ΙΔΕΑΔ

Γ. Πρίντεζης, Δικαίωμα συλλόγων και ποδοσφαιριστών σε ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων που εκδίδει το Διαιτητικό Αθλητικό Δικαστήριο (ΔΕΕ C-600/23)

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφασή του στην υπόθεση Royal Football Club Seraing, κατοχύρωσε το δικαίωμα των συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων που εκδίδει το Διαιτητικό Αθλητικό Δικαστήριο (ΔΕΕ C-600/23). Το ΔΕΕ επεσήμανε ότι στον χώρο του ποδοσφαίρου, όπως και πολλών άλλων αθλημάτων, η αποδοχή της υπαγωγής των διαφορών στη διαιτησία δεν είναι συνήθως αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης, αλλά επιβάλλεται μονομερώς στους αθλητές και στους συλλόγους από τις διεθνείς ομοσπονδίες, όπως είναι η Fédération internationale de football association (Διεθνής Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, FIFA). Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι απαραίτητο η προσφυγή στη διαιτησία να μην υπονομεύει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που διασφαλίζουν οι θεμελιώδεις κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους αθλητές, στους συλλόγους και, ευρύτερα, σε κάθε πρόσωπο που ασχολείται με επαγγελματικό άθλημα ή ασκεί οικονομική δραστηριότητα συνδεόμενη με το άθλημα αυτό. Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να μπορούν να διενεργούν, κατόπιν αιτήματος των πολιτών ή ακόμη και αυτεπαγγέλτως, ενδελεχή δικαστικό έλεγχο του ζητήματος αν οι αποφάσεις του Διαιτητικού Αθλητικού Δικαστηρίου (CAS) είναι σύμφωνες με τη δημόσια τάξη της Ένωσης. Επιπλέον, εάν εθνική ρύθμιση ή ρύθμιση θεσπισθείσα από αθλητική ομοσπονδία παρεμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να ασκήσουν τις εξουσίες τους, τα εν λόγω δικαστήρια υπέχουν την υποχρέωση να αφήσουν ανεφάρμοστη τη συγκεκριμένη ρύθμιση. Ιστορικό της υπόθεσης Το 2015, ένας βελγικός σύλλογος, η Royal Football Club Seraing (RFC Seraing), συνήψε συμβάσεις χρηματοδοτήσεως με την εδρεύουσα στη Μάλτα εταιρία Doyen Sports, οι οποίες προέβλεπαν τη μεταβίβαση στην εν λόγω εταιρία μέρους των οικονομικών δικαιωμάτων ορισμένων ποδοσφαιριστών του συλλόγου. Εκτιμώντας ότι συμβάσεις τέτοιου είδους παραβιάζουν την απαγόρευση να κατέχουν τρίτοι οικονομικά δικαιώματα επί ποδοσφαιριστών, η FIFA επέβαλε στον σύλλογο διάφορες κυρώσεις, συγκεκριμένα δε απαγόρευση μεταγραφών ποδοσφαιριστών για πλείονες μεταγραφικές περιόδους και πρόστιμο. Οι εν λόγω κυρώσεις επικυρώθηκαν από το CAS, το οποίο είναι το αρμόδιο σε παγκόσμιο επίπεδο όργανο επιλύσεως διαφορών στον χώρο του αθλητισμού, εν συνεχεία δε από το ελβετικό Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο. Αμφισβητώντας τον σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης χαρακτήρα των κανόνων της FIFA, η RFC Seraing προσέφυγε ακολούθως ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων. Τα δικαστήρια της ουσίας έκριναν ότι η διαιτητική απόφαση του CAS είχε καταστεί απρόσβλητη και είχε αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, με συνέπεια να αδυνατούν να επανεξετάσουν το ζήτημα αν οι κανόνες της FIFA είναι σύμφωνοί με το δίκαιο της Ένωσης. Επιληφθέν της υποθέσεως, το βελγικό Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο. Ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν είναι αποδεκτό, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, να μην επιτρέπεται στα εθνικά δικαστήρια, βάσει της αρχής του δεδικασμένου, να ελέγξουν διαιτητική απόφαση εκδοθείσα από το CAS και επικυρωθείσα από το ελβετικό Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, δηλαδή από δικαστήριο τρίτης χώρας το οποίο δεν μπορεί να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Η κρίση του ΔΕΕ Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικοί κανόνες βάσει των οποίων προσδίδεται τέτοιο εύρος στο δεδικασμένο αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, η εφαρμογή των εν λόγω κανόνων στερεί από τους ιδιώτες τη δυνατότητα να τύχουν, εκ μέρους των δικαστηρίων των κρατών μελών, ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου διαιτητικής αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο υπενθύμισε κατ’ αρχάς, ότι οι ιδιώτες έχουν κατ’ αρχήν δυνατότητα υπαγωγής των διαφορών τους σε διαιτησία, προσθέτοντας, πάντως, ότι εάν η διαιτητική κρίση πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή εντός της Ένωσης, απαιτείται να διασφαλισθεί ότι είναι σύμφωνη με το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης και την τήρηση της δημοσίας τάξεώς της. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, εν προκειμένω, η απόφαση του CAS εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν μηχανισμού διαιτησίας επιβληθέντος μονομερώς από διεθνή αθλητική ομοσπονδία (από τη FIFA), όπως συμβαίνει συχνά στις διαφορές σχετικά με τον αθλητισμό. Για τον ανωτέρω λόγο, το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία των αθλητών, των συλλόγων και των λοιπών ιδιωτών τους οποίους ενδέχεται να αφορά η εντός της Ένωσης άσκηση οικονομικής δραστηριότητας συνδεόμενης με τον αθλητισμό, οι διαιτητικές αποφάσεις που εκδίδει το CAS πρέπει να μπορούν να υποβάλλονται σε ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο. Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος έλεγχος, μολονότι μπορεί να έχει περιορισμένο χαρακτήρα προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαιτησίας, πρέπει εν πάση περιπτώσει να παρέχει στους ιδιώτες τη δυνατότητα ενδελεχούς δικαστικού ελέγχου του σύμφωνου χαρακτήρα των διαιτητικών αποφάσεων με τις αρχές και τις διατάξεις της δημοσίας τάξεως της Ένωσης. Επιπλέον, πρέπει να είναι δυνατή η λήψη προσωρινών μέτρων και η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Τέλος, σε περίπτωση κατά την οποία προβάλλεται παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού ή προσβολή ελευθερίας κυκλοφορίας, οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν από τα εν λόγω δικαστήρια όχι μόνον να διαπιστώνουν την παράβαση ή προσβολή και να υποχρεώνουν τον υπαίτιο σε αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν εξ αυτού του λόγου, αλλά και να διατάσσουν να παύσει η συμπεριφορά που συνιστά την εν λόγω παράβαση ή προσβολή. Επιπλέον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ένα εθνικό δικαστήριο υπέχει την υποχρέωση να αφήνει αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή ρύθμιση θεσπισθείσα από αθλητική ομοσπονδία η οποία παρεμποδίζει την αποτελεσματική δικαστική προστασία των ιδιωτών.
Νεότερη Παλαιότερη

نموذج الاتصال