YOUTUBE

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Ν.Μάλλιαρης, Οταν το ποδόσφαιρο συναντά την τέχνη

              


 ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ...
ΣΤΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙ

  Όταν το ποδόσφαιρο συναντά την Τέχνη και τους δημιουργούς
                   είναι το θέμα της εκδήλωσης που διοργανώνουν
                ο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
                  ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ  «ΑΡΓΩ» και το «ΕΠΙΣΚΥΡΟΝ»
                 την Παρασκευή 4 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015 και ώρα 19.30 ,
    στο ‘Ίδρυμα   ΖΗΣΗ  , Κολοκοτρώνη  5  , στο κέντρο του Χαλανδρίου.
  Η εκδήλωση τελεί υπό την αιγίδα του Δήμου Χαλανδρίου και είναι
   αφιερωμένη στον μεγάλο μας συνθέτη και φίλο του ποδοσφαίρου
   ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ για τα 90 χρόνια του.
   
Για την κοινωνική, εκπαιδευτική, πολιτιστική διάσταση του ποδοσφαίρου συζητούν οι :
- Γιώργος Μαρκόπουλος (ποιητής) – Κυριάκος Χήνας (ιστορικός)
– Πέτρος Ζουμπουλάκης (ζωγράφος) – Θανάσης Κάππος (συγγραφέας) 
-Θάνος Μικρούτσικος (μουσικοσυνθέτης) - Δημήτρης Αρβανίτης
 (γραφίστας) – Χριστόφορος Κάσδαγλης (συγγραφέας)

Συντονίζει ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής Νίκος Μάλλιαρης

Θα παρευρεθούν οι παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές :  
X. Αρδίζογλου ,
 Μ.Παπαϊωάννου, Τ. Λουκανίδης , Ν. Σαργκάνης , Μ. Συμιγδαλάς 
 Β. Λάκης , Γ. Καραγκούνης.

Θα προβληθεί σχετικό βίντεο, ενώ στον χώρο της εκδήλωσης θα παρουσιαστεί έκθεση φωτογραφίας και ζωγραφικής των:
       Π. Ζουμπουλάκη , Σπ. Κουρσάρη , Στ. Κατσιρέα , Αλ. Βακιρτζή
        Β. Διονυσόπουλου , Ν. Οικονομίδη , Γ. Παπανελόπουλου.
     
Θα εκτεθούν επίσης βιβλία γραμμένα ειδικά για το ποδόσφαιρο.
Έχουν προσκληθεί τα αθλητικά σωματεία Ατρόμητος Χαλανδρίου, Απόλλων Χαλανδρίου και Α.Ε. Χαλανδρίου. Επίσης οι σύλλογοι και οι κοινωνικοί φορείς της πόλης, Σύλλογοι Παλαίμαχων Ποδοσφαιριστών , ο Π.Σ.Α.Τ., ο Π.Σ.Α.Π.  καθώς και άλλοι αθλητές που κατοικούν στο Χαλάνδρι.

“Το ποδόσφαιρο και γενικότερα ο αθλητισμός ενώνει , ψυχαγωγεί, εμπνέει και τους καλλιτέχνες”

Τηλέφωνα επικοινωνίας :
Μάλλιαρης Νίκος  6945 804299
Οικονομίδης Νίκος  210 6841894 – 6979 085756
 




Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Γ.Παναγόπουλος,Τα πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ κατά το ισχύον καταστατικό της,Εισήγηση στην ημερίδα της 2-10-2015

Παραθέτουμε την εισήγηση του Γιώργου Παναγόπουλου, με την οποία καταδεικνύεται το πρόβλημα που ανακύπτει από την μη ρητή αναφορά στο νόμο των οργάνων που στελεχώνονται με τακτικούς δικαστές, δεδομένου και του κυκεώνα οργάνων, αρμοδιοτήτων και διατάξεων του καταστατικού της ΕΠΟ.

 

Α. Εισαγωγή

Πολλοί , μεταξύ αυτών και εγώ , έχουμε χαρακτηρίσει το περιβόητο αυτοδιοίκητο της ΕΠΟ ως ισοδύναμο με το αυτοδιοίκητο του Αγίου Όρους .Και όμως αυτή η διελκυστίνδα μεταξύ ΕΠΟ και Πολιτείας για το πρόβλημα της εκδίκασης ποδοσφαιρικών υποθέσεων από τα πολιτικά δικαστήρια και της συνθέσεως των ποδοσφαιρικών δικαστηρίων ,ανάγεται  στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ποδοσφαίρου μας σύμφωνα με την επίσημη ιστορία της ίδιας της ΕΠΟ.

Ιστορικά μάλιστα οι ομοιότητες με το αντίστοιχο εκκλησιαστικό ζήτημα είναι εκπληκτικές  και όσο και αν φαίνεται  απίστευτο είναι προφανές ότι αυτό, ο νομικός διχασμός και η σχετική προβληματική του αθλητικού δικαίου έχει ρίζες σε εκκλησιαστικό.

Το ζήτημα της επεκτάσεως της αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων και στις διαφορές μεταξύ των κληρικών αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα θέματα στην ιστορία  του βυζαντινορωμαικού δικαίου.

Όπως  , λοιπόν ,   τότε  η εκκλησιαστική δικαιοσύνη επικράτησε  της κρατικής, έτσι και  σήμερα  στην Ελλάδα είναι προφανές ότι  η διεύρυνση της δικαιοδοσίας  ποδοσφαιρικών  δικαστηρίων ,υπερκάλυψε την αντίστοιχη  των πολιτικών ,αλλά χωρίς την κάλυψη του Νόμου!                                                           
      


 Β. Το πρόβλημα της εκδικάσεως υποθέσεως των κληρικών από τα πολιτικά δικαστήρια


 Το πρώτο νομοθετικό  κείμενο ,που έδινε κάποια λύση στο ζήτημα αυτό υπήρξε η Νεαρά 123 του Ιουστινιανού Α’, που απαγόρευε στα πολιτικά δικαστήρια κάθε ανάμειξη σε πνευματικά θέματα ή ζητήματα εκκλησιαστικής πειθαρχίας ,τα οποία ανήκαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των επισκοπικών δικαστηρίων. Το μεγάλο ,βέβαια, πρόβλημα αφορούσε τις περιπτώσεις που ένας κληρικός  βρισκόταν αναμεμειγμένος σε υποθέσεις κοινού αστικού ή ποινικού δικαίου.

Η Νεαρά 123 όριζε πάλι ότι στις ποινικές υποθέσεις τα εκκλησιαστικά δικαστήρια θα εκδίκαζαν μόνο τις πνευματικές και πειθαρχικές απόψεις του εγκλήματος που διέπραξε κάποιος κληρικός και τα ποινικά δικαστήρια τις ποινικές απόψεις ,ενώ στις αστικές υποθέσεις τα επισκοπικά δικαστήρια είχαν αποκλειστική αρμοδιότητα στην επίλυση της διαφοράς με την προϋπόθεση όμως να συμφωνήσουν  οι διάδικοι για την υπαγωγή της υποθέσεως τους στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία. Οπωσδήποτε, όμως ,οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων μπορούσαν να εφεσιβληθούν στα πολιτικά δικαστήρια.

Οι σχολιαστές πάντως του εκκλησιαστικού δικαίου της περιόδου των Κομνηνών, ο Βαλσαμών, ο Αριστηνός, και ο Ζωναράς, αγωνισθήκαν με βάση τον κανόνα 15 της συνόδου της Καρχηδόνας και τη Νεαρά 25 του Ηρακλείου να ενισχύσουν το γόητρο και τις αρμοδιότητες των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Οι αγώνες αυτοί ,που άρχισαν να δικαιώνονται με την έκδοση της Νεαράς 27 του Αλεξίου Α’, έφεραν τους καρπούς τους με την εντυπωσιακή διεύρυνση της δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και ιδιαίτερα του πατριαρχικού δικαστηρίου κατά την περίοδο των Παλαιολόγων.

Φυσικά στο Βυζάντιο ,υπήρχε δίκαιο και κανόνες ,που ρύθμιζαν την αθλητική δράση τόσο στον Ιππόδρομο, όσο και στο    Τζυκανιστήριο ( Σφαιροδρόμιο) και για την συμπεριφορά των αθλητών, και των φιλάθλων ,αν και συχνά χρειάστηκε η αυτοκρατορία  να απαντήσει με βία στη βία των Δήμων (Πράσινων –Βενετών –Ρούσων και Λευκών).

Γ. Το πρόβλημα της θεσμοθέτησης και λειτουργιάς των οργάνων της ΕΠΟ

Τα  τελευταία χρόνια  τα ποδοσφαιρικά όργανα της ΕΠΟ και των Επαγγελματικών Ενώσεων της αυξήθηκαν μάλιστα σε τέτοιο  βαθμό ,που ξεπέρασαν κατά πολύ  μέσω μιας μαεστρικής  αλήθεια αυθαιρεσίας του καταστατικού και των κανονισμών της, τον αριθμό και την δικαιοδοσία των προβλεπόμενων από τους Νόμους του Κράτους ,που συνθέτουν το σύγχρονο Αθλητικό Δίκαιο.

 Μέχρι το 2006 ,οπότε εφευρέθηκε το αυτοδιοίκητο, όλοι οι Αθλητικοί Νόμοι  από το Ν. 75/75 μέχρι τον Ν.2725/97,συμβάδιζαν πλήρως με το καταστατικό και τους κανονισμούς της ΕΠΟ ως προς τα προβλεπόμενα όργανα και την δικαιοδοσία τους.

Ας δούμε όμως πόσα όργανα προβλέπει ο ισχύων αθλητικός Νόμος, απαντώντας στο κουίζ ,που ο ίδιος έθεσα δημοσίως!

1. Το πρωτοβάθμιο Μονομελές Πειθαρχικό Όργανο της SUPER LEAGUE ,ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο των ΠΑΕ της Α’ Εθνικής.
2. Το πρωτοβάθμιο Μονομελές Πειθαρχικό Όργανο της  FOOTBALL  LEAGUE ,ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο των ΠΑΕ της Β’ Εθνικής.
3.  Η πρωτοβάθμια Πειθαρχική Επιτροπή της ΕΠΟ, που ασκεί τον έλεγχο για το Κύπελλο και το πρωτάθλημα που υπάγονται στην ΕΠΟ (Γ’ ή Δ΄ Εθνικής)
4.  Την Επιτροπή Εφέσεων ,όπου εφεσιβάλλονται οι αποφάσεις όλων των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών οργάνων οι αποφάσεις όλων των πρωτοβάθμιων Επιτροπών Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών
5. Την Διαιτητική Πρωτοβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών
6.Την Διαιτητική Δευτεροβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών
7.Την Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού
8.Τον Αθλητικό Εισαγγελέα


Δ.  Αντίθετα, το ισχύον καταστατικό της  ΕΠΟ προβλέπει τα εξής όργανα:

α. Πειθαρχικά όργανα ( υπό τον τίτλο δικαστικά όργανα στο άρθρο 61)
1.Η Πειθαρχική Επιτροπή με δικαιοδοσία την εφαρμογή του Πειθαρχικού Κώδικα στα μέλη της κλπ…
2.Η καινοφανής και έξωθεν επιβληθείσα Επιτροπή Δεοντολογίας με υποκείμενα εφαρμογής και επιβολής κυρώσεων  σε φυσικά και νομικά  πρόσωπα του ποδοσφαίρου
3.Η Επιτροπή Εφέσεων με αρμοδιότητα την εκδίκαση εφέσεων κατά της Πειθαρχικής και της Επιτροπής Δεοντολογίας
4.Το Διαιτητικό Δικαστήριο με αρμοδιότητα την εκδίκαση «εφέσεων επί των εφέσεων» των αποφάσεων της Επιτροπής Εφέσεων με περιοριστική περιπτωσιολογία
5.Η Γενική Συνέλευση της ΕΠΟ ,που κατ’ άρθρον 62 παρ.3 έχει πειθαρχικές εξουσίες ,πέραν της Π.Ε. ,αναφορικά με την αναστολή της ιδιότητας και την αποβολή μελών.
6.Η Εκτελεστική Επιτροπή ομοίως συν την αποκλειστικότητα έκδοσης του Πειθαρχικού κώδικα και του κώδικα Δεοντολογίας!
7. Η Πειθαρχική Επιτροπή της FOOTBALL LEAGUE που προβλέπεται από το καταστατικό της ΕΕΠ και τους κανονισμούς της ΕΠΟ ,και οι αποφάσεις της προσβάλλονται στην Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ
8. Η Πειθαρχική Επιτροπή της SUPER LEAGUE  ,που προβλέπεται από το καταστατικό της Λίγκας, και τους κανονισμούς της ΕΠΟ , και οι αποφάσεις της προσβάλλονται επίσης στην Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ
9.0 Υπεύθυνος Άσκησης Πειθαρχικών διώξεων Ποδοσφαιρικών Αδικημάτων της ΕΠΟ ,κοινώς ποδοσφαιρικός εισαγγελέας
10.Οι πειθαρχικές Επιτροπές των ΕΠΣ



β.  Διαιτητικά όργανα

1. Η πρωτοβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών της ΕΠΟ για τις εργασιακές διαφορές μεταξύ ΠΑΕ, ποδοσφαιριστών και προπονητών, η οποία παραδόξως έχει παραλειφθεί από το ισχύον καταστατικό, αντίθετα με τους ισχύοντες κανονισμούς!
2.Το Διαιτητικό Δικαστήριο Εφέσεων της ΕΠΟ με αρμοδιότητα τις εφέσεις κατά των αποφάσεων της ΠΕΕΟΔ, το οποίο επίσης έχει ξεχασθεί.
3.Το Τακτικό Διαιτητικό Δικαστήριο με αρμοδιότητα την εκτέλεση των αποφάσεων των 2 προηγούμενων οργάνων, το οποίο επίσης δεν αναφέρεται ρητά.
4.Το Διεθνές Διαιτητικό  Αθλητικό Δικαστήριο (CAS),όπου κατ’ άρθρον 68 μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των οργάνων της ΕΠΟ.

γ. Δικαιοδοτικά όργανα

1. H Επιτροπή Ιδιότητας Μετεγγραφών, που οι αποφάσεις της θα προσβάλλονται στο Διαιτητικό
2.  Η Πρωτοβάθμια Επιτροπή Αδειοδότησης των ΠΑΕ.
3. Η Δευτεροβάθμια Επιτροπή Αδειοδότησης των ΠΑΕ.
4. Η Επιτροπή Εκτάκτων Θεμάτων ,  οι αποφάσεις μάλιστα της οποίας έχουν κατ ’άρθρο 41 άμεση νομική ισχύ και δεν θα προσβάλλονται  σε κανένα όργανο ,αλλά απλά θα επικυρώνονται από την Εκτελεστική Επιτροπή

δ. Διαρκείς-Ειδικές  Επιτροπές

1.Νομική Επιτροπή
2.Επιτροπή Προστασίας και Ακεραιότητας
3.Επιτρόπές Ειδικών Θεμάτων, που κατά την κρίση της μπορεί να συστήσει η Εκτελεστική Επιτροπή
4.Η Επιτροπή Διαμεσολαβητών ,που έχει παραλειφθεί
5.Η Κεντρική Επιτροπή Διαιτησίας ,που παραδόξως δεν αναφέρεται σε αυτό το καταστατικό



ε. Διοικητικά Όργανα

1. Διοικητικό Συμβούλιο ,στο οποίο κατά παγκόσμια πρωτοτυπία δεν γίνεται ούτε μία αναφορά και τεχνηέντως υποβαθμίζεται και αυτό προς χάριν της Εκτελεστικής Επιτροπής

2.Διοικητικά Συμβούλια SLE  και FBL.

3. Διοικητικά Συμβούλια ΕΠΣ

4.Πειθαρχικές Επιτροπές

Επιχειρώντας μια σύγκριση διαπιστώνουμε ότι η ΕΠΟ διαθέτει 24 (!!!) όργανα ,που είτε ως πειθαρχικά ,είτε ως δικαστικά είτε ως διαιτητικά, είτε ως διοικητικά απονέμουν ποδοσφαιρική δικαιοσύνη ,αντίθετα με το Ν.2725/99,όπως ισχύει σήμερα ,που προβλέπει μόνο έξι καθαρά ποδοσφαιρικά όργανα να λειτουργούν στην ΕΠΟ και στις Λίγκες και 2 πολιτειακά όργανα ,που έχουν δικαιοδοσία και επί του ποδοσφαίρου, δηλαδή την ΕΕΑ και τον Αθλητικό Εισαγγελέα!
Επομένως, με δεδομένο ότι κατά το Σύνταγμα και το Νόμο οι τακτικοί δικαστές μπορούν να στελεχώνουν ΜΟΝΟ ΝΟΜΙΜΑ ΟΡΓΑΝΑ που προβλέπονται ως προς τη σύνθεση, συγκρότηση και λειτουργία από ειδικό νόμο, από αυτά τα 24 όργανα τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί  μπορούν να συμμετέχουν νόμιμα και  συνταγματικά στα εξής όργανα :

1.      Πειθαρχικό όργανο SLE
2.      Πειθαρχικό όργανο F.B.L
3.      Πειθαρχική Επιτροπή ΕΠΟ
4.      Επιτροπή Εφέσεων ΕΠΟ
5.      ΠΕΕΟΔ/ΕΠΟ (κι αυτή  μόνο αν λειτουργεί στις Λίγκες!)
Είναι πασιφανές ότι οι τακτικοί δικαστές δεν μπορούν να μετέχουν :
1.Στην Επιτροπή Δεοντολογίας
2.στους Ποδοσφαιρικούς Εισαγγελείς
3.στο Διαιτητικό Δικαστήριο , επειδή απλούστατα δεν προβλέπονται ούτε από το Ν.2725 και τις τροποποιήσεις του αλλά ούτε και από το Νόμο ΚΟΝΤΟΝΗ.

Κατά μία άποψη που προσωπικά δεν την συμμερίζομαι στους ποδοσφαιρικούς εισαγγελείς  το νομοθετικό κενό θεραπεύεται από την  έστω και έμμεση πρόβλεψη του νέου Νόμου περί στελέχωσης και του υπεύθυνου άσκησης διώξεων της ΕΠΟ με Εισαγγελέα εν ενεργεία.

Όσον αφορά το επονομαζόμενο Διαιτητικό Δικαστήριο, πρέπει ειδικότερα να αναλύσουμε την τριπλή φύση του:

1.Κατ’αρχην υπό τον τίτλο Διαιτητικό Εφέσεων ,αποτελεί μετάλλαξη της Β’ ΕΕΟΔ του Ν.2725

2.Δευτερευόντως υπό τον τίτλο Τακτικό Διαιτητικό Δικαστήριο είναι το Τριτοβάθμιο όργανο απονομής δικαιοσύνης στις οικονομικές διαφορές μέσω της δικαιοδοσίας εκτέλεσης των αποφάσεων των δύο  ( 2 ) πρώτων βαθμών και φυσικά δεν έχει κανένα έρεισμα στο ισχύον Αθλητικό Δίκαιο
3.Τρίτον υπό τον τίτλο Διαιτητικό Δικαστήριο αποτελεί τον επίσης μη προβλεπόμενο τρίτο βαθμό απονομής πειθαρχικής δικαιοσύνης ,επιλαμβανόμενο των εφέσεων κατά της Επιτροπής Εφέσεων

4.Μην ξεχνάμε βέβαια και τον 4ο βαθμό του CAS! Αν σε όλα  τα προεκτεθέντα προσθέσουμε και την επί χρόνια contra legem σύνθεση ακόμα και των από το Νόμο προβλεπομένων οργάνων, γίνεται αντιληπτό, γιατί ουσιαστικά το αυτοδιοίκητο αποτέλεσε ένα  «ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟΣΤΑΣΙΟ» καθώς πραξικοπηματικά καταργήθηκε κάθε έννοια δικαίου δικαιοσύνης ,που αν δεν μεσολαβούσε ο Νόμος ΚΟΝΤΟΝΗ, έστω και κολοβός, έστω και δημιουργικά ασαφής, νομοτελειακά θα φθάναμε σε φαινόμενα ΑΡΝΗΣΙΔΙΚΙΑΣ και στάσης πληρωμών ,μέσω μη εκτέλεσης των αποφάσεων τόσο για το αυτοδιοίκητο, όσο και για το Νόμο Κοντονή, καθένας μπορεί να λέει το μακρύ του και το κοντό του, η ιστορική πραγματικότητα όμως λέει ότι αν ο Κοντονής (μη όντας κοντόφθαλμος ,όπως οι πιο πολλοί προκάτοχοί του) δεν είχε την πολιτική οξυδέρκεια , την  βούληση και την τόλμη  να συγκρουσθεί ως Πολιτεία με την ΕΠΟ και την FIFA  και να καταστείλει την σύγχρονη « ΣΤΑΣΗ του ΝΙΚΑ» των σύγχρονων στασιαστών  κατά της Πολιτείας, του Συντάγματος  και της έννομης τάξης  οι ερυθρόλευκοι- γαλάζιοι ή και λοιπών αποχρώσεων σύλλογοι με τις ραδιουργίες  και τις νομικές βυζαντινολογίες  τους , θα είχαν πάρει ρεβάνς για την πολιτική και κοινωνική τότε ήττα των Δήμων και θα είχαν μονιμοποιήσει και νομιμοποιήσει de facto  το «Νόμο της Ζούγκλας»  στα σύγχρονα «σφαιροδρόμια» του Ελληνικού Αθλητισμού.

Υ.Γ. Ως εισήγηση για να αρθεί οριστικά το ζήτημα της αντισυνταγματικής συμμετοχής των δικαστών στα μη προβλεπόμενα όργανα, προτείνω την άμεση τροποποίηση του Νόμου, ώστε να προβλεφθεί η Επιτροπή Δεοντολογίας  και το Διαιτητικό εξυπακούεται ότι άμεσα πρέπει να στελεχωθεί με 3 τακτικούς και 2 δικηγόρους η ΠΕΕΟΔ, γιατί επί 10 χρόνια οι αποφάσεις της έχουν κηρυχθεί παράνομες και μη παράγουσες εκτελεστότητα και δεδικασμένο και επομένως δεν μπορούν να εκτελεσθούν από ποδοσφαιριστές. Επίσης για να διασφαλισθεί  η νομιμότητα φερεγγυότητα και η αξιοπιστία των δικαστικών συνθέσεων, πρέπει άμεσα να διερευνηθεί από την Πολιτεία η νομιμότητα του καταστατικού της ΕΠΟ και να εφαρμοσθεί άμεσα ο Νόμος για τον έλεγχο νομιμότητας κατ’ άρθρον 27 όλων των Κανονισμών της ΕΠΟ από την ΓΓΑ:


Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Χ.Γρόλλιος, Ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 5 Ν.4326/2015

Παραθέτουμε την εισήγηση του Χρήστου Γρόλλιου κατά την ημερίδα της 2-10-2015,όπου διατυπώνονται σοβαρότατοι προβληματισμοί ως προς την εφαρμογή του άρθρου 5, όχι μόνο εν όψει της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 89 παρ.2 Συντ. , αλλά και σε συνάρτηση προς την ήδη υφιστάμενη αθλητική νομοθεσία του Ν.2725/1999 σχετικά με την συμμετοχή τακτικών δικαστών στα  πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαιοδοτικά  όργανα του ποδοσφαίρου:


Ξεκινώντας από την διαπίστωση της εισηγήσεως του κ. Χριστοφορίδη , διαπιστώνουμε ότι για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η νομοθετική πρόβλεψη για την συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε εκτός του δικαστικού τους λειτουργήματος όργανα, πρέπει να ορίζεται ρητά στον κοινό νόμο η συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών, το συγκεκριμένο πειθαρχικό ή δικαιοδοτικό όργανο στο οποίο αυτοί συμμετέχουν, ο αριθμός τους και τα καθήκοντα τα οποία αναλαμβάνουν.

Στο πλαίσιο αυτής της συνταγματικής επιταγής οφείλουμε να ερμηνεύουμε και να εφαρμόζουμε τις διατάξεις, με τις οποίες ο κοινός νομοθέτης με το άρθρο 5 του ν. 4326/2015 ουσιαστικά επανεπιβεβαιώνει την ήδη από παλαιότερα νομοθετήματα εκπεφρασμένη  βούλησή του για την συγκρότηση των πειθαρχικών και δικαιοδοτικών οργάνων του ποδοσφαίρου με τακτικούς δικαστές.
Οι σχετικές διατάξεις έχουν ως εξής:

1. Μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος και κατόπιν απόφασης του αρμοδίου οργάνου της ΕΠΟ, η οποία πρέπει να ληφθεί εντός της ίδιας προθεσμίας, ανασυγκροτούνται τα πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα του ποδοσφαίρου, αποτελούμενα εφεξής από τακτικούς δικαστές με βαθμό Πρωτόδικη στα πρωτοβάθμια όργανα και Προέδρου Πρωτοδικών στα δευτεροβάθμια όργανα, με τριετή θητεία η οποία δεν ανανεώνεται. Αμφότεροι επιλέγονται και ορίζονται από την ΕΠΟ από κατάλογο που συγκροτεί και αποστέλλει σε αυτήν ο Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου Αθηνών ή άλλο αρμόδιο δικαστικό όργανο.
2. Μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος και κατόπιν απόφασης του αρμοδίου οργάνου της ΕΠΟ, η οποία πρέπει να ληφθεί εντός της ίδιας προθεσμίας, υπεύθυνος άσκησης δίωξης πειθαρχικών ποδοσφαιρικών αδικημάτων αναλαμβάνει εν ενεργεία εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό εισαγγελέα πρωτοδικών, ο οποίος αναπληρώνεται από εν ενεργεία εισαγγελικό λειτουργό με βαθμό αντιεισαγγελέα πρωτοδικών, με τριετή θητεία, η οποία δεν ανανεώνεται. Αμφότεροι επιλέγονται και ορίζονται από την ΕΠΟ, από κατάλογο που συγκροτεί και αποστέλλει σε αυτήν ο Προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ή άλλο αρμόδιο δικαστικό όργανο.
3. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 119 του Ν. 2725/1999, όπως ισχύει, η φράση «εκτός του ποδοσφαίρου» διαγράφεται.
4. Η παρ. 1 του άρθρου 127Β του Ν. 2725/1999, όπως ισχύει, καταργείται.

Επί της πρώτης παραγράφου:

Από μια πρώτη ανάγνωση των παραπάνω διατάξεων της πρώτης παραγράφου προκύπτει ότι το περιεχόμενό της από μόνο του δεν ικανοποιεί τα κριτήρια της ειδικότητας του νόμου που αξιώνει η αναλυθείσα διάταξη του άρθρου 89 παρ.2 του Συντάγματος. Διότι , παρότι με σαφήνεια συνάγεται η βούληση του νομοθέτη για τοποθέτηση τακτικών δικαστών στα πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα του ποδοσφαίρου, η χρονική διάρκεια της θητείας τους, καθώς και η διαδικασία της επιλογής τους, δεν διευκρινίζεται ούτε ο αριθμός των δικαστών που θα στελεχώσει τα όργανα, ούτε τα όργανα καθεαυτά, ούτε και τα καθήκοντα που αυτοί αναλαμβάνουν. Είναι δε προφανές ότι το Σύνταγμα  μόνο στον νομοθέτη εκχωρεί το δικαίωμα για τον προσδιορισμό των παραπάνω και όχι σε ιδιωτικούς οργανισμούς όπως είναι η ΕΠΟ.

Όμως, ακόμη και αν δεν υπήρχε ο συνταγματικός περιορισμός, η παραπάνω διάταξη θα ήταν και πάλι προβληματική, αφού με αυτή τη γενική και αόριστη αναφορά στους τακτικούς δικαστές  ο νομοθέτης δεν προσδιορίζει το ρυθμιστικό πεδίο της παρέμβασής του και δημιουργεί  εξ αρχής σύγχυση, ασάφεια και ανασφάλεια για το δέον γενέσθαι στο χώρο του ποδοσφαίρου, υπεξουσιοδοτώντας ουσιαστικά την ΕΠΟ, κατά τρόπο νομικά και συνταγματικά ανεπίτρεπτο,  να κρίνει πότε, που και με ποιες προϋποθέσεις θα τοποθετηθούν και θα λειτουργήσουν οι τακτικοί δικαστές στο ποδόσφαιρο. Διότι από μόνη της η παραπάνω διάταξη πράγματι δεν μπορεί να μας διαφωτίσει Ποια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια  πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα του ποδοσφαίρου εννοεί? Της ΕΠΟ? Των επαγγελματικών ενώσεων? Των τοπικών ερασιτεχνικών ενώσεων? Αυτά που προβλέπει ο νόμος 2725/1999 όπως ισχύει σήμερα? Αυτά που προβλέπει το καταστατικό της ΕΠΟ ή τα καταστατικά των ενώσεων-μελών της? Περιλαμβάνονται στην πρόβλεψή του και τυχόν τριτοβάθμια όργανα, παρότι δεν τα αναφέρει? Αναφέρεται μόνο σε αυτά που υπάρχουν σήμερα ή μήπως και όσα δημιουργηθούν από την ΕΠΟ μελλοντικά? Διότι όλα αυτά είναι πειθαρχικά όργανα του ποδοσφαίρου. Και αν η κρίση της ΕΠΟ είναι εσφαλμένη τι γίνεται? Επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις? Ανακαλούνται οι δικαστές? Επιλαμβάνονται τα δικαστήρια? Εξ όλων αυτών των απόλυτα λογικών ερωτημάτων προκύπτει και το λογικά εσφαλμένο της συγκεκριμένης διατύπωσης.

Και πράγματι, από την πρώτη κιόλας απόπειρα εφαρμογής της παραπάνω διάταξης εμφανίστηκαν τα αποτελέσματα της ελλειπούς νομοθέτησης με εναργέστερο παράδειγμα τις αμφισβητήσεις που διατυπώθηκαν εκ μέρους της ΕΠΟ σχετικά με το εάν το όργανό της που επονομάζεται διαιτητικό δικαστήριο αποτελεί πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο  πειθαρχικό ή δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του νόμου και εάν θα πρέπει να στελεχωθεί με τακτικούς δικαστές ή όχι. Το θέμα βρίσκεται μέχρι και σήμερα (2-10-2015) σε εκκρεμότητα. Δεδομένου μάλιστα ότι η ΕΠΟ έχει αποτανθεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών για λίστα δικαστών προς στελέχωση του διαιτητικού της δικαστηρίου εύλογα προκύπτει το ερώτημα. Ποιος ο βαθμός των δικαστών που θα το στελεχώσουν? Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 ν.4326/2015 τα δευτεροβάθμια όργανα στελεχώνονται με Προέδρους Πρωτοδικών, σε αντίθεση με το άρθρο 127Β ν. 2725/1999 που προέβλεπε Πρόεδρο Εφετών ως πρόεδρο και εφέτες ως μέλη. Αν όμως το διαιτητικό δικαστήριο στελεχωθεί με Προέδρους Πρωτοδικών, τότε αυτοί θα πρέπει να κρίνουν μεταξύ άλλων, ουσιαστικά και δικονομικά απαραδέκτως σε τρίτο βαθμό αποφάσεις της Επιτροπής Εφέσεων, που ήδη έχει στελεχωθεί με ομοιόβαθμούς τους Προέδρους Πρωτοδικών. Καταλαβαίνει ο καθένας το μέγεθος της νομικής αβελτηρίας.

Οι παραπάνω προβληματισμοί ανατρέπονται σε σημαντικά μεγάλο βαθμό, αν η ανάγνωση της παραγράφου αυτής γίνει σε συνδυασμό με το σύνολο των σχετικών διατάξεων της αθλητικής νομοθεσίας περί τοποθέτησης τακτικών δικαστών στο ποδόσφαιρο και κυρίως σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 119 και 127Β του ν. 2725/1999 στις οποίες, άλλωστε, και το ίδιο το άρθρο 5  με τις επόμενες παραγράφους του 3 και 4 παραπέμπει. Διότι συνδυαζόμενο το άρθρο 5 με τις διατάξεις των άρθρων αυτών, οι οποίες εξακολουθούν και σήμερα να ισχύουν, πλήν όμως ελέω του περίφημου «αυτοδιοίκητου» του άρθρου 29 παρ.12 ουδέποτε εφαρμόστηκαν, τότε πράγματι προκύπτει με σαφήνεια ποια είναι τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα του ποδοσφαίρου, ποιες οι αρμοδιότητές τους κλπ. Βέβαια, το άρθρο 5 εισάγει εν προκειμένω κάποια απόκλιση  από την την διαδικασία επιλογής που προέβλεπαν οι μέχρι τώρα ισχύουσες διατάξεις, ήτοι κλήρωση από τριπλάσιο αριθμό  δικαστών, καθώς και σχετικά με τον βαθμό των δικαστών στα δευτεροβάθμια όργανα, δεν νομίζω όμως ότι αυτό δημιουργεί ερμηνευτικό πρόβλημα για την εφαρμογή της διατάξεως.

Αντιθέτως σημαντικό ερμηνευτικό πρόβλημα όσον αφορά την εφαρμογή της διατάξεως, προκύπτει από το γεγονός ότι τα πειθαρχικά όργανα που προβλέπονται στο άρθρο 127Β ν. 2725/1999, τα οποία και μόνο μπορούν με τρόπο σύμφωνο προς την συνταγματική επιταγή να στελεχωθούν με τακτικούς δικαστές είναι ουσιωδώς διάφορα από αυτά που πράγματι στελεχώθηκαν βάσει του άρθρου 5 ν.4326/1999. Διότι ενώ το άρθρο 127Β προβλέπει δύο τριμελείς πειθαρχικές επιτροπές στην ΕΠΟ (πρωτοβάθμια-δευτεροβάθμια), η ΕΠΟ, εκμεταλλευόμενη το σαθρό αυτοδιοίκητο του ν. 3479/2006 προέβλεψε στο καταστατικό της πενταμελή όργανα, εν συνεχεία δε εκμεταλλευόμενη την αοριστία και ασάφεια της διατάξεως του άρθρου 5 ζήτησε και, εξ όσων μέχρι σήμερα γνωρίζουμε, πέτυχε την στελέχωση αυτών των οργάνων της με δικαστικούς λειτουργούς .

Αντίστοιχο ερμηνευτικό πρόβλημα προκύπτει και με την στελέχωση των λοιπών οργάνων της ΕΠΟ, τα οποία η ίδια χαρακτηρίζει ως δικαιοδοτικά, χωρίς όμως να προβλέπονται ως τέτοια σε κάποια διάταξη νόμου. Ετσι, ήδη στελεχώθηκε με τακτικούς δικαστές η επιτροπή δεοντολογίας της ΕΠΟ, επειδή από την ίδια κρίθηκε ότι αποτελεί πρωτοβάθμιο πειθαρχικό-δικαιοδοτικό όργανο, υπάρχει δε σε εξέλιξη το σήριαλ στελέχωσης του διαιτητικού δικαστηρίου που η ΕΠΟ, όπως προαναφέραμε.

Από τα παραπάνω νομίζω ότι συνάγεται με σαφήνεια ότι η μόνη συνταγματικά, νομικά αλλά και πραγματιστικά, αθλητικά και λογικά ανεκτή ερμηνεία της παραγράφου 1 είναι ότι αυτή αποτελεί γενική ρήτρα χρησιμοποίησης τακτικών δικαστών στα πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα του ποδοσφαίρου η οποία μπορεί να εφαρμόζεται μόνο σε συνδυασμό με τις λοιπές κείμενες διατάξεις, και πάντως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν εν λευκώ εξουσιοδότηση προς την ΕΠΟ να ορίσει η ίδια ποια όργανά της, με ποιες προϋποθέσεις, με ποιες αρμοδιότητες και με τι αριθμό τακτικών δικαστών θα απονείμουν ποδοσφαιρικό δίκαιο.

Διότι σε καμία περίπτωση ο νόμος δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει απλά και μόνο μια δεξαμενή τακτικών δικαστών, μεσα από την οποία η ΕΠΟ θα επιλέξει ποιους και που θα χρησιμοποιήσει. Κάτι τέτοιο προσβάλλει όχι μόνο την συνταγματική επιταγή για την προστασία του κύρους του δικαστή που εξειδικεύεται με το άρθρο 89 του Συντάγματος αλλά και αυτή την ίδια την έννοια της Δικαιοσύνης.
  
Επί της δευτερης παραγράφου:

Σε αντίθεση με όσα διαπιστώσαμε σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της πρώτης παραγράφου, η διάταξη της δεύτερης παραγράφου δεν μας δημιουργεί τέτοιου είδους και εύρους προβλήματα. Διότι η παράγραφος αυτή αναφέρεται σε συγκεκριμένο όργανο με συγκεκριμένη αρμοδιότητα και συγκεκριμένο αριθμό δικαστικών λειτουργών που το στελεχώνουν, ήτοι τον ποδοσφαιρικό εισαγγελέα. Και φυσικά, το γεγονός ότι δεν απαριθμούνται από τον νόμο εξαντλητικά οι αρμοδιότητες και το ουσιαστικό δίκαιο που καλείται να εφαρμόσει, σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί την συνταγματικότητα και κανονικότητα της συγκεκριμένης ρύθμισης, αφού μια τέτοια εξαντλητική ρύθμιση δεν είναι δυνατή αλλά ούτε και επιθυμητή για κανένα δικαιοδοτικό όργανο του ποδοσφαίρου. Η ΕΠΟ έχει το αυτονόητο και συνταγματικά προστατευμένο δικαίωμα να καθορίζει τα του οίκου της να θέτει κανόνες ουσιαστικού και δικονομικού περιεχομένου για την λειτουργία των οργάνων της, πάντα όμως μέσα στο πλαίσιο των ελάχιστων προϋποθέσεων που πρέπει να  θέτει ο νόμος.


Επι της τρίτης και τέταρτης παραγράφου:
Περαιτέρω, με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 5 επιχειρείται η μετατροπή των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών επιτροπών σε μονομελή δικαιοδοτικά όργανα, αφού με την παρ. 3 επανέρχεται το ποδόσφαιρο στο καθεστώς των μονομελών πρωτοβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 119 του Ν. 2725/1999, για όλα τα ομαδικά αθλήματα, ενώ με την παράγραφο 4 καταργείται η αντίθετη διάταξη του άρθρου 127Β παρ.1 που προέβλεπε για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο τριμελή πειθαρχική επιτροπή. Όμως, επειδή ο νόμος, υποθέτω εκ παραδρομής, καταργεί μόνο τις πειθαρχικές επιτροπές των επαγγελματικών ενώσεων και όχι και την πειθαρχική επιτροπή της ΕΠΟ που προβλέπεται στην παρ.2 του άρθρου 127Β, ουσιαστικά αυτοαναιρείται δημιουργώντας δύο ταυτόχρονα ισχύουσες αλλά αντικρουόμενες μεταξύ τους διατάξεις με τις οποίες το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό όργανο της ΕΠΟ από τη μια εγκαθιδρύεται ως μονομελές και από την άλλη ως τριμελές. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι εδώ δεν πρόκειται για αβλεψία αλλά για ενσυνείδητη εξαίρεση του ποδοσφαίρου από την γενική διάταξη του άρθρου 119 ν.2725/1999, μια τέτοια εξαίρεση δεν φαίνεται να έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, αφού δημιουργεί το δικονομικά αλλά και αθλητικά παράδοξο, μεγάλης σημασίας αγώνες του επαγγελματικού ποδοσφαίρου (π.χ. Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός) να ελέγχονται πειθαρχικά από ένα μόνο τακτικό δικαστή, ενώ ήσσονος σημασίας αγώνες της ερασιτεχνικής Γ΄Εθνικής Κατηγορίας από τρείς.
Επισημαίνουμε πάντως με ιδιαίτερη αγωνία, και με αυτό κλείνω την εισήγησή μου, ότι ακόμη και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, το μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζει η έννομη τάξη μας είναι η κατά σαφή παραβίαση του νόμου δημιουργία και μέχρι τώρα λειτουργία των πειθαρχικών επιτροπών  της ΕΠΟ ( πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας). Ενώ, όπως προαναφέραμε, ο νόμος προβλέπει τις επιτροπές αυτές ως τριμελείς, οι ΕΠΟ τις στελέχωσε με τακτικούς δικαστές ως πενταμελείς. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το καταστατικό και τους κανονισμούς της έχουν απαρτία και μπορούν νόμιμα να συνεδριάζουν με τριμελή σύνθεση, μάλλον ως «τρίμπλα» για την καταστρατήγηση του νόμου μπορεί να κριθεί και όχι ως συμμόρφωση στη νομιμότητα. Οι τακτικοί δικαστές στελέχωσαν δηλαδή με τον τρόπο αυτό όργανα που δημιουργήθηκαν κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας. Κάτι που νομίζω πρέπει να μας προβληματίσει όλους, κυρίως όμως το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το Υπουργείο Αθλητισμού και τους ίδιους τους δικαστές που επιφορτίστηκαν με την απονομή δικαιοσύνης στο ποδόσφαιρο.





Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Γ.Λυσαρίδης, "Του κάκου..."

Αναρτούμε το κείμενο του Γιώργου Λυσαρίδη που δημοσιεύτηκε στη "Μακεδονία" της 22-11-2015, το οποίο αποτελεί δεκάλογο των αιτίων της μέχρι σήμερα κακοδαιμονίας του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου, συγχρόνως δε και της προοπτικής ανασύνταξης των δυνάμεών του για το μέλλον.
 Τα θλιβερά γεγονότα της Λεωφόρου τον επιβεβαιώνουν πριν καν στεγνώσει το μελάνι του τυπογραφείου.

     «Του κάκου»...

Στην ελληνική γλώσσα, η λόγια  έκφραση «του κάκου» σημαίνει τη μάταια, τη χωρίς προσδοκώμενο αποτέλεσμα προσπάθεια.

«Του κάκου», λοιπόν, θα επιχειρούσε κάποιος φιλόδοξος, οραματιστής και οικονομικά εύρωστος ηγέτης μιάς ΠΑΕ να πρωταγωνιστήσει στο σημερινό ελληνικό ποδόσφαιρο :

-         αν πρώτα δεν φτιάξει μιά αξιόμαχη ομάδα μέσα στο γήπεδο, με έμψυχο υλικό υψηλού επιπέδου, που θα κερδίσει την αναγνώριση του φίλαθλου κοινού για την αγωνιστική του ισχύ,
-         αν απλά σκοπεύει να γίνει «χαλίφης στη θέση του χαλίφη», αξιοποιώντας τη δύναμή του προκειμένου να εγκαθιδρύσει το δικό του «σύστημα εξουσίας», αναπαράγοντας για δικό του όφελος το καθεστώς της διαπλοκής και της ευνοιοκρατίας,
-         αν δεν διεκδικήσει το ηθικό πλεονέκτημα έναντι των «αντιπάλων» του, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι τον ενδιαφέρει όχι η επιβολή μιάς δικής του μονοκρατορίας, αλλά η επιβολή ισονομίας, αξιοκρατίας και εύρυθμης λειτουργίας των θεσμικών αρχών και οργάνων,
-         αν επιλέγει να πολεμήσει τη διαφθορά με τα ίδια όπλα που χρησιμοποιούν οι τωρινοί διαφθορείς,
-         αν δεν επενδύσει με ορθολογικό τρόπο τα χρήματά του στη στοχευμένη αγωνιστική ενίσχυση, στην παγίωση σχεδιασμού ανάδειξης ταλέντων και στη διαρκή βελτίωση της λειτουργίας της ΠΑΕ, σε όλα τα επίπεδα,
-         αν δεν προσφέρει ανεξαρτησία σκέψης και ελεύθερο πεδίο δράσης στους συνεργάτες του, συγχρόνως όμως να απαιτεί τα ανάλογα αποτελέσματα και να ζητεί απολογισμό του έργου τους,
-         αν δεν καλλιεργήσει τις σχέσεις του με το οικείο «περιβάλλον» (τύπος, φίλαθλοι, οργανωμένοι οπαδοί) στη βάση μιάς συμφωνίας που θα τη χαρακτηρίζει ειλικρίνεια, κατανόηση, αυστηρή τήρηση αμοιβαίων υποχρεώσεων , ισότιμη μεταχείριση, με κοινό στόχο την πλήρη αξιοποίηση της δυναμικής και της απήχησης στην κοινή φίλαθλη γνώμη,
-         αν δεν μεταχειριστεί τη δύναμή του, όχι για να διαπραγματευθεί πρόσκαιρες συμμαχίες, αλλά για να επιβάλει σε όλους έναν «κώδικα» υγιούς ανταγωνισμού,
-         αν αποκλείει κάθε πρόσβαση σε ανεξάρτητες φωνές και αρκείται αυτάρεσκα να ακούει από κάθε συνομιλητή του την ηχώ της δικής του φωνής,
-         αν για όλα τα παραπάνω δεν έχει «στρατηγική», καθώς και το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό που, με την καθοδήγησή του, θα την σχεδιάσει με επιμέλεια και διορατικότητα και θα την εφαρμόζει με συνέπεια.

Σε εκείνους που ίσως υποψιασθούν (βοηθούντος και του συνειρμού που προκαλεί, λόγω ομοηχίας, ο τίτλος « του κάκου») ότι ο παραπάνω δεκάλογος τούς αφορά, τούς διαβεβαιώνω ότι  δεν αποτελεί κριτική, ούτε οδηγίες, ούτε συμβουλές από κάποιον που παριστάνει τον σοφό. Απλά και μόνο, είναι μιά απολύτως καλοπροαίρετη γνώμη, διατυπωμένη δημόσια. Τίποτε  περισσότερο, τίποτε λιγότερο.

          Γιώργος Λυσαρίδης                                                                                  20/11/2015

Σ.Χριστοφορίδης,Τα δικαστικά ασυμβίβαστα του άρθρου 89 Συντ. και οι τακτικοί δικαστές στο ποδόσφαιρο

Παραθέτουμε την εισήγηση του Σπύρου Χριστοφορίδη στην ημερίδα μας της 2-10-2015, όπου καταδεικνύεται η συνταγματική υποχρέωση του κοινού νομοθέτη για ειδική πρόβλεψη οργάνων και αρμοδιοτήτων προκειμένου να οριστούν τακτικοί δικαστές σε όργανα εκτός δικαστηρίων, κάτι που κατά παράβαση του Συντάγματος παρέλειψε ο νομοθέτης στο άρθρο 5 Ν.4326/2015 περί ορισμού τακτικών δικαστών στα πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα του ποδοσφαίρου:


ΤΟ ΑΡΘΡΟ 89 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΩΝ: ΑΝΑΛΥΣΗ- ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Σπύρος Χριστοφορίδης


Αφορμή της παρούσας εισήγησης αποτέλεσαν οι ρυθμίσεις του νέου αθλητικού νόμου 4326/2015. Οι προβληματισμοί που επιχειρεί να θέσει σχετίζονται ειδικότερα με την ερμηνεία του άρθρου 89 του Συντάγματος, με το οποίο θεσπίζονται τα ασυμβίβαστα των δικαστικών λειτουργών και συγκεκριμένα η πρόβλεψη της δυνατότητας να ασκούν, κατ’ εξαίρεση, αρμοδιότητες πειθαρχικού και δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Υπό το πρίσμα αυτής της ανάλυσης θα πρέπει να γίνει και η συνταγματική αξιολόγηση της διάταξης του άρθρου 5 του Ν. 4326/2015 σχετικά με την συγκρότηση των πειθαρχικών και δικαιοδοτικών οργάνων του ποδοσφαίρου από δικαστικούς λειτουργούς.
Η ευρύτερη προβληματική που τίθεται εδώ είναι, βέβαια, η επίδραση των διατάξεων του Καταστατικού μας Χάρτη στις ρυθμίσεις ενός ιδιόμορφου κλάδου του δικαίου, του αθλητικού δικαίου. Η σχέση Συντάγματος και αθλητικού δικαίου είναι ένα πεδίο σχετικά ανεπεξέργαστο και σε κάθε περίπτωση τα επιμέρους ζητήματα που τίθενται είναι σύνθετα, με πάμπολλες προεκτάσεις, ακριβώς λόγω της συνθετότητας και πολυπλοκότητας της δραστηριότητας που επιδιώκεται, σε ένα πρώτο επίπεδο, να ρυθμιστεί από τις συνταγματικές διατάξεις. Ο κοινός νομοθέτης τείνει, περισσότερο από ό,τι σε άλλους δικαιϊκούς κλάδους, να  παραγνωρίζει τις συνταγματικές προβλέψεις, ενώ δεν αποκλείεται να προβαίνει σε ερμηνείες αντίθετες προς το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος.
Όπως είναι γνωστό, τo Σύνταγμα του 1975 συμπεριέλαβε, στην παρ. 2 του άρθρου 16, τη φυσική αγωγή των Ελλήνων, στις βασικές αποστολές του κράτους αναφορικά με την παιδεία. Στο ίδιο άρθρο, και συγκεκριμένα στην παρ. 9, ο συνταγματικός νομοθέτης όρισε ότι «Ο αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Κράτους.» (εδ. α’) καθώς και ότι «Το Κράτος επιχορηγεί και ελέγχει τις ενώσεις των αθλητικών σωματείων κάθε είδους, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει επίσης τη διάθεση των ενισχύσεων που παρέχονται κάθε φορά στις επιχορηγούμενες ενώσεις σύμφωνα με τον προορισμό τους.» (εδ. β’).
Από τη σύντομη περιδιάβαση στα βασικά ευρωπαϊκά Συντάγματα, διαπιστώνουμε μία πρωτοτυπία του Έλληνα συνταγματικού νομοθέτη, σε σχέση με τους «ομολόγους» του: στον ευρωπαϊκό χώρο, τα Συντάγματα που περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικές με τον αθλητισμό είναι η μειοψηφία. Μάλιστα, πουθενά δεν γίνεται λόγος για εποπτεία του κράτους με τον τρόπο που σημειώνεται στον ελληνικό θεμελιώδη νόμο. Το συγκεκριμένο κενό καλύπτεται, βεβαίως, από την αναλογική εφαρμογή άλλων διατάξεων, σχετικών, συνήθως, με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και το δικαίωμα στην παιδεία.  Βέβαια, είναι σαφές ότι, από μόνη της, η συνταγματική τυποποίηση ενός φαινομένου δεν οδηγεί ούτε στην καλύτερη θεσμική μεταχείρισή του ούτε στην πρόοδό του.
Στην ελληνική θεωρία έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο αθλητισμός είναι ένα πεδίο επί του οποίου ασκείται μία μεγάλη δέσμη συνταγματικών δικαιωμάτων και, ταυτόχρονα, ένα σύστημα θεσμών. Σύμφωνα με αυτήν την θέση, ο αθλητισμός αφενός λειτουργεί ως αφορμή για την ενεργοποίηση άλλων κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως η προστασία της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας, αφετέρου λειτουργεί ως προνομιακό πεδίο πάνω στο οποίο συρρέουν και ασκούνται διάφορα συνταγματικά δικαιώματα[1]. Ως παραδείγματα αναφέρονται το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορικά με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του αθλουμένου, το δικαίωμα στο απόρρητο των πληροφοριών, αναφορικά με τους ελέγχους αντιντόπιγκ, τα δικαιώματα ομαδικής δράσης, αναφορικά με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι κ.ο.κ. Αυτή η άποψη, βέβαια, δεν είναι αντιπαραθετική με την όποια ανάλυση της παρ. 9 του άρθρου 16. Επιπλέον, δεν επικεντρώνεται στην ερμηνεία της διάταξης, αλλά στην προσέγγιση του φαινομένου του αθλητισμού από νομοθετική-νομολογιακή άποψη, όπου έκφανσή της είναι, φυσικά, η συνταγματική τυποποίησή του και η όποια ερμηνεία της συναφούς συνταγματικής διάταξης. Σε κάθε περίπτωση, από τη στιγμή που η ανάπτυξη του αθλητισμού συνιστά και μέτρο πολιτισμού[2], είναι απόλυτα σαφές ότι γύρω από ένα τόσο σύνθετο ζήτημα, που αποτυπώνει πληθώρα κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων και συσχετισμών, υπάρχουν πάμπολλα θέματα που αναφύονται και συνδέονται με διάφορες πτυχές της έννομης τάξης.
Μια λιγότερο γνωστή συνταγματική διάταξη, η οποία ασκεί ωστόσο σοβαρή επίδραση στο αθλητικό δίκαιο, είναι αυτή του άρθρου 89 του Συντάγματος που αφορά στα ασυμβίβαστα των δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα, στο άρθρο 89 του Καταστατικού μας Χάρτη προβλέπονται τα ακόλουθα:
 «1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα.
2. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Νόμος προβλέπει την αντικατάσταση δικαστικών λειτουργών από άλλα πρόσωπα σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, εκτός από τις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου.
3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. Καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς των καθηκόντων εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως νόμος ορίζει.
 4. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η συμμετοχή στην Κυβέρνηση.
 5. Επιτρέπεται η συγκρότηση ένωσης δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος ορίζει».
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, λοιπόν, απαγορεύεται η άσκηση ιδιωτικού έργου ή διοικητικών καθηκόντων εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών εκτός από τις ειδικώς και ρητώς απαριθμούμενες στην ίδια διάταξη εξαιρέσεις. Ο συνταγματικός νομοθέτης επιδιώκει να διασφαλίσει και να ενισχύσει περαιτέρω την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, ούτως ώστε να ασκούν το έργο τους χωρίς περισπάσεις και χωρίς να είναι δυνατή η σύναψη υπηρεσιακών δεσμών με την εκτελεστική εξουσία[3].
Η συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών στα συλλογικά όργανα της διοίκησης υπό τη μορφή συμβουλίων και επιτροπών καθίσταται κατ΄ εξαίρεση επιτρεπτή από το Σύνταγμα. Πολλώ δε μάλλον εξαιρετική καθίσταται η συμμετοχή τους όταν τα εν λόγω διοικητικά όργανα ασκούν αμιγώς αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα[4].
Ο εξαιρετικός χαρακτήρα του επιτρεπτού της άσκησης ιδιωτικών έργων ή της ανάληψης διοικητικών καθηκόντων εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών επιβάλλει τη συσταλτική ερμηνεία των περιπτώσεων εκείνων που επιτρέπεται η κάμψη του κανόνα δικαίου που θεσπίζει την απαγόρευση. Επιπλέον, για μεγαλύτερη διασφάλιση της απαγόρευση αυτής, προβλέπεται ότι η κάμψη της, όταν είναι κατ΄ αρχην επιτρεπτή από το Σύνταγμα, τελεί υπό την προϋπόθεση της ειδικής πρόβλεψής της από τον νόμο.
            Η επίμαχη για το αθλητικό δίκαιο διάταξη του άρθρου 89, στην ερμηνεία και ανάλυση της οποίας θα επιχειρήσουμε να επικεντρωθούμε, όπως ήδη επισημάναμε στην εισαγωγή, είναι η συνταγματική πρόβλεψη της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού και συγκεκριμένα η διάταξη ότι η δυνατότητα των δικαστικών λειτουργών να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα πρέπει να προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Εύλογα ανακύπτει το ερώτημα: πώς ερμηνεύεται η συνταγματική απαίτηση για ειδική πρόβλεψη από τον νόμο και ποιος ο αντίκτυπός της στην συγκρότηση πειθαρχικών και δικαιοδοτικών οργάνων στο πεδίο του αθλητισμού;
Πριν απαντήσουμε στα καίρια αυτά ερωτήματα θα πρέπει να αναφερθούμε γενικότερα στους λόγους της συμμετοχής δικαστικών λειτουργών σε πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα στον αθλητισμό.  Στα όργανα της αθλητικής δικαιοδοτικής τάξης συμμετέχουν κυρίως δικαστικοί λειτουργοί οι οποίοι προέρχονται από την πολιτική και ποινική δικαιοσύνη και έχουν γνώση και εμπειρία σε αθλητικά ζητήματα. Τα πρόσωπα αυτά ορίζονται σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία κλήρωσης που προβλέπει ο Οργανισμός Δικαστηρίων και που ισχύει για τον διορισμό κάθε είδους δικαστή[5]. Η ratio της νομοθετικής πρόβλεψης για συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στα όργανα αυτά είναι η εξασφάλιση ενός minimum δικονομικών εγγυήσεων κατά την εκδίκαση της αθλητικής διαφοράς[6].
Ταυτόχρονα, βέβαια, τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαιοδοτικά όργανα που επιφορτίζονται με την επίλυση των αθλητικών διαφορών πρέπει να λειτουργούν στη βάση των εξής αρχών: προσήλωση στο αθλητικό ιδεώδες, ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων, την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων κατά συνείδηση βάσει της αρχής της ηθικής απόδειξης και την απόδοση του δικαίου σε εκείνον στον οποίο ανήκει[7]. Η βούληση του έλληνα αθλητικού νομοθέτη για την επικράτηση των ανωτέρω αρχών εκφράστηκε, εκτός των άλλων, και με την καθιέρωση ιδιοτήτων των συγκροτούντων τα όργανα αυτά προσώπων. Για τον λόγο αυτό επιλέχθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις η μικτή συγκρότηση των δικαιοδοτικών οργάνων, ώστε αυτά να μην συγκροτούνται αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι σαφώς κατέχουν τους κανόνες του αθλητικού δικαίου, αλλά και από άλλα πρόσωπα υψηλού κύρους και ειδικής εμπειρίας[8]. Πράγματι, ο κοινός νομοθέτης, έχοντας υπόψη του και τις συνταγματικές διατάξεις, στις μεν πειθαρχικής φύσης διαφορές επέλεξε τα οικεία όργανα να συγκροτούνται αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς, στις δε οικονομικού χαρακτήρα διαφορές προτίμησε την μικτή σύνθεσή τους. Οι δικαστικοί λειτουργοί πράγματι θωρακίζουν τη δικαιοδοτική διαδικασία διότι διαθέτουν τα εχέγγυα αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσης[9]. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, δεδομένης της ιδιαιτερότητας του αθλητικού δικαίου,  δε διαθέτουν την απαιτούμενη εμπειρία προκειμένου να επιλύσουν τις αθλητικές διαφορές.
            Υπό το πρίσμα των παραπάνω παραδοχών σχετικά με τη συγκρότηση των δικαιοδοτικών και πειθαρχικών οργάνων στον αθλητισμό, επιστρέφουμε στο αρχικό ερώτημα που θέσαμε:  τι απαιτεί το Σύνταγμα όταν αξιώνει την ειδική πρόβλεψη από τον νόμο για τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στα παραπάνω όργανα;
            Για να απαντήσουμε στο εν λόγω καίριο για το αθλητικό δίκαιο ερώτημα, πρέπει να ανατρέξουμε στη συνταγματική θεωρία για τις συνταγματικές επιφυλάξεις υπέρ του νόμου. Στο ισχύον Σύνταγμα, η κατοχύρωση του πληρέστερου καταλόγου δικαιωμάτων που διέθετε ποτέ η χώρα, συνοδεύτηκε με τον πολλαπλασιασμό των επιφυλάξεων υπέρ του νόμου[10]. Οι επιφυλάξεις αυτές, διαδραματίζουν περιοριστική και άλλοτε ρυθμιστική λειτουργία. Η ταξινόμηση που η συνταγματική θεωρία προτείνει για τις επιφυλάξεις υπέρ του νόμου αναδεικνύει - και σε ορισμένες περιπτώσεις προσδιορίζει – τη σημασία της παραπομπής στο νόμο. Μέσα από την ένταξη στη μια ή στην άλλη κατηγορία η επιφύλαξη αποκτά το πλήρες νόημά της και αναπτύσσει τη λειτουργία της σύμφωνα με αυτό. Για τον λόγο αυτό επιχειρείται η συστηματική ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων ώστε να διαπιστωθεί εάν το Σύνταγμα επιβάλλει ή προσδοκά κάθε επιφύλαξη να αναπτύξει και διαφορετική λειτουργία.
Στην ελληνική συνταγματική θεωρία η πιο διαδεδομένη ταξινόμηση των επιφυλάξεων υπέρ του νόμου είναι η διάκριση σε γενική και ειδική επιφύλαξη[11] . Οι γενικές επιφυλάξεις ερμηνεύονται ως μια ευρεία συνταγματική εξουσιοδότηση προς τον νομοθέτη να θεσπίσει περιορισμούς στην ελευθερία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε συνταγματική δέσμευση[12]. Στην κατηγορία αυτή γίνεται δεκτό ότι ο καταστατικός χάρτης αναθέτει τη ρύθμιση στον νομοθέτη χωρίς να θεσπίζει ουσιαστικές ή διαδικαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας[13]. Έτσι, στις γενικές επιφυλάξεις εντάσσονται οι εκφράσεις «όταν και όπως νόμος ορίζει», «τηρώντας τους νόμους», και «υπό την προστασία των νόμων». Αντίθετα, στην κατηγορία των ειδικών επιφυλάξεων, το Σύνταγμα οριοθετεί την εξουσία του κοινού νομοθέτη είτε περιορίζοντας το πεδίο της κανονιστικής του παρέμβασης, είτε στοχοθετώντας τη ρυθμιστική του αρμοδιότητα.
Με βάση την παραπάνω κατηγοριοποίηση, προκύπτει ότι η περίπτωση της επιφύλαξης της παραγράφου 2 του άρθρου 89 του Συντάγματος εντάσσεται στις ειδικές επιφυλάξεις υπέρ του νόμου. Προς τούτο, καταρχάς, συνηγορεί και η ίδια η γραμματική ερμηνεία της διάταξης (χρήση του όρου «ειδικά»). Άλλωστε, εξ αντιδιαστολής επιχείρημα μπορούμε να αντλήσουμε και από τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του ίδιου άρθρου, στις οποίες ο συνταγματικός νομοθέτης επέλεξε να χρησιμοποιήσει διαφορετική διατύπωση για την επιφύλαξη υπέρ του νόμου: «όπως νόμος ορίζει». Αν, λοιπόν, ο συνταγματικός νομοθέτης ήθελε να θεσπίσει γενική επιφύλαξη υπέρ του νόμου, δεν θα χρησιμοποιούσε τον όρο «ειδικά», αλλά θα επαναλάμβανε την διατύπωση: «όπως νόμος ορίζει».
Η ένταξη της επιφύλαξης της παραγράφου 2 του άρθρου 89 του Συντάγματος στις ειδικές επιφυλάξεις, δε στερείται, βέβαια, ουσιαστικού νοήματος. Αυτό σημαίνει ότι για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα μια τέτοια νομοθετική πρόβλεψη, πρέπει να ορίζεται ρητά στον κοινό νόμο η συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών, το συγκεκριμένο πειθαρχικό ή δικαιοδοτικό όργανο στο οποίο αυτοί συμμετέχουν, ο αριθμός τους και τα καθήκοντα τα οποία αναλαμβάνουν. Με άλλα λόγια, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Συντάγματος μια γενική διάταξη η οποία καλύπτει ένα αόριστο αριθμό οργάνων και αναφέρεται γενικά και αόριστα στη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε αυτά, αλλά θα πρέπει η νομοθετική πρόβλεψη να γίνεται ad hoc.
Σε αυτή την ανάγνωση του νοήματος της συνταγματική επιφύλαξης της παραγράφου 2 του άρθρου 89 του Συντάγματος συνηγορεί και το γεγονός ότι ο χαρακτήρας του επιτρεπτού της άσκησης ιδιωτικών έργων ή της ανάληψης διοικητικών καθηκόντων εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών είναι εξαιρετικός και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται η συσταλτική ερμηνεία των περιπτώσεων εκείνων που επιτρέπεται η κάμψη του κανόνα δικαίου που θεσπίζει την απαγόρευση. Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι πριν τη θέσπιση του ισχύοντος Συντάγματος, τα προϊσχύσαντα ελληνικά Συντάγματα περιελάμβαναν ρητή διάταξη σύμφωνα με την οποία δεν επιτρεπόταν στους δικαστές να αποδεχθούν άλλη έμμισθη υπηρεσία εκτός του δικαστικού λειτουργήματος, με εξαίρεση τη θέση του καθηγητή Πανεπιστημίου. Δεδομένου ότι η ratio της συνταγματικής διάταξης δεν άλλαξε, η θέσπιση με το Σύνταγμα του 1975 ορισμένων επιπλέον εξαιρέσεων αξιώνει αυτές να ερμηνεύονται στενά. Επομένως, η συμμετοχή δικαστικών λειτουργιών σε πειθαρχικά ή δικαιοδοτικά όργανα στον αθλητισμό πρέπει να προβλέπεται ειδικά και συγκεκριμένα στον νόμο, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα της μη συμμετοχής τους.
Με το σκεπτικό αυτό το Δ΄ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την υπ’ αριθμ. 120/2008 γνωμοδότησή του,  που αφορούσε στη συγκρότηση πειθαρχικών επιτροπών της Ε.Π.Ο., έκρινε ότι  προκειμένου να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε αυτές, πρέπει να προβλέπεται ειδικά από το νόμο ποιές συγκεκριμένες επιτροπές αυτοί συγκροτούν. Επομένως, και κατά την άποψη του ΝΣΚ,  για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η με νομοθετική πρόβλεψη συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών πρέπει να πληροί τα ως άνω κριτήρια ειδικότητας[14].
Υπό το πρίσμα αυτής της ερμηνείας του Συντάγματος, φρονούμε ότι πρέπει να γίνει και η συνταγματική αξιολόγηση των διατάξεων του άρθρου 5 του νέου Ν. 4326/2015 για τα πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα του ποδοσφαίρου. Με τις διατάξεις αυτές, οι οποίες τροποποίησαν τα άρθρα 119 και 127Β του Ν. 2725/1999, προβλέφθηκε ότι τα πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα του ποδοσφαίρου ανασυγκροτούνται κατόπιν απόφασης του αρμοδίου οργάνου της Ε.Π.Ο., και αποτελούνται εφεξής από τακτικούς δικαστές με βαθμό Πρωτόδικη στα πρωτοβάθμια όργανα και Προέδρου Πρωτοδικών στα δευτεροβάθμια  όργανα  (παρ. 1), ενώ αντίστοιχα, υπεύθυνος άσκησης δίωξης πειθαρχικών ποδοσφαιρικών αδικημάτων αναλαμβάνει εν ενεργεία εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό εισαγγελέα πρωτοδικών, ο οποίος επιλέγεται και ορίζεται από την Ε.Π.Ο. (παρ. 2).
Είναι σαφές, από μια πρώτη ανάγνωση των παραπάνω σχετικών διατάξεων, ότι εν προκειμένω δεν πληρούνται τα κριτήρια της ειδικότητας του νόμου που αξιώνει η αναλυθείσα διάταξη του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος. Τούτο διότι η νομοθετική πρόβλεψη δεν αναφέρει ρητά ούτε το συγκεκριμένο πειθαρχικό ή δικαιοδοτικό όργανο στο οποίο αυτοί συμμετέχουν, ούτε τον αριθμό τους, ούτε τις αρμοδιότητές τους και, ως εκ τούτου, δεν πληροί τα κριτήρια της ειδικότητας που αξιώνει ο Καταστατικός μας Χάρτης.


Βιβλιογραφία- Αρθρογραφία:

Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, Αθλητισμός και κράτος δικαίου-Τα όρια της νομικής απορρύθμισης και η επιστροφή στο Σύνταγμα, σε: Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Αθλητικού Δικαίου, Ελληνικό Κέντρο Έρευνας Αθλητικού Δικαίου, 1993, σ. 125 επ.

Ι. ΒΟΥΛΤΣΗΣ, Κρίσιμα σφάλματα των οργάνων απονομής της αθλητικής δικαιοσύνης σε: Ελληνικό Κέντρο Έρευνας Αθλητικού Δικαίου (επιμ. Δ. Παναγιωτόπουλος), Αθλητικός Νόμος. Lex Sportiva. Διαφορές- Αδικήματα- Δίκη, 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αθλητικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ. 262 επ.

Ε. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Συνταγματικά δικαιώματα και Αθλητισμός, ΕΔΔΔ 2004, σ. 750 επ.

Ι. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου ως περιορισμός, εγγύηση και διάμεσος των ελευθεριών, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2001

Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Αθλητικό Δίκαιο ΙΙ. Αθλητική Δικαιοδοσία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006

Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Γνωμοδότηση. Προσβολή απόφασης δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου- ΑΣΕΑΔ- από Καλαθοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρία του Ελληνικού Συνδέσμου Ανωνύμων Καλαθοσφαιρικών Εταιρειών εκδοθείσης επί προσφυγής τρίτης ΚΑΕ κατά αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, Αθλητικού Δικαστή και αφορά σε επιβολή πειθαρχικών ποινών σε: Lex Sportiva, Νομική Βιβλιοθήκη, 7/2008, σ. 371 επ.





[1] Βλ. Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, Αθλητισμός και κράτος δικαίου-Τα όρια της νομικής απορρύθμισης και η επιστροφή στο Σύνταγμα, σε Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Αθλητικού Δικαίου, Ελληνικό Κέντρο Έρευνας Αθλητικού Δικαίου, 1993, σ. 125 επ.
[2] ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Συνταγματικά δικαιώματα και Αθλητισμός, ΕΔΔΔ 2004, σ. 750 επ
[3] Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Γνωμοδότηση. Προσβολή απόφασης δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου- ΑΣΕΑΔ- από Καλαθοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρία του Ελληνικού Συνδέσμου Ανωνύμων Καλαθοσφαιρικών Εταιρειών εκδοθείσης επί προσφυγής τρίτης ΚΑΕ κατά αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, Αθλητικού Δικαστή και αφορά σε επιβολή πειθαρχικών ποινών σε: Lex Sportiva, Νομική Βιβλιοθήκη, 7/2008, σ. 401
[4] Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Αθλητικό Δίκαιο ΙΙ. Αθλητική Δικαιοδοσία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ. 86
[5] Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Αθλητικό Δίκαιο ΙΙ. Αθλητική Δικαιοδοσία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ. 86
[6] Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Αθλητικό Δίκαιο ΙΙ. Αθλητική Δικαιοδοσία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ. 86
[7] Ι. ΒΟΥΛΤΣΗΣ, Κρίσιμα σφάλματα των οργάνων απονομής της αθλητικής δικαιοσύνης σε: Ελληνικό Κέντρο Έρευνας Αθλητικού Δικαίου (επιμ. Δ. Παναγιωτόπουλος), Αθλητικός Νόμος. Lex Sportiva. Διαφορές- Αδικήματα- Δίκη, 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αθλητικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ. 263-264
[8] Ι. ΒΟΥΛΤΣΗΣ, Κρίσιμα σφάλματα των οργάνων απονομής της αθλητικής δικαιοσύνης σε: Ελληνικό Κέντρο Έρευνας Αθλητικού Δικαίου (επιμ. Δ. Παναγιωτόπουλος), Αθλητικός Νόμος. Lex Sportiva. Διαφορές- Αδικήματα- Δίκη, 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αθλητικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ. 264
[9] Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Αθλητικό Δίκαιο ΙΙ. Αθλητική Δικαιοδοσία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ. 87
[10] Ι. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου ως περιορισμός, εγγύηση και διάμεσος των ελευθεριών, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2001, σ. 133
[11] Ι. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου ως περιορισμός, εγγύηση και διάμεσος των ελευθεριών, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2001, σ. 174
[12] Ι. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου ως περιορισμός, εγγύηση και διάμεσος των ελευθεριών, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2001, σ. 173
[13] Ι. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου ως περιορισμός, εγγύηση και διάμεσος των ελευθεριών, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2001, σ. 174
[14] Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Γνωμοδότηση. Προσβολή απόφασης δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου- ΑΣΕΑΔ- από Καλαθοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρία του Ελληνικού Συνδέσμου Ανωνύμων Καλαθοσφαιρικών Εταιρειών εκδοθείσης επί προσφυγής τρίτης ΚΑΕ κατά αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, Αθλητικού Δικαστή και αφορά σε επιβολή πειθαρχικών ποινών σε: Lex Sportiva, Νομική Βιβλιοθήκη, 7/2008, σ. 404