YOUTUBE

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Ν. Μάλλιαρης, Το φαινόμενο Μαραντόνα

 


Συνέντευξη στον Νίκο Ταυρή- Εφημερίδα "δρόμος της αριστεράς"

Στις 25 Νοεμβρίου έφυγε από τη ζωή ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, για πολλούς ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Αμέτρητα άρθρα έχουν γραφτεί από τότε για αυτόν τον ξεχωριστό αθλητή, μα πρωτίστως αντιφατικό άνθρωπο. Ο Ντιέγκο λατρεύτηκε και στη ζωή και στον θάνατο. Και αυτό γιατί όπως έγραψε και ο διάσημος Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο: «Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν λατρεύτηκε μόνο για τα μοναδικά ζογκλερικά του, αλλά επειδή ήταν ένας θεός βρώμικος, αμαρτωλός. Ο πιο ανθρώπινος από τους θεούς». Θα προσπαθήσουμε και εμείς να συμβάλουμε στην «εξήγηση» του φαινομένου Ντιέγκο Μαραντόνα. Για αυτό τον λόγο μιλήσαμε με τον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή Νίκο Μάλλιαρη, εκ των βασικών διοικητικών στελεχών του Πανελλήνιου Συλλόγου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΠΣΑΠ) του οποίου διετέλεσε και γενικός γραμματέας, και πρόεδρο του «Επίσκυρον», ενός χώρου πολιτιστικής παραγωγής και πνευματικής ανάταξης με επίκεντρο τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο (episkyron.gr).

Ποια είναι η γνώμη σου για το φαινόμενο Μαραντόνα;

Η προσωπικότητα Ντιέγκο Μαραντόνα άνθισε στην Λατινική Αμερική, που στο λαϊκό στοιχείο αλλά και σε ηγέτες όπως ο Μπολιβάρ, ο Χοσέ Μαρτί, ο Αλιέντε, ο Τσε, ο Κάστρο, ο Τσάβες, ο Μοράλες κ.α. κυριαρχεί η αγάπη για τον ποδόσφαιρο, το ενδιαφέρον, η ανεκτικότητα, η συγχώρεση προς τους ανθρώπους και επιδιώκεται η εξύψωση μέσω της προσφοράς ‒ πνευματικής, κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, ιδεολογικής, ακόμα και φιλοσοφικής. Ηγέτες που πρώτα ήταν άνθρωποι και μετά επαναστάτες και κομμουνιστές και έτσι «δενόταν» μια κυβέρνηση με την κοινωνία. Σε αντίθεση με άλλες παρόμοιες εξουσίες διεθνώς που κατέρρευσαν.

Αυτό αναπτύχτηκε ιστορικά στη Λατινική Αμερική, αυτό υπήρχε και στο συλλογικό ασυνείδητο των λαϊκών ανθρώπων εκεί. Μαζί με τους αγώνες να απαλλαγούν από τους αποικιοκράτες και τους ιμπεριαλιστές, τους Ισπανούς, τους Αμερικάνους κ.ο.κ. Ακόμα και η καθολική εκκλησία εκεί, σε πολλές περιπτώσεις, είναι πιο κοντά στον κόσμο.

Ο Ντιέγκο αυτά εισέπραξε. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον γαλουχήθηκε. Και ξεχώρισε, γιατί είχε το χάρισμα να ξεχωρίζει ‒ πέρα από το αδιανόητο ποδοσφαιρικό ταλέντο που είχε. Είχε το χάρισμα να είναι αρχηγός και να νιώθει μέσα από το ποδόσφαιρο και την αγάπη του για αυτό. Ο Ντιεγκο πάντα μιλούσε για αγάπη, αγαπούσε το ποδόσφαιρο και ένιωθε ότι το υπερασπιζότανε, με το παιχνίδι του και τη συμπεριφορά του. Υπερασπιζότανε το λαϊκό ποδόσφαιρό, αυτό που παίζεται στις αλάνες, στις γειτονιές, στις φαβέλες ‒ ανεξάρτητα αν έφτασε να παίζει στα κορυφαία στάδια του κόσμου. Αυτό ήταν το βίωμα του αλλά και η ποδοσφαιρική και η κοινωνική του παιδεία.

Θα μας το αναλύσεις λίγο παραπάνω αυτό;

Στο ποδόσφαιρο της Λατινικής Αμερικής επέδρασαν μεγάλοι πνευματικοί άνθρωποι που κυριολεκτικά λάτρευαν το ποδόσφαιρο όπως ο Μαρκές, ο Μπόρχα, ο Γκαλεάνο κ.α. Ειδικότερα το ποδόσφαιρο της Αργεντινής το επηρέασαν και μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Σέζαρ Λουίς Μενότι, διεθνής ποδοσφαιριστής, και προπονητής της εθνικής Αργεντινής που κατέκτησε το Μουντιάλ του 1978. Αστός στην καταγωγή, εξελίχθηκε σε εμβληματικό προπονητή και είχε τη φιλοσοφία του ποδοσφαίρου της αγάπης, του αθλήματος που το χαιρόμαστε, που χαιρόμαστε με τα αποτελέσματα ‒ δεν τα εκβιάζουμε, μόνο και μόνο για να νικήσουμε. Υπήρχε και ο Κάρλος Μπιλάρδο, που ήταν προπονητής της εθνικής Αργεντινής στο Μουντιάλ του 1986 ‒ το Μουντιάλ όπου κατέκτησε ο Μαραντόνα. Ο Μπιλάρδο ήταν με τη λογική ότι το ποδόσφαιρο πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε. Και για να νικούν οι ομάδες πρέπει να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα ‒ ξύλο, βρισίδι, διαιτητές.

Με τη σειρά τους οι παίκτες είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν εφόδια από ανθρώπους με γνώσεις και επίπεδο, και να συγκρίνουν ελεύθερα τι θα πιστέψουν και τι θα ακολουθήσουν. Έπαιρναν πράγματα από ανθρώπους καλλιεργημένους που δεν έβλεπαν το ποδόσφαιρο σαν το «όπλο της επανάστασης» –όπως έλεγε και ο Τσε– και όχι σαν το «όπιο του λαού» όπως γινόταν π.χ. στο Ανατολικό Μπλοκ. Και έτσι αναδείχτηκαν τρομεροί παίκτες στην Αργεντινή, όπως ο Βαλτάνο, ο Μπιέλσα, ο Μπατιστούντα και ένα σωρό άλλοι. Εκπληκτικοί άνθρωποι, όπως και ο Χουάν Ραμόν Ρότσα που έχουμε εδώ ‒ και το σύστημα του Παναθηναϊκού δεν τον γούσταρε, γιατί έβγαινε και μίλαγε.

Και ο Ντιέγκο ήταν ο πιο συγκρουσιακός και ο πιο λαϊκός από όλους. Βασισμένος σε όλες αυτές τις επιρροές ‒και τις αθλητικές και τις πολιτικές‒, στην ποδοσφαιρική του ανέλιξη και στο χρήμα που πλέον είχε, άρχισε να νιώθει ότι αυτός είναι ο «Θεός του Ποδοσφαίρου» και ότι είναι αυτός που πρέπει να το υπερασπιστεί από τους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες και τα διάφορα κατεστημένα. Αυτό ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο όταν άρχισε να συνομιλεί με τον Κάστρο, τον Τσάβες και τους υπόλοιπους κομμουνιστές και ριζοσπάστες ηγέτες της Λατινικής Αμερικής ‒ που τον εκτίμησαν, τον αποδέχτηκαν. Δεν τον απέρριψαν επειδή ήταν «αγράμματος», αντιφατικός, λαϊκός και ποδοσφαιριστής. Τον αγκάλιασαν σε αντίθεση με ό,τι γινόταν και γίνεται εν μέρει από τις αριστερές ελίτ και τις «ορθόδοξες» γραφειοκρατίες.

Έτσι ο Ντιέγκο έβγαινε μπροστά και μίλαγε: Ενάντια στη διαχείριση του ποδοσφαίρου από τους εξουσιαστές και τα κατεστημένα, τύπου Χαβελάνζε, Μπλάτερ, Πλατινί, FIFA και UEFA. Ο Ντιέγκο δεν «μάσαγε», ήταν της άποψης ότι θα πάω μέσα στο γήπεδό τους, θα τους τα «πάρω», θα τα πω στο κοινό τους, θα επιβληθώ και θα παραμείνω ο Μαραντόνα ‒ ο λαϊκός υπερασπιστής της μπάλας. Αυτό βέβαια δεν άρεσε στην εξουσία του ποδοσφαίρου αλλά το ανεχόταν και προσπαθούσε να τον χρησιμοποιήσει επικοινωνιακά ‒ όπως ο Σ. Κόκκαλης που τον είχε φέρει σαν μέρος της προπαγάνδας ότι φτιάχνει τον Ολυμπιακό με μέλη σαν την Boca Juniors.

Ο Ντιέγκο έβγαινε μπροστά και μίλαγε: Ενάντια στη διαχείριση του ποδοσφαίρου από τους εξουσιαστές και τα κατεστημένα, τύπου Χαβελάνζε, Μπλάτερ, Πλατινί, FIFA και UEFA

Τι προσπαθούσαν να ανεχτούν δηλαδή;

Προσπαθούσαν να ανέχονται ότι ο Ντιέγκο δεν έκρυψε ποτέ την καταγωγή του, αντίθετα όσο αύξανε η επιρροή του ποδοσφαιρικά, τόσο πιο πολύ ήθελε να την προβάλλει. Δεν έγινε κομφορμιστής, αυτό που κάνανε/κάνουν διάφοροι «ριζοσπάστες», «κομμουνιστές» και διανοούμενοι στα σαλόνια της εξουσίας. Δεν άλλαξε τη συμπεριφορά του αλλά στηριζότανε στη λαϊκή του καταγωγή και στις λαϊκές παραδόσεις όπως αυτός τις αντιλαμβανόταν. Και από ένα σημείο και έπειτα μιλούσε και αντιαμερικανικά και αυτό ενοχλούσε ακόμα πιο πολύ.

Πιστεύεις ότι αυτά τα στοιχεία του ο Μαραντόνα τα περνούσε και στις ομάδες που έπαιζε;

Επιδίωκε και τα πέρναγε αυτά και στις ομάδες του. Και ενώ υπήρχαν, π.χ. στην εθνική Αργεντινής και παίκτες πιο μορφωμένοι από αυτόν, από αστικές οικογένειες, καταφέρνανε και «δένανε» και έφερναν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και όλα αυτά πέρα από την αγάπη, είχαν στηθεί και στο τρίπτυχο πατρίδα-θρησκεία-οικογένεια, όσο και αν αυτό μπορεί να μας φαίνεται παράξενο. Π.χ. στο Μουντιάλ του Μεξικού το 1986, μιλούσαν οι παίκτες μεταξύ τους για τον πρόσφατο πόλεμο των Μαλβίνας (Φώκλαντ) ενάντια στην Αγγλία και τους εμψύχωνε ο Ντιέγκο για να νικήσουν. Ο πατέρας του Μαραντόνα μαζί με οικογενειακούς φίλους, είχε στήσει μια ψησταριά μέσα στο προπονητικό κέντρο της Πόλης του Μεξικού και ψήνανε κρέατα, τραγουδούσανε, ενθάρρυναν την ομάδα για να παίξουν καλά και να νικήσουν – όπως κάνουν οι οικογένειες στις λαϊκές γειτονιές της Αργεντινής.

Και με τη θρησκεία. Ο Ντιέγκο παντού φόραγε σταυρουδάκι, έκανε το σταυρό του, μίλαγε για τον Θεό ‒ έτσι είχαμε και «Το χέρι του Θεού». Όχι όμως τον Θεό τον εξουσιαστή, τον τιμωρό που πάει με τους ισχυρούς της γης. Αλλά τον Θεό που συμπονάει, συγχωρεί και βοηθά τον άνθρωπο, γιατί αυτός Τον έφτιαξε και θέλει ο άνθρωπος να χαίρεται τη ζωή, να χαίρεται το δίκαιο και την ελευθερία του. Και κανένας αριστερός ηγέτης της Λατινικής Αμερικής δεν σνόμπαρε τον Ντιέγκο επειδή ήταν θρήσκος. Γιατί εκεί η θρησκεία αντιμετωπίζεται σαν μέρος της ζωής του κόσμου και όχι σαν ο εχθρός των κομματικών γραφειοκρατιών.

Επίσης ο Ντιέγκο υπερασπιζόταν την ομάδα. Τότε, πριν το Μουντιάλ, η κυβέρνηση Ραούλ Αλφοσίν ήθελε να διώξει τον Κ. Μπιλάρδο από προπονητή. Ο Μαραντόνα, παρόλο που είχε άλλη ποδοσφαιρική φιλοσοφία από τον Μπιλάρδο, είπε στην κυβέρνηση: «Μην τολμήσετε γιατί έχει χτιστεί μια σχέση, μια ομάδα. Αν μπείτε παραμονές προετοιμασίας και το διαλύσετε, καταστρέφεται η ομάδα. Εμείς οι παίκτες κάνουμε κουμάντο.» Και έτσι έγινε και τελικά κατέκτησαν το Μουντιάλ, σαν μια ομάδα.

Αναφέρεσαι συνεχώς σε μια αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στους αριστερούς και κομμουνιστές ηγέτες της Λατινικής Αμερικής και στους αντίστοιχους του υπαρκτού σοσιαλισμού. Γιατί αυτό;

Γιατί υπάρχει μεγάλη διαφορά. Για τους ηγέτες της Λατινικής Αμερικής το ανέλυσα. Ήταν πρώτα άνθρωποι και μετά αριστεροί και κομμουνιστές. Αυτό δεν ίσχυσε στο υπαρκτό σοσιαλισμό και δεν ισχύει και τώρα σε πολλά αριστερά κόμματα. Διακηρύσσαμε τότε ότι θα απελευθερώσουμε τον άνθρωπο και θα φτιαχτεί στον υπαρκτό σοσιαλισμό ο νέος τύπος ανθρώπου, ο κομμουνιστής. Πουθενά δεν έγινε αυτό. Αντιθέτως κυριάρχησαν οι προσωπικές διαφορές που μετεξελίχτηκαν σε εσωκομματικό μίσος, διαγραφές, εξορίες και εγκλήματα. Έγινε σύστημα η ανέλιξη διάφορων «τύπων» που μετά την κατάρρευση «μεταμορφώθηκαν» σε ολιγάρχες ή/και μαφιόζους. Παραβιάστηκε η δημοκρατία, η ελευθερία και όλες οι αρχές του μαρξισμού. Και φτιάχτηκε ένα μοντέλο που στηριζόταν στον φόβο, που δεν νοιαζόταν για τον άνθρωπο αλλά για τους κομματικούς γραφειοκράτες ‒ πάντα στο πνεύμα: «Ό,τι είναι καλό για το κόμμα είναι καλό και για την κοινωνία». Εύκολα πεταχτήκαν όλα στα σκουπίδια ‒ η πατρίδα, η οικογένεια, η θρησκεία, η αγάπη. Αλλά με αυτόν τον τρόπο αποκόπηκαν οι κομμουνιστικές «πρωτοπορίες» από την κοινωνία και κατέρρευσαν μέσα στις κομματικές τους αυταπάτες και ψέματα.

Από την άλλη, στη Λατινική Αμερική βλέπουμε το πως θα έπρεπε να λειτουργεί η συλλογικότητα και ο κομμουνισμός σύμφωνα με τις μαρξιστικές και δημοκρατικές αρχές. Επέζησαν οι διάφορες αριστερές κυβερνήσεις, μέσα στην αντιφατικότητα τους και με τις ιδιαιτερότητές τους.

Τα παραπάνω εξηγούν και τη δυσανεξία της Αριστεράς να μπλεχτεί ουσιαστικά με τον αθλητισμό;

Φυσικά. Για δύο λόγους. Πρώτον γιατί υποτιμούσαν τα κομματικά/γραφειοκρατικα επιτελεία τον άνθρωπο και ιδιαίτερα τον λαϊκό άνθρωπο και θεωρούσαν το ποδόσφαιρο το «όπιο του λαού». Και δεύτερον γιατί η Αριστερά, και εδώ στην Ελλάδα, και στην Ευρώπη, είχε ‒και έχει‒ ενσωματωθεί. Η λογική είναι να είμαστε μέρος της διαχείρισης της εξουσίας. Για ποιο λόγο να μπλέξουμε με τους «λούμπεν» που ασχολούνται με τη μπάλα; Έτσι και αλλιώς το ποδόσφαιρο το διαχειρίζονται άλλοι ‒ολιγάρχες και μαφιόζοι‒, η μοιρασιά έχει γίνει και εμείς δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε.

Πρέπει να πάμε ενάντια στο πνεύμα του «δήθεν» και των «πρέπει» των εξουσιών για να αναδειχθούν οι πανανθρώπινες αξίες που έκφραζε και ο Μαραντόνα. Που πάλευε χωρίς να κρύβεται όπως οι υποκριτές της εξουσίας

Όμως έτσι πήγαν και ενάντια στον άνθρωπο…

Ακριβώς. Χτύπησαν όλα τα ζωτικά στοιχεία του ανθρώπου: Την αγάπη, το συναίσθημα, την ελευθερία, την αγωνιστικότητα, το πάθος και, κυρίως, την αντιφατικότητα. Γιατί μέσα στο μυαλό των γραφειοκρατών υπάρχει ο άνθρωπος που δεν έχει πάθη, δεν φοβάται, δεν έχει ανάγκη τον Θεό και είναι δοσμένος στο κομματικό καθήκον ‒ βέβαια μόνο στο μυαλό τους γιατί στην πράξη οι ηγεσίες και τα στελέχη έκαναν ακριβώς τα αντίθετα.

Ε, λοιπόν πρέπει να πάμε ενάντια σε αυτό το πνεύμα του «δήθεν» και των «πρέπει» των εξουσιών για να αναδειχθούν οι πανανθρώπινες αξίες που έκφραζε και ο Μαραντόνα. Που πάλευε χωρίς να κρύβεται όπως οι υποκριτές της εξουσίας. Που δεν προσκυνούσε, δεν ενσωματωνόταν, που ένιωθε φορέας ποδοσφαιρικής και κοινωνικής εξουσίας και έδινε συγκρούσεις ως υπερασπιστής και εκφραστής του καλού ποδοσφαίρου, του δίκαιου, της ισότητας και της ελευθερίας των καταπιεσμένους και των αδικημένων. Και όλα τα κατέκτησε μόνος, με τα ταλέντα του και την προσπάθειά του μέσα στα γήπεδα. Δεν του χαρίστηκε τίποτα και από κανέναν. Και τα απολάμβανε όλα: Τα λεφτά, τη δόξα, την ακριβή ζωή, τις καταχρήσεις, με όχημα την λαϊκότητά του και τα απωθημένα των φτωχών παιδικών του χρόνων, όπως αυτός βέβαια τα αντιλαμβανόταν.

Όμως ό,τι και να του καταμαρτυρούν, είναι δύσκολο να τον αποκαθηλώσουν. Ο λαϊκός άνθρωπος, που εμφορείται από ιδέες και ιδανικά, καταγράφεται στη συνείδηση των κόσμου. Τα ψεύτικα εξουσιαστικά οικοδομήματα καταρρέουν, εξαφανίζονται και γελοιοποιούνται.

Ναι, γιατί την αντιφατικότητα του Μαραντόνα την αγκάλιασε ο κόσμος…

Ο κόσμος νιώθει τον Μαραντόνα συνάνθρωπό του, φίλο του, εκφραστή του. Γιατί τον εμπνέει και τον γοητεύει. Και μάλιστα ποιος; Ο «αγράμματος», ο «άξεστος», ο αντιφατικός. Που δεν κρύβεται, που βγάζει τον εαυτό του σε κοινή θέα.

Δηλαδή και εμείς πρέπει να παίξουμε μπάλα όπως ο Ντιέγκο;

Αυτό είναι το ζητούμενο. Όπως έκαναν και κάνουν οι Λατινοαμερικάνοι. Οι μεγάλες πνευματικές και πολιτικές προσωπικότητες της Λατινικής Αμερικής μίλαγαν με τις ώρες με τον Ντιέγκο. Γιατί, πέρα από την αγάπη και τον σεβασμό που του είχαν, καταλάβαιναν και την επιρροή που ασκεί το ποδόσφαιρο. Και όλοι αγαπούσαν το άθλημα και ό,τι προσφέρει το ποδόσφαιρο σαν συλλογικότητα.

Μπορούμε λοιπόν να παίξουμε μπάλα στο πνεύμα του Ντιέγκο, του Μενότι, του Ρότσα, του Δεληκάρη, του Χατζηπαναγή, του Κούδα αλλά και του Αναγνωστάκη, του Θεοδωράκη, του Χατζηδάκη, του Καζαντζίδη, του Γκάτσου, του Μικρούτσικου. Να φέρουμε στο επίκεντρο της ζωής την αγάπη και να ενδυναμώσουμε την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων.

Κ. Γογγάκη, Η γοητεία της ατέλειας της ανθρώπινης φύσης: Ντιέγκο Μαραντόνα

 


(Αναδημοσίευση από την ηλεκτρονική έκδοση του" Εθνους" )

Τι το ιδιαίτερο είχε ένα απλό και πάμπτωχο αγόρι, που ήξερε μόνο να παίζει ποδόσφαιρο, ώστε να αγαπηθεί τόσο, και να διαδοθεί το όνομά του πέρα κι από τα όρια της γειτονιάς και της χώρας του;

Μέρος Α΄. Η άνοδος

 

Στη φτωχή γειτονιά της Λανούς που γεννήθηκε ο Diego Armando Maradona την 30ή Οκτωβρίου 1960, κανείς δεν προφήτευσε ότι η ημέρα εκείνη θα είχε τόση σημασία για την Αργεντινή. Ούτε και μπορούσε κανείς τότε να προβλέψει πως ο νεογέννητος Diegito θα προσέδιδε μια λάμψη στην περιοχή και την γειτονιά, για την οποία θα μιλούσε στη συνέχεια ολόκληρος ο κόσμος. Συνήθως τα ξεχωριστά άστρα φωτίζουν έναν σπουδαίο επιστήμονα. Έναν μεγάλο καλλιτέχνη. Έναν χαρισματικό ηγέτη. Τι το ιδιαίτερο είχε ένα απλό και πάμπτωχο αγόρι, που ήξερε μόνο να παίζει ποδόσφαιρο, ώστε να αγαπηθεί τόσο, και να διαδοθεί το όνομά του πέρα κι από τα όρια της γειτονιάς και της χώρας του;

 

 Ο χρόνος και ο τόπος που αυτός γεννήθηκε και έζησε, είχαν την ιδιαίτερη σημασία τους. Ο Maradona ξεχώρισε σε μια πολύ συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική συγκυρία, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η έντονη ταξική ανισότητα. Η Λατινική Αμερική, και ιδίως η Αργεντινή βίωνε την περίοδο εκείνη τις μεγάλες πολιτικές συγκρούσεις και τις χουντικές δικτατορίες, που ως επιγέννημα είχαν τα εξαιρετικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Η πείνα, η δυστυχία, η ανέχεια, ο φόβος, η προδοσία, οι διώξεις, η απειλή, η αβεβαιότητα αποτελούσαν την ωμή πραγματικότητα των καιρών. Μοναδικά ίχνη ελπίδας αποτελούσαν οι αντιφρονούντες, το αντάρτικο, η διαμαρτυρία, η πολιτική αντίσταση. Δεν είναι τυχαίο που μια τέτοια περίοδος γεννά έναν Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, τον μεγαλύτερο Αργεντινό επαναστάτη του 20ού αιώνα.

 Το όνειρο των παιδιών της περιόδου εκείνης, της κατατρεγμένης Λατινικής Αμερικής, είναι η φυγή. Η διαφυγή προς έναν κόσμο ελεύθερο, που δεν καταπιέζει τον άνθρωπο, που δεν φυλακίζει τον αντίπαλο, που δεν προσκυνά τον τύραννο. Και που έχει τη δυνατότητα να ζει κανείς με αξιοπρέπεια, χωρίς να πεινάει. Ο φτωχός, όμως, όσο και να ονειρεύεται, είναι αναγκασμένος να υποτάσσεται στην άδικη μοίρα των μεγάλων στερήσεων. Όπως ο πατέρας του, ο Ντιέγκο Μαραντόνα «Τσιτόρο». Είχε τόσα στόματα να θρέψει. Τόσες υποχρεώσεις απέναντι στην πολυμελή οικογένειά του. Και, παρότι δούλευε ακατάπαυστα, δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες. Παρόμοια και η μάνα του, η Ντάλμα Σαλβαδόρα Φράνκο «Δόνια Τότα». Μια γυναίκα λαϊκή, που χαμογελούσε στα παιδιά της για να μη τη δουν δακρυσμένη. Ετοίμαζε κάποιο φαγητό, αλλά όταν ερχόταν η ώρα να φάνε, την πονούσε κάθε φορά το στομάχι και δεν της κατέβαινε ούτε μπουκιά, όπως έλεγε στα παιδιά της. Κι αυτά, μέσα στην αθωότητά τους, δεν μπορούσαν να καταλάβουν το κρυφό της ψέμα, ότι δηλαδή το ισχυριζόταν επειδή δεν επαρκούσε το φαγητό. 

Τα παιδιά περίμεναν κάποιο θαύμα, το οποίο θα ερχόταν και θα τους άλλαζε ξαφνικά τη ζωή. Θα αποκτούσαν χρήματα, δόξα, φήμη, θα αποκτούσαν δύναμη, και έτσι θα ξέφευγαν από τη μοίρα των γονιών τους. Ο Diegito στα τρίτα του γενέθλια πήρε ως δώρο μια μπάλα. Και η μπάλα εκείνη έγινε το παιχνίδι κι η παρέα του. Κάθε βράδυ, επί έξι ολόκληρους μήνες, την έχωνε κάτω από την τρύπια φανέλα του, από φόβο μην του την κλέψει κανείς, και κοιμόταν μαζί της. Όλη τη μέρα παιχνίδιζε μ’ εκείνη, και το βράδυ μαζί της ονειρευόταν. Δεν την αποχωριζόταν από την αγκαλιά του. Ήταν η μεγάλη του αγαπημένη.

Και όντως. Η μπάλα εκείνη τον έσωσε. Αυτή του έδωσε το οξυγόνο και τα φτερά να πετάξει. Οι δυο τους έγιναν ένα. Εξοικειώθηκε τόσο μαζί της που αντί να παίζει, να κλωτσάει, να τη χτυπάει, εκείνος τη χάιδευε, την κανάκευε, και χόρευε μαζί της. Έτσι δεν είπαν για τις ρυθμικές ασκήσεις που έκανε, μόνος του με τη μπάλα, στις 19 Απριλίου 1989, κατά τη διάρκεια της προθέρμανσης στο Κύπελλο της UEFA μεταξύ της Μπάγιερν Μονάχου και της Νάπολι, μπροστά σε 70.000 θεατές, υπό τους ήχους του «Live is Life»; Το Αυστριακό συγκρότημα Opus όταν είδε το βίντεο και τον χορό του Maradona με το τραγούδι τους, συγκινήθηκαν πολύ και του εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους.

Η ποδοσφαιρική πορεία του ξεκίνησε ενωρίς. Το ταλέντο του το ανακάλυψαν ήδη από τα επτά του, οπότε και εντάχθηκε στην «Αρχεντίνος Τζούνιορς». Από εκεί και πέρα η πορεία εξελίχθηκε, με μια συνεχή τάση ανόδου, ώσπου έσπασε τα σύνορα της πατρίδας του. Είχε γίνει το θαύμα. Το αστέρι είχε δείξει το ταλαντούχο αυτό αγόρι, που ζούσε μέχρι τότε στη Βίλα Φιορίτο (μια παραγκούπολη στα νότια προάστια του Μπουένος Άιρες, όπου μεγάλωσε). Και εκείνο, με το χάρισμά του, ακολούθησε το δρόμο της επιτυχίας. Έτσι έγινε ένα σύμβολο. Ο Diego συμβόλισε προς όσους άφησε πίσω στις παράγγες, αλλά και σε ένα λαό εξαθλιωμένο και καταπιεσμένο, τη δικαίωση. Τους είπε ότι το θαύμα έρχεται, σπάνια μεν, αλλά είναι δυνατό. Τους είπε ότι μπορεί να ελπίζουν σε μια ξαφνική αλλαγή. Ότι το όνειρο είναι εφικτό. Και ότι όπως συνέβη σ’ εκείνον, θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα η ωραία ανατροπή.

Ο Diego υπήρξε μια προικισμένη προσωπικότητα στον χώρο του ποδοσφαίρου. Η ευλυγισία, η εκρηκτικότητα, τα αντανακλαστικά του, ο απόλυτος έλεγχος της μπάλας, συγκροτούσαν όλα εκείνα τα χαρίσματα που έπρεπε να διαθέτει κανείς σε αυτόν τον τεχνικό χώρο για να ξεχωρίσει. Ήταν ένας μη συνηθισμένος παίκτης. Ήταν σαγηνευτικός. Η ταχύτητά του εντυπωσιακή. Οι αντιδράσεις του αιφνιδιαστικές, απρόσμενες. Δεν ήταν ποτέ τυπικά ενταγμένος στο πλαίσιο της συλλογικότητας μιας ομάδας, αλλά ήταν «του ενός». Αυτό το δυναμικό σκηνικό, με το οποίο γέμιζε μόνος του, αν και μικρόσωμος, το γήπεδο ολόκληρο, απορροφούσε το βλέμμα και το ενδιαφέρον όλων. Ήταν ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής. Κι αυτό το γνώριζε και το απολάμβανε.

Λίγο ενωρίτερα από το γκολ που επιτεύχθηκε με το «ιερό» του χέρι, η στρατιωτική δικτατορία του Χόρχε Βιδέλα είχε οδηγήσει την Αργεντινή στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής. Ο νέος Πρόεδρος Ραούλ Αλφοσίν, προσπαθούσε να λειάνει όλα τα δυσάρεστα που είχε προξενήσει η δικτατορία, επιχειρώντας να οικοδομήσει την εμπιστοσύνη μεταξύ του κράτους και των πολιτών. Μια παρόμοια προσπάθεια κατέβαλε και η Εθνική Ομάδα Ποδοσφαίρου Αργεντινής, θέλοντας ταυτόχρονα να εξιλεωθεί στα μάτια του κόσμου για την εκκωφαντική αποτυχία του Μουντιάλ του 1982. Τα δύο γκολ του Maradona με τα οποία το 1986 η Εθνική Αργεντινής νίκησε την Εθνική Αγγλίας στον προημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλου στο Μεξικό, ήρθαν να σφραγίσουν τη νέα εποχή της ομάδας και της χώρας, και γράφτηκαν με πηχυαίους τίτλους στην ιστορία του ποδοσφαίρου.

Η επικράτηση αυτή, την επαύριο της νίκης των Άγγλων στα νησιά Φόκλαντ, μετά δηλαδή την ταπεινωτική ήττα της Αργεντινής το 1982, και με νωπές τις μνήμες του πολέμου, αποτέλεσαν την παρέμβαση της «θείας Δίκης» για τον λαό της χώρας. Η σκληρή στάση της Θάτσερ είχε εξοργίσει και ταπεινώσει το εθνικό γόητρο της Αργεντινής, αλλά ο «από μηχανής θεός» μέσω του «μαγικού» χεριού και στη συνέχεια του ποδιού του Maradona επέφερε την τιμωρία, αποδίδοντας την Νέμεσιν. Ένας ολόκληρος λαός οικειοποιήθηκε την επιτυχία αυτή, παίρνοντας μέσω του ποδοσφαίρου και του Diegito τους το αίμα τους πίσω. Το γκολ εκείνο είχε αντηχήσει στις ψυχές των Αργεντινών σαν ηχηρό χαστούκι στην υπερφίαλη Αγγλία. «Στο γκολ έβαλα εγώ το κεφάλι μου και ο Θεός το χέρι του», είπε αργότερα ο ίδιος, και για το λόγο αυτό το γκολ ονομάστηκε «Το χέρι του Θεού!». Ήταν μια από τις απόλυτες περιπτώσεις που η νίκη στο ποδόσφαιρο έλαβε εθνική χροιά και ταυτίστηκε μια ολόκληρη χώρα μαζί της. Ο Maradona ενδύθηκε τότε σημειολογικά με το ένδυμα και τις διαστάσεις του εθνικού ήρωα, ενώ το αριστερό του χέρι φετιχοποιήθηκε, αποτελώντας πλέον ιερό και λατρευτικό φετίχ, που έφτασε στην «Εκκλησία» του αργότερα να το προσκυνούν.

Η συμβολή του Maradona στην «εκταφή» της Ιταλικής «Νάπολι» από την αφάνεια, υπήρξε, επίσης, καθοριστική. Η τιμή της αγοράς του, γιατί περί αυτού πρόκειται, αποτέλεσε ένα ακόμη αίτιο για να μυθοποιηθεί η εικόνα του,  καθώς αυτή ήταν η δεύτερη φορά που κατέρριψε το ρεκόρ της πιο ακριβής μεταγραφής, μετά απ’ όταν έπαιξε στη Μπαρτσελόνα. Οι Ναπολιτάνοι τον υποδέχτηκαν ως «Σωτήρα», και επίσης τον θεοποίησαν, καθώς εξαρτήθηκαν από την ποδοσφαιρική του μαεστρία για να τους αναστήσει. Ο σκοπός ήταν και πάλι συμβολικός, καθώς μέσω του ποδοσφαίρου εκφραζόταν η αντιπαλότητα των φτωχών και περιφρονημένων Νότιων με τους πλούσιους και επαρμένους Βόρειους. Η νίκη των Ναπολιτάνων αποτελούσε ζήτημα τιμής, και θα έκαναν τα πάντα για να αντιστρέψουν αυτή την υποτιμητική έξαρση των Βορείων εναντίον τους. Και αυτό το κατάφερε ένας κοινός θνητός, μέσω του πιο λαϊκού αθλήματος, ένας εξωστρεφής Αργεντινός που είχε παρόμοιο ταπεραμέντο με αυτούς και τους έμοιαζε. Λόγω της μαγικής προσφοράς του Maradona, τον θεώρησαν έναν ζωντανό θεό, που ό,τι ήθελε θα το έριχναν στα πόδια του. 

Ο Maradona ψηφίστηκε ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα μαζί με τον Πελέ. Εκτός, όμως, από τον χαρισματικό αθλητή, εξέφρασε και έναν ασυμβίβαστο λαϊκό ήρωα. Συμβόλισε την τιμωρία του αδικημένου και την αποτίναξη από τον ζυγό, διαφώνησε με τους δυνατούς, δεν φοβήθηκε να εναντιωθεί σε όποιον πρέσβευε την εξουσία. Δεν δίστασε ακόμη και να επικρίνει δημοσίως τον Πάπα, για τα πλούτη του που θα έπρεπε να αποδοθούν στους φτωχούς. Επικαλέστηκε τον Τσε. Αγάπησε τον Φιντέλ Κάστρο, με τον οποίο ήταν φίλοι, υποστήριξε τον Ούγγο Τσάβες. Επέκρινε την Κίνα για την στάση της απέναντι στο Θιβέτ κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Πεκίνο, αρνούμενος να μεταφέρει την ολυμπιακή δάδα. Μπορεί ο ίδιος να ζούσε ως καπιταλίστας, μπορεί η ζωή του να ήταν μες στη χλιδή, αλλά στην θεωρία δεν σταμάτησε ποτέ να υποστηρίζει αυτή την πλευρά του κόσμου, των ταπεινών. 

Μέρος Β΄. Η πτώση

Ο Maradona είχε δύο αντιφατικά πρόσωπα, τα οποία έφερε ταυτόχρονα και εξίσου. Ο μέγιστος παίκτης ήταν γεμάτος προτερήματα αλλά και γεμάτος μειονεκτήματα. Υπέπεσε σε όλες τις υπερβολές και όλα τα πάθη. Διέπραξε κάθε είδους λάθος. Από την ομάδα της Μπαρτσελόνα, ήδη, δοκίμασε πρώτη φορά τα ναρκωτικά. Η Νάπολι του πρόσφερε τα πάντα, που ήταν όμως και η καταστροφή του, καθώς του κόπηκαν τα πόδια. Ήταν σαν να του χάρισαν την πιο όμορφη και πλούσια ανθοδέσμη, που μέσα της όμως είχε κεκαλυμμένη μία βόμβα, που τον ανατίναξε. Η Μαφία τον περιέβαλε με την ύπουλη στοργή που συνηθίζει να «ναρκώνει» τα στελέχη της. Εκείνος, πλέοντας μέσα στα πλούτη, ζητούσε να τον προμηθεύει με βαριά ναρκωτικά, κοκαΐνη, και με «ιδιαίτερες» γυναικείες υπάρξεις ως συνοδούς. Η Camorra - το συνδικάτο εγκλήματος της ιταλικής Μαφίας - παντοδύναμη, του τα διέθετε γενναιόδωρα, αρκεί να τον έχει ως υποχείριό της. Ο ίδιος είχε πια προ πολλού διαβεί τον Ρουβίκωνα, και χανόταν κυνηγώντας χίμαιρες.

Το κυνήγι των χιμαιρών συνεχίστηκε, αλλά κατά τη διάρκεια της εξάρτησής του από τα ναρκωτικά, ο ίδιος επέφερε βαριά χτυπήματα στην εικόνα και τη φήμη του. Πέρασαν τεράστια ποσά από τα χέρια του, τα οποία όμως σκόρπισε, χωρίς να τα αξιοποιήσει χτίζοντας λ.χ. ένα σχολείο ή ένα ίδρυμα. Έπαιξε ποδόσφαιρο στην πολυτελή φυλακή του Κολομβιανού βαρώνου κοκαΐνης Pablo Escobar. Ήταν τεχνικός σύμβουλος του Αλ-Σααΐντι, γιού του Καντάφι, στη Λιβύη. Οι επιλογές του συχνά ήταν αψυχολόγητες. Δεν φρόντισε, συνεπώς, για την υστεροφημία του. Έσπειρε παιδιά παντού, με όλη την απερισκεψία που φανερώνει η φράση του «Οι δύο κόρες μου, Ντάλμα και Γιαννίνα, είναι νόμιμες. Τα άλλα παιδιά ήταν αποτέλεσμα των χρημάτων ή των λαθών μου». Παρά την αμετροεπή του στάση, ωστόσο, απέναντι στην ίδια την ζωή, ο κόσμος ενώθηκε στη σκηνή του θανάτου, και όλες οι ηλικίες, σε όλα τα μέρη της γης, τον χαιρετούσαν ως αγαπημένο και οικείο άνθρωπό τους.

Ο κόσμος έχει ανάγκη από είδωλα. Με μια πρωτεϊκή ανάγκη δημιουργεί σύμβολα, που είναι κάτι μεταξύ μύθου και πραγματικότητας. Όσο πιο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, μάλιστα, διαθέτει κάποιος, τόσο πιο υψηλά τοποθετεί το ίνδαλμά του και τόσο πιο άκριτα συνεχίζει να το θεωρεί μυθικό. Το είδωλο είναι γεμάτο συνήθως με τις φαντασιώσεις και τις προβολές εκείνου που το επέλεξε. Ο Maradona, βέβαια, όσους συμβολισμούς κι αν έχει, δεν μπορεί λ.χ. να νοηθεί ως θεός. Δεν μπορεί να νοηθεί ως ο αιώνιος θεός, ο τρομερός, ο άμεμπτος, και υπό την έννοια αυτή δεν αποτελεί το πρότυπο του αυθεντικού, του θρησκευτικού θεού. Ίσως όμως ν’ αποτελεί κάτι σαν έναν Ολύμπιο θεό, καθώς στο πλαίσιο του ανθρωπομορφισμού, όλοι οι Ολύμπιοι θεοί των αρχαίων Ελλήνων δεν ήταν τέλειοι, αλλά είχαν πληγές, μεταπτώσεις, ακρότητες και πάθη. Έτσι οι άνθρωποι τους αγαπούσαν περισσότερο, γιατί είχαν τις ίδιες αδυναμίες

Ο Maradona ήταν ένας άνθρωπος χοϊκός. Από χώμα δηλαδή, από ύλη, και σε πλήρη αντιδιαστολή προς ό,τι είναι άυλο, πνευματικό. Αυτό σημαίνει ότι ήταν θνητός, φθαρτός και άλογος, μη διαφέροντας σε τί­ποτε από τα άλογα ζώα. Κι ήταν ίσως φυσικό να μη μπορεί να αποβάλλει τον χοϊκό άνθρωπο, υψώνοντας τη διάνοια από τα γήινα και φθειρόμενα. Είχε όλες τις γήινες αντιφάσεις. Όταν όμως ξεπερνάς τα όρια, διαπράττεις Ύβριν, και επέρχεται η Νέμεσις, η τιμωρία, την οποία και ο ίδιος υπέστη. Το μεγαλύτερο κακό το έκανε στον εαυτό του, καθώς δεν έζησε τη ζωή ως δώρο, αλλά ως κατάρα. Ο ίδιος έκλαιγε, υπέφερε, μετανοούσε, και ύστερα ξαναγύριζε στην ίδια κόλαση που αρνιόταν. Έτσι, πλήρωσε, εν ζωή, την κάθε του αμαρτία και την όποια περιφρόνηση του μέτρου.

Ο Maradona δεν εμπίπτει στην κατηγορία του κοινωνικού συμβόλου. Δεν ήταν αυτός ο ρόλος του. Και βέβαια δεν εμπίπτει στη σφαίρα της ηθικής συνείδησης. Δεν μπορεί να ιδωθεί υπό την οπτική της πλατωνικής ηθικής, της καντιανής ηθικής. Δεν εκφράζει μια ιδεολογία, δεν αποτελεί τον ηγέτη μιας θεωρίας, δεν εκφράζει τους διανοούμενους, ούτε καν την πολιτική ορθότητα. Δεν ήταν αυτός ο ρόλος του. Αλλά γίνεται αποδεκτός μέσα στη θεώρηση της συγκεκριμένης συγκυρίας που έζησε, κρατώντας την ταυτότητα του καταλυτικού λαϊκού ήρωα. Ως μυθικός άνθρωπος και ως νεκρός, δεν κρίνεται πλέον αντικειμενικά, καθώς η αχλύ του μύθου, που αλλοιώνει τα ρεαλιστικά στοιχεία, τον έχει συνοδεύσει εκεί, όπου όλες οι εικόνες χλωμιάζουν, και όλα συγχωρούνται.

Ο άνθρωπος αυτός, ο Diego Maradona, παρά τις αδυναμίες του, παρά το χάσιμο της αίγλης του, κατάφερε εντέλει, με το θάνατό του να συνταράξει τον πλανήτη. Μάλιστα, όσο οξύμωρο κι αν αυτό ακούγεται, είχε στείλει και το δικό του κοινωνικό μήνυμα για τα ναρκωτικά, στην προσπάθειά του να προστατεύσει τους νέους από αυτή την κοινωνική γάγγραινα: «Στα παιδιά λέω αυτό: Πείτε όχι στα ναρκωτικά! Δεν είστε ο εαυτός σας με αυτά, η κοινωνία θα σας βάλει στην άκρη, το ίδιο και η οικογένειά σας. Το έμαθα από τον «γέρο» μου, γιατί δεν είμαι αγενής, μεγάλωσα φτωχός αλλά με αξίες στο σπίτι μου. Όταν είχα την οικογένειά μου και την αγάπη των γύρω μου, είχα τα πάντα. Όταν έπαιρνα ναρκωτικά, δεν είχα τίποτα».

Ας μη κρίνει, συνεπώς, κανείς μας τον άλλο με στοιχεία απολυτότητας ή αυθεντίας. Δεν μπορεί να μην αγαπάς έναν οικείο επειδή έχει αδυναμίες και πάθη, ή ξεχνώντας ότι η ανθρώπινη οντότητα είναι ατελής. Ίσως, μάλιστα, η γοητεία της ανθρώπινης οντότητας είναι η ατέλεια. Οι ταπεινοί και οι καταφρονεμένοι θέλησαν αυτός να αποτελεί τη δεδομένη στιγμή τον εκπρόσωπό τους. Επέλεξαν αυτόν να είναι ο ήρωας των μαζών. Και γίνεται αποδεκτός ως μέρος του ατελούς της φύσης, που αλλάζει όψεις, και είναι αντιφατική και σπαταλάει ενέργεια. Γιατί η φύση δεν είναι πάντα γλυκιά και όμορφη.

ΙΔΕΑΔ, Το αδιέξοδο του ποδοσφαίρου και η παγκόσμια ημέρα της αγάπης

 Με την ανοικτή επιστολή μας στον πρωθυπουργό είχαμε προειδοποιήσει εγκαίρως για την νομική ανοησία αλλά και την πολιτική αστοχία του μνημονίου με την ΦΙΦΑ. Ο τραγέλαφος με την "ολιστική μελέτη", το μπάχαλο με την διαιτησία και τον ξένο αρχιδιαιτητή των "μεγάλων" του ποδοσφαίρου, ο νεοεμφανιζόμενος οχετός καταγγελιών, ύβρεων, μηνύσεων κλπ, το διαφαινόμενο νέο αδιέξοδο με τις εκλογές της ΕΠΟ μας υποχρεώνουν και πάλι να υπενθυμίσουμε:  

"Κύριε Πρωθυπουργέ.

 Μάταια αναζητείτε συμμάχους σε  FIFA και  UEFA στον πόλεμο κατά της ανομίας του ελληνικού ποδοσφαίρου...Σε συμμαχίες ισχυρών εντός του ποδοσφαίρου μας επίσης δεν μπορούμε πλέον να προσβλέπουμε. Διότι είναι αυτοί οι ίδιοι που δημιούργησαν και συντηρούν την ανομία...  Αν πράγματι ενδιαφέρεστε για την απαλλαγή της κοινωνίας από την δυσωδία που αποπνέει σήμερα το ποδόσφαιρο, απλώς αναζητείστε και απελευθερώστε από την αδράνεια τις υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας του ποδοσφαίρου."

Και με αφορμή την χθεσινή παγκόσμια ημέρα της αγάπης συμπληρώνουμε: Κανένας καθηγητής, νομικός σύμβουλος, υπουργός ή και πρωθυπουργός δεν μπορεί να νομοθετήσει για την έξοδο του ποδοσφαίρου από τον βούρκο, αν δεν το γνωρίζει και δεν το αγαπά. Διότι...

«  Πώς να ξέρεις τι είναι αγάπη αν ...»

                                                ......................................

Πώς να ξέρεις τι είναι αγάπη

αν δεν υπήρξες οπαδός μιας ομάδας;

 

Πώς να ξέρεις τι είναι ευχαρίστηση

αν δεν έκανες το γύρο του θριάμβου εκτός έδρας;

 

Πώς να ξέρεις τι είναι αλληλεγγύη

αν δεν βγεις μπροστά για έναν συμπαίκτη σου

που τον χτύπησαν από πίσω;

 

Πώς να ξέρεις τι είναι εξευτελισμός

αν δεν σου έχουν περάσει

τη μπάλα κάτω από τα πόδια;

 

Πώς να ξέρεις τι είναι πανικός

αν δεν σε αιφνιδίασαν σε μιά αντεπίθεση;

 

Πώς να ξέρεις τι είναι μοναξιά

αν δεν έχεις βρεθεί

κάτω από τα τρία δοκάρια στα έντεκα βήματα;

 

Πώς να ξέρεις τι είναι λάσπη

αν ποτέ δεν έκανες τάκλινγκ

στα πόδια του αντιπάλου;

 

Πώς να ξέρεις τι είναι μουσική

αν δεν έχεις τραγουδήσει ποτέ

μπροστά στο πέταλο;

 

Πώς να ξέρεις τι είναι αδικία

αν δεν δείξει κόκινη κάρτα

ένας διαιτητής που παίζει έδρα;

 

Πώς να ξέρεις τι είναι μίσος

αν ποτέ δεν έχεις βάλει αυτογκόλ;

 

Πώς να ξέρεις τι είναι αϋπνία

αν ποτέ δεν έχεις υποβιβαστεί;

 

Πώς να ξέρεις, αγαπημένε φίλε,

πώς να ξέρεις πώς είναι η ζωή,

αν δεν έχεις παίξει ποτέ ποδόσφαιρο;

 

Bάλτερ Σααβέδρα, Αργεντινός δημοσιογράφος