YOUTUBE

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

ΑΠ 263/2009 (Α1 πολιτικό Τμήμα), Αναγκαστικού δικαίου η διάταξη του άρθρου 99 ΑΚ για τα απαιτούμενα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας για τροποποίηση καταστατικού

 (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

.....

Επειδή, κατά το άρθρο 99 ΑΚ, για να αποφασισθεί η τροποποίηση του κατασταστικού σωματείου χρειάζεται η παρουσία των μισών τουλάχιστον μελών και πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων. Η διάταξη αυτή που αναφέρεται στην τροποποίηση του καταστατικού σωματείου απαιτεί ορισμένη ελάχιστη απαρτία και πλειοψηφία, η οποία υπολογίζεται με βάση το σύνολο των εγγεγραμμένων μελών, αφού δεν γίνεται καμία διάκριση. Το καταστατικό του σωματείου πρέπει, ειδικώς ως προς τη ρύθμιση των απαιτουμένων για την τροποποίησή του ποσοστών απαρτίας και πλειοψηφίας, να ακολουθεί υποχρεωτικώς τη ρύθμιση του άρθρου 99 ΑΚ, η οποία είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου και προβλέπει τα ελάχιστα αναγκαία ποσοστά για την τροποποίησή του, απαγορευομένης της καταστατικής προβλέψεως μικρότερων (ελαστικότερων) ποσοστών και επιτρεπομένης μόνο της προβλέψεως μεγαλύτερων (αυστηρότερων) ποσοστών απαρτίας και πλειοψηφίας, διότι άλλως θα καταστρατηγείτο ο σκοπός του νόμου που επέβαλε τα αυξημένα αυτά ποσοστά χάριν της προστασίας των συμφερόντων του ιδίου του σωματείου όταν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις για σοβαρά θέματα, όπως είναι η τροποποίηση του καταστατικού του. Σε περίπτωση κατά την οποία έχει εγκριθεί καταστατικό σωματείου που προβλέπει μικρότερα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας από αυτά που ορίζει το άρθρο 99 ΑΚ για την τροποποίησή του, η διάταξη αυτή δεν εγκυροποιείται αλλά παραμένει άκυρη και το θέμα ρυθμίζεται απ` ευθείας από το νόμο, δηλαδή από τη ρητή διάταξη του άρθρου 99 ΑΚ, η οποία αποκλείει την ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 παρ.2 του Ν.1264/1982, που έχει εφαρμογή μόνον επί συνδικαλιστικών οργανώσεων και μάλιστα με την επιφύλαξη των άρθρων 99 και 100 του ΑΚ, όπως ρητώς ορίζεται σε αυτή. Το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως, ορθώς ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 99 ΑΚ και ο αντίθετος πρώτος λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

 Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Δεν αποτελεί "πράγμα", υπό την προεκτεθείσα έννοια, η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου και οι προβαλλόμενοι από αυτόν νομικοί ισχυρισμοί. Επομένως ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλομένη διότι απέρριψε σιωπηρώς τον νομικό ισχυρισμό του για ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν.1264/1982, είναι αβάσιμος.  Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναιρέσεως σε περίπτωση απορρίψεως νομικού ισχυρισμού και αιτήματος διαδίκου για εφαρμογή ορισμένης διατάξεως νόμου στη δικαζόμενη υπόθεση.

Συνεπώς ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, διότι απέρριψε το νομικό ισχυρισμό του και το αίτημά του για ανάλογη εφαρμογή στην προκειμένη υπόθεση του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 1264/1982, είναι αβάσιμος.

Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση. Το αναιρεσείον πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).-

 


 

ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ (ΜΟΝ) 101/2020, Απαιτούμενη απαρτία και πλειοψηφία για τροποποίηση καταστατικού

 

Ακυρη η απόφαση γενικής συνέλευσης σωματείου για την τροποποίηση του καταστατικού του όταν η αυξημένη πλειοψηφία που απαιτείται κατ’ ΑΚ 99 για τον σχηματισμό απαρτίας και πλειοψηφίας υπολογίζεται μόνο επί των ταμειακώς ενήμερων μελών και όχι επί του συνόλου των εγγεγραμμένων μελών του σωματείου

Αναδημοσίευση από ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟ

 [...]

 II. Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ......./2016 αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης σε βάρος του εναγόμενου σωματείου, ότι κατά την έκτακτη γενική συνέ­λευση των μελών του άνω σωματείου, που έγινε στις 28.05.2016, αποφασίστηκε η τροποποίηση άρθρων του κα­ταστατικού του σωματείου, χωρίς τη συναίνεση αυτών (εναγόντων) ως μελών του, παρότι δεν υπήρξε η προβλεπόμενη από τα άρθρα 99 ΑΚ και 26 του καταστατικού του σωμα­τείου απαρτία. Και ζήτησαν, με βάση το άνω περιληπτικό ιστορικό, να ακυρωθεί η από 28.05.2016 έκτακτη γενική συνέλευση του εναγόμενου και η από 28.05.2016 απόφαση της γενικής συνέλευσης του εναγόμενου σωματείου για την τροποποίηση του από 15.06.1986 καταστατικού του. Επί της αγωγής αυτής, το άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό ./2017 οριστική απόφαση, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, μόνο ως προς το δεύ­τερο αίτημα, και ακύρωσε την από 28.05.2016 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης του εναγόμενου σωμα­τείου, με την οποία αποφασίσθηκε η τροποποίηση των άρ­θρων 1, 2, 3, 5, 6,7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 16, 17, 18, 19, 20, 22, 25, 26, 27 και 28 του καταστατικού του. Κατά της από­φασης αυτής, το ηττηθέν εναγόμενο σωματείο άσκησε την υπό κρίση έφεση, με την οποία μέμφεται την εκκαλουμένη. [...]

 

III. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 80 αριθμός 7 ΑΚ: «Το καταστατικό, για να είναι έγκυρο, πρέπει να καθορίζει τους όρους για την τροποποίηση του καταστατικού», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 99 ΑΚ: «Για να αποφασισθεί η τροποποίηση του καταστατικού ή η διάλυση του σωματεί­ου χρειάζεται η παρουσία των μισών τουλάχιστον μελών και πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων», ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 101 εδάφια α` και β` ΑΚ: «Από­φαση της συνέλευσης είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στο καταστατικό. Την ακυρότητα κηρύσσει το δικαστήριο ύστερα από αγωγή μέλους που δεν συναίνεσε ή οποιου­δήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον». Κατά την έννοια των αμέσως ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 101 ΑΚ, όταν η αγωγή για την ακύρωση απόφασης της γενικής συνέλευσης ασκείται από μέλος του σωματείου που δεν συναίνεσε στην τροποποίηση του καταστατικού, το μέλος αυτό δεν απαι­τείται να επικαλεστεί έννομο συμφέρον, γιατί αυτό θεωρεί­ται δεδομένο εκ της ιδιότητάς του αυτής (ΑΠ 1506/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ όταν η αγωγή ασκείται από τρίτον, πρέ­πει ο τελευταίος να επικαλεστεί ποιο είναι το έννομο συμ­φέρον του (ΑΠ 1781/1981 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Περαιτέρω, από το άνω άρθρο 101 ΑΚ προκύπτει ότι κάθε απόφαση της γε­νικής συνέλευσης σωματείου, που αφορά την τροποποίηση του καταστατικού του, μπορεί να είναι ακυρώσιμη κατά το άρθρο 101 ΑΚ, αφού δεν γίνεται σχετική διάκριση στο νόμο, εφόσον η απόφαση αυτή αντιβαίνει στο νόμο ή στο κατα­στατικό του σωματείου (Ολ. ΑΠ 410/1963 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κα­τά την ως άνω διάταξη του άρθρου 99 ΑΚ, για να αποφασισθεί η τροποποίηση του καταστατικού σωματείου χρει­άζεται η παρουσία των μισών τουλάχιστον μελών και πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων. Η διάταξη αυ­τή, που αναφέρεται στην τροποποίηση του καταστατικού σωματείου, απαιτεί ορισμένη ελάχιστη απαρτία και πλειοψηφία, η οποία υπολογίζεται με βάση το σύνολο των εγγε­γραμμένων μελών, αφού δεν γίνεται καμία διάκριση. Το κα­ταστατικό του σωματείου πρέπει, ειδικά ως προς τη ρύθ­μιση των απαιτούμενων για την τροποποίησή του ποσο­στών απαρτίας και πλειοψηφίας, να ακολουθεί υποχρεωτικά τη ρύθμιση του άρθρου 99 ΑΚ, η οποία, είναι διάταξη ανα­γκαστικού δικαίου και προβλέπει τα ελάχιστα αναγκαία πο­σοστά για την τροποποίησή του, απαγορευόμενης της κα­ταστατικής πρόβλεψης μικρότερων (ελαστικότερων) πο­σοστών και επιτρεπομένης μόνο της πρόβλεψης μεγαλύ­τερων (αυστηρότερων) ποσοστών απαρτίας και πλειοψηφίας, διότι άλλως θα καταστρατηγούταν ο σκοπός του νό­μου που επέβαλε τα αυξημένα αυτά ποσοστά χάριν της προστασίας των συμφερόντων του ίδιου του σωματείου όταν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις για σοβαρά θέματα, όπως είναι η τροποποίηση του καταστατικού του. Σε περί­πτωση κατά την οποία, έχει εγκριθεί καταστατικό σωματεί­ου που προβλέπει μικρότερα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας από αυτά που ορίζει το άρθρο 99 ΑΚ για την τρο­ποποίησή του, η διάταξη αυτή δεν εγκυροποιείται αλλά πα­ραμένει άκυρη και το θέμα ρυθμίζεται απευθείας από το νόμο, δηλαδή από τη ρητή διάταξη του άρθρου 99 ΑΚ (ΑΠ 263/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ρύθμιση του νόμου στην ανωτέρω περίπτωση είναι αναγκαστική, υπό την έννοια ότι το καταστατικό δεν επιτρέπεται να ορίσει μικρότερα πο­σοστά απαρτίας, όχι μόνο για την αρχικώς ορισθείσα συ­νέλευση, αλλά και για τις επαναληπτικές αυτής, διότι άλλως θα εξουδετερωνόταν ο σκοπός για τον οποίο ο νόμος επέ­βαλε τα άνω αυξημένα ποσοστά, που είναι η προστασία των συμφερόντων του ίδιου του σωματείου, όταν η Γενική Συνέλευση πρόκειται να αποφασίσει για σοβαρά θέματα, όπως είναι η τροποποίηση του καταστατικού του (Στυλια­νός Γ. Βλαστός, Αστικά σωματεία, συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις, δ` έκδοση 2002, σελ. 253-254).

 

[...]

 

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες εκθέτουν με την υπό κρίση αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, τα ακόλουθα περιστατικά: Ότι είναι παθολόγοι γιατροί και μέλη του εναγόμενου επιστημονικού σωματείου, με την επωνυμία «.........» που εδρεύει στη Θεσ­σαλονίκη και συστάθηκε και λειτουργεί δυνάμει της με αριθμό ....../1986 απόφασης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονί­κης, έχει δε ως σκοπό την πρόληψη και ιατρική έρευνα του σακχαρώδους διαβήτη, αλλά και τη βελτίωση των παρεχό­μενων υπηρεσιών των ασθενών. Ότι, με τη με αριθ. πρωτ. ......./12.05.2016 επιστολή-πρόσκληση του ΔΣ του εναγόμε­νου, ορίστηκε αρχικά για την 21.05.2016 και περί ώρα 14:00` η σύγκληση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης του άνω σωμα­τείου στα γραφεία του σωματείου (επί της οδού .......), για να αποφασίσει για την «τροποποίηση του καταστατικού» και με την επιστολή αυτή διευκρινιζόταν ότι, σε περίπτωση μη απαρτίας, η συνέλευση θα πραγματοποιούταν εκ νέου στις 28.05.2016 στο ξενοδοχείο «........», για να ληφθεί απόφαση επί της τροποποίησης του καταστατικού του σωματείου, ανεξάρτητα από το γεγονός της ύπαρξης ή μη απαρτίας. Ότι επί της ανωτέρω επιστολής-πρόσκλησης, ο δεύτερος εξ αυτών (εναγόντων) «απάντησε», στέλνοντας την από 18.05.2016 επιστολή του στη διοίκηση του σωματείου, εκ­ θέτοντας ότι σύμφωνα με το άρθρο 26 του από 15.06.1986 καταστατικού του σωματείου, για την τροποποίηση του κα­ταστατικού ή τη διάλυση της Εταιρείας, απαιτείται για την επίτευξη απαρτίας στη Γενική Συνέλευση η παρουσία των 2/3 του συνόλου των τακτικών μελών, η δε απόφαση πρέπει να παρθεί με πλειοψηφία των 3/4 του αριθμού των παρό­ντων μελών. Ότι αντίστοιχη επιστολή έστειλε και ο δεύτερος εξ αυτών στο ΔΣ στις 24.05.2016 και ότι με τις δύο αυτές επιστολές επισήμαναν στο ΔΣ του εναγομένου, ότι για τη λήψη οποιοσδήποτε απόφασης για την τροποποίηση του καταστατικού του σωματείου από τη ΓΣ, είναι αναγκαία προϋπόθεση η τήρηση των διατάξεων του Αστικού Κώδικα και του καταστατικού. Ότι το ΔΣ του εναγομένου σωματεί­ου, αφού έλαβε την άνω επιστολή του πρώτου τούτων, εξέ­δωσε στις 19.05.2016 ανακοίνωση, διευκρινίζοντας ότι, σύμφωνα με το άρθρο 26 του καταστατικού, για την τρο­ποποίηση του καταστατικού ή τη διάλυση της Εταιρείας, απαιτείται για την επίτευξη απαρτίας στη Γενική Συνέλευση η παρουσία των 2/3 του συνόλου των τακτικών μελών, η δε απόφαση πρέπει να παρθεί με πλειοψηφία των 3/4 του αριθμού των παρόντων μελών. Ότι, κατά την ορισθείσα έκτακτη γενική συνέλευση που έλαβε χώρα στις 21.05.2016 στα γραφεία του σωματείου, δεν συμπληρώθηκε η εκ του καταστατικού απαρτία για τη λήψη απόφασης και ορίστηκε νέα συνέλευση στις 28.05.2016, όπως άλλωστε προέβλεπε και η άνω με Α.Π. ......../2016 πρόσκληση. Ότι κατά την επα­ναληπτική έκτακτη Γενική Συνέλευση του σωματείου, που πραγματοποιήθηκε στις 28.05.2016, στο ξενοδοχείο «.........», παραβρέθηκαν μόνο σαράντα (40) μέλη του σωματείου, σε σύνολο πεντακοσίων πενήντα (550) εγγεγραμμένων με­λών, καθιστώντας για δεύτερη φορά ανέφικτη την ύπαρξη απαρτίας, αφού για την απαρτία προς λήψη απόφασης τρο­ποποίησης του καταστατικού του σωματείου απαιτούνταν να είναι παρόντα τουλάχιστον τριακόσια εξήντα έξι (366) μέλη. Ότι κατά την άνω επαναληπτική έκτακτη Γενική Συ­νέλευση (στις 28.05.2016), παραστάθηκαν και αυτοί (ενάγοντες) μετά πληρεξουσίου δικηγόρου και ρηματικά και κατηγορηματικά κατήγγειλαν την παράνομη και αντικαταστατική διαδικασία, ζητώντας να καταχωρηθεί όπως και καταχωρήθηκε στα μαγνητοφωνημένα πρακτικά που τη­ρούνταν, τόσο η διαφωνία τους για το παράνομο και άκυρο της έκτακτης γενικής συνέλευσης, όσο και το γεγονός ότι αυτοί δεν συναινούσαν επουδενί στη σύγκληση μιας αντικαταστατικής συνέλευσης και ότι θα πρόσβαλλαν αυτή δικαστικώς ελλείψει νομίμου απαρτίας και κατόπιν αποχώ­ρησαν. Ότι η άνω «Έκτακτη Γενική Συνέλευση» των μελών του εναγομένου, παρότι δεν είχε την προβλεπόμενη από το άρθρο 26 του καταστατικού του σωματείου απαρτία για τη λήψη απόφασης για την τροποποίηση του καταστατικού, εν τούτοις αποφάσισε, μετά από αποδοχή σχετικής πρότα­σης του ΔΣ, την τροποποίηση του Καταστατικού στο άρθρο 1 (περί αλλαγής επωνυμίας), στο άρθρο 11 (περί αλλαγής του τρόπου εκλογής), στα άρθρα 13, 14 και άλλα. Ότι, ενόψει των ανωτέρω, τόσο η από 28.05.2016 Γενική Συνέλευση, όσο και η από 28.05.2016 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του σωματείου για τη τροποποίηση του καταστατικού, είναι ακυρωτέες, ως παρανόμους ληφθείσες, κατά παράβαση των άρθρων 99, 101 ΑΚ και του άρθρου 26 του από 15.06.1986 καταστατικού της «...........», που προβλέπει ότι, για την τροποποίηση του καταστατικού ή τη διάλυση της Εταιρείας, απαιτείται για την επίτευξη απαρτίας στη Γενική Συνέλευση η παρουσία των 2/3 του συνόλου των τακτικών μελών, η δε απόφαση πρέπει να παρθεί με πλειοψηφία των 3/4 του αριθμού των παρόντων μελών, και είναι ακυρωτέες, καθόσον στην άνω επαναληπτική έκτακτη γενική συνέλευ­ση του εναγομένου σωματείου, στις 28.05.2016, που αποφασίστηκε η τροποποίηση του καταστατικού, παραβρέθη­καν και αποφάσισαν σαράντα (40) τακτικά μέλη του σωμα­τείου, σε σύνολο πεντακοσίων πενήντα (550) εγγεγραμμέ­νων ενεργών μελών, καθιστώντας έτσι για δεύτερη φορά ανέφικτη την ύπαρξη απαρτίας. Και ζητούν, με βάση το άνω ιστορικό, να ακυρωθεί η από 28.05.2016 έκτακτη γενική συνέλευση του εναγόμενου και να ακυρωθεί η από 28.05.2016 απόφαση της γενικής συνέλευσης του εναγό­μενου σωματείου για την τροποποίηση του από 15.06.1986 καταστατικού του εναγόμενου. Η αγωγή αυτή, έχοντας το παραπάνω ιστορικό και αίτημα, είναι αρκούντως ορισμένη, διότι περιέχει, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην άνω μείζονα σκέψη, σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώ­νουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τους ενάγοντες κατά του εναγόμενου και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της μεταξύ των διαδίκων δια­φοράς και συγκεκριμένα είναι ορισμένη η αγωγή γιατί οι ενάγοντες αναφέρουν σ` αυτήν α) ότι αυτοί είναι εγγεγραμ­μένα μέλη στο εναγόμενο σωματείο, β) ότι το τελευταίο, με την από 28.05.2016 απόφαση της έκτακτης γενικής συ­νέλευσης των μελών του, αποφάσισε την τροποποίηση του από 15.06.1986 καταστατικού του με την επωνυμία «...........», γ) ότι αυτοί (ενάγοντες) δεν συναίνεσαν στην τρο­ποποίηση που πραγματοποιήθηκε κατά την άνω ΓΣ, δ) ότι η άνω από 28.05.2016 απόφαση της ΓΣ για την τροποποί­ηση του καταστατικού είναι άκυρη γιατί δεν υπήρξε προς τούτο η ειδική απαρτία που προβλέπεται από το άρθρο 99 ΑΚ και το άρθρο 26 του καταστατικού του εναγομένου σω­ματείου, καθόσον στη ΓΣ παραβρέθηκαν 40 μέλη του σω­ματείου, ενώ έπρεπε να παραβρεθούν τουλάχιστον 366 μέ­λη, επειδή το σύνολο των γραμμένων στο σωματείο μελών ήταν 550.

 

[...]

 

Περαιτέρω, με το άρθρο 26 παρ. α` του καταστατικού του εναγομένου σωματείου ορίζεται ότι: «Για την τροπο­ποίηση των διατάξεων του καταστατικού αυτού ή τη διά­λυση της εταιρίας, απαιτείται για την επίτευξη της απαρτίας στη Γενική Συνέλευση η παρουσία των δύο τρίτων (2/3) του συνόλου των τακτικών μελών, η δε απόφαση πρέπει να παρθεί με πλειοψηφία τριών τετάρτων (3/4) του αριθμού των παρόντων μελών». Δηλαδή με το πιο πάνω άρθρο του καταστατικού ορίστηκε επιτρεπτά μεγαλύτερο ποσοστό παρουσίας μελών για την επίτευξη απαρτίας της γενικής συνέλευσης, ήτοι 2/3 αντί 1/2, σε σχέση με το προβλεπόμενο στο άρθρο 99 ΑΚ, προκειμένου αυτή (ΓΣ) να προβεί στην τροποποίηση του καταστατικού.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το εκκαλούν ισχυρίζεται, με τον 5° λόγο έφεσης, ότι κατά την αληθή έννοια της διά­ταξης του άρθρου 99 του ΑΚ, όπως και του άρθρου 26 του καταστατικού της, η απαρτία της γενικής συνέλευσης του σωματείου για την τροποποίηση του καταστατικού υπολο­γίζεται, όχι με βάση το σύνολο των εγγεγραμμένων μελών του σωματείου, αλλά με βάση μόνο τα ταμειακώς τακτο­ποιημένα μέλη, που έχουν και δικαίωμα να ψηφίσουν, διότι άλλως υπάρχει παραβίαση του άρθρου 10 του καταστατι­κού του σωματείου, που ορίζει, εκτός των άλλων: «Β) Προ­ϋπόθεση για την συμμετοχή στις Γενικές Συνελεύσεις του Σωματείου είναι η εκπλήρωση των οικονομικών υποχρε­ώσεων κάθε μέλους προς αυτό». Ότι, με βάση τον ανωτέρω υπολογισμό, υπήρξε απαρτία στη γενική συνέλευση των μελών της, που έγινε στις 28.05.2016, και αποφασίστηκε η τροποποίηση του καταστατικού του σωματείου, καθόσον ήταν παρόντα σαράντα έξι (46) μέλη από το σύνολο των εξήντα (60) μελών που ήταν ταμειακά τακτοποιημένα (ελά­χιστη απαρτία 60 Χ 2/3 = 40 μέλη) και κατά την ψηφοφορία για την έγκριση των τροποποιήσεων του καταστατικού, ήταν παρόντα πενήντα (50) μέλη σε σύνολο εξήντα πέντε (65) μελών ταμειακά τακτοποιημένων (ελάχιστη απαρτία 65 Χ 2/3 = 43,3, ήτοι 43 μέλη), τα οποία παρόντα πενήντα (50) μέλη και ενέκριναν ομόφωνα τις προτεινόμενες τρο­ποποιήσεις. Ότι, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε με την εκκαλουμένη, με το να δεχθεί ότι για την απαρτία της άνω συνέλευσης απαιτούνταν τα 2/3 του συ­νόλου των εγγεγραμμένων μελών του σωματείου. Ο λόγος αυτός έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην άνω μείζονα σκέψη (και δέχθηκε ο Άρειος Πάγος με την 263/2009 απόφασή του - σημειωτέον ότι δεν υπάρχει αντίθετη απόφαση του ανώ­τατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας επί του θέματος αυτού), ειδικώς για τη διάλυση σωματείου ή την τροποποί­ηση του καταστατικού του απαιτείται ορισμένη ελάχιστη απαρτία και πλειοψηφία, η οποία υπολογίζεται με βάση το σύνολο των εγγεγραμμένων μελών, αφού δεν γίνεται καμία διάκριση στη διάταξη του άρθρου 99 του ΑΚ, η οποία είναι αναγκαστικού δικαίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε το ίδιο με την εκκαλουμένη, δεν έσφαλε στην ερ­μηνεία και εφαρμογή του νόμου, γι` αυτό και πρέπει, όπως προεκτέθηκε, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο 5ος λόγος έφε­σης, με τον οποίο το εκκαλούν ισχυρίζεται τα αντίθετα.

 

[...]