Με σύνθημα "Δεν ξεχνώ-Πάντα τιμώ" το ΙΔΕΑΔ έχει κατ΄ επανάληψη τιμήσει όλες τις σημαντικές ημέρες μνήμης του αλύτρωτου Ελληνισμού.
Απόσπασμα από συνέντευξη στην εφημερίδα «Μακεδονία», για τη Γενοκτονία των
Ελλήνων του Πόντου
Η ποντιακή γενοκτονία πρέπει να καταχωριστεί στα ιστορικά βιβλία ως
υπέρτερη, σε ηθελημένη, σχεδιασμένη και ενσυνείδητη αγριότητα, από την «δίδυμή»
της γενοκτονία των Αρμενίων που προηγήθηκε, το 1915, όπως επίσης και από το
ναζιστικό ολοκαύτωμα των Εβραίων, με το οποίο μπορεί ίσως να υπάρχουν κοινά
χαρακτηριστικά στη μέθοδο εφαρμογής του σχεδίου εξόντωσης, αλλά υπάρχει μεταξύ τους μιά βασική διαφορά στο
ιδεολογικό υπόβαθρο, αφού η ποντιακή γενοκτονία δεν έχει καμιά ιδεολογική ή
κοσμοθεωρητική ή ψευδοεπιστημονική θεμελίωση περί γενετικής υπεροχής ή περί
προνομιούχου αρίας και υποδεέστερης σημιτικής φυλής. Η γενοκτονία των Ποντίων
δεν έχει θεωρητικό υπόβαθρο, είναι βουβή, δόλια, με στοιχεία πλιάτσικου.
Ο απολογισμός του γενοκτονικού σχεδιασμού και της υλοποίησής του είναι ο
παρακάτω, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των εκκλησιαστικών επαρχιών, τον
Δεκέμβριο του 1921, όπως αυτός έγινε αποδεκτός και καταχωρίστηκε στα επίσημα
αρχεία του Foreign Office:
Στις 6 Μητροπόλεις, Αμάσειας, Νεοκαισάρειας, Τραπεζούντας, Χαλδίας,
Ροδόπολης και Κολωνείας, 815 ακμάζουσες κοινότητες καταστράφηκαν ολοκληρωτικά,
1.134 εκκλησίες και 960 ελληνικά σχολεία
κάηκαν, περιουσίες που αποκτήθηκαν ύστερα από σκληρή δουλειά πολλών
γενεών λεηλατήθηκαν και πληθυσμός 353.000 ανθρώπων (μέχρι τότε) εξολοθρεύτηκε με τρόπο απάνθρωπο. Mαζικές σφαγές,
απαγχονισμοί, εκτοπίσεις, ληστείες,
κατασχέσεις, αυθαίρετες δημεύσεις περιουσιών, βιασμοί γυναικών, διαπράχθηκαν
συστηματικά από τους Τούρκους την περίοδο 1914-1922. Στην πρώτη φάση (1914-1918)
από το κομιτάτο των Νεοτούρκων Εθνικιστών «Ένωσις και Πρόοδος», με τη σατανική
τριάδα , του Ταλαάτ Μπέη, του Ενβέρ Πασά και του Ντζεμάλ Πασά, και τον αφανισμό
περίπου 200.000 ανθρώπων από τις κακουχίες και τις αρρώστιες στα περίφημα
«αμελέ ταμπουρού» (τάγματα εργασίας) και στη δεύτερη φάση (1919-1922), των
Κεμαλικών διαδόχων, με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα και με φονικά εργαλεία, από μεν
τον άτακτο κεμαλικό στρατό τον αιμοβόρο
Τοπάλ Οσμάν και τους Τσέτες του, από δε τον τακτικό τον επικεφαλής Νουρεντίν Πασά, με επιτηδευμένα κλιμακούμενο
βαθμό σκληρότητας και με στόχο την τελική εξόντωση του χριστιανικού
πληθυσμού.
Οι μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις
αντιμετώπισαν την προσφυγική μνήμη ως άχθος και ως «εμπόδιο» στην εξωτερική και
εσωτερική πολιτική και δεν τόλμησαν να αναδεχθούν το πολιτικό κόστος της
ανακίνησης του θέματος. Σταθερή τους πολιτική ήταν η ιδεολογική αφομοίωση των
προσφύγων του ’22 και, με τη συνεπικουρία της επίσημης και ανεπίσημης ιστοριογραφίας,
η παραγνώριση, υποβάθμιση και, εν τέλει, απώθηση της ιστορικής μνήμης στα
έγκατα της λήθης. Με τη βοήθεια και του «διεθνούς παράγοντα», όπως επικράτησε
να λέγεται κομψά η κηδεμονία των λαών της
γης από τον συνασπισμό των εκάστοτε ισχυρών, ακολούθησε μακρά περίοδος
σιωπής, με τις τουρκικές προκλήσεις όμως να επαναλαμβάνονται , το Σεπτέμβριο
του 1955 με τους διωγμούς των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και με αποκορύφωμα
τον Τουρκικό Αττίλα, στην Κύπρο, το 1974.
Κύλισαν έτσι δεκαετίες , με βαρύ πέπλο σιγής να καλύπτει το έγκλημα της
γενοκτονίας που συντελέστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Προς το τέλος του,
ξαναζωντάνεψαν οι μνήμες και αφυπνίσθηκαν συνειδήσεις. Επίγονοι των θυμάτων,
αξίωσαν την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστησαν οι πρόγονοί τους και
διεκδίκησαν την ενσωμάτωση της δικής τους ιστορικής κληρονομιάς στο συλλογικό
εθνικό αφήγημα, ως οφειλή και θυμίαμα στη μνήμη τους.
Με την οργανωμένη δράση σωματείων και συλλόγων, άρχισαν να προβάλλουν
συστηματικά το δικό τους ολοκαύτωμα του Πόντου και της Ιωνίας. Το κίνημα αυτό,
με την επιμονή του, έκαμψε την κρατική διστακτικότητα και, τελικά, την πρώτη το
1994 και τη δεύτερη το 1998, πέτυχε την επίσημη ανακήρυξη από τη Βουλή των
Ελλήνων δύο σημαντικών ημερομηνιών ως «ημερών εθνικής μνήμης»: της 19ης
Μαϊου, αφιερωμένης στη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της 14ης
Σεπτεμβρίου, ως «ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς
Ασίας από το τουρκικό κράτος».
Σημαντικό σταθμό αποτελεί και η 27η Σεπτεμβρίου του 2006, οπότε το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε την Τουρκία να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της, να
αποδεχθεί την ιστορική αλήθεια και να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Ποντίων,
των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Καταλυτική και η απόφαση που εξέδωσε στις 16 Δεκεμβρίου του 2007 η Διεθνής
Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών, αρμόδια για τη μελέτη εγκλημάτων γενοκτονιών, από
την πλευρά του διεθνούς δικαίου. Στο σχετικό ψήφισμα δηλώνεται απερίφραστα η πεποίθησή της ότι «η
εκστρατεία των Οθωμανών εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας,
μεταξύ 1914 και 1923, αποτέλεσε σαφώς γενοκτονία», προσθέτει δε πως «η άρνηση
της γενοκτονίας αναγνωρίζεται ως το
τελικό στάδιο της γενοκτονίας, που προστατεύει τους δράστες της με ατιμωρησία
και αποδεδειγμένα προετοιμάζει το έδαφος για μελλοντικές γενοκτονίες».
Όμως, γενικά, η διεθνής κοινότητα, «εν τοις πράγμασι», συνεχίζει να τηρεί
αιδήμονα σιωπή για το γενοκτονικό έγκλημα που συντελέστηκε σε βάρος των
Ποντίων. Ένα έγκλημα που δεν είναι στιγμιαίο, αλλά έγκλημα κατ’ εξακολούθηση
και έγκλημα διαρκείας. Και σαν τέτοιο δεν επιδέχεται ούτε παραγραφή, ούτε λήθη,
ούτε δικαιολογία. Προφανώς δε, αυτό που χρειάζεται δεν είναι μιά «δίκη της
Νυρεμβέργης», ανάλογη με εκείνη των ναζί εγκληματιών. Εκείνο που απαιτείται
είναι μιά
«Νυρεμβέργη των συνειδήσεων». Και δεν βοηθάει την ανθρωπότητα να βρει το δρόμο
της, ούτε υπηρετεί πραγματικά την υπόθεση της ειρήνης και της φιλίας των λαών η
διεθνιστική λογική της λήθης του παρελθόντος, όταν αυτή αποσκοπεί στη διαγραφή
του και όχι στην υπέρβαση των προβλημάτων του παρελθόντος, μέσα από την
ωρίμανση των συνειδήσεων.
Όσο για την τουρκική πλευρά, διαχρονική γραμμή της τουρκικής διπλωματίας
παραμένει το να προβάλλει διαρκώς διεκδικήσεις και να θέτει θέματα, είτε για να
κατοχυρώσει τα (ακόμη και αδίκως) κεκτημένα της, είτε για να αποπροσανατολίζει
τη διεθνή κοινή γνώμη. Η σύγχρονη Τουρκία πορεύεται με πυξίδα τον ακραίο
«παντουρκισμό» και τις νεο-οθωμανικές φαντασιώσεις και κρίσεις μεγαλομανίας
(και ανασφάλειας, συγχρόνως) της αυταρχικής ισλαμικής ηγεσίας της. Οι συνεχείς
προκλήσεις στο Αιγαίο, η υπονομευτική τακτική στα χερσαία σύνορα, η μετατροπή
χριστιανικών ναών και μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς σε
τζαμιά, οι επιτηδευμένες αντιφατικές συμπεριφορές αξιωματούχων, αποτελούν τις
σύγχρονες «αιχμές» της μόνιμης στρατηγικής των επεκτατικών βλέψεων, των
κατασκευασμένων εχθροπραξιών και των ανιστόρητων διεκδικήσεων της τουρκικής
πλευράς. Για την αντιμετώπισή τους χρειάζεται αρραγές εσωτερικό εθνικό μέτωπο,
αποφασιστική εξωτερική πολιτική, συνεκτικό σχέδιο και συνεπής άσκηση
διπλωματίας και αξιοποίηση των διεθνών ερεισμάτων.
Γενικά, η στάση της Τουρκίας, στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ήταν και παραμένει
στάση πολιτικού τυχοδιωκτισμού, πιστού στην πάγια στρατηγική της να υπονομεύει
την ειρήνη στην περιοχή, να προκαλεί ή να παρακινεί σε περιφερειακές
συγκρούσεις και πολεμικές εχθροπραξίες, να καταστρατηγεί αποφάσεις διεθνών
οργανισμών, οχυρωμένη πίσω από την ατιμωρησία που της παρέχει ο «διεθνής παράγων»,
που περιορίζεται σε ανώδυνη ρητορική καταδίκης και απειλών για επιβολή
κυρώσεων, με την Τουρκία να «εξαργυρώνει» τον ρόλο του «συμμάχου» σε
πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα των
ισχυρών της γης.
Γιώργος Λυσαρίδης