χρειάζονται περισσότερα… Συνέλθετε απ΄ όσα διαβάσατε και τα λέμε ξανά σε επόμενο θέμα…

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

ΙΔΕΑΔ, Ετήσια σύνοδος ΙΔΕΑΔ 21-10-2022, Ολυμπιακό Συγκρότημα ΤΑΕΚΒΟΝΤΟ

 



ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

 

Το Ινστιτούτο Διεθνούς και Ελληνικού Αθλητικού Δικαίου (Ι.Δ.Ε.Α.Δ.)  σας προσκαλεί στην ετήσια σύνοδό του που διεξάγεται την Παρασκευή 21-10-2022 και ώρα 15:00 στο Ολυμπιακό Συγκρότημα του TAE KWON DO, στο Φάληρο, με θέμα:

«Νομικά, πολιτικά και συνταγματικά ζητήματα από τη νομοθέτηση στον αθλητισμό την τριετία 2019-2022»

Μετά  την τριετή  αναγκαστική αναστολή της ετήσιας συνόδου μας λόγω πανδημίας, στην   σύνοδό μας έτους 2022 θα  παρουσιάσουμε  την νομοθετική παρέμβαση της τελευταίας τριετίας στον αθλητισμό, με ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα που προκύπτουν από την νομοθέτηση του ηλεκτρονικού μητρώου των ειδικά αναγνωρισμένων αθλητικών σωματείων.

 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

15:00     Χαιρετισμοί – Προλογισμός  Συνόδου

15:20     Ανδρέας Μαλάτος, Πρόεδρος ΙΔΕΑΔ : Νομοθετικές αβελτηρίες περιόδου 2019-2022  με ιδιαίτερη έμφαση στις κυρώσεις από την μη καταχώριση σωματείων στο ηλεκτρονικό μητρώο της ΓΓΑ.

15:40    Θεόδωρος Φορτσάκης, Καθηγητής Νομικής- τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ: Η ειδική αθλητική αναγνώριση  των αθλητικών σωματείων ως ατομική διοικητική πράξη: Εννοια-Προϋποθέσεις-Συνέπειες.

16:00    Ανδρέας Λοβέρδος, Βουλευτής- Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου : Συνταγματικά όρια των νομοθετικών περιορισμών στη λειτουργία των αθλητικών σωματείων ( Αρθρα 12 και 16 παρ 9 Συντ.).

16:20   Παναγιώτης Μπαλτάκος, Δικηγόρος-Πρόεδρος ΕΠΟ: Το ελληνικό ποδόσφαιρο μεταξύ ‘ολιστικής μελέτης’, αυτοδιοίκητου και  των κυρώσεων από την μη καταχώριση σωματείων στο ηλεκτρονικό μητρώο της ΓΓΑ.

16:40      Παρεμβάσεις - Τοποθετήσεις – Συζήτηση - Συμπεράσματα

18:00       Απονομή Απολλωνείων Βραβείων

Συντονίζει ο Κων/νος Μαργαρίτης, Δημοσιογράφος – Μέλος Δ.Σ. ΙΔΕΑΔ


Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

ΙΔΕΑΔ: Καμιά αναστολή πρωταθλημάτων των ΕΠΣ λόγω μητρώου

 


Όταν νομοθετείς για κάτι, πρέπει να έχεις πλήρη αντίληψη του συνόλου της νομοθεσίας όπου αυτό το «κάτι» εντάσσεται. Διαφορετικά κινδυνεύεις να κάνεις μια τρύπα στο νερό, αφού κάποια άλλη διάταξη, που ενδεχομένως εσύ ο ίδιος έχεις νομοθετήσει, μπορεί εν όλω ή εν μέρει να ανατρέπει τα αποτελέσματα που επιδιώκεις.

Το ίδιο ισχύει και για αυτόν που καλείται να εφαρμόσει μια ανεπιθύμητη για αυτόν διάταξη. Αν έχει πλήρη γνώση του νομικού πλαισίου, όπου η διάταξη αυτή εντάσσεται, συχνά βρίσκει τρόπους για να αποφύγει τα ανεπιθύμητα για αυτόν αποτελέσματα.

Τα παραπάνω ισχύουν τόσο για τη νομοθέτηση του μητρώου από πλευράς κυβέρνησης, όσο και για την προσπάθεια της ΕΠΟ να το αντικρούσει, για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των πρωταθλημάτων των ΕΠΣ.

Αντί λοιπόν να αναστέλλουν τα πρωταθλήματα των ΕΠΣ ή να μηδενίζουν τις ομάδες που δεν έχουν εγγραφεί στο μητρώο, ας ψάξουν λίγο πιο επιμελώς το θέμα.

Διαφορετικά, θα πρέπει να περιμένουν μέχρι την ετήσια σύνοδο του ΙΔΕΑΔ στο ΤΑΕΚΒΟΝΤΟ στις 21-10-2022, όπου θα δοθούν όλες οι απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα που έχουν ανακύψει στον  αθλητισμό με τη νομοθέτηση της τελευταίας τριετίας.

 

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Ι. Μαύρος, Σχόλιο επί της υπ΄ αριθ. 73/2022 απόφασης του ΑΣΕΑΔ

 ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 73/ 24-6-2022 ΑΣΕΑΔ Τμήμα Α’

Δικαστές: Αγγελική Καμπανάρη Πρόεδρος, Αγγελική Ανέστη Εισηγήτρια.

 Δικηγόροι: Αριστείδης Κανελόπουλος, Ελένη Γονιδάκη, Παναγιώτης Κανελόπουλος.

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: Ιωάννης Μαύρος, Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο και στο ΣτΕ - Καθηγητής διαιτησίας καλαθοσφαίρισης

Ι. Με την από  20-5-2022 προσφυγή του το προσφεύγον Σωματείο ζήτησε την ακύρωση αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου δικαιοδοτικού οργάνου επί ενστάσεων κακής εφαρμογής κανονισμού παιδιάς της ΕΟΚ με την οποία απορρίφθηκε η έφεση την οποία άσκησε κατά αποφάσεως του μονομελούς δικαιοδοτικού οργάνου επί ενστάσεως κακής εφαρμογής κανονισμού παιδιάς.

Επί της παραπάνω προσφυγής εκδόθηκε η σχολιαζομένη απόφαση η οποία έχει ως εξής:

 

 (Ολόκληρη η απόφαση στην ανάρτηση της 30-6-2022) 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   73/ 24-6-2022

ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

ΤΜΗΜΑ Α΄

 

..........

                                   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

  Με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό παραβόλου 509283110952 1117 0067 e-παράβολο), το προσφεύγον σωματείο ζητεί, να ακυρωθεί η με αριθμό 2/11-05-2022 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Δικαιοδοτικού Οργάνου επί Ενστάσεων Κακής Εφαρμογής Κανονισμού Παιδιάς της Κεντρικής Επιτροπής Διαιτησίας (Κ.Ε.Δ.) της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης (Ε.Ο.Κ.). Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε έφεση του προσφεύγοντος σωματείου κατά της από 04-05-2022 απόφασης του Πρωτοβάθμιου Μονομελούς Δικαιοδοτικού Οργάνου επί Ενστάσεων Κακής Εφαρμογής Κανονισμού Παιδιάς της Κ.Ε.Δ., με την οποία έγινε δεκτή ένσταση του αθλητικού σωματείου με την επωνυμία «Α.Ο. ΔΑΦΝΗΣ» κατά του κύρους και του αποτελέσματος του αγώνα για το πρωτάθλημα της  Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας  Ανδρών, που διεξήχθη στην Καλλιθέα στις 20.04.2022 και ώρα 15:00 μεταξύ του προσφεύγοντος σωματείου «ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΙΚΑΡΟΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ»  και του τελευταίου ως άνω σωματείου «Α.Ο. ΔΑΦΝΗΣ».

...........  

   

 Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι το Συμβούλιο (Α.Σ.Ε.Α.Δ.) είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των προσφυγών κατά αποφάσεων των Δ.Σ. των αθλητικών ενώσεων, των επαγγελματικών συνδέσμων και των Ομοσπονδιών, καθώς και κατά των αποφάσεων των οργάνων των παραπάνω ενώσεων, συνδέσμων και ομοσπονδιών, που προβλέπονται από το καταστατικό τους, εφόσον οι αποφάσεις αυτές δεν χρήζουν επικύρωσης από τα διοικητικά τους συμβούλια. Όλες οι παραπάνω αποφάσεις προσβάλλονται στο Α.Σ.Ε.Α.Δ. εφόσον αφορούν την επιβολή των κάθε είδους ποινών ή κυρώσεων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, την εγγραφή ή τη μεταγραφή αθλητών, τη βαθμολογική ή την αγωνιστική θέση των αθλητικών σωματείων ή την εφαρμογή των νόμων και των κανονιστικών διατάξεων. Επίσης προσβάλλονται και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων του άρθρου 119, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 121 του  παρόντος. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό της καθής Ομοσπονδίας, τον Κανονισμό Διαιτησίας αυτής, που αποτελούν πράξεις κανονιστικού περιεχομένου, ορίζεται ως πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, στα πλαίσια των όσων ορίζονται στο άρθρο 44 του ν. 2725/1999,  ειδικώς  και μόνο για την εκδίκαση ενστάσεων που αφορούν την κακή εφαρμογή του Κανονισμού Παιδιάς,  ήτοι για τεχνικού χαρακτήρα θέμα, εκείνο της Κεντρικής Επιτροπής Διαιτησίας (Κ.Ε.Δ.) υπό μονομελή σύνθεση, οι αποφάσεις του οποίου προσβάλλονται με έφεση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της ιδίας Επιτροπής. Συνεπώς, ενόψει του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Δικαιοδοτικού Οργάνου της Κεντρικής Επιτροπής Διαιτησίας (Κ.Ε.Δ.) υπόκειται σε έφεση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της ίδιας Επιτροπής, το παρόν Συμβούλιο στερείται αρμοδιότητας για την εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς και συνεπώς η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ’ αποδοχή του ισχυρισμού της καθής Ομοσπονδίας και απορριπτομένου του προβαλλομένου με το υπόμνημα ισχυρισμού του προσφεύγοντος αθλητικού σωματείου ότι η ρύθμιση του άρθρου 54 παρ. 8 της Ε.Ο.Κ. έχει τεθεί κατά παράβαση του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον στερείται της δυνατότητας προσφυγής στο μονομελές όργανο του άρθρου 119 του ν. 2726/1999 και  ακολούθως στο παρόν Συμβούλιο κατά το άρθρο 124 του ν. 2726/1999, διότι κατ’ αρχήν η προσφυγή στη διαιτησία δεν αντιβαίνει στο άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος, που εφαρμόζεται εν προκειμένω αναλογικά, (σχετ. Α.Σ.Ε.Α.Δ. 65/2018, Α.Σ.Ε.Α.Δ. 88/2005). Σε κάθε περίπτωση αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να προσβάλλονται οι  αποφάσεις του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου εκδίκασης των ενστάσεων κακής εφαρμογής των Κανονισμών Παιδιάς, στο Α.Σ.Ε.Α.Δ. θα το προέβλεπε ρητά. H άποψη αυτή ενισχύεται και από το άρθρο 1 παρ. 13 του Α’ Κεφαλαίου του Κανονισμού Διαιτησίας Καλαθοσφαίρισης αναφορικά με τον πειθαρχικό έλεγχο των διαιτητών όπου ορίζεται ρητά ότι «οι αποφάσεις που λαμβάνει  η Κ.Ε.Δ. κατά την διαδικασία του πειθαρχικού ελέγχου είναι οριστικές και προσβάλλονται σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Α.Σ.Ε.Α.Δ. Τέλος το παράβολο που καταβλήθηκε πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ( άρθρο 126 παρ. 1 του ν. 2725/1999).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

-Απορρίπτει την προσφυγή και την πρόσθετη παρέμβαση

-Διατάσσει να καταπέσει το παράβολο που καταβλήθηκε.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στο Μαρούσι στις  23-6-2022 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο στις 24-6-2022. 

                 

 

ΙΙ. Με την παραπάνω απόφαση η προσφυγή κρίθηκε ως απαράδεκτη, κατ’ αποδοχή του ισχυρισμού της καθ’ ης Ομοσπονδίας, με την σκέψη ότι το ΑΣΕΑΔ στερείται αρμοδιότητας για την εκδίκαση της συγκεκριμένης διαφοράς λόγω του γεγονότος ότι η προσβαλλομένη απόφαση του Μονομελούς δικαιοδοτικού οργάνου της Κεντρικής Επιτροπής Διαιτησίας (ΚΕΔ), υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Δευτεροβαθμίου δικαιοδοτικού οργάνου της ίδιας Επιτροπής.

 

ΙΙΙ. Εν όψει των ανωτέρω, η νομική θεώρηση που διατυπώνεται στην δημοσιευομένη απόφαση, ότι δηλαδή το ΑΣΕΑΔ στερείται αρμοδιότητος επί αποφάσεων του Δευτεροβαθμίου δικαιοδοτικού οργάνου της ΚΕΔ, είναι καινοφανής και αντίθετη στην διαμορφωμένη από ετών νομολογία του ίδιου Συμβουλίου με σειρά αποφάσεών του.

 Ειδικότερα στην υπ’ αριθ. 40/23-6-2021 απόφαση του ιδίου τμήματος του ΑΣΕΑΔ, επί ίδιας ενστάσεως, με την οποία τέθηκε ο ισχυρισμός ότι το ΑΣΕΑΔ στερείται αρμοδιότητας, καθόσον οι αποφάσεις των οργάνων διαιτησίας είναι οριστικές, η δε προσβαλλομένη απόφαση είναι  του Δευτεροβαθμίου οργάνου της ΚΕΔ κατά της οποίας δεν προβλέπεται οποιοδήποτε ένδικο μέσον, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε ως αβάσιμος, διότι, κατά την ανωτέρω απόφαση το ΑΣΕΑΔ είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των προσφυγών, μεταξύ άλλων, και κατά αποφάσεων των οργάνων των αθλητικών ομοσπονδιών, που προβλέπονται από το καταστατικό τους, εφόσον οι αποφάσεις αυτές  δεν χρήζουν επικύρωσης από τα διοικητικά του συμβούλια (οριστικές αποφάσεις), και αφορούν, μεταξύ άλλων, την βαθμολογική ή αγωνιστική θέση των αθλητικών σωματείων, όπως ήταν και η προσβαλλομένη απόφαση.

Στην ίδια απόφαση μάλιστα υπάρχει και η εξής συνεχόμενη σκέψη: «εξάλλου το γεγονός ότι με τον κανονισμό διαιτησίας της ΕΟΚ προβλέπεται και δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο εκδίκασης των ενστάσεων κακής εφαρμογής των κανονισμών παιδιάς, δεν αναιρεί την αρμοδιότητα του ΑΣΕΑΔ όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του νόμου 2725/1999 το οποίο λειτουργεί στην Γενική Γραμματεία Αθλητισμού ως Δευτεροβάθμιο πειθαρχικό και δικαιοδοτικό όργανο».

Σύμφωνα με την προαναφερόμενη επομένως απόφαση η διάταξη που περιέχεται στο άρθρο 54 παρ. 8 του εσωτερικού κανονισμού της ΕΟΚ με την οποία απαγορεύεται η προσβολή των αποφάσεων του δευτεροβαθμίου δικαιοδοτικού οργάνου ενώπιον του ΑΣΕΑΔ είναι μη νόμιμη.

Από τα παραπάνω εύκολα διαπιστώνεται ότι το ίδιο τμήμα του ΑΣΕΑΔ εξέδωσε δύο αποφάσεις επί του ιδίου θέματος εκ διαμέτρου αντίθετες.

Το θέμα της αρμοδιότητας ή όχι του ΑΣΕΑΔ που κρίθηκε διαφορετικά με τις παραπάνω δύο αποφάσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικό κι αυτό γιατί εάν οι αποφάσεις του Δευτεροβαθμίου δικαιοδοτικού οργάνου της ΚΕΔ είναι πράγματι ανέκκλητες, όπως κρίθηκε με την τελευταία σχολιαζόμενη απόφαση,  τούτο δημιουργεί την απόλυτη εξουσία στα τρία μέλη της ΚΕΔ, τα οποία λειτουργούν, όχι μεμονωμένα, αλλά ως επιτροπή, να αποφασίζουν ανέκκλητα επί ιδιαιτέρως σημαντικών θεμάτων τα οποία μπορούν να κρίνουν το μέλλον μιάς ομάδας αλλά και των διαιτητών, αφού έχουν επίσης το δικαίωμα της τιμωρίας τους με απόφαση τους.

Είναι γνωστό ότι τα μέλη της ΚΕΔ εκλέγονται από την διοίκηση της ομοσπονδίας και επομένως ο εκάστοτε πρόεδρος της ομοσπονδίας έχει θεωρητικά την δυνατότητα, μέσω της ΚΕΔ, να ελέγχει-παρεμβαίνει και στον τομέα αυτόν καθιστώντας την δυνατότητα προσφυγής σε άλλο ανεξάρτητο δικαιοδοτικό όργανο αδύνατη.

 

IV. Η σχολιαζομένη απόφαση αποκτάει μάλιστα ιδιαίτερη βαρύτητα και εκ του ότι στην προσφυγή επί της οποίας εξεδόθη γίνεται εκτενής αναφορά στο θέμα της αρμοδιότητας του Συμβουλίου και στην σχετική νομολογία, κάτι το οποίο είχε ευχερώς την δυνατότητα να ελέγξει το δικάσαν Συμβούλιο. Υπήρχε μάλιστα, εν προκειμένω,  η δυνατότητα λόγω των διαφορετικών απόψεων επί του θέματος αυτού, το συγκεκριμένο τμήμα να παραπέμψει την υπό κρίσιν υπόθεση στην Ολομέλεια του ΑΣΕΑΔ προκειμένου να επιλυθεί οριστικά το κρινόμενο ζήτημα.

 

V. Η παραπάνω προσέγγιση της σχολιαζομένης αποφάσεως μπορεί όμως να δημιουργήσει και ένα κύκλο δικών οι οποίες θα απευθύνονται ενώπιον του αρμοδίου πλέον Πολιτικού δικαστηρίου προκειμένου να κριθούν, αφού το Αθλητικό δικαστήριο θεωρεί εαυτόν αναρμόδιο. Διότι, τυχόν αντίθετη παραδοχή, ότι δηλαδή ούτε ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των οργάνων της ΚΕΔ, θα παραβίαζε ευθέως το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του άρθρου 8 του Συντάγματος, πράγμα που δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε και με επίκληση του άρθρου 131 Ν. 2725/1999 περί υποχρεωτικής ρήτρας διαιτησίας, την οποία μόνο η νόμιμη παρέμβαση του ΑΣΕΑΔ στην όλη «διαιτητική» διαδικασία θα μπορούσε με τρόπο συνταγματικά ανεκτό να νομιμοποιήσει.

Έτσι όμως, αντί οι σημαντικές αυτές αθλητικές διαφορές να κρίνονται από το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, με το κύρος και την βαρύτητα των ανωτέρων και ανωτάτων δικαστικών που το απαρτίζουν (ΑΣΕΑΔ), θα καταλήξει να κρίνονται από τα Πολιτικά δικαστήρια δηλαδή το Ειρηνοδικείο που είναι αρμόδιο κατά την πολιτική δικονομία. 

 

                                                                Αθήνα 5-7-2022

                                                             

                                                         

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022

ΙΔΕΑΔ, ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΙΤΥΧΗΣ Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ "10 ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΑΛΚΕΤΑ ΠΑΝΑΓΟΥΛΙΑ"

 


 

 






Μέσα σε μια συγκινητική ατμόσφαιρα πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 18 Ιουνίου 2022 η εκδήλωση τιμής και μνήμης "10 ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΑΛΚΕΤΑ ΠΑΝΑΓΟΥΛΙΑ".

Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν ο Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού, Γιώργος Μαυρωτάς, ο οποίος απηύθυνε σχετικό χαιρετισμό, οι πρώην διεθνείς ποδοσφαιριστές, Νίκος Σαργκάνης, Πέτρος Ξανθόπουλος, Γιώργος Κοκολάκης, Παναγιώτης Κελεσίδης, Ανδρέας Μπονόβας, Μιχάλης Γεροθόδωρος, ο πρώην Πρόεδρος της Super League Γιώργος Στράτος, οι αθλητικοί συντάκτες Βαγγέλης Κουκούλογλου και Θοδωρής Κοτσώνης, ο πρώην Επιμελητής της ΠΑΕ Ολυμπιακός Μιχάλης Φωτίου, ο Διευθυντής της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και Πρόεδρος του ΙΔΕΑΔ Ανδρέας Μαλάτος, ο Πρόεδρος της ΠΕΠΦΑ Δημήτρης Γρηγοριάδης, ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Παλαίμαχων Ποδοσφαιριστών του Πανιωνίου Δημήτρης Χριστοδούλου και πολλοί άλλοι πρώην ποδοσφαιριστές και φίλαθλοι.

 Την εκδήλωση παρακολούθησε σε σύνδεση και η Δέσποινα Παναγούλια, θυγατέρα του Αλκέτα Παναγούλια από τις ΗΠΑ, η οποία έκλεισε την εκδήλωση με σχετική της ομιλία.

 Το πρόγραμμα της εκδήλωσης περιλάμβανε προβολή video από την προπονητική διαδρομή του Αλκέτα Παναγούλια, το οποίο επιμελήθηκε η σκηνοθέτρια Ισμήνη Σακελλαροπούλου, καθώς και σύντομες ομιλίες από:

 

- τον Πρόεδρο του ΙΔΕΑΔ Ανδρέα Μαλάτο, με θέμα "10 χρόνια χωρίς τον Μεγάλο Αλκέτα Παναγούλια"

 

- τον προπονητή και συνεργάτη του Αλκέτα στον Ολυμπιακό, Δώρο Κλεοβούλου, με θέμα "Ο οραματιστής Αλκέτας"

 

- τον πρώην διεθνή τερματοφύλακα Νίκο Σαργκάνη, με θέμα " Ο Αλκέτας της καρδιάς μας"

 

- τον πρώην διεθνή ποδοσφαιριστή Πέτρο Ξανθόπουλο, με θέμα "Ο άνθρωπος Αλκέτας Παναγούλιας"

 

- τον πρώην διεθνή ποδοσφαιριστή Μιχάλη Γεροθόδωρο, με θέμα " Ο Αλκέτας, μια χαρισματική φυσιογνωμία"

 

- τον Πρόεδρο ΠΕΠΦΑ Δημήτρη Γρηγοριάδη, με θέμα "Ο Αλκέτας ευεργέτης των γυμναστών"

 

- τον πρώην διεθνή ποδοσφαιριστή Γιώργο Κοκολάκη, με θέμα "Αλκέτας, μια εμβληματική προπονητική μορφή"

 

- τον πρώην Επιμελητή της ΠΑΕ Ολυμπιακός Μιχάλη Φωτίου, με θέμα "Οι θητείες του Αλκέτα στον Ολυμπιακό"

 

- τον αθλητικό συντάκτη και βιογράφο του Αλκέτα Παναγούλια, Βαγγέλη Κουκούλογλου, με θέμα "Οι σχέσεις του Αλκέτα με τους εκπροσώπους των ΜΜΕ"

 

Τέλος, οι πρώην διεθνείς ποδοσφαιριστές Παναγιώτης Κελεσίδης και Ανδρέας Μπονόβας έκαναν σχετικές τοποθετήσεις.

 Μετά τον χαιρετισμό της θυγατέρας του Αλκέτα, Δέσποινας Παναγούλια, η εκδήλωση έληξε με ενός λεπτού σιγή στην μνήμη του Αλκέτα Παναγούλια.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

ΙΔΕΑΔ, 19-5-2022: Ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων

 

 Σήμερα, Πέμπτη 19 Μαίου, είναι η επέτειος μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, από το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων και το οθωμανικό κράτος.

 Το πρώτο κύμα διώξεων αναπτύχθηκε στο διάστημα των ετών 1914-1918. Το δεύτερο, που ακολούθησε τα έτη 1919-1922, ήταν το τελειωτικό κτύπημα, που έστειλε στο θάνατο 353.000 ψυχές (άταφοι νεκροί, οι περισσότεροι) και εκατοντάδες χιλιάδες στην προσφυγιά. Η 19η Μαίου είναι η ημέρα αποβίβασης του Μουσταφά Κεμάλ (αργότερα, "Ατατούρκ") στη Σαμψούντα, από όπου εκτυλίχθηκε το δεύτερο κύμα του γενοκτονικού σχεδιασμού. Αυτή η ημερομηνία σηματοδοτεί την απαρχή της βίαιας εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες και τον αφανισμό ενός ελληνορθόδοξου χριστιανικού πολιτισμού που γεννήθηκε και ήκμασε επί 3.000 χρόνια στην περιοχή του Πόντου.

Με σύνθημα "Δεν ξεχνώ-Πάντα τιμώ" το ΙΔΕΑΔ έχει κατ΄ επανάληψη τιμήσει όλες τις σημαντικές ημέρες μνήμης του αλύτρωτου Ελληνισμού.

Προς τιμήν της σημερινής μνημοσύνου ημέρας παραθέτουμε απόσπασμα από σχετική συνέντευξη του εκλεκτού μέλους του ΙΔΕΑΔ Γιώργου Λυσαρίδη στην εφημερίδα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ".

 

 

Απόσπασμα από συνέντευξη στην εφημερίδα «Μακεδονία», για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

 

Η ποντιακή γενοκτονία πρέπει να καταχωριστεί στα ιστορικά βιβλία ως υπέρτερη, σε ηθελημένη, σχεδιασμένη και ενσυνείδητη αγριότητα, από την «δίδυμή» της γενοκτονία των Αρμενίων που προηγήθηκε, το 1915, όπως επίσης και από το ναζιστικό ολοκαύτωμα των Εβραίων, με το οποίο μπορεί ίσως να υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά στη μέθοδο εφαρμογής του σχεδίου εξόντωσης, αλλά  υπάρχει μεταξύ τους μιά βασική διαφορά στο ιδεολογικό υπόβαθρο, αφού η ποντιακή γενοκτονία δεν έχει καμιά ιδεολογική ή κοσμοθεωρητική ή ψευδοεπιστημονική θεμελίωση περί γενετικής υπεροχής ή περί προνομιούχου αρίας και υποδεέστερης σημιτικής φυλής. Η γενοκτονία των Ποντίων δεν έχει θεωρητικό υπόβαθρο, είναι βουβή, δόλια, με στοιχεία πλιάτσικου.

 

Ο απολογισμός του γενοκτονικού σχεδιασμού και της υλοποίησής του είναι ο παρακάτω, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των εκκλησιαστικών επαρχιών, τον Δεκέμβριο του 1921, όπως αυτός έγινε αποδεκτός και καταχωρίστηκε στα επίσημα αρχεία του Foreign Office:

 

Στις 6 Μητροπόλεις, Αμάσειας, Νεοκαισάρειας, Τραπεζούντας, Χαλδίας, Ροδόπολης και Κολωνείας, 815 ακμάζουσες κοινότητες καταστράφηκαν ολοκληρωτικά, 1.134 εκκλησίες και 960 ελληνικά σχολεία  κάηκαν, περιουσίες που αποκτήθηκαν ύστερα από σκληρή δουλειά πολλών γενεών λεηλατήθηκαν και πληθυσμός 353.000 ανθρώπων (μέχρι τότε)  εξολοθρεύτηκε με τρόπο απάνθρωπο. Mαζικές σφαγές, απαγχονισμοί,   εκτοπίσεις, ληστείες, κατασχέσεις, αυθαίρετες δημεύσεις περιουσιών, βιασμοί γυναικών, διαπράχθηκαν συστηματικά από τους Τούρκους την περίοδο 1914-1922. Στην πρώτη φάση (1914-1918) από το κομιτάτο των Νεοτούρκων Εθνικιστών «Ένωσις και Πρόοδος», με τη σατανική τριάδα , του Ταλαάτ Μπέη, του Ενβέρ Πασά και του Ντζεμάλ Πασά, και τον αφανισμό περίπου 200.000 ανθρώπων από τις κακουχίες και τις αρρώστιες στα περίφημα «αμελέ ταμπουρού» (τάγματα εργασίας) και στη δεύτερη φάση (1919-1922), των Κεμαλικών διαδόχων, με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ  στη Σαμψούντα και με φονικά εργαλεία, από μεν τον άτακτο κεμαλικό στρατό  τον αιμοβόρο Τοπάλ Οσμάν και τους Τσέτες του, από δε τον τακτικό τον επικεφαλής  Νουρεντίν Πασά, με επιτηδευμένα  κλιμακούμενο  βαθμό σκληρότητας και με στόχο την τελική εξόντωση του χριστιανικού πληθυσμού.

 

 Οι μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν την προσφυγική μνήμη ως άχθος και ως «εμπόδιο» στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική και δεν τόλμησαν να αναδεχθούν το πολιτικό κόστος της ανακίνησης του θέματος. Σταθερή τους πολιτική ήταν η ιδεολογική αφομοίωση των προσφύγων του ’22 και, με τη συνεπικουρία της επίσημης και ανεπίσημης ιστοριογραφίας, η παραγνώριση, υποβάθμιση και, εν τέλει, απώθηση της ιστορικής μνήμης στα έγκατα της λήθης. Με τη βοήθεια και του «διεθνούς παράγοντα», όπως επικράτησε να λέγεται κομψά η κηδεμονία των λαών της  γης από τον συνασπισμό των εκάστοτε ισχυρών, ακολούθησε μακρά περίοδος σιωπής, με τις τουρκικές προκλήσεις όμως να επαναλαμβάνονται , το Σεπτέμβριο του 1955 με τους διωγμούς των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και με αποκορύφωμα τον Τουρκικό Αττίλα, στην Κύπρο, το 1974.

 

Κύλισαν έτσι δεκαετίες , με βαρύ πέπλο σιγής να καλύπτει το έγκλημα της γενοκτονίας που συντελέστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Προς το τέλος του, ξαναζωντάνεψαν οι μνήμες και αφυπνίσθηκαν συνειδήσεις. Επίγονοι των θυμάτων, αξίωσαν την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστησαν οι πρόγονοί τους και διεκδίκησαν την ενσωμάτωση της δικής τους ιστορικής κληρονομιάς στο συλλογικό εθνικό αφήγημα, ως οφειλή και θυμίαμα στη μνήμη τους.

 

Με την οργανωμένη δράση σωματείων και συλλόγων, άρχισαν να προβάλλουν συστηματικά το δικό τους ολοκαύτωμα του Πόντου και της Ιωνίας. Το κίνημα αυτό, με την επιμονή του, έκαμψε την κρατική διστακτικότητα και, τελικά, την πρώτη το 1994 και τη δεύτερη το 1998, πέτυχε την επίσημη ανακήρυξη από τη Βουλή των Ελλήνων δύο σημαντικών ημερομηνιών ως «ημερών εθνικής μνήμης»: της 19ης Μαϊου, αφιερωμένης στη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της 14ης Σεπτεμβρίου, ως «ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος».

 

Σημαντικό σταθμό αποτελεί και η 27η Σεπτεμβρίου του 2006, οπότε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε την Τουρκία να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της, να αποδεχθεί την ιστορική αλήθεια και να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Ποντίων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.

 

Καταλυτική και η απόφαση που εξέδωσε στις 16 Δεκεμβρίου του 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών, αρμόδια για τη μελέτη εγκλημάτων γενοκτονιών, από την πλευρά του διεθνούς δικαίου. Στο σχετικό ψήφισμα  δηλώνεται απερίφραστα η πεποίθησή της ότι «η εκστρατεία των Οθωμανών εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας, μεταξύ 1914 και 1923, αποτέλεσε σαφώς γενοκτονία», προσθέτει δε πως «η άρνηση της γενοκτονίας  αναγνωρίζεται ως το τελικό στάδιο της γενοκτονίας, που προστατεύει τους δράστες της με ατιμωρησία και αποδεδειγμένα προετοιμάζει το έδαφος για μελλοντικές γενοκτονίες».

 

Όμως, γενικά, η διεθνής κοινότητα, «εν τοις πράγμασι», συνεχίζει να τηρεί αιδήμονα σιωπή για το γενοκτονικό έγκλημα που συντελέστηκε σε βάρος των Ποντίων. Ένα έγκλημα που δεν είναι στιγμιαίο, αλλά έγκλημα κατ’ εξακολούθηση και έγκλημα διαρκείας. Και σαν τέτοιο δεν επιδέχεται ούτε παραγραφή, ούτε λήθη, ούτε δικαιολογία. Προφανώς δε, αυτό που χρειάζεται δεν είναι μιά «δίκη της Νυρεμβέργης», ανάλογη με εκείνη των ναζί εγκληματιών. Εκείνο που απαιτείται είναι μιά 
«Νυρεμβέργη των συνειδήσεων». Και δεν βοηθάει την ανθρωπότητα να βρει το δρόμο της, ούτε υπηρετεί πραγματικά την υπόθεση της ειρήνης και της φιλίας των λαών η διεθνιστική λογική της λήθης του παρελθόντος, όταν αυτή αποσκοπεί στη διαγραφή του και όχι στην υπέρβαση των προβλημάτων του παρελθόντος, μέσα από την ωρίμανση των συνειδήσεων.

 

Όσο για την τουρκική πλευρά, διαχρονική γραμμή της τουρκικής διπλωματίας παραμένει το να προβάλλει διαρκώς διεκδικήσεις και να θέτει θέματα, είτε για να κατοχυρώσει τα (ακόμη και αδίκως) κεκτημένα της, είτε για να αποπροσανατολίζει τη διεθνή κοινή γνώμη. Η σύγχρονη Τουρκία πορεύεται με πυξίδα τον ακραίο «παντουρκισμό» και τις νεο-οθωμανικές φαντασιώσεις και κρίσεις μεγαλομανίας (και ανασφάλειας, συγχρόνως) της αυταρχικής ισλαμικής ηγεσίας της. Οι συνεχείς προκλήσεις στο Αιγαίο, η υπονομευτική τακτική στα χερσαία σύνορα, η μετατροπή χριστιανικών ναών και μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς σε τζαμιά, οι επιτηδευμένες αντιφατικές συμπεριφορές αξιωματούχων, αποτελούν τις σύγχρονες «αιχμές» της μόνιμης στρατηγικής των επεκτατικών βλέψεων, των κατασκευασμένων εχθροπραξιών και των ανιστόρητων διεκδικήσεων της τουρκικής πλευράς. Για την αντιμετώπισή τους χρειάζεται αρραγές εσωτερικό εθνικό μέτωπο, αποφασιστική εξωτερική πολιτική, συνεκτικό σχέδιο και συνεπής άσκηση διπλωματίας και αξιοποίηση των διεθνών ερεισμάτων.

 

Γενικά, η στάση της Τουρκίας, στην ευρύτερη περιοχή της  Ανατολικής Μεσογείου, ήταν και παραμένει στάση πολιτικού τυχοδιωκτισμού, πιστού στην πάγια στρατηγική της να υπονομεύει την ειρήνη στην περιοχή, να προκαλεί ή να παρακινεί σε περιφερειακές συγκρούσεις και πολεμικές εχθροπραξίες, να καταστρατηγεί αποφάσεις διεθνών οργανισμών, οχυρωμένη πίσω από την ατιμωρησία που της παρέχει ο «διεθνής παράγων», που περιορίζεται σε ανώδυνη ρητορική καταδίκης και απειλών για επιβολή κυρώσεων, με την Τουρκία να «εξαργυρώνει» τον ρόλο του «συμμάχου» σε πολιτικά  και οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών της γης.

 

Γιώργος Λυσαρίδης

 

 

Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

Α. Μαλάτος, Προς μια σύγχρονη θεώρηση της σχέσης Κράτους και Αθλητισμού-Το ελληνικό ευρωπαϊκό και κυπριακό μοντέλο.

 


 

Προς μια σύγχρονη θεώρηση της σχέσης Κράτους και Αθλητισμού-Το ελληνικό, ευρωπαϊκό και κυπριακό μοντέλο.

 (Ομιλία στο συνέδριο Ενιαίας Αθλητικής Νομοθεσίας του ΔΗ.ΣΥ. , Λεμεσσός 7-5-2022

 

Η σχέση κράτους και αθλητισμού

Η στάση του κράτους απέναντι στον αθλητισμό, όπως άλλωστε και έναντι όλων των άλλων κοινωνικών πεδίων, προσδιορίζεται διαχρονικά από το ισχύον πολιτικο-κοινωνικό σύστημα, την επικρατούσα πολιτικο-κοινωνική και αθλητική ιδεολογία, συγχρόνως δε από  την διαμορφούμενη άποψη του διεθνούς περιβάλλοντος, εντός του οποίου δραστηριοποιείται τόσο το κράτος, όσο και οι εθνικές και διεθνείς αθλητικές οργανώσεις.

Στα δημοκρατικά πολιτεύματα την στάση του κράτους έναντι της κοινωνίας την διαμορφώνουν τα πολιτικά κόμματα, μέσω της λαϊκής εντολής. Επομένως, κάθε πολιτικό κόμμα, οφείλει να διαθέτει το δικό του πρόγραμμα για τον αθλητισμό, το οποίο με την λαϊκή εντολή μετατρέπεται σε κυβερνητικό, και φυσικά δεν μπορεί να αφίσταται ούτε από τη γενικώτερη πολιτικο-ιδεολογική του θέση, αλλά ούτε και από την πολιτικο-ιδεολογική θέση του διεθνούς περιβάλλοντος εντός του οποίου δραστηριοποιείται.

Επομένως, κάθε πολιτικό κόμμα, ως φορέας πολιτικής εξουσίας, την οποία ευελπιστεί μετά από λαϊκή εντολή να την μετουσιώσει σε κρατική εξουσία, οφείλει αφ΄ ενός να διαμορφώνει τις πολιτικές του θέσεις για τον αθλητισμό στο πλαίσιο της πολιτικής φιλοσοφίας και ιδεολογίας την οποία υπηρετεί, αφ΄ετέρου όμως και να τις εφαρμόζει αργότερα και στην πράξη, όταν με την λαϊκή εντολή κληθεί να κυβερνήσει.

Η εφαρμογή των πολιτικών θέσεων περί αθλητισμού από το εκάστοτε κυβερνόν κόμμα, γίνεται φυσικά, και κυρίως, μέσω της νομοθέτησης, η οποία με τη σειρά της δεν μπορεί να αφίσταται από τις προγραμματικές θέσεις του  περί αθλητισμού.

Σημαντικό, τέλος, κριτήριο για την διαμόρφωση της στάσης του κράτους έναντι του αθλητισμού είναι και η διαχρονική διαμόρφωση της έννοιας και της αξίας του αθλητισμού. Διότι όταν νομοθετούμε, η σημαντικότερη προϋπόθεση της ορθής νομοθέτησης είναι η ακριβής και πλήρης επίγνωση από τον νομοθέτη του αντικειμένου της νομοθέτησής του. Οταν λοιπόν νομοθετούμε για τον αθλητισμό, πρέπει να έχουμε πλήρη επίγνωση του ορισμού του αθλητισμού, ο οποίος είναι μια ιστορικά διαμορφωμένη κοινωνική πραγματικότητα.

 Η αρχαία ρήση «νους υγιής εν σώματι υγιεί», εξακολουθεί μεν να αποτελεί και σήμερα το τελικό ζητούμενο του αθλητισμού, οι δε ιδέες της ευγενούς άμιλλας , του φιλάθλου πνεύματος, της εκεχειρίας κλπ συνεχίζουν και σήμερα να αποτελούν ιδεολογικό θεμέλιο της έννοιας του αθλητισμού, δεν μπορεί όμως να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι ο αθλητισμός του σήμερα διαφέρει σημαντικά από αυτόν της αρχαιότητας, ακόμη και από αυτόν της εποχής του Coubertin, κυρίως λόγω των τεραστίων, παγκοσμίων, πολυπλόκων και πολυποίκιλων διαστάσεων που σήμερα έχει προσλάβει ο αθλητισμός, όχι μόνο σε οικνομικό αλλά και σε πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο.

Ο αθλητισμός σήμερα κινεί δυνάμεις σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες υπερβαίνουν την εξουσία ακόμη και κυρίαρχων κρατών, έχει αποκτήσει τεράστια οικονομική δύναμη που συχνά υπερνικά ακόμη και αυτή την πολιτική εξουσία, επιβάλλει παγκοσμίως τις θέσεις του τόσο σε πολιτικό επίπεδο ( βλέπε πρόσφατα τον συνολικό αποκλεισμό του ρωσικού αθλητικού κινήματος από το διεθνές αθλητικό γίγνεσθαι ως κύρωση για την εισβολή στην Ουκρανία), όσο και σε κοινωνικό-πολιτικό ( βλέπε τις διάφορες κοινωνικές εκστρατείες κατά του ρατσισμού, της ξενοφοβίας κλπ.).

Επομένως, η πολυσήμαντη αυτή αξία του αθλητισμού οφείλει να λαμβάνεται υπόψη από κάθε κρατική εξουσία, όταν αυτή καλείται να νομοθετήσει γι΄ αυτόν στο πλαίσιο των δεδομένων της  ιδεολογικο-πολιτικής της τοποθέτησης.   

Εχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω θα εξετάσουμε κατ΄ αρχάς την εφαρμογή τους ή μη στην ελληνική και ευρωπαϊκή έννομη τάξη, και θα προσπαθήσουμε να εξάγουμε συμπεράσματα για την σύγχρονη αντιμετώπιση του αθλητισμού από την κυπριακή νομοθεσία.

 

Το ελληνικό μοντέλο

Θετικότατη θα λέγαμε προσέγγιση του αθλητισμού από την ελληνική έννομη τάξη είναι το γεγονός της προστασίας του αθλητισμού από το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 16 παρ. 9 αυτού. Η προστασία αυτή πραγματοποιείται διττά, ως θεσμού (αντικειμενική συνταγματική αρχή προστασίας του αθλητισμού) και ως συνταγματικού δικαιώματος (υποκειμενικά). Από τη θεσμική εγγύηση του αθλητισμού απορρέει το αυτοτελές αθλητικό δικαίωμα υπέρ ενός εκάστου. Φορείς του δικαιώματος αυτού αποτελούν τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται στο αθλητικό γίγνεσθαι. Ολοι δικαιούνται να έχουν πρόσβαση στο δικαίωμα της αθλητικής ελευθερίας και δεν επιτρέπεται με κρατικό εξαναγκασμό  να υποχρεούνται σε παραίτηση από αυτό.

Ως προστατευόμενο συνταγματικό αγαθό, ο αθλητισμός περιλαμβάνει το corpus και το  animus. Το περιεχόμενο της υλικής διάστασής του συναπαρτίζουν οι εγκαταστάσεις, τα όργανα, τα υλικά δηλαδή μέσα που συντείνουν στο να καταστήσουν δυνατή την υλοποίηση του αθλητικού δικαιώματος. Στην πνευματική διάσταση του αθλητικού δικαιώματος υπάγονται όλα εκείνα τα μέσα και ενέργειες που συντείνουν στην πραγμάτωση της πνευματικής διάστασης του αθλητισμού ( αθλητικό πνεύμα, αθλητική ιδέα, αθλητικό μήνυμα, αθλητική συνείδηση κλπ), τα οποία όλα μαζί συναπαρτίζουν την έννοια της αθλητικής ελευθερίας, υπό την μορφή του κλασσικού, ερασιτεχνικού ή επαγγελματικού αθλητισμού, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα.

Η ελευθερία αυτή μπορεί να είναι θετική ή αρνητική, δηλαδή ελευθερία συμμετοχής ή αποχής από τον αθλητισμό, καθώς και ενεργητική ή παθητική, δηλαδή ελευθερία διοικητικής ή αγωνιστικής συμμετοχής και ελευθερία παθητικής συμμετοχής των φιλάθλων. Είναι εδώ σημαντικό να σημειώσουμε ιδιαιτέρως, ενόψει και των τελευταίων δραματικών γεγονότων οπαδικής βίας και της άμεσης νομοθετικής αντίδρασης του κράτους, ότι το συνταγματικό δικαίωμα στον αθλητισμό καλύπτει και την ελευθερία των φιλάθλων να μετέχουν ως οργανωμένοι οπαδοί στο αθλητικό γίγνεσθαι, οποιοδήποτε δε μέτρο εις βάρος τους οφείλει σε κάθε περίπτωση να σέβεται την συνταγματική αρχή της αναλογικότητος μεταξύ λαμβανομένου επαχθούς μέτρου και επιδιωκόμενου σκοπού.

Διότι με το άρθρο 16 παρ. 9 δεν τονίζεται μόνο το προστατευτικό και διασφαλιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος, αλλά εξίσου διασφαλίζεται και η αμυντική του πλευρά. Ετσι, η αθλητική ελευθερία με αμυντική erga omnes διάσταση, προσφέρει στον φορέα της προστασία από κάθε είδους επιθετική, περιοριστική ή αναιρετική ενέργεια, προερχόμενη από το κράτος, από ιδιώτες ή και από άλλες αθλητικές ενώσεις με μονοπωλιακή στον χώρο τους εξουσία, de facto ή de jure.

Παράδειγμα της σύγκρουσης συμφερόντων που προκύπτει από την ορθή ή εσφαλμένη  εφαρμογή  της αθλητικής ελευθερίας αποτελεί σήμερα και η πολυσυζητημένη στην Ελλάδα ιστορία του λεγόμενου «αυτοδιοίκητου» του ποδοσφαίρου, μια ιστορία που κρατά αρκετά χρόνια και δεν προβλέπεται να έχει σύντομο τέλος. Διότι σύμφωνα με το Σύνταγμα, το κράτος ασκεί στις Ομοσπονδίες έλεγχο και εποπτεία, δεν δικαιούται όμως να καθορίζει και τον τρόπο διοίκησής τους. Το ίδιο όμως δικαίωμα της Ομοσπονδίας ισχύει και έναντι οποιουδήποτε άλλου ιδιώτη ή αθλητικής ένωσης στην οποία υπάγεται (βλέπε ΦΙΦΑ-ΟΥΕΦΑ) οι οποίες επίσης δεν δικαιούνται σύμφωνα με το Σύνταγμα να παρεμβαίνουν στην διοίκηση της Ομοσπονδίας. Για τον λόγο αυτό και εγώ προσωπικά είχα αμφισβητήσει με νομικές ενέργειες, ως ευθεία παραβίαση του Συντάγματος, την δια νόμου αποδοχή της εγκατάστασης στην ΕΠΟ της λεγόμενης «επιτροπής εξομάλυνσης» της ΦΙΦΑ, όπως άλλωστε και σήμερα δικαιούμαι  σύμφωνα με τα παραπάνω ως φίλαθλος να αμφισβητώ την νομιμότητα της εγκατάστασης από την ΦΙΦΑ του αρχιδιαιτητή, δηλαδή ενός καταστατικού οργάνου της ΕΠΟ.

Με αυτά τα δεδομένα, θα λέγαμε ότι η σημερινή ελληνική νομοθεσία υπολείπεται σε αρκετά σημεία από την εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών, αλλά κυρίως από την ανάγκη προσαρμογής της στη σημερινή ελληνική και παγκόσμια πραγματικότητα του αθλητισμού. Και μόνο το γεγονός ότι με τον τελευταίο αθλητικό νόμο 4908/2022 σπεύσαμε να "αναγνωρίσουμε" την ύπαρξη πνευματικού και ηλεκτρονικού αθλητισμού, απλά και μόνο λόγω μιας συντελούμενης τελευταία σε διεθνές επίπεδο συζήτησης, δείχνει ότι δεν έχουμε επίγνωση περί του τί πράγματι είναι ο αθλητισμός. Διότι πνευματικές ή ηλεκτρονικές δραστηριότητες με ανταγωνιστικό περιεχόμενο μπορεί όντως να είναι άξιες νομικού ενδιαφέροντος, δεν μπορεί όμως να βαφτίζονται αθλητικές, διότι απλώς δεν εμπίπτουν στον επιστημονικά, ιστορικά και κοινωνικά καθιερωμένο ορισμό του αθλητισμού.

Στο πλαίσιο όλης αυτής της εννοιολογικής περί νομοθέτησης του αθλητισμού σύγχυσης, και ο ισχύων αθλητικός νόμος 2725/1999 δεν είναι τίποτε άλλο από μία συρραφή των διατάξεων του νόμου 75/1975 περί ερασιτεχνικού αθλητισμού και του ν. 1958/ 1991 περί επαγγελματικού αθλητισμού, οι οποίοι με τη σειρά τους ανάγουν τις ρίζες τους στο νόμο 5620/1932 περί σωματικής αγωγής και φιλάθλων σωματείων και στο ν. 879/1979 περί Π.Α.Ε.

Είναι προφανές στον κάθε ασχολούμενο με τα αθλητικά πράγματα, ότι μια τέτοια νομοθεσία δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στην σημερινή αθλητική πραγματικότητα. Είναι επίσης προφανές ότι οποιαδήποτε απόπειρα αποσπασματικής συμπλήρωσης, τροποποίησης ή εκσυγχρονισμού μεμονωμένων διατάξεων δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, αν δεν γίνεται στο πλαίσιο της γενικώτερης αναπροσαρμογής της ισχύουσας κρατικής περί αθλητισμού ιδεολογίας, έτσι όπως την επιτάσσουν η σύγχρονη αθλητική πραγματικότητα, αλλά και η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, ως μέλη, τόσο της Ελλάδος όσο και της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

Αυτό το έλλειμα ορθής νομοθέτησης είναι στην Ελλάδα σήμερα πασιφανές. Μόνο τα τελευταία χρόνια, αν δεί κανείς το πόσοι πολλοί νόμοι σε πόσο γρήγορο χρονικό διάστημα, συμπληρώνουν, τροποποιούν ή και ανατρέπουν ο ένας τον άλλον, καταλαβαίνει ότι αυτή η a la cart νομοθέτηση για τον αθλητισμό δεν μπορεί να αποδώσει. Η παγκόσμια διάσταση του αθλητισμού, αλλά και η γενικευμένη παγκοσμιοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής την οποία σήμερα όλοι βιώνουμε, απαιτούν μια ολιστική και όχι αποσπασματική νομοθετική αντιμετώπιση του αθλητικού φαινομένου, η οποία, φυσικά, θα αφορά τον αθλητισμό του 2022 και όχι αυτόν του 1932.

Επομένως, αυτό που σήμερα στην Ελλάδα διαφημίζεται από τον Υφυπουργό Αθλητισμού  ως νομοθετική «μεταρρύθμιση» , δεν είναι τίποτα άλλο από άτακτη συρραφή ιδεών που μόνο ως νομοθετικά «μπαλώματα» θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, ενίοτε δε και ως φωτογραφικές διατάξεις για εξυπηρέτηση συμφερόντων, οι οποίες συχνά κείνται και εκτός του φιλελεύθερου ιδεολογικού περιγράμματος του κυβερνώντος κόμματος.

Επιγραμματικά, όσον αφορά νομοθετικά ελλείματα στην Ελλάδα, σταχυολογούμε τα εξής:

1.       Εξακολουθούν να λειτουργούν διαδικασίες, όργανα και αρχές που όλα αυτά τα χρόνια , χωρίς απτά αποτελέσματα, συχνά με δυσανάλογο για την προσφορά τους κόστος, υποκαθιστούν την ΓΓΑ στο έργο της, όπως το Ελεγκτικό Συμβούλιο, οι αρμοδιότητες του οποίου ασκούνται τώρα από τους επιθεωρητές δημόσιας διοίκησης και πέον από την Εθνική Επιτροπή Διαφάνειας, και η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού, γνωστή στο πανελλήνια για τα «έργα και ημέρες» της. Διότι, ο αναγκαίος σήμερα περιορισμός του κράτους στις σύμφωνα με το Σύνταγμα καθαρά εποπτικές, ελεγκτικές και υποστηρικτικές του αθλητισμού λειτουργίες του, δεν επιτρέπεται να οδηγεί ούτε σε απαξίωση των υπηρεσιών του ούτε σε μεταβίβαση των ευθυνών που εκ του Συντάγματος έχει σε δήθεν ανεξάρτητα όργανα και αρχές. Ας σημειώσουμε εδώ και το ήδη καταργηθέν, όμως επί δεκαετίες νομοθετημένο ΕΣΑΣ, που ουδέποτε λειτούργησε. 

      Επιτυχώς, μπορούμε να πούμε, ότι λειτουργεί σήμερα το ΑΣΕΑΔ ως δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, με προβλήματα όμως σε επί μέρους  διαδικασίες και κυρίως στον συγχρονισμό της έκδοσης αποφάσεων με το αγωνιστικό πρόγραμμα των ομοσπονδιών. Η ΔΕΑΒ και ο ΕΟΚΑΝ, όπως επίσης και η πρόσφατα δημιουργηθείσα πλατφόρμα κατά της χειραγώγησης αγώνων ΕΠΑΘΛΑ  ως προβλεπόμενα από διεθνείς συμβάσεις  όργανα, λειτουργούν και αυτά με τρόπο νομικά ανεκτό.

3.       Με την πανθομολογούμενη διαπίστωση ότι ο αθλητισμός έχει εξελιχθεί σε μια σύγχρονη βιομηχανία που παράγει ένα τεράστιο οικονομικό προϊόν, η Πολιτεία οφείλει πλέον να αντιμετωπίζει την οικονομική δραστηριότητα των φορέων του (σύλλογοι, ενώσεις, ομοσπονδίες) όχι σαν να ήταν το προπατορικό αμάρτημα του αθλητισμού. Αυτό, σε ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο μάλιστα δεν είναι σε θέση αλλά ούτε και οφείλει  να χρηματοδοτεί τον αθλητισμό όπως παλιά, στο 100% του προϋπολογισμού του, πρέπει οπωσδήποτε να αντικατασταθεί από την ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να επενδύσει στον αθλητικό σύλλογο και την αθλητική ομοσπονδία. Για τον λόγο αυτό η περί μη κερδοσκοπικής λειτουργίας του αθλητισμού αντίληψη θα πρέπει να αναθεωρηθεί και να επανακαθορισθεί, χωρίς φυσικά να ανατρέπεται η βασική συνταγματική υπόσταση του αθλητισμού ως ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα, όπως την περιγράψαμε στην αρχή. Το  να απαγορεύεται σήμερα η συστέγαση αθλητικού σωματείου με εμπορική επιχείρηση, μόνο ως ιδεολογικός αναχρονισμός μπορεί να χαρακτηριστεί. Αντίθετα, θα ήταν επιβεβλημένο να επιδιώκεται σήμερα η ανάμειξη της επιχειρηματικότητας με την δραστηριότητα των αθλητικών σωματείων.


4.     Παρά την πανθομολογούμενη «λειψανδρία» σε στελεχιακό δυναμικό των αθλητικών φορέων, η μέχρι σήμερα νομοθετούσα Πολιτεία επέβαλε πλήθος αναχρονιστικών νομικών κωλυμάτων και περιορισμών σε επαγγελματίες , επιχειρηματίες, ακόμη και σπουδαίους αθλητές, που εξ αιτίας τους, αν και ήθελαν, δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν στους αγαπημένους τους συλλόγους σαν αθλητικοί παράγοντες.  Εφεξής μόνο τα ποινικής και πειθαρχικής φύσεως κωλύματα, καθώς και όσα αναφέρονται  στους διαιτητές και το υπαλληλικό προσωπικό των συλλόγων θα έπρεπε να ισχύουν  σαν γενικής φύσεως κωλύματα.

Σε ενήλικους αθλητές, αν το επιθυμούν, θα έπρεπε να επιτρέπεται να είναι και μέλη των συλλόγων τους. Το ίδιο και όσον αφορά στη συμμετοχή των προπονητών και κάθε άλλου επαγγελματία σχετικού με τον αθλητισμό στους συλλόγους. Θα έπρεπε να ευχόμαστε τέτοιοι άνθρωποι να συμμετέχουν στον αθλητισμό και όχι να τους απωθούμε με αναχρονιστικές περί αθλητισμού ιδεοληψίες. Γνωρίζουμε ότι το παραγοντικό κατεστημένο του αθλητισμού δεν βλέπει με καλό μάτι τέτοιες αλλαγές, πρέπει όμως να καταλάβει ότι χωρίς τέτοιου είδους υπερβάσεις το μέλλον του αθλητισμού μας και των ιδίων ως ανθρώπων του αθλητισμού τίθεται συνολικά σε αμφισβήτηση.

5.       Παρά την πανθομολογούμενη οιονεί δημόσια λειτουργία των αθλητικών ομοσπονδιών, οι οποίες προφανέστατα ασκούν αρμοδιότητες και εκπληρώνουν καθήκοντα εντονότατου δημοσίου ενδιαφέροντος, δυστυχώς ,όχι παντού αλλά σε αρκετές περιπτώσεις, διάφοροι «αετονύχηδες» έχουν καταφέρει με διάφορα τερτίπια να κρατούν όμηρο για την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων και φιλοδοξιών ένα ολόκληρο άθλημα. Ετσι, έχουμε αρκετές περιπτώσεις όπου ομάδες ανθρώπων που εκπροσωπούν το 51% των συλλόγων (σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις και πολύ μικρότερα ποσοστά) να  κατέχουν το 100% των θέσεων του Δ.Σ. μιας ομοσπονδίας. Με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζεται ο εσωτερικός έλεγχος που πρέπει να υπάρχει σε κάθε κοινωνική συσσωμάτωση προκειμένου να λειτουργεί με εντιμότητα και διαφάνεια. Αυτό το καθεστώς πρέπει και μπορεί να ανατραπεί, αν δοθεί στις μειοψηφίες των ομοσπονδιών το δικαίωμα να συμμετέχουν στο Δ.Σ. αυτών ανάλογα με την εκλογική τους δύναμη. Αυτός ο κίνδυνος, δυστυχώς δεν μπόρεσε να ανατραπεί ούτε με τα πρόσφατα νομοθετήματα για τις εκλογές στα αθλητικά σωματεία, ενώσεις και ομοσπονδίες, τα οποία, το μόνο που κατάφεραν είναι να δημιουργήσουν μια γενικώτερη αναστάτωση και να αποκλείσουν τους άνω των 70 ετών αθλητικούς παράγοντες, την ώρα που κυριολεκτικά «ψάχνουμε με το ντουφέκι» να βρούμε ανθρώπους, ιδίως στην επαρχία, για να ασχοληθούν ως αθλητικοί παράγοντες με τον αθλητισμό.

6.       Η μέχρι σήμερα δεδομένη έννοια του ερασιτέχνη αθλητή πρέπει να  προσαρμοσθεί στην ισχύουσα νομολογία, αλλά και διεθνή πρακτική, που πλέον δεν θεωρεί ασυμβίβαστη την έννοια του ερασιτέχνη αθλητή με την αμοιβή για  παρεχόμενες αθλητικές υπηρεσίες. Εφεξής ερασιτέχνης αθλητής και ερασιτεχνικός σύλλογος θα πρέπει να μπορούν να συνάπτουν νόμιμα συμβάσεις παροχής αθλητικών υπηρεσιών, εφόσον ο σύλλογος κρίνει ότι ο συγκεκριμένος αθλητή του αξίζει πράγματι να αμειφθεί και οικονομικά για όσα προσφέρει στον σύλλογο. Αλλωστε, κάτι τέτοιο, τουλάχιστον στο χώρο του ποδοσφαίρου και των λοιπών ομαδικών αθλημάτων συμβαίνει στην πράξη κατά κόρον.

7.       Με το άρθρο 42 Ν. 4809/2021 ορθά καθιερώθηκε η ελεύθερη μεταγραφή για τους άνω των 19 ετών αθλητές. Θα έπρεπε όμως να καθιερωθεί  δια νόμου, κάτι που ήδη η νομολογία του ΑΣΕΑΔ έχει καθιερώσει, και η αποδέσμευση του ερασιτέχνη αθλητή από το σωματείο του για σπουδαίο λόγο ανεξαρτήτως ηλικίας. Το «κρέμασμα» του δελτίου αθλητή έχει πλέον ξεπεραστεί διεθνώς εδώ και δεκαετίες. Το ίδιο ισχύει και για την ελεύθερη πρόσβαση στην άθληση όλων των αλλοδαπών αθλητών, ανεξαρτήτως της χώρας προέλευσής τους, εφόσον νόμιμα διαμένουν στη χώρα.

8.       Για αθλήματα με προφανή επαγγελματική δραστηριότητα, εφόσον δεν έχουν αναπτυχθεί ΑΑΕ, θα έπρεπε να αναγνωρίζεται ιδία νομική προσωπικότητα στα τμήματα αμειβομένων αθλητών, τα οποία έχοντας δικό τους ΑΦΜ θα πρέπει να λειτουργούν αυτόνομα και χωρίς να επιβαρύνουν οικονομικά το ερασιτεχνικό σωματείο από το οποίο προήλθαν. Σε περίπτωση πτώχευσης οιασδήποτε μορφής οιουδήποτε επαγγελματικού αθλητικού μορφώματος, θα πρέπει ο ιδιοκτήτης του να ευθύνεται αλληλεγγύως, σε καμία περίπτωση τα χρέη δεν μεταβιβάζονται στο αθλητικό σωματείο και σε περίπτωση αναβίωσης αυτού, ο νέος ιδιοκτήτης θα πρέπει να αναλαμβάνει και τα χρέη του παλαιού.

 

Το ευρωπαϊκό μοντέλο

Το ευρωπαϊκό μοντέλο για τον αθλητισμό προσδιορίζεται κυρίως από τους δύο μεγάλους ευρωπαϊκούς οργανισμούς, την Ευρωπαϊκή Ενωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης, οι οποίοι μέσω της νομοθεσίας, των κανονισμών και των διεθνών κειμένων που εκδίδουν θέτουν στα κράτη μέλη τις κατευθυντήριες γραμμές εντός των οποίων και αυτά οφείλουν να νομοθετήσουν και να ασκήσουν την εξουσία τους σε σχέση με τον αθλητισμό.

Το ευρωπαϊκό μοντέλο του αθλητικού συλλόγου και της αθλητικής ομοσπονδίας δεν αφίσταται από αυτά που και εμείς σε Κύπρο και Ελλάδα γνωρίζουμε ως ισχύον καθεστώς. Φυσικά, η εφαρμογή των μοντέλων αυτών θα πρέπει πάντα να προσαρμόζεται στις ανάγκες και την αθλητική και κοινωνική πραγματικότητα κάθε κράτους μέλους. Διότι μια καλή πρακτική που άριστα εφαρμόζεται σε μια χώρα μπορεί να μην είναι εφαρμόσιμη σε μια άλλη, είτε λόγω της διοικητικής της διάρθρωσης, είτε λόγω της κατανομής του πληθυσμού της, είτε ακόμη και των εν γένει επικρατουσών συνθηκών.

Παρά το γεγονός ότι, και μετά από δικές μας επίμονες τοποθετήσεις σε διάφορα ευρωπαϊκά φόρα, ο αθλητισμός απέκτησε το δικό του «στασίδι» μέσα στο νομικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εν τούτοις μέχρι και σήμερα δεν κατάφερε να αποκτήσει ένα καθεστώς εξαίρεσης από την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, όπως πολλοί παράγοντες του αθλητισμού επίμονα επιδίωξαν.

Από την άλλη μεριά, επειδή το νομικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης μέχρι και σήμερα δεν έχει πάρει ακόμη την μορφή μιας ενιαίας, πλήρους και εφ΄ όλης της ύλης έννομης τάξης, οι νομικές επιπτώσεις του δικαίου της ευρωπαϊκής ένωσης στον χώρο του αθλητισμού, έτσι όπως προσδιορίζονται κυρίως από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και δευτερευόντως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφορούν ορισμένες μόνο, κυρίως τις οικονομικές διαστάσεις του αθλητισμού, οι οποίες σύμφωνα με την νομολογία των ανωτέρω οργάνων διέπονται από τις διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου, έστω και με ορισμένες, λόγω της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού, διαφοροποιήσεις 

Ηδη από την δεκαετία του 1970 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με της υποθέσεις Dona-Mantero και Walrave είχε αποφανθεί για την απαγόρευση των διακρίσεων με βάση την εθνικότητα και την εφαρμογή των αρχών της ελεύθερης διακίνησης υπηρεσιών και εργασίας στον αθλητισμό, ενώ κατά την δεκαετία του 1990 με την περίφημη απόφαση Bosman αποφάνθηκε με τρόπο καταλυτικό για τον ευρωπαϊκό αθλητισμό για την εφαρμογή της ελεύθερης κυκλοφορίας των επαγγελματιών αθλητών στην Ευρώπη. Ακολούθησε και πλήθος άλλων αποφάσεων προς την ίδια κατεύθυνση, που πλέον περιελάμβανε και ερασιτέχνες αθλητές, έτσι ώστε σήμερα να θεωρείται παγιωμένη η ελεύθερη διακίνηση επαγγελματιών αλλά και ερασιτεχνών αθλητών εντός των ορίων της ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ακολούθησε και ικανός αριθμός αποφάσεων σχετικά με τη εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού, κυρίως στις ευρωπαϊκές αθλητικές ομοσπονδίες, όπου και αυτές πλέον χαρακτηρίζονται ως επιχειρήσεις, καθόσον αφορά την και σε αυτές εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού (άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης Ε.Ε.)

Σε κάθε περίπτωση, όλες αυτές οι αποφάσεις αποτελούν ένα σαφή περιορισμό στην αυτονομία του αθλητικού κινήματος, και υποδηλώνουν ότι η κάθε είδους οικονομική δραστηριότητα στον αθλητισμό δεν μπορεί να εκφεύγει από την κοινοτική, άρα και την κρατική νομοθεσία, τηρουμένης βέβαια πάντα της αρχής της αναλογικότητας, όπως αναφέραμε στην αρχή και για την εφαρμογή του Συντάγματος στον αθλητισμό.

Πάντως, πρέπει να σημειώσουμε, ότι η επικρατούσα σήμερα άποψη, ιδιαίτερα στην Επιτροπή της Ε.Ε., η οποία έχει και σημαντικές αρμοδιότητες στον τομέα εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού, είναι μάλλον η πολιτική διευθέτηση της σχέσης Ε.Ε. και αθλητισμού, παρά η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού.

 Από την άλλη μεριά, το Συμβούλιο της Ευρώπης, και αυτό ήδη από την δεκαετία του 1980 άρχισε αργά αλλά σταθερά να απασχολείται με τα θέματα του αθλητισμού. Οι συμβάσεις για την βία στα γήπεδα, αργότερα για το ντόπινγκ, πιο πρόσφατα για την ασφάλεια των αθλητικών εγκαταστάσεων και την αντιμετώπιση της χειραγώγησης αγώνων, δείχνουν το έντονο ενδιαφέρον και τις κατευθύνσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη για μεγάλα προβλήματα του αθλητισμού.

Παράλληλα, από την δεκαετία του 1980 άρχισε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να ασχολείται με θέματα εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον Αθλητισμό. Πρώτη υπόθεση αυτού του είδους ήταν η υπόθεση Miuren, γνωστού Ολλανδού επαγγελματία ποδοσφαιριστή, ο οποίος προσέφυγε στο δικαστήριο επικαλούμενος το δικαίωμά του να επιλέγει ελεύθερα τον εργοδότη του σύλλογο.

Σήμερα, έχουν αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου πλήθος υποθέσεων που έχουν να κάνουν με την εφαρμογή της Σύμβασης Ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον αθλητισμό, όπως πχ του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή-25-3-2014), του άρθρου 3 (προστασία της αξίας του ανθρώπου, 9-11-2017), του άρθρου 5 (δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια, 7-3-2013 και22-10-2018), του άρθρου 6 (δίκαιη δίκη,31-7-2007,2-10-2018) του άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης 5-3-2009 , 22-1-2019 και 18-5-2021), του άρθρου 11 (ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, 7-3-2011, 27-10-2016), του άρθρου 14 (απαγόρευση διακρίσεων, 25-1-2021) κλπ.

 

 

To Κυπριακό μοντέλο

 

Βάσει της κείμενης κυπριακής νομοθεσίας περί ΚΟΑ και αθλητισμού γενικώτερα δεν παρατηρούμε ουσιαστικές διαφορές του κυπριακού από το ελληνικό μοντέλο.

Η έλλειψη ειδικής συνταγματικής πρόβλεψης για τον αθλητισμό αναπληρώνεται από τις γενικές αρχές περί αθλητισμού και τις σχετικές διατάξεις της κυπριακής νομοθεσίας, αλλά και από τις καθιερωμένες στην Κύπρο πρόνοιες περί αθλητισμού του Συμβουλίου της Ευρώπης. Επομένως ότι από συνταγματικής απόψεως ισχύει στην Ελλάδα, μπορούμε με ασφάλεια να υποστηρίξουμε ότι ισχύει και στην Κύπρο.

Στην Ελλάδα παρατηρούμε μια πολύ εκτεταμένη νομοθεσία, μια πολυνομία, που όμως συχνά φέρνει τα αντίθετα από το επιθυμητό αποτελέσματα, ενώ η πιο συγκεντρωμένη νομοθέτηση της Κύπρου είναι ευκολώτερα εφαρμόσιμη.

Ο ΚΟΑ ασκεί τις αντίστοιχες λειτουργίες της ΓΓΑ, με πολύ μεγαλύτερο όμως κύρος από την υποβαθμισμένη σήμερα ΓΓΑ, η οποία από επιτελική δημόσια υπηρεσία έχει καταλήξει σε υπηρεσία γραμματειακής υποστήριξης διαφόρων ανεξαρτήτων οργάνων, αρχών και επιτροπών.

Ο κυπριακός αθλητισμός, όπως και στην Ελλάδα, βασίζεται στο σωματειακό μοντέλο και στην λειτουργία της ομοσπονδίας ως οργανωτού του αθλήματός της. Η ειδική αθλητική αναγνώριση αποτελεί και εδώ προαπαιτούμενο για την λειτουργία σωματείων και ομοσπονδιών. Η διαφορά έγκειται στο ότι για την αναγνώριση αθλητικού σωματείου στην Ελλάδα είναι απαραίτητη η προηγούμενη εγγραφή του στην Ομοσπονδία, ενώ στην Κύπρο προηγείται η αναγνώριση και έπεται η εγγραφή στην ομοσπονδία.

Σε κάθε, πάντως, περίπτωση θα πρέπει να γίνεται σαφές, ότι η ειδική αθλητική αναγνώριση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, αφορά στην σχέση του αθλητικού σωματείου ή ομοσπονδίας με το κράτος και τα προνόμια, αλλά και δεσμεύσεις,  που προκύπτουν από την σχέση αυτή για σωματεία και αθλητές και όχι στο δικαίωμα για αθλητισμό, το οποίο δεν μπορεί να αφαιρείται από το άτομο σε περίπτωση έλλειψης της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης. Το θέμα αυτό αποτελεί νομικό πρόβλημα που ούτε και στην Ελλάδα έχει αντιμετωπισθεί μέχρι τώρα επαρκώς ούτε νομοθετικά ούτε νομολογιακά.

Οι κανονισμοί των ομοσπονδιών στην Ελλάδα εγκρίνονται για την νομιμότητά τους με απόφαση του Υπουργού, ενώ στην Κύπρο εγκρίνονται από την Βουλή και δημοσιεύονται στο ΦΕΚ. Νομίζω ότι οι κανονισμοί είναι ιδιωτικοί και όχι δημόσιοι κανόνες των ομοσπονδιών, και επομένως δεν χρήζουν δημοσίευσης σε ΦΕΚ.

Η αθλητική δικαιοσύνη και στις δύο χώρες ασκείται από τις ομοσπονδίες, αλλά και από κρατικό αθλητικό δικαστήριο (ΑΣΕΑΔ-ΑΔΕΑ). Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται στην Ισπανία.

Εκεί που παρατηρείται σοβαρό έλλειμα της κυπριακής νομοθεσίας είναι στη ρύθμιση του επαγγελματικού αθλητισμού και των σχέσεων που αναπτύσσονται εντός αυτού. Νομίζω ότι εδώ υπάρχει ανάγκη ειδικής νομοθεσίας, η οποία όμως για να αποδώσει θα πρέπει να είναι σωστά συναρθρωμένη με την υπάρχουσα αθλητική αλλά και εργατική νομοθεσία.

 

Συμπέρασμα

Η υπάρχουσα αθλητική νομοθεσία στην Κύπρο δεν διαφέρει ουσιαστικά από αυτήν της Ελλάδας, όπως όμως και εκείνη, χρήζει ενημέρωσης προκειμένου να συμβαδίσει με τα νέα δεδομένα του αθλητισμού στη σύγχρονη κοινωνία. Τυχόν νέα νομοθετική παρέμβαση στον κυπριακό αθλητισμό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις  αρχές της ορθής και ολιστικής νομοθέτησης, της χρηστής διακυβέρνησης, τις παγιωμένες πλέον περί αθλητισμού αρχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, την παγιωμένη σήμερα οικονομική, πολιτική και κοινωνική διάσταση του αθλητισμού, την απεξάρτηση από τις περί αθλητισμού ιδεοληψίες των περασμένων αιώνων, την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ νομοθετούμενης διάταξης και επιδιωκόμενου σκοπού και ιδιαίτερα την αρχή, ότι ο νόμος δεν μπορεί να επιτάσσει τα αδύνατα. Διότι μια πολύ καλή ιδέα ως σύλληψη, αν δεν ενταχθεί «ολιστικά» σε ένα ενιαίο και ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα νομικό σύστημα, μόνο ως  «μπάλωμα» μπορεί να λειτουργήσει, παραμένει δύσκολα εφαρμόσιμο, και τελικά μόνο προβλήματα επιφέρει. Αρκετές τέτοιες μη εφαρμόσιμες διατάξεις υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα, η ισχύς των οποίων συνεχώς αναβάλλεται, απλούστατα διότι απαιτούν πράγματα που δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Πολύ δε φοβούμαι, ότι και τα πρόσφατα νομοθετικά «μπαλώματα», πολύ σύντομα θα έχουν την ίδια κατάληξη.

Επομένως, οποιαδήποτε πρωτοβουλία για ενιαία αθλητική νομοθεσία στην Κύπρο θα πρέπει να λαμβάνει την επικρατούσα σήμερα νομική κατάσταση στην Ελλάδα όχι απαραιτήτως ως πρότυπο, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις και ως παράδειγμα προς αποφυγή.

Ελπίζω η παρούσα εισήγηση να δώσει αφορμή για συζήτηση ακόμη και για θέματα στα οποία λόγω χώρου και χρόνου δεν αναφερθήκαμε.

 

Ευχαριστώ για την προσοχή σας.