YOUTUBE

Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

Α. Μαλάτος, Προς μια σύγχρονη θεώρηση της σχέσης Κράτους και Αθλητισμού-Το ελληνικό ευρωπαϊκό και κυπριακό μοντέλο.

 


 

Προς μια σύγχρονη θεώρηση της σχέσης Κράτους και Αθλητισμού-Το ελληνικό, ευρωπαϊκό και κυπριακό μοντέλο.

 (Ομιλία στο συνέδριο Ενιαίας Αθλητικής Νομοθεσίας του ΔΗ.ΣΥ. , Λεμεσσός 7-5-2022

 

Η σχέση κράτους και αθλητισμού

Η στάση του κράτους απέναντι στον αθλητισμό, όπως άλλωστε και έναντι όλων των άλλων κοινωνικών πεδίων, προσδιορίζεται διαχρονικά από το ισχύον πολιτικο-κοινωνικό σύστημα, την επικρατούσα πολιτικο-κοινωνική και αθλητική ιδεολογία, συγχρόνως δε από  την διαμορφούμενη άποψη του διεθνούς περιβάλλοντος, εντός του οποίου δραστηριοποιείται τόσο το κράτος, όσο και οι εθνικές και διεθνείς αθλητικές οργανώσεις.

Στα δημοκρατικά πολιτεύματα την στάση του κράτους έναντι της κοινωνίας την διαμορφώνουν τα πολιτικά κόμματα, μέσω της λαϊκής εντολής. Επομένως, κάθε πολιτικό κόμμα, οφείλει να διαθέτει το δικό του πρόγραμμα για τον αθλητισμό, το οποίο με την λαϊκή εντολή μετατρέπεται σε κυβερνητικό, και φυσικά δεν μπορεί να αφίσταται ούτε από τη γενικώτερη πολιτικο-ιδεολογική του θέση, αλλά ούτε και από την πολιτικο-ιδεολογική θέση του διεθνούς περιβάλλοντος εντός του οποίου δραστηριοποιείται.

Επομένως, κάθε πολιτικό κόμμα, ως φορέας πολιτικής εξουσίας, την οποία ευελπιστεί μετά από λαϊκή εντολή να την μετουσιώσει σε κρατική εξουσία, οφείλει αφ΄ ενός να διαμορφώνει τις πολιτικές του θέσεις για τον αθλητισμό στο πλαίσιο της πολιτικής φιλοσοφίας και ιδεολογίας την οποία υπηρετεί, αφ΄ετέρου όμως και να τις εφαρμόζει αργότερα και στην πράξη, όταν με την λαϊκή εντολή κληθεί να κυβερνήσει.

Η εφαρμογή των πολιτικών θέσεων περί αθλητισμού από το εκάστοτε κυβερνόν κόμμα, γίνεται φυσικά, και κυρίως, μέσω της νομοθέτησης, η οποία με τη σειρά της δεν μπορεί να αφίσταται από τις προγραμματικές θέσεις του  περί αθλητισμού.

Σημαντικό, τέλος, κριτήριο για την διαμόρφωση της στάσης του κράτους έναντι του αθλητισμού είναι και η διαχρονική διαμόρφωση της έννοιας και της αξίας του αθλητισμού. Διότι όταν νομοθετούμε, η σημαντικότερη προϋπόθεση της ορθής νομοθέτησης είναι η ακριβής και πλήρης επίγνωση από τον νομοθέτη του αντικειμένου της νομοθέτησής του. Οταν λοιπόν νομοθετούμε για τον αθλητισμό, πρέπει να έχουμε πλήρη επίγνωση του ορισμού του αθλητισμού, ο οποίος είναι μια ιστορικά διαμορφωμένη κοινωνική πραγματικότητα.

 Η αρχαία ρήση «νους υγιής εν σώματι υγιεί», εξακολουθεί μεν να αποτελεί και σήμερα το τελικό ζητούμενο του αθλητισμού, οι δε ιδέες της ευγενούς άμιλλας , του φιλάθλου πνεύματος, της εκεχειρίας κλπ συνεχίζουν και σήμερα να αποτελούν ιδεολογικό θεμέλιο της έννοιας του αθλητισμού, δεν μπορεί όμως να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι ο αθλητισμός του σήμερα διαφέρει σημαντικά από αυτόν της αρχαιότητας, ακόμη και από αυτόν της εποχής του Coubertin, κυρίως λόγω των τεραστίων, παγκοσμίων, πολυπλόκων και πολυποίκιλων διαστάσεων που σήμερα έχει προσλάβει ο αθλητισμός, όχι μόνο σε οικνομικό αλλά και σε πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο.

Ο αθλητισμός σήμερα κινεί δυνάμεις σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες υπερβαίνουν την εξουσία ακόμη και κυρίαρχων κρατών, έχει αποκτήσει τεράστια οικονομική δύναμη που συχνά υπερνικά ακόμη και αυτή την πολιτική εξουσία, επιβάλλει παγκοσμίως τις θέσεις του τόσο σε πολιτικό επίπεδο ( βλέπε πρόσφατα τον συνολικό αποκλεισμό του ρωσικού αθλητικού κινήματος από το διεθνές αθλητικό γίγνεσθαι ως κύρωση για την εισβολή στην Ουκρανία), όσο και σε κοινωνικό-πολιτικό ( βλέπε τις διάφορες κοινωνικές εκστρατείες κατά του ρατσισμού, της ξενοφοβίας κλπ.).

Επομένως, η πολυσήμαντη αυτή αξία του αθλητισμού οφείλει να λαμβάνεται υπόψη από κάθε κρατική εξουσία, όταν αυτή καλείται να νομοθετήσει γι΄ αυτόν στο πλαίσιο των δεδομένων της  ιδεολογικο-πολιτικής της τοποθέτησης.   

Εχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω θα εξετάσουμε κατ΄ αρχάς την εφαρμογή τους ή μη στην ελληνική και ευρωπαϊκή έννομη τάξη, και θα προσπαθήσουμε να εξάγουμε συμπεράσματα για την σύγχρονη αντιμετώπιση του αθλητισμού από την κυπριακή νομοθεσία.

 

Το ελληνικό μοντέλο

Θετικότατη θα λέγαμε προσέγγιση του αθλητισμού από την ελληνική έννομη τάξη είναι το γεγονός της προστασίας του αθλητισμού από το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 16 παρ. 9 αυτού. Η προστασία αυτή πραγματοποιείται διττά, ως θεσμού (αντικειμενική συνταγματική αρχή προστασίας του αθλητισμού) και ως συνταγματικού δικαιώματος (υποκειμενικά). Από τη θεσμική εγγύηση του αθλητισμού απορρέει το αυτοτελές αθλητικό δικαίωμα υπέρ ενός εκάστου. Φορείς του δικαιώματος αυτού αποτελούν τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται στο αθλητικό γίγνεσθαι. Ολοι δικαιούνται να έχουν πρόσβαση στο δικαίωμα της αθλητικής ελευθερίας και δεν επιτρέπεται με κρατικό εξαναγκασμό  να υποχρεούνται σε παραίτηση από αυτό.

Ως προστατευόμενο συνταγματικό αγαθό, ο αθλητισμός περιλαμβάνει το corpus και το  animus. Το περιεχόμενο της υλικής διάστασής του συναπαρτίζουν οι εγκαταστάσεις, τα όργανα, τα υλικά δηλαδή μέσα που συντείνουν στο να καταστήσουν δυνατή την υλοποίηση του αθλητικού δικαιώματος. Στην πνευματική διάσταση του αθλητικού δικαιώματος υπάγονται όλα εκείνα τα μέσα και ενέργειες που συντείνουν στην πραγμάτωση της πνευματικής διάστασης του αθλητισμού ( αθλητικό πνεύμα, αθλητική ιδέα, αθλητικό μήνυμα, αθλητική συνείδηση κλπ), τα οποία όλα μαζί συναπαρτίζουν την έννοια της αθλητικής ελευθερίας, υπό την μορφή του κλασσικού, ερασιτεχνικού ή επαγγελματικού αθλητισμού, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα.

Η ελευθερία αυτή μπορεί να είναι θετική ή αρνητική, δηλαδή ελευθερία συμμετοχής ή αποχής από τον αθλητισμό, καθώς και ενεργητική ή παθητική, δηλαδή ελευθερία διοικητικής ή αγωνιστικής συμμετοχής και ελευθερία παθητικής συμμετοχής των φιλάθλων. Είναι εδώ σημαντικό να σημειώσουμε ιδιαιτέρως, ενόψει και των τελευταίων δραματικών γεγονότων οπαδικής βίας και της άμεσης νομοθετικής αντίδρασης του κράτους, ότι το συνταγματικό δικαίωμα στον αθλητισμό καλύπτει και την ελευθερία των φιλάθλων να μετέχουν ως οργανωμένοι οπαδοί στο αθλητικό γίγνεσθαι, οποιοδήποτε δε μέτρο εις βάρος τους οφείλει σε κάθε περίπτωση να σέβεται την συνταγματική αρχή της αναλογικότητος μεταξύ λαμβανομένου επαχθούς μέτρου και επιδιωκόμενου σκοπού.

Διότι με το άρθρο 16 παρ. 9 δεν τονίζεται μόνο το προστατευτικό και διασφαλιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος, αλλά εξίσου διασφαλίζεται και η αμυντική του πλευρά. Ετσι, η αθλητική ελευθερία με αμυντική erga omnes διάσταση, προσφέρει στον φορέα της προστασία από κάθε είδους επιθετική, περιοριστική ή αναιρετική ενέργεια, προερχόμενη από το κράτος, από ιδιώτες ή και από άλλες αθλητικές ενώσεις με μονοπωλιακή στον χώρο τους εξουσία, de facto ή de jure.

Παράδειγμα της σύγκρουσης συμφερόντων που προκύπτει από την ορθή ή εσφαλμένη  εφαρμογή  της αθλητικής ελευθερίας αποτελεί σήμερα και η πολυσυζητημένη στην Ελλάδα ιστορία του λεγόμενου «αυτοδιοίκητου» του ποδοσφαίρου, μια ιστορία που κρατά αρκετά χρόνια και δεν προβλέπεται να έχει σύντομο τέλος. Διότι σύμφωνα με το Σύνταγμα, το κράτος ασκεί στις Ομοσπονδίες έλεγχο και εποπτεία, δεν δικαιούται όμως να καθορίζει και τον τρόπο διοίκησής τους. Το ίδιο όμως δικαίωμα της Ομοσπονδίας ισχύει και έναντι οποιουδήποτε άλλου ιδιώτη ή αθλητικής ένωσης στην οποία υπάγεται (βλέπε ΦΙΦΑ-ΟΥΕΦΑ) οι οποίες επίσης δεν δικαιούνται σύμφωνα με το Σύνταγμα να παρεμβαίνουν στην διοίκηση της Ομοσπονδίας. Για τον λόγο αυτό και εγώ προσωπικά είχα αμφισβητήσει με νομικές ενέργειες, ως ευθεία παραβίαση του Συντάγματος, την δια νόμου αποδοχή της εγκατάστασης στην ΕΠΟ της λεγόμενης «επιτροπής εξομάλυνσης» της ΦΙΦΑ, όπως άλλωστε και σήμερα δικαιούμαι  σύμφωνα με τα παραπάνω ως φίλαθλος να αμφισβητώ την νομιμότητα της εγκατάστασης από την ΦΙΦΑ του αρχιδιαιτητή, δηλαδή ενός καταστατικού οργάνου της ΕΠΟ.

Με αυτά τα δεδομένα, θα λέγαμε ότι η σημερινή ελληνική νομοθεσία υπολείπεται σε αρκετά σημεία από την εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών, αλλά κυρίως από την ανάγκη προσαρμογής της στη σημερινή ελληνική και παγκόσμια πραγματικότητα του αθλητισμού. Και μόνο το γεγονός ότι με τον τελευταίο αθλητικό νόμο 4908/2022 σπεύσαμε να "αναγνωρίσουμε" την ύπαρξη πνευματικού και ηλεκτρονικού αθλητισμού, απλά και μόνο λόγω μιας συντελούμενης τελευταία σε διεθνές επίπεδο συζήτησης, δείχνει ότι δεν έχουμε επίγνωση περί του τί πράγματι είναι ο αθλητισμός. Διότι πνευματικές ή ηλεκτρονικές δραστηριότητες με ανταγωνιστικό περιεχόμενο μπορεί όντως να είναι άξιες νομικού ενδιαφέροντος, δεν μπορεί όμως να βαφτίζονται αθλητικές, διότι απλώς δεν εμπίπτουν στον επιστημονικά, ιστορικά και κοινωνικά καθιερωμένο ορισμό του αθλητισμού.

Στο πλαίσιο όλης αυτής της εννοιολογικής περί νομοθέτησης του αθλητισμού σύγχυσης, και ο ισχύων αθλητικός νόμος 2725/1999 δεν είναι τίποτε άλλο από μία συρραφή των διατάξεων του νόμου 75/1975 περί ερασιτεχνικού αθλητισμού και του ν. 1958/ 1991 περί επαγγελματικού αθλητισμού, οι οποίοι με τη σειρά τους ανάγουν τις ρίζες τους στο νόμο 5620/1932 περί σωματικής αγωγής και φιλάθλων σωματείων και στο ν. 879/1979 περί Π.Α.Ε.

Είναι προφανές στον κάθε ασχολούμενο με τα αθλητικά πράγματα, ότι μια τέτοια νομοθεσία δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στην σημερινή αθλητική πραγματικότητα. Είναι επίσης προφανές ότι οποιαδήποτε απόπειρα αποσπασματικής συμπλήρωσης, τροποποίησης ή εκσυγχρονισμού μεμονωμένων διατάξεων δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, αν δεν γίνεται στο πλαίσιο της γενικώτερης αναπροσαρμογής της ισχύουσας κρατικής περί αθλητισμού ιδεολογίας, έτσι όπως την επιτάσσουν η σύγχρονη αθλητική πραγματικότητα, αλλά και η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, ως μέλη, τόσο της Ελλάδος όσο και της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

Αυτό το έλλειμα ορθής νομοθέτησης είναι στην Ελλάδα σήμερα πασιφανές. Μόνο τα τελευταία χρόνια, αν δεί κανείς το πόσοι πολλοί νόμοι σε πόσο γρήγορο χρονικό διάστημα, συμπληρώνουν, τροποποιούν ή και ανατρέπουν ο ένας τον άλλον, καταλαβαίνει ότι αυτή η a la cart νομοθέτηση για τον αθλητισμό δεν μπορεί να αποδώσει. Η παγκόσμια διάσταση του αθλητισμού, αλλά και η γενικευμένη παγκοσμιοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής την οποία σήμερα όλοι βιώνουμε, απαιτούν μια ολιστική και όχι αποσπασματική νομοθετική αντιμετώπιση του αθλητικού φαινομένου, η οποία, φυσικά, θα αφορά τον αθλητισμό του 2022 και όχι αυτόν του 1932.

Επομένως, αυτό που σήμερα στην Ελλάδα διαφημίζεται από τον Υφυπουργό Αθλητισμού  ως νομοθετική «μεταρρύθμιση» , δεν είναι τίποτα άλλο από άτακτη συρραφή ιδεών που μόνο ως νομοθετικά «μπαλώματα» θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, ενίοτε δε και ως φωτογραφικές διατάξεις για εξυπηρέτηση συμφερόντων, οι οποίες συχνά κείνται και εκτός του φιλελεύθερου ιδεολογικού περιγράμματος του κυβερνώντος κόμματος.

Επιγραμματικά, όσον αφορά νομοθετικά ελλείματα στην Ελλάδα, σταχυολογούμε τα εξής:

1.       Εξακολουθούν να λειτουργούν διαδικασίες, όργανα και αρχές που όλα αυτά τα χρόνια , χωρίς απτά αποτελέσματα, συχνά με δυσανάλογο για την προσφορά τους κόστος, υποκαθιστούν την ΓΓΑ στο έργο της, όπως το Ελεγκτικό Συμβούλιο, οι αρμοδιότητες του οποίου ασκούνται τώρα από τους επιθεωρητές δημόσιας διοίκησης και πέον από την Εθνική Επιτροπή Διαφάνειας, και η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού, γνωστή στο πανελλήνια για τα «έργα και ημέρες» της. Διότι, ο αναγκαίος σήμερα περιορισμός του κράτους στις σύμφωνα με το Σύνταγμα καθαρά εποπτικές, ελεγκτικές και υποστηρικτικές του αθλητισμού λειτουργίες του, δεν επιτρέπεται να οδηγεί ούτε σε απαξίωση των υπηρεσιών του ούτε σε μεταβίβαση των ευθυνών που εκ του Συντάγματος έχει σε δήθεν ανεξάρτητα όργανα και αρχές. Ας σημειώσουμε εδώ και το ήδη καταργηθέν, όμως επί δεκαετίες νομοθετημένο ΕΣΑΣ, που ουδέποτε λειτούργησε. 

      Επιτυχώς, μπορούμε να πούμε, ότι λειτουργεί σήμερα το ΑΣΕΑΔ ως δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, με προβλήματα όμως σε επί μέρους  διαδικασίες και κυρίως στον συγχρονισμό της έκδοσης αποφάσεων με το αγωνιστικό πρόγραμμα των ομοσπονδιών. Η ΔΕΑΒ και ο ΕΟΚΑΝ, όπως επίσης και η πρόσφατα δημιουργηθείσα πλατφόρμα κατά της χειραγώγησης αγώνων ΕΠΑΘΛΑ  ως προβλεπόμενα από διεθνείς συμβάσεις  όργανα, λειτουργούν και αυτά με τρόπο νομικά ανεκτό.

3.       Με την πανθομολογούμενη διαπίστωση ότι ο αθλητισμός έχει εξελιχθεί σε μια σύγχρονη βιομηχανία που παράγει ένα τεράστιο οικονομικό προϊόν, η Πολιτεία οφείλει πλέον να αντιμετωπίζει την οικονομική δραστηριότητα των φορέων του (σύλλογοι, ενώσεις, ομοσπονδίες) όχι σαν να ήταν το προπατορικό αμάρτημα του αθλητισμού. Αυτό, σε ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο μάλιστα δεν είναι σε θέση αλλά ούτε και οφείλει  να χρηματοδοτεί τον αθλητισμό όπως παλιά, στο 100% του προϋπολογισμού του, πρέπει οπωσδήποτε να αντικατασταθεί από την ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να επενδύσει στον αθλητικό σύλλογο και την αθλητική ομοσπονδία. Για τον λόγο αυτό η περί μη κερδοσκοπικής λειτουργίας του αθλητισμού αντίληψη θα πρέπει να αναθεωρηθεί και να επανακαθορισθεί, χωρίς φυσικά να ανατρέπεται η βασική συνταγματική υπόσταση του αθλητισμού ως ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα, όπως την περιγράψαμε στην αρχή. Το  να απαγορεύεται σήμερα η συστέγαση αθλητικού σωματείου με εμπορική επιχείρηση, μόνο ως ιδεολογικός αναχρονισμός μπορεί να χαρακτηριστεί. Αντίθετα, θα ήταν επιβεβλημένο να επιδιώκεται σήμερα η ανάμειξη της επιχειρηματικότητας με την δραστηριότητα των αθλητικών σωματείων.


4.     Παρά την πανθομολογούμενη «λειψανδρία» σε στελεχιακό δυναμικό των αθλητικών φορέων, η μέχρι σήμερα νομοθετούσα Πολιτεία επέβαλε πλήθος αναχρονιστικών νομικών κωλυμάτων και περιορισμών σε επαγγελματίες , επιχειρηματίες, ακόμη και σπουδαίους αθλητές, που εξ αιτίας τους, αν και ήθελαν, δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν στους αγαπημένους τους συλλόγους σαν αθλητικοί παράγοντες.  Εφεξής μόνο τα ποινικής και πειθαρχικής φύσεως κωλύματα, καθώς και όσα αναφέρονται  στους διαιτητές και το υπαλληλικό προσωπικό των συλλόγων θα έπρεπε να ισχύουν  σαν γενικής φύσεως κωλύματα.

Σε ενήλικους αθλητές, αν το επιθυμούν, θα έπρεπε να επιτρέπεται να είναι και μέλη των συλλόγων τους. Το ίδιο και όσον αφορά στη συμμετοχή των προπονητών και κάθε άλλου επαγγελματία σχετικού με τον αθλητισμό στους συλλόγους. Θα έπρεπε να ευχόμαστε τέτοιοι άνθρωποι να συμμετέχουν στον αθλητισμό και όχι να τους απωθούμε με αναχρονιστικές περί αθλητισμού ιδεοληψίες. Γνωρίζουμε ότι το παραγοντικό κατεστημένο του αθλητισμού δεν βλέπει με καλό μάτι τέτοιες αλλαγές, πρέπει όμως να καταλάβει ότι χωρίς τέτοιου είδους υπερβάσεις το μέλλον του αθλητισμού μας και των ιδίων ως ανθρώπων του αθλητισμού τίθεται συνολικά σε αμφισβήτηση.

5.       Παρά την πανθομολογούμενη οιονεί δημόσια λειτουργία των αθλητικών ομοσπονδιών, οι οποίες προφανέστατα ασκούν αρμοδιότητες και εκπληρώνουν καθήκοντα εντονότατου δημοσίου ενδιαφέροντος, δυστυχώς ,όχι παντού αλλά σε αρκετές περιπτώσεις, διάφοροι «αετονύχηδες» έχουν καταφέρει με διάφορα τερτίπια να κρατούν όμηρο για την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων και φιλοδοξιών ένα ολόκληρο άθλημα. Ετσι, έχουμε αρκετές περιπτώσεις όπου ομάδες ανθρώπων που εκπροσωπούν το 51% των συλλόγων (σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις και πολύ μικρότερα ποσοστά) να  κατέχουν το 100% των θέσεων του Δ.Σ. μιας ομοσπονδίας. Με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζεται ο εσωτερικός έλεγχος που πρέπει να υπάρχει σε κάθε κοινωνική συσσωμάτωση προκειμένου να λειτουργεί με εντιμότητα και διαφάνεια. Αυτό το καθεστώς πρέπει και μπορεί να ανατραπεί, αν δοθεί στις μειοψηφίες των ομοσπονδιών το δικαίωμα να συμμετέχουν στο Δ.Σ. αυτών ανάλογα με την εκλογική τους δύναμη. Αυτός ο κίνδυνος, δυστυχώς δεν μπόρεσε να ανατραπεί ούτε με τα πρόσφατα νομοθετήματα για τις εκλογές στα αθλητικά σωματεία, ενώσεις και ομοσπονδίες, τα οποία, το μόνο που κατάφεραν είναι να δημιουργήσουν μια γενικώτερη αναστάτωση και να αποκλείσουν τους άνω των 70 ετών αθλητικούς παράγοντες, την ώρα που κυριολεκτικά «ψάχνουμε με το ντουφέκι» να βρούμε ανθρώπους, ιδίως στην επαρχία, για να ασχοληθούν ως αθλητικοί παράγοντες με τον αθλητισμό.

6.       Η μέχρι σήμερα δεδομένη έννοια του ερασιτέχνη αθλητή πρέπει να  προσαρμοσθεί στην ισχύουσα νομολογία, αλλά και διεθνή πρακτική, που πλέον δεν θεωρεί ασυμβίβαστη την έννοια του ερασιτέχνη αθλητή με την αμοιβή για  παρεχόμενες αθλητικές υπηρεσίες. Εφεξής ερασιτέχνης αθλητής και ερασιτεχνικός σύλλογος θα πρέπει να μπορούν να συνάπτουν νόμιμα συμβάσεις παροχής αθλητικών υπηρεσιών, εφόσον ο σύλλογος κρίνει ότι ο συγκεκριμένος αθλητή του αξίζει πράγματι να αμειφθεί και οικονομικά για όσα προσφέρει στον σύλλογο. Αλλωστε, κάτι τέτοιο, τουλάχιστον στο χώρο του ποδοσφαίρου και των λοιπών ομαδικών αθλημάτων συμβαίνει στην πράξη κατά κόρον.

7.       Με το άρθρο 42 Ν. 4809/2021 ορθά καθιερώθηκε η ελεύθερη μεταγραφή για τους άνω των 19 ετών αθλητές. Θα έπρεπε όμως να καθιερωθεί  δια νόμου, κάτι που ήδη η νομολογία του ΑΣΕΑΔ έχει καθιερώσει, και η αποδέσμευση του ερασιτέχνη αθλητή από το σωματείο του για σπουδαίο λόγο ανεξαρτήτως ηλικίας. Το «κρέμασμα» του δελτίου αθλητή έχει πλέον ξεπεραστεί διεθνώς εδώ και δεκαετίες. Το ίδιο ισχύει και για την ελεύθερη πρόσβαση στην άθληση όλων των αλλοδαπών αθλητών, ανεξαρτήτως της χώρας προέλευσής τους, εφόσον νόμιμα διαμένουν στη χώρα.

8.       Για αθλήματα με προφανή επαγγελματική δραστηριότητα, εφόσον δεν έχουν αναπτυχθεί ΑΑΕ, θα έπρεπε να αναγνωρίζεται ιδία νομική προσωπικότητα στα τμήματα αμειβομένων αθλητών, τα οποία έχοντας δικό τους ΑΦΜ θα πρέπει να λειτουργούν αυτόνομα και χωρίς να επιβαρύνουν οικονομικά το ερασιτεχνικό σωματείο από το οποίο προήλθαν. Σε περίπτωση πτώχευσης οιασδήποτε μορφής οιουδήποτε επαγγελματικού αθλητικού μορφώματος, θα πρέπει ο ιδιοκτήτης του να ευθύνεται αλληλεγγύως, σε καμία περίπτωση τα χρέη δεν μεταβιβάζονται στο αθλητικό σωματείο και σε περίπτωση αναβίωσης αυτού, ο νέος ιδιοκτήτης θα πρέπει να αναλαμβάνει και τα χρέη του παλαιού.

 

Το ευρωπαϊκό μοντέλο

Το ευρωπαϊκό μοντέλο για τον αθλητισμό προσδιορίζεται κυρίως από τους δύο μεγάλους ευρωπαϊκούς οργανισμούς, την Ευρωπαϊκή Ενωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης, οι οποίοι μέσω της νομοθεσίας, των κανονισμών και των διεθνών κειμένων που εκδίδουν θέτουν στα κράτη μέλη τις κατευθυντήριες γραμμές εντός των οποίων και αυτά οφείλουν να νομοθετήσουν και να ασκήσουν την εξουσία τους σε σχέση με τον αθλητισμό.

Το ευρωπαϊκό μοντέλο του αθλητικού συλλόγου και της αθλητικής ομοσπονδίας δεν αφίσταται από αυτά που και εμείς σε Κύπρο και Ελλάδα γνωρίζουμε ως ισχύον καθεστώς. Φυσικά, η εφαρμογή των μοντέλων αυτών θα πρέπει πάντα να προσαρμόζεται στις ανάγκες και την αθλητική και κοινωνική πραγματικότητα κάθε κράτους μέλους. Διότι μια καλή πρακτική που άριστα εφαρμόζεται σε μια χώρα μπορεί να μην είναι εφαρμόσιμη σε μια άλλη, είτε λόγω της διοικητικής της διάρθρωσης, είτε λόγω της κατανομής του πληθυσμού της, είτε ακόμη και των εν γένει επικρατουσών συνθηκών.

Παρά το γεγονός ότι, και μετά από δικές μας επίμονες τοποθετήσεις σε διάφορα ευρωπαϊκά φόρα, ο αθλητισμός απέκτησε το δικό του «στασίδι» μέσα στο νομικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εν τούτοις μέχρι και σήμερα δεν κατάφερε να αποκτήσει ένα καθεστώς εξαίρεσης από την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, όπως πολλοί παράγοντες του αθλητισμού επίμονα επιδίωξαν.

Από την άλλη μεριά, επειδή το νομικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης μέχρι και σήμερα δεν έχει πάρει ακόμη την μορφή μιας ενιαίας, πλήρους και εφ΄ όλης της ύλης έννομης τάξης, οι νομικές επιπτώσεις του δικαίου της ευρωπαϊκής ένωσης στον χώρο του αθλητισμού, έτσι όπως προσδιορίζονται κυρίως από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και δευτερευόντως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφορούν ορισμένες μόνο, κυρίως τις οικονομικές διαστάσεις του αθλητισμού, οι οποίες σύμφωνα με την νομολογία των ανωτέρω οργάνων διέπονται από τις διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου, έστω και με ορισμένες, λόγω της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού, διαφοροποιήσεις 

Ηδη από την δεκαετία του 1970 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με της υποθέσεις Dona-Mantero και Walrave είχε αποφανθεί για την απαγόρευση των διακρίσεων με βάση την εθνικότητα και την εφαρμογή των αρχών της ελεύθερης διακίνησης υπηρεσιών και εργασίας στον αθλητισμό, ενώ κατά την δεκαετία του 1990 με την περίφημη απόφαση Bosman αποφάνθηκε με τρόπο καταλυτικό για τον ευρωπαϊκό αθλητισμό για την εφαρμογή της ελεύθερης κυκλοφορίας των επαγγελματιών αθλητών στην Ευρώπη. Ακολούθησε και πλήθος άλλων αποφάσεων προς την ίδια κατεύθυνση, που πλέον περιελάμβανε και ερασιτέχνες αθλητές, έτσι ώστε σήμερα να θεωρείται παγιωμένη η ελεύθερη διακίνηση επαγγελματιών αλλά και ερασιτεχνών αθλητών εντός των ορίων της ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ακολούθησε και ικανός αριθμός αποφάσεων σχετικά με τη εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού, κυρίως στις ευρωπαϊκές αθλητικές ομοσπονδίες, όπου και αυτές πλέον χαρακτηρίζονται ως επιχειρήσεις, καθόσον αφορά την και σε αυτές εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού (άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης Ε.Ε.)

Σε κάθε περίπτωση, όλες αυτές οι αποφάσεις αποτελούν ένα σαφή περιορισμό στην αυτονομία του αθλητικού κινήματος, και υποδηλώνουν ότι η κάθε είδους οικονομική δραστηριότητα στον αθλητισμό δεν μπορεί να εκφεύγει από την κοινοτική, άρα και την κρατική νομοθεσία, τηρουμένης βέβαια πάντα της αρχής της αναλογικότητας, όπως αναφέραμε στην αρχή και για την εφαρμογή του Συντάγματος στον αθλητισμό.

Πάντως, πρέπει να σημειώσουμε, ότι η επικρατούσα σήμερα άποψη, ιδιαίτερα στην Επιτροπή της Ε.Ε., η οποία έχει και σημαντικές αρμοδιότητες στον τομέα εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού, είναι μάλλον η πολιτική διευθέτηση της σχέσης Ε.Ε. και αθλητισμού, παρά η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού.

 Από την άλλη μεριά, το Συμβούλιο της Ευρώπης, και αυτό ήδη από την δεκαετία του 1980 άρχισε αργά αλλά σταθερά να απασχολείται με τα θέματα του αθλητισμού. Οι συμβάσεις για την βία στα γήπεδα, αργότερα για το ντόπινγκ, πιο πρόσφατα για την ασφάλεια των αθλητικών εγκαταστάσεων και την αντιμετώπιση της χειραγώγησης αγώνων, δείχνουν το έντονο ενδιαφέρον και τις κατευθύνσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη για μεγάλα προβλήματα του αθλητισμού.

Παράλληλα, από την δεκαετία του 1980 άρχισε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να ασχολείται με θέματα εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον Αθλητισμό. Πρώτη υπόθεση αυτού του είδους ήταν η υπόθεση Miuren, γνωστού Ολλανδού επαγγελματία ποδοσφαιριστή, ο οποίος προσέφυγε στο δικαστήριο επικαλούμενος το δικαίωμά του να επιλέγει ελεύθερα τον εργοδότη του σύλλογο.

Σήμερα, έχουν αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου πλήθος υποθέσεων που έχουν να κάνουν με την εφαρμογή της Σύμβασης Ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον αθλητισμό, όπως πχ του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή-25-3-2014), του άρθρου 3 (προστασία της αξίας του ανθρώπου, 9-11-2017), του άρθρου 5 (δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια, 7-3-2013 και22-10-2018), του άρθρου 6 (δίκαιη δίκη,31-7-2007,2-10-2018) του άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης 5-3-2009 , 22-1-2019 και 18-5-2021), του άρθρου 11 (ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, 7-3-2011, 27-10-2016), του άρθρου 14 (απαγόρευση διακρίσεων, 25-1-2021) κλπ.

 

 

To Κυπριακό μοντέλο

 

Βάσει της κείμενης κυπριακής νομοθεσίας περί ΚΟΑ και αθλητισμού γενικώτερα δεν παρατηρούμε ουσιαστικές διαφορές του κυπριακού από το ελληνικό μοντέλο.

Η έλλειψη ειδικής συνταγματικής πρόβλεψης για τον αθλητισμό αναπληρώνεται από τις γενικές αρχές περί αθλητισμού και τις σχετικές διατάξεις της κυπριακής νομοθεσίας, αλλά και από τις καθιερωμένες στην Κύπρο πρόνοιες περί αθλητισμού του Συμβουλίου της Ευρώπης. Επομένως ότι από συνταγματικής απόψεως ισχύει στην Ελλάδα, μπορούμε με ασφάλεια να υποστηρίξουμε ότι ισχύει και στην Κύπρο.

Στην Ελλάδα παρατηρούμε μια πολύ εκτεταμένη νομοθεσία, μια πολυνομία, που όμως συχνά φέρνει τα αντίθετα από το επιθυμητό αποτελέσματα, ενώ η πιο συγκεντρωμένη νομοθέτηση της Κύπρου είναι ευκολώτερα εφαρμόσιμη.

Ο ΚΟΑ ασκεί τις αντίστοιχες λειτουργίες της ΓΓΑ, με πολύ μεγαλύτερο όμως κύρος από την υποβαθμισμένη σήμερα ΓΓΑ, η οποία από επιτελική δημόσια υπηρεσία έχει καταλήξει σε υπηρεσία γραμματειακής υποστήριξης διαφόρων ανεξαρτήτων οργάνων, αρχών και επιτροπών.

Ο κυπριακός αθλητισμός, όπως και στην Ελλάδα, βασίζεται στο σωματειακό μοντέλο και στην λειτουργία της ομοσπονδίας ως οργανωτού του αθλήματός της. Η ειδική αθλητική αναγνώριση αποτελεί και εδώ προαπαιτούμενο για την λειτουργία σωματείων και ομοσπονδιών. Η διαφορά έγκειται στο ότι για την αναγνώριση αθλητικού σωματείου στην Ελλάδα είναι απαραίτητη η προηγούμενη εγγραφή του στην Ομοσπονδία, ενώ στην Κύπρο προηγείται η αναγνώριση και έπεται η εγγραφή στην ομοσπονδία.

Σε κάθε, πάντως, περίπτωση θα πρέπει να γίνεται σαφές, ότι η ειδική αθλητική αναγνώριση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, αφορά στην σχέση του αθλητικού σωματείου ή ομοσπονδίας με το κράτος και τα προνόμια, αλλά και δεσμεύσεις,  που προκύπτουν από την σχέση αυτή για σωματεία και αθλητές και όχι στο δικαίωμα για αθλητισμό, το οποίο δεν μπορεί να αφαιρείται από το άτομο σε περίπτωση έλλειψης της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης. Το θέμα αυτό αποτελεί νομικό πρόβλημα που ούτε και στην Ελλάδα έχει αντιμετωπισθεί μέχρι τώρα επαρκώς ούτε νομοθετικά ούτε νομολογιακά.

Οι κανονισμοί των ομοσπονδιών στην Ελλάδα εγκρίνονται για την νομιμότητά τους με απόφαση του Υπουργού, ενώ στην Κύπρο εγκρίνονται από την Βουλή και δημοσιεύονται στο ΦΕΚ. Νομίζω ότι οι κανονισμοί είναι ιδιωτικοί και όχι δημόσιοι κανόνες των ομοσπονδιών, και επομένως δεν χρήζουν δημοσίευσης σε ΦΕΚ.

Η αθλητική δικαιοσύνη και στις δύο χώρες ασκείται από τις ομοσπονδίες, αλλά και από κρατικό αθλητικό δικαστήριο (ΑΣΕΑΔ-ΑΔΕΑ). Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται στην Ισπανία.

Εκεί που παρατηρείται σοβαρό έλλειμα της κυπριακής νομοθεσίας είναι στη ρύθμιση του επαγγελματικού αθλητισμού και των σχέσεων που αναπτύσσονται εντός αυτού. Νομίζω ότι εδώ υπάρχει ανάγκη ειδικής νομοθεσίας, η οποία όμως για να αποδώσει θα πρέπει να είναι σωστά συναρθρωμένη με την υπάρχουσα αθλητική αλλά και εργατική νομοθεσία.

 

Συμπέρασμα

Η υπάρχουσα αθλητική νομοθεσία στην Κύπρο δεν διαφέρει ουσιαστικά από αυτήν της Ελλάδας, όπως όμως και εκείνη, χρήζει ενημέρωσης προκειμένου να συμβαδίσει με τα νέα δεδομένα του αθλητισμού στη σύγχρονη κοινωνία. Τυχόν νέα νομοθετική παρέμβαση στον κυπριακό αθλητισμό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις  αρχές της ορθής και ολιστικής νομοθέτησης, της χρηστής διακυβέρνησης, τις παγιωμένες πλέον περί αθλητισμού αρχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, την παγιωμένη σήμερα οικονομική, πολιτική και κοινωνική διάσταση του αθλητισμού, την απεξάρτηση από τις περί αθλητισμού ιδεοληψίες των περασμένων αιώνων, την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ νομοθετούμενης διάταξης και επιδιωκόμενου σκοπού και ιδιαίτερα την αρχή, ότι ο νόμος δεν μπορεί να επιτάσσει τα αδύνατα. Διότι μια πολύ καλή ιδέα ως σύλληψη, αν δεν ενταχθεί «ολιστικά» σε ένα ενιαίο και ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα νομικό σύστημα, μόνο ως  «μπάλωμα» μπορεί να λειτουργήσει, παραμένει δύσκολα εφαρμόσιμο, και τελικά μόνο προβλήματα επιφέρει. Αρκετές τέτοιες μη εφαρμόσιμες διατάξεις υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα, η ισχύς των οποίων συνεχώς αναβάλλεται, απλούστατα διότι απαιτούν πράγματα που δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Πολύ δε φοβούμαι, ότι και τα πρόσφατα νομοθετικά «μπαλώματα», πολύ σύντομα θα έχουν την ίδια κατάληξη.

Επομένως, οποιαδήποτε πρωτοβουλία για ενιαία αθλητική νομοθεσία στην Κύπρο θα πρέπει να λαμβάνει την επικρατούσα σήμερα νομική κατάσταση στην Ελλάδα όχι απαραιτήτως ως πρότυπο, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις και ως παράδειγμα προς αποφυγή.

Ελπίζω η παρούσα εισήγηση να δώσει αφορμή για συζήτηση ακόμη και για θέματα στα οποία λόγω χώρου και χρόνου δεν αναφερθήκαμε.

 

Ευχαριστώ για την προσοχή σας.

 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου