Η αθλητική δικαιοσύνη δεν είναι κομμάτι της δικαστικής εξουσίας , έτσι όπως την προσδιορίζει το Σύνταγμα.
Είναι μια διαδικασία που εντάσσεται στην ιδιωτικού δικαίου λειτουργία των (ιδιωτικών) αθλητικών σωματείων και ομοσπονδιών, με σκοπό την εφαρμογή του (ιδιωτικού) πειθαρχικού τους δικαίου και των (ιδιωτικών) κανονισμών λειτουργίας τους.
Το γεγονός ότι το κράτος παρεμβαίνει με διαφόρους τρόπους σ΄ αυτή τη λειτουργία δεν την καθιστά κρατική υπόθεση.
Ετσι, και όταν το κράτος επιβάλλει εν ενεργεία δικαστές στα δικαιοδοτικά όργανα του αθλητισμού, αυτοί δεν λειτουργούν εκεί με την δικαστική τους ιδιότητα, αλλά σαν πειθαρχικά όργανα της ομοσπονδίας και πρέπει να υπακούν και να εφαρμόζουν τους κανονισμούς, τις οδηγίες , αποφάσεις, εγκυκλίους κλπ της ομοσπονδίας.
Η περίφημη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία που εγγυάται το Σύνταγμα στους τακτικούς δικαστές, εδώ δεν ισχύει.
Επομένως, σαν πειθαρχικό όργανο της ομοσπονδίας, ο τακτικός δικαστής έχει τις ίδιες εγγυήσεις αμεροληψίας και ευθυκρισίας, όπως ο οποιοσδήποτε (νομικός ή μη) ήθελε ορισθεί από την ομοσπονδία σε αυτή τη θέση.
Διότι, στο νομικό μας σύστημα τεκμήριο εντιμότητας των τακτικών δικαστών έναντι του οποιουδήποτε άλλου δεν υφίσταται.
Ποια είναι, όμως, τα απαραίτητα προσόντα που πρέπει να συγκεντρώνει κάποιος, έτσι ώστε να έχει τα εχέγγυα της ορθής και αμερόληπτης κρίσης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του?
1. Πρέπει να γνωρίζει τον βιοτικό χώρο όπου λειτουργεί. Να είναι τουλάχιστον φίλαθλος και να παρακολουθεί, έστω και από μακριά, τα τεκταινόμενα στο χώρο.
2. Να είναι καλός νομικός και να γνωρίζει αθλητικό δίκαιο, είτε λόγω της εμπειρίας του στο χώρο είτε λόγω της επιστημονικής του κατάρτισης.
3. Να μην έχει άμεση επαγγελματική ή παραγοντική εμπλοκή με τα τεκταινόμενα του χώρου, η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει υπόνοιες μεροληψίας , συμπάθειας ή αντιπάθειας υπέρ ή κατά του οποιουδήποτε.
4. Να μην είναι εύκολα προσεγγίσιμος από τον οποιονδήποτε εμπλεκόμενο κατά την δικαιοδοτική του λειτουργία.
Η επιλογή αθλητικών δικαστών στο ποδόσφαιρο, αδιάφορο αν είναι τελικά τακτικοί δικαστές ή εν γένει νομικοί, θα πρέπει να κρίνεται με βάση τα παραπάνω τέσσερα κριτήρια. Το πώς αυτά διαμορφώνονται ως νομικές προϋποθέσεις της διαδικασίας επιλογής τους, είναι θέμα νόμου και κανονισμών, που πολύ εύκολα μπορούν να διατυπωθούν.
Απ’ εκεί και πέρα η διασφάλιση της αμεροληψίας τους εξαρτάται από την λειτουργική ανεξαρτησία τους έναντι των παραγόντων του ποδοσφαίρου (χωροταξική, γραμματειακή, οικονομική), διότι είναι αδιανόητο ο δικαστής να είναι καθ΄ οιονδήποτε τρόπο εξαρτώμενος από αυτόν που καλείται να δικάσει.
Τέλος, η σαφήνεια και πληρότητα των κανονισμών που καλούνται να εφαρμόσουν αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ευθυκρισίας τους, διότι δεν αφήνει περιθώρια για αμφίσημες ερμηνείες και αυθαίρετες αποφάσεις.
Είναι τόσο απλά και εύκολα τα πράγματα, αν πραγματικά θέλαμε να επαναφέρουμε την αξιοπιστία στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Το θέλουμε όμως?