YOUTUBE

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Σ. Σπανίδου, Περί της "αθλητικής" διαδοχής νέας και παλαιάς ΠΑΕ του αυτού ιδρυτικού σωματείου



Αναδημοσιεύουμε από την ιστοσελίδα της "Δίκης" το ενδιαφέρον κείμενο της κας Σπανίδου που απλά και σύντομα αποτυπώνει πλήρως την προβληματική της "αθλητικής" διαδοχής, ως ουσιώδη προβληματισμό του αθλητικού δικαίου για την σχέση μεταξύ κρατικής και αθλητικής έννομης τάξης


Με αφορμή την απαγόρευση μεταγραφών της FIFA προς την ΠΑΕ Άρης σχετικά με την μη τήρηση απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής για τα οφειλόμενα σε παίκτες από την παλαιά ΠΑΕ Άρης, αλλά και την πρόσφατη απόφαση της FIFA σχετικά με τα χρωστούμενα τροφεία της Πάρμα προς τον Παναθηναϊκό, έχει έρθει ξανά στην επιφάνεια το ζήτημα του αθλητικού διαδόχου στις περιπτώσεις ποδοσφαιρικών ομάδων. Πρόκειται για περιπτώσεις, όπου το εθνικό δίκαιο διαφέρει από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της FIFA και την νομολογία του CAS, γεννώντας ερωτήματα σχετικά με το τι πράγματι πρέπει να εφαρμοστεί.
Με μια γρήγορη ματιά στον αθλητικό νόμο, θα δει κανείς ότι στο άρθρο 111 του ν. 2725/1999 προβλέπεται η εκκαθάριση μιας ΠΑΕ λόγω υποβιβασμού της σε ερασιτεχνική κατηγορία χωρίς προηγούμενη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, οπότε και τη θέση της καταλαμβάνει αυτομάτως το ιδρυτικό της σωματείο. Σε άλλη περίπτωση, εάν στο διάστημα που μεσολαβεί από την θέση σε εκκαθάριση μέχρι την έναρξη της νέας αγωνιστικής περιόδου, η ομάδα του αθλητικού σωματείου αποκτήσει για οποιονδήποτε λόγω το δικαίωμα ανόδου, μπορεί να αναβιώσει ξανά η παλιά ΠΑΕ και να συνεχιστεί κανονικά η λειτουργία της. Ενώ για τις ΠΑΕ που υποβιβάζονται και τίθενται σε καθεστώς εκκαθάρισης μετά την έναρξη της αγωνιστικής περιόδου 2016-2017 προβλέπεται σε γενικές γραμμές η κατά το ήμισυ ανάληψη των υποχρεώσεων της παλαιάς ΠΑΕ από την νέα, δεν ισχύει το ίδιο και για αυτές που έχουν τεθεί σε καθεστώς εκκαθάρισης πριν από αυτό το χρονικό σημείο. Ορίζεται δηλαδή, ότι τα ιδρυτικά αθλητικά σωματεία, που τέθηκαν σε εκκαθάριση πριν από το 2016-2017 παίρνουν τη θέση της υποβιβασθείσας ΠΑΕ. Από αυτά στη συνέχεια θα συσταθεί η νέα ΠΑΕ, η οποία δεν αποτελεί καθολικό διάδοχο της προηγούμενης και δεν «κληρονομεί» τις υποχρεώσεις της.
Με άλλα λόγια, για τις ΠΑΕ που διαλύθηκαν πριν από το 2016-2017 αρκούσε η θέση τους σε εκκαθάριση και η σύσταση νέας ΠΑΕ, δηλαδή νέου νομικού προσώπου με άλλο ΑΦΜ και άλλη σύσταση Διοίκησης, προκειμένου να απαλλαχθεί από τα χρέη της προηγούμενης. Προφανώς και επειδή αυτή η πρακτική υιοθετήθηκε από ορισμένες ΠΑΕ, η ΕΠΟ τα τελευταία χρόνια προέβλεψε στα άρθρα του Παραρτήματος του ΚΑΠ ότι η νέα Αθλητική Ανώνυμη Εταιρεία, που φέρει την ίδια επωνυμία, το ίδιο λογότυπο και τα ίδια χρώματα, κληρονομεί το ήμισυ των υποχρεώσεων που είχε η παλαιά ΠΑΕ προς τρίτους. Βέβαια, αυτή η πρόβλεψη δεν καταλαμβάνει περιπτώσεις, όπως αυτή της ΠΑΕ Άρης, όπου και η διαδικασία της εκκαθάρισης έχει ξεκινήσει πριν από το χρονικό όριο της αγωνιστικής περιόδου 2016-2017.
Σε αντίθεση με την ελληνική νομοθεσία και τους κανονισμούς της ΕΠΟ, η FIFA τα τελευταία χρόνια βλέπει από διαφορετική προοπτική τη διαδοχή ποδοσφαιρικών ομάδων. Για τη FIFA, οι έννοιες της ΠΑΕ και του ιδρυτικού σωματείου είναι άγνωστες, δεδομένου ότι πουθενά στους κανονισμούς της δεν υπάρχει ένας τέτοιος διαχωρισμός. Αποτελώντας προνόμιο του ελληνικού δικαίου, απέναντι στη FIFA η ΠΑΕ και το ιδρυτικό σωματείο αποτελούν το ίδιο και το αυτό πρόσωπο, με ότι αυτό συνεπάγεται αναφορικά με τις υποχρεώσεις προς τρίτους. (ποδοσφαιριστές, ομάδες κτλ.) Παράλληλα, με το άρθρο 15 του Πειθαρχικού της Κώδικα προβλέπει ότι τα κριτήρια για να διαπιστωθεί εάν πράγματι μια ομάδα είναι διάδοχος της προηγούμενης είναι ενδεικτικά: η επωνυμία, το σήμα, το ρόστερ, το γήπεδο που χρησιμοποιεί ή έχει την έδρα της, η διεύθυνση των κεντρικών γραφείων της, η επίσημη ιστοσελίδα που χρησιμοποιεί (και συχνά αναφέρεται και στην ιστορία της ομάδας), το email καθώς και ο λογαριασμός που διατηρεί στο σύστημα TMS της FIFA. Κρίνοντας με βάση τα στοιχεία αυτά, η FIFA προβλέπει ότι, εάν ένα μέλος της κριθεί μη συμβατό με τους κανονισμούς της, τότε και η διάδοχη ομάδα είναι επίσης μη συμβατή.  Έτσι, λοιπόν, και κατ΄ εφαρμογή της αθλητικής αυτής διαδοχής, μια ομάδα που έχει διατηρήσει τα παραπάνω στοιχεία, θεωρείται διάδοχος της προηγούμενης, χωρίς να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι αποτελεί νέο νομικό πρόσωπο. Ως διάδοχος, δε, κληρονομεί τα χρέη της προηγούμενης ομάδας.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι πρόσφατες αποφάσεις του Οκτωβρίου 2019 της Πειθαρχικής Επιτροπής σχετικά με τα χρέη της παλαιάς PARMA F.C προς την ομάδα Tiendas Marcos F.C. Εφαρμόζοντας τον Πειθαρχικό Κώδικα της FIFA του 2011 και του 2019 και λαμβάνοντας υπόψιν την νομολογία του Ανώτατου Διαιτητικού Αθλητικού Δικαστηρίου (CAS), η επιτροπή έκρινε ότι, παρόλο που η Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία είχε βεβαιώσει ότι η ομάδα Parma Calcio 2013 είναι διαφορετική από την ομάδα Parma FC, η FIFA θεωρεί ότι αποτελεί καθολικό αθλητικό διάδοχο, δεδομένου ότι χρησιμοποιεί ίδια επωνυμία, ίδιο σήμα, ίδια χρώματα και ίδιο γήπεδο. Στην επίσημη ιστοσελίδα της, δε, αναφερόταν στην ίδια ιστορία της ομάδας, στις ίδιες επιτυχίες και στην ίδια ημερομηνία ίδρυσης, οπότε και  δημιουργούταν η προφανή εντύπωση ότι πρόκειται για την ίδια ομάδα. Στη συγκεκριμένη απόφαση, η οποία και πιθανόν να αποτελέσει δεδικασμένο για την περίπτωση του Παναθηναϊκού, η FIFA κατέληξε ότι η νέα διάδοχη ομάδα δεν οφείλει τα χρωστούμενα. Ο λόγος, όμως, δεν οφείλεται στην μη ύπαρξη διάδοχης κατάστασης ούτε στις προβλέψεις του ιταλικού δικαίου. Ο αποκλειστικός λόγος μη ύπαρξης οφειλής είναι η αμέλεια που έδειξε η ομάδα Tiendas Marcos F.C. ως προς τη διεκδίκηση των χρωστούμενων κατά το διάστημα της εκκαθάρισης της παλαιάς ομάδας και της πληρωμής των χρεών από την περιουσία της. Με άλλα λόγια, η FIFA δεν έλαβε υπόψη το ιταλικό δίκαιο αλλά περισσότερο την ασυνέπεια της αντίπαλης δικαστικά ομάδας ως προς τη διεκδίκηση των οφειλόμενων.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το CAS. Χρησιμοποιώντας τα ίδια κριτήρια με τη FIFA, το CAS στην νομολογία του έχει επισημάνει, οτι αθλητική διαδοχή υπάρχει, όταν επιπλέον σε αυτά τα κριτήρια προστίθεται η χρήση του ίδιου ύμνου και του ίδιου οπαδικού κοινού, τα οποία και δείχνουν την πρόθεσή του να διατηρήσει την ίδια ταυτότητα με την προηγούμενη ομάδα. Πολύ περισσότερο, όταν στην περίπτωση της υπόθεσης Basketball Club Ticha v. FIBA and Aleksandar Andrejevic κλήθηκε να διαχειριστεί την ύπαρξη διαφορετικής εταιρικής επωνυμίας, διαφορετικών φορολογικών στοιχείων και άδειας, κατέληξε ότι οι διαφορές αυτές είναι σχεδόν αδιάφορες, εφόσον δημιουργείται στην κοινή γνώμη η εντύπωση ότι πρόκειται για την ίδια ομάδα. Σε άλλη περίπτωση, επιβεβαίωσε, αυτό που πρόσφατα χρησιμοποίησε η FIFA για να κρίνει τα οφειλόμενα από την PARMA FC: η μη διεκδίκησή τους κατά το στάδιο της εκκαθάρισης και της πληρωμής των οφειλών προς τρίτους που γίνεται σε εθνικό επίπεδο, στερεί το δικαίωμα μεταγενέστερης διεκδίκησής τους από τα δικαιοδοτικά όργανα της FIFA ή από το CAS. (CAS 2011/A/2646 Club Rangers de Talca v. FIFA (II))
Τί ισχύει τελικά με τις διάδοχες ΠΑΕ; Υπάρχει περιθώριο ανατροπής σε ότι αφορά την αθλητική διαδοχή; Η νομολογία της FIFA και του CAS φαίνεται να είναι πάγια, σταθερή και απομακρυσμένη από το εθνικό δίκαιο, στο οποίο υπάγεται η κατά τόπο Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία ή Ποδοσφαιρική Ομάδα. Έχοντας ως βασικό κριτήριο την διατήρηση της ίδιας ποδοσφαιρικής – και όχι φορολογικής ή διοικητικής ταυτότητας- της ομάδας, μια θετική έκβαση σε διαφορά που σχετίζεται με αθλητική διαδοχή κρίνεται στα επιμέρους στοιχεία αυτής. Πιθανότατα, λοιπόν, η συνέπεια ως προς τη διεκδίκηση των οφειλόμενων ή ακόμα και η ένδειξη «μεταμέλειας» από την ομάδα με έναν διακανονισμό χρεών – στην περίπτωση παραβίασης απόφασης της FIFA και εφαρμογής του μέτρου της απαγόρευσης μεταγραφών, να αποτελέσουν πιο βάσιμα στοιχεία προς διεκδίκηση από τις ελληνικές ΠΑΕ, που έχουν στραφεί στην διεθνή αθλητική δικαιοσύνη.

Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Α. Μαλάτος, Η (αυτο)δέσμευση των δικαιοδοτικών οργάνων του ποδοσφαίρου στην υπόθεση πολυϊδιοκτησίας ΠΑΟΚ-ΞΑΝΘΗΣ






Το δικαιοδοτικό όργανο της Λίγκας και η επιτροπή εφέσεων της ΕΠΟ έκριναν ότι η έκθεση της ΕΕΑ στην υπόθεση πολυϊδιοκτησίας ΠΑΟΚ-ΞΑΝΘΗΣ  τους δεσμεύει τόσο ως προς την απόδειξη και αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, όσο και ως προς την υπαγωγή τους στον κανόνα δικαίου για την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων και επομένως δεν εξέτασαν την ουσία της υποθέσεως. Και οι δύο αυτές αποφάσεις ερμηνεύουν εσφαλμένα το νόμο για τους λόγους που αναφέρονται παρακάτω.

1.         Η απόφαση 95/2020 του πρωτοβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου

1.            Το δικαιοδοτικό όργανο αναφέρεται  στις διατάξεις του άρθρου 120 Ν. 2725/1999, του άρθρου 30 παρ.12 Ν.4659/2020, των νόμων 3479 και 4326 περί «αυτοδιοίκητου», σε συνδυασμό με την απάλειψη του άρθρου 30 του ΚΑΠ  και την σχετική από 31-7-2019 τοποθέτηση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΠΟ περί  εφαρμογής του νόμου 2725/1999 σε θέματα πολυϊδιοκτησίας, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι η αρμοδιότητά του περιορίζεται εντός του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου της ΕΠΟ. Ακολούθως, αφού επισημαίνει τις ευρύτατες ελεγκτικές, εποπτικές και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες της ΕΕΑ για την διασφάλιση της νομιμότητας στον επαγγελματικό αθλητισμό και ιδιαίτερα την εξασφάλιση  του ανόθευτου ανταγωνισμού μεταξύ των ΑΑΕ και επαναλαμβάνει ότι και η ίδια η ΕΠΟ αναγνωρίζει τις αρμοδιότητες αυτές, καταλήγει στο συμπέρασμα περί δεσμευτικότητας της έκθεσης της ΕΕΑ.
 Όμως όλα αυτά χρησιμεύουν μεν ως επιχείρημα για  την εφαρμογή της κρατικής νομοθεσίας χωρίς επίκληση του όποιου «αυτοδιοίκητου», όχι όμως και για την δεσμευτικότητα ή μη της έκθεσης της ΕΕΑ ως προς την εκδοθησόμενη από αυτό απόφαση, η οποία μπορεί να συναχθεί μόνο από την διάταξη του άρθρου 69 παρ.12 που προβλέπει την όλη διαδικασία.

2.            Στη συνέχεια, αφού αναφέρεται σε όλες τις παραπάνω διαπιστώσεις του, προσθέτει ότι από αυτές, καθώς και από την γραμματική διατύπωση της διάταξης της παρ. 12 του άρθρου 69 Ν. 2725/1999 συνάγεται σαφώς (!!!) ότι η ΕΕΑ είναι η μόνη αρμόδια να προβεί στον έλεγχο…αποκλειστικά και δεσμευτικά, όπως άλλωστε και στην από 27-1-2020 έκθεση ρητά αναφέρεται.
Αυτός ο δικανικός συνειρμός του δικαιοδοτικού οργάνου για τη θεμελίωση της δεσμευτικότητας της έκθεσης της ΕΕΑ παραβιάζει όχι μόνο υφιστάμενα ερμηνευτικά αξιώματα, αλλά και  την κοινή λογική. Επικαλούμενο την γραμματική διατύπωση της διάταξης χωρίς να κάνει καμία απολύτως γραμματική ερμηνεία της , επιχειρηματολογώντας με  διατάξεις που ουδόλως αναφέρονται στο υπό κρίση ζήτημα της δεσμευτικότητας ή μη και  χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την άποψη της ίδιας της  ΕΕΑ  για την έκθεσή της, καταλήγει στο ασφαλές (!!!) συμπέρασμα, ότι «δεν έχει τη δυνατότητα να κρίνει (εκ νέου) την ουσιαστική ή νομική βασιμότητα της διαπιστωθείσας παράβασης», προσθέτοντας μάλιστα, ως “ultimum refugium” της επιχειρηματολογίας του, ότι στο άρθρο 69 παρ. 12 «δεν γίνεται λόγος για επανέλεγχο της βεβαίωσης της παράβασης», ως εάν αυτό δεν ήταν κάτι το αυτονόητο από την στιγμή που ο νόμος του δίνει την αρμοδιότητα να επιληφθεί συνολικά επί της εκθέσεως της ΕΕΑ, όπως άλλωστε γίνεται σε κάθε περίπτωση βεβαίωσης παραβάσεων από το εκάστοτε αρμόδιο διοικητικό ή δικαιοδοτικό όργανο. 

2.         Η  απόφαση 20/2020 της επιτροπής εφέσεων

1.            Η απόφαση  διακρίνει στο άρθρο 69 παρ.12 δύο διαφορετικές διαδικασίες οι οποίες εξυπηρετούν διαφορετικούς κοινωνικοπολιτικούς σκοπούς:   Η πρώτη με την μεσολάβηση της έκθεσης, με την οποία «εξυπηρετείται το γενικότερο συμφέρον…με την παρέμβαση ενός ειδικώς κατεστημένου οργάνου όπως η ΕΕΑ…», και η δεύτερη με   την εκδίκαση της υποθέσεως κατόπιν απευθείας προσφυγής στο δικαιοδοτικό όργανο όποιου έχει έννομο συμφέρον, όπου «προέχει η εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων…», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι « Με τα δεδομένα αυτά η εν λόγω Εκθεση δεν αποτελεί απλή γνώμη …» αλλά «το δικαιοδοτικό όργανο δεσμεύεται από την έκθεση που συνέταξε η Επιτροπή…».
Εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος με την έκθεση της ΕΕΑ πράγματι υπάρχει, διότι με αυτή διερευνώνται, αποδεικνύονται και πιστοποιούνται στοιχεία και περιστατικά, που από μόνο του το δικαιοδοτικό όργανο, από πρακτικούς λόγους, δεν θα μπορούσε να συλλέξει. Κατά τούτο η έκθεση  αποτελεί κάτι περισσότερο από απλή γνώμη και θα μπορούσε να δεσμεύει τα δικαιοδοτικά όργανα. Όμως από αυτό,  σύμφωνα με τη λεκτική διατύπωση της διατάξεως και τους κανόνες της λογικής, δεν προκύπτει δεσμευτικότητα της έκθεσης ως προς τη διαμόρφωση του δικανικού συλλογισμού των αρμοδίων να επιληφθούν δικαιοδοτικών οργάνων (διάγνωση του αδίκου, υπαγωγή στον κανόνα δικαίου και κατάγνωση της ποινής). 

2.            Για να παρακάμψει αυτό το λογικό άλμα η απόφαση διαπράττει δεύτερο, πολύ σοβαρότερο, ερμηνευτικό ολίσθημα,  υποστηρίζοντας ότι: «Το δε άρθρο 69 παρ.12 δεν επιτρέπει στο οικείο  δικαιοδοτικό όργανο να προβεί σε έλεγχο της υπαγωγής από την ΕΕΑ των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα (ή στο πλέγμα κανόνων) δικαίου… , αφού ένας τέτοιος έλεγχος θα προσέκρουε στο τεκμήριο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, όπως εν προκειμένω η Εκθεση της ΕΕΑ.», διότι «Εν προκειμένω προαπαιτούμενο της σύνταξης της Εκθεσης και της διαβίβασής της στο πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο…ήταν η διάγνωση από την ΕΕΑ του πειθαρχικού αδίκου…».
Εδώ, όμως, η επιτροπή, χωρίς κανένα ερμηνευτικό έρεισμα, μεταφράζει τον νομικό  χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή μιας διοικητικής έκθεσης που βεβαιώνει παράβαση,   σε υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σε κανόνα δικαίου και σε διάγνωση του πειθαρχικού αδίκου, δηλαδή σε λογικές διεργασίες που δεν αποτελούν στοιχεία σύνταξης και υποβολής μιας έκθεσης, αλλά διαμόρφωσης της δικανικής κρίσης. Επομένως, σύμφωνα με την ξεκάθαρη λεκτική διατύπωση του άρθρου 69 παρ.12  το  τεκμήριο νομιμότητας της διοικητικής πράξης (έκθεσης), ,   εξαντλείται στην έρευνα  καταγραφή και νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών της καταγγελόμενης παράβασης, δηλαδή στα γενικώς απαιτούμενα στοιχεία για την υποβολή κάθε έκθεσης, για κάθε βεβαιούμενη παράβαση, από κάθε προς τούτο αρμόδιο όργανο και δεν επιτρέπει στην ΕΕΑ να ασκεί  ουσιαστικό δικανικό έλεγχο της υποθέσεως (διάγνωση του αδίκου, υπαγωγή στον κανόνα δικαίου και κατάγνωση της  ποινής).

3.              Τελευταίο ερμηνευτικό σφάλμα της απόφασης, όχι ουσιώδες για την έκβαση της  υποθέσεως, σημαντικό όμως για την νομική της αξιολόγηση, είναι η αλυσιτελής επίκληση της διεθνούς αθλητικής έννομης τάξης, του καταστατικού και κανονισμών των ΦΙΦΑ-ΟΥΕΦΑ, η «ενσωμάτωσή τους» στον ΚΑΠ κλπ, προκειμένου να δικαιολογήσει την πειθαρχική αρμοδιότητα του δικαιοδοτικού οργάνου, την στιγμή που από τους κανονισμούς της ΕΠΟ δεν προκύπτει πειθαρχική ευθύνη. Διότι εν προκειμένω το δικαιοδοτικό όργανο, όπως επίσης και η ίδια η επιτροπή εφέσων, δεν επιλαμβάνονται στο πλαίσιο κάποιας πειθαρχικής, αλλά στο πλαίσιο μιας αμιγώς κυρωτικής-διοικητικής διαδικασίας, όπου η αφαίρεση βαθμών από τις υπαίτιες ομάδες δεν επιβάλλεται ως πειθαρχική ποινή αλλά ως διοικητική κύρωση, αρμοδιότητα που προκύπτει ευθέως από το άρθρο 120 παρ.1 περ.δ σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παρ.12 Ν. 2725/1999 και αναλύεται παρακάτω.

3.         Η γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 69 παρ.12

1              Μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση της διάταξης προσφέρει το σκεπτικό του Διοικητικού Εφετείου στο αίτημα αναστολής εκτέλεσης της έκθεσης της ΕΕΑ: «Λαμβανομένης υπόψη της φύσης του πειθαρχικού οργάνου ως δικαιοδοτικού, αλλά και της χρήσης από το νομοθέτη του όρου ότι το δικαιοδοτικό όργανο «επιλαμβάνεται» καθώς και του χαρακτηρισμoύ των ελεγκτικών διαπιστώσεων της επιτροπής ως έκθεσης ή πορίσματος πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έκθεση της επιτροπής δεν δεσμεύει το δικαιοδοτικό όργανο ως προς την συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αποδιδόμενη παράβαση….».  Θα πρέπει επομένως να εξετάσουμε ποια είναι η λεκτική σημασία των όρων που χρησιμοποιούνται και ποια η νομική τους σημασία για την διαπίστωση ή μη της δεσμευτικότητας της έκθεσης της ΕΕΑ.
2              Το δικαιοδοτικό όργανο, στο οποίο ο νόμος παραπέμπει την έκθεση της ΕΕΑ, όντως, δεν είναι ούτε τακτικό ούτε διαιτητικό δικαστήριο. Ομως ούτε είναι και ένα απλό πειθαρχικό όργανο της ΕΠΟ. Τα καθήκοντά του εκτείνονται πολύ πέραν της επιβολής πειθαρχικών ποινών και οριοθετούνται με απόλυτη σαφήνεια στο άρθρο 120 Ν. 2725/1999 αποκλειστικά και μόνο ως δικαιοδοτικά καθήκοντα. Ως δικαιοδοτικό καθήκον αντιλαμβανόμαστε το καθήκον, σύμφωνα με το οποίο το αρμόδιο όργανο καλείται να εκφέρει δικανική κρίση, ήτοι υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σε κανόνα δικαίου και κατάγνωση της έννομης συνέπειας.
3              Για την συγκεκριμένη υπόθεση, τα καθήκοντα αυτά, σε αντιδιαστολή προς τα καθήκοντα επιβολής πειθαρχικών ποινών που προκύπτουν από τον εκάστοτε ισχύοντα πειθαρχικό κώδικα ή και από τον ίδιο τον νόμο κατά ρητή πρόβλεψή του ( βλ. π.χ. άρθρο 41 Ζ παρ.1 Ν. 2725/1999),  οριοθετούνται με σαφήνεια  ως καθήκοντα που αφορούν « την εκδίκαση κάθε άλλης παράβασης και την επιβολή των αντίστoιχων ποινών που ανατίθεται στο όργανο αυτό με διατάξεις του παρόντος νόμου ...» (άρθρο 120 παρ.1 περ.δ Ν.2725/1999), μια από τις οποίες είναι και αυτή του άρθρου 69 παρ.12. Επομένως, το δικαιοδοτικό όργανο καλείται εν προκειμένω να εκδικάσει την κρινόμενη υπόθεση και όχι απλώς να επαναβεβαιώσει μια ήδη βεβαιωθείσα παράβαση. Αυτό το ιδιαίτερο δικαιοδοτικό καθήκον του πειθαρχικού της οργάνου το αποδέχεται και η ΕΠΟ, η οποία δεν αντιμετωπίζει πλέον το ζήτημα της πολυΪδιοκτησίας σαν πειθαρχική υπόθεσή της, αλλά σαν θέμα ειδικών κυρώσεων του Ν. 2725/1999.
4              Οι αρμοδιότητες της ΕΕΑ σύμφωνα με το άρθρο 77 Α παρ. 1 Ν. 2725/1999 είναι διάφορες: Ελέγχει, ερευνά, απευθύνει συστάσεις, χορηγεί άδειες, εγκρίσεις και πιστοποιητικά, καταγγέλλει παραβάσεις στις αρμόδιες δικαστικές και διοικητικές αρχές, επιβάλλει πρόστιμα και κυρώσεις, εκδίδει οδηγίες, γνωμοδοτεί, συντάσσει εκθέσεις. Είναι προφανές το ποια από τις παραπάνω αρμοδιότητες έχει αποφασιστικό, κυρωτικό, δεσμευτικό ή εισηγητικό χαρακτήρα.
5              Σε κάθε  περίπτωση η έκθεση του άρθρου 69 παρ.12, εφόσον δεν εξειδικεύεται περαιτέρω, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί νομικά ως αυτό που είναι: ως μια δικονομική πράξη του αρμοδίου υπαλλήλου ( εδώ της ΕΕΑ) για την πιστοποίηση πράξεων που έγιναν από αυτόν ή από άλλον συμπράττοντα με αυτόν, ή δηλώσεων τρίτων προσώπων που γίνονται σε αυτούς (άρθρο 148 ΚΠΔ). Η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου αποδειχθεί το αντίθετο. Για όσα όμως βεβαιώνονται σε αυτήν ότι έγιναν από δημόσιο υπάλληλο η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα. Αυτό δεν εμποδίζει πάντως τον δικαστή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της έκθεσης ελεύθερα.( αρθρο 152 ΚΠΔ).                                   Σε καμία, επομένως, περίπτωση η έκθεση δεν υποκαθιστά την δικαστική λειτουργία και την δικανική κρίση.
6              Θα μπορούσε, περαιτέρω, να αναρωτηθεί κανείς αν στο πλαίσιο της ενιαίας διοικητικής διαδικασίας που συντίθεται από την έκθεση της ΕΕΑ και την απόφαση του δικαιοδοτικού οργάνου για την επιβολή της προβλεπόμενης κύρωσης δημιουργείται δεσμία αρμοδιότητα του δικαιοδοτικού οργάνου να κρίνει σύμφωνα με τις διαπιστώσεις και αξιολογικές κρίσεις της έκθεσης. Όμως και εδώ, η χρήση των εννοιών «επιλαμβάνεται», «εκδικάζει», «αποφασίζει», «κρίνει» αποτελούν χαρακτηριστικές εκφράσεις αναγνώρισης διακριτικής και όχι δεσμίας αρμοδιότητας του δικαιοδοτικού οργάνου.
7              Πέραν τούτου, και το γεγονός ότι το άρθρο 69 παρ.12 προβλέπει ρητά την δυνατότητα του δικαιοδοτικού οργάνου να επιληφθεί όχι μόνο ύστερα από έκθεση της ΕΕΑ, αλλά και μετά από προσφυγή όποιου έχει έννομο συμφέρον, αποδεικνύει την πλήρη δικαιοδοσία του δικαιοδοτικού οργάνου να αποφασίσει κατά την κρίση του. Διότι διαφορετικά, μια και η αυτή υπόθεση θα μπορούσε να κριθεί με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το εάν παρεμβάλλεται ή όχι η έκθεση της ΕΕΑ.
8              Βέβαια, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται η σπουδαιότητα της έκθεσης της ΕΕΑ, όσον αφορά την έρευνα και την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, που πράγματι θα ήταν δύσκολο έως αδύνατο για το δικαιοδοτικό όργανο να επωμισθεί. Γι’ αυτό,  σε αντίθεση προς  την ερμηνευτική άποψη του Διοικητικού Εφετείου ως προς την αποδεικτική δύναμη της έκθεσης και παρεκκλίνοντας από την στενή γραμματική ερμηνεία της διάταξης, θα μπορούσε τελείως εξαιρετικά, αλλά πάντως εύλογα, να υποστηριχθεί, ότι τα πιστοποιούμενα από την έκθεση πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από το δικαιοδοτικό όργανο, εκτός αν η πιστοποίησή τους προσβληθεί για πλαστότητα.

9              Είναι επομένως  ολοφάνερο, ότι, σύμφωνα με την νομική σημασία των λέξεων που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης στα άρθρα 69 παρ.12 και 120 παρ.1 περ.δ  Ν. 2725/1999, και  αναφέροντας με σαφήνεια ότι το οικείο διακαιοδοτικό όργανο επιλαμβάνεται και εκδικάζει την υπόθεση ύστερα από έκθεση της ΕΕΑ, προκειμένου να εκδώσει απόφαση,  και μάλιστα, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση της παραγράφου 12 με το Ν.4659/2020, «ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της παράβασης από τις οικείες πειθαρχικές διατάξεις»,  η μόνη  δέσμευση του δικαιοδοτικού οργάνου  από την έκθεση της ΕΕΑ, που νομικά θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, είναι ως προς τα πιστοποιούμενα από αυτή πραγματικά περιστατικά. Η υπαγωγή τους στον κανόνα δικαίου και η κατάγνωση της απορρέουσας από αυτήν κύρωσης ανήκει αποκλειστικά στην δικανική κρίση του δικαιοδοτικού οργάνου.

Συμπέρασμα
 Το προφανές συμπέρασμα της υποθέσεως είναι ότι και τα δύο διακαιοδοτικά όργανα έσφαλαν στην κρίση τους και έπρεπε να  εξετάσουν την υπόθεση στην ουσία της.
 Είναι όμως τόσο προφανές το παραπάνω συμπέρασμα που μοιραία μας οδηγεί στον προβληματισμό: πως και γιατί έμπειροι τακτικοί δικαστές δεν υιοθετούν το αυτονόητο. Νομική ανεπάρκεια ή συνειδητή επιλογή προς όφελος ή εις βάρος κάποιου αποκλείονται. Μπορούμε όμως εύλογα να υποθέσουμε ότι ο σαθρός τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της ποδοσφαιρικής-αθλητικής δικαιοσύνης, που, όπως επανειλημμένως έχουμε επισημάνει, δεν παρέχει εχέγγυα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, ωθεί ακόμη και  τακτικούς δικαστές, πιεζόμενους πράγματι από μια βορβορώδη συγκυρία για την οποία δεν ευθύνονται, στην εύκολη «ποδοσφαιρική» λύση: «Η μπάλα στην εξέδρα». Ας ελπίσουμε  ότι  το CAS θα την επαναφέρει στο γήπεδο. Διότι αν αυτή είναι η λειτουργία των τακτικών δικαστών στο ποδόσφαιρο, τότε μάλλον δεν τους χρειαζόμαστε.