ΕΠΙΤΕΛΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ( Εισήγηση κατά την ετήσια σύνοδο ΙΔΕΑΔ 22-11-2024)
Η σχέση πολιτικής και αθλητισμού είναι βαθιά και πολυδιάστατη, επηρεάζοντας τόσο την ανάπτυξη, όσο και την εξέλιξη του αθλητισμού σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η πολιτική παρέμβαση στον αθλητισμό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, διαμορφώνοντας την κατεύθυνση και τις δυνατότητές του, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που τον εργαλειοποιεί για κοινωνικούς, διπλωματικούς και ιδεολογικούς σκοπούς.
Καθώς η χρηματοδότηση αθλητικών υποδομών είναι συχνά πολιτική απόφαση, οι κυβερνήσεις επενδύουν σε αθλητικές υποδομές (γήπεδα, στάδια και αθλητικά προγράμματα) για να ενισχύσουν την υγεία των πολιτών, να προάγουν το αθλητικό ιδεώδες, να διαπλάσουν αθλητικά και πνευματικά τους νέους και να αναδείξουν τη χώρα διεθνώς. Παράλληλα, η διοργάνωση μεγάλων αθλητικών γεγονότων, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες ή το Παγκόσμιο Κύπελλο, συχνά αποτελεί κεντρικό πολιτικό στόχο για την προώθηση της εικόνας ενός κράτους. Η χρηματοδότηση αυτή, ωστόσο, συνοδεύεται συχνά από αντιπαραθέσεις σχετικά με την κατανομή πόρων, την προτεραιότητα έργων και την αποτελεσματικότητα των επενδύσεων.
Ο αθλητισμός ήδη από την αρχαιότητα έχει χρησιμοποιηθεί, πολλές φορές, ως μέσο προβολής εθνικής υπεροχής. Μέχρι σήμερα, οι επιτυχίες σε διεθνείς διοργανώσεις λειτουργούν ως δείκτης πολιτιστικής, κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Οι αθλητές συχνά γίνονται "πρέσβεις" της χώρας τους, ενισχύοντας το αίσθημα υπερηφάνειας και εθνικής ταυτότητας.
Ως εκ τούτου, η πολιτική παρέμβαση στον αθλητισμό μέσω της νομοθεσίας, της χρηματοδότησης, και των στρατηγικών κατευθύνσεων, μπορεί να έχει θετικές ή αρνητικές συνέπειες, ανάλογα με τον τρόπο που εφαρμόζεται. Σε μια προσπάθεια σταχυολόγησης της εν ευρεία έννοιας πολιτικής παρέμβασης στον αθλητισμό, θα λέγαμε ότι εκτείνεται σε τέσσερις άξονες: 1. τη νομοθετική ρύθμιση, 2. την οικονομική ενίσχυση, 3. τη διπλωματική χρήση και 4. την εκμετάλλευση για προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Στην πρώτη περίπτωση της νομοθετικής ρύθμισης, οι κυβερνήσεις θεσπίζουν νόμους για την αντιμετώπιση ζητημάτων όπως η διαφθορά, το ντόπινγκ και τη βία στα γήπεδα, ώστε, μέσω της νομοθεσίας, να διασφαλίζεται η διαφάνεια και η δικαιοσύνη στον αθλητισμό.
Όσον αφορά στην οικονομική ενίσχυση, η παροχή κονδυλίων για την ανάπτυξη του αθλητισμού είναι κρίσιμη, αλλά συχνά αμφισβητείται ο τρόπος κατανομής τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πόροι συγκεντρώνονται σε δημοφιλή αθλήματα, αφήνοντας άλλα λιγότερο ανεπτυγμένα.
Στο πεδίο της διπλωματίας ο αθλητισμός χρησιμοποιείται για την προώθηση πολιτικών σχέσεων και την επίλυση συγκρούσεων. Παράλληλα, όμως, μπορεί να γίνει αντικείμενο μποϊκοτάζ ή πολιτικών πιέσεων, όπως στις περιπτώσεις αποκλεισμού χωρών από διοργανώσεις (π.χ. μη συμμετοχή της Αμερικανικής αποστολής στους Ολυμπιακούς Αγώνες που διεξήχθησαν στη Μόσχα το 1980).
Τέλος, η πολιτική παρέμβαση αποσκοπεί στην εκμετάλλευση του αθλητισμού για λόγους κυρίως προπαγανδιστικούς και χειραγώγησης. Σε αρκετές περιπτώσεις, κυβερνήσεις εκμεταλλεύονται τον αθλητισμό για να προβάλουν την πολιτική τους ατζέντα. Η χρήση μεγάλων διοργανώσεων ως πλατφόρμα για την ενίσχυση της κρατικής ισχύος είναι ένα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Επιπλέον, καθώς ο αθλητισμός καθίσταται χώρος οικονομικής εκμετάλλευσης, κυρίως από ισχυρά οικονομικά κέντρα, η εξυπηρέτηση των ίδιων συμφερόντων διέρχεται μέσα από την ανάληψη κυβερνητικών πρωτοβουλιών. Η εμπλοκή της εκάστοτε κυβέρνησης στην τριγωνική σχέση οικονομικών κέντρων- κέντρων ανάληψης πολιτικών αποφάσεων και αθλητισμού, εξαρτάται από την πολιτική ατζέντα, τις εξαρτήσεις και προσωπικές διαβουλεύσεις κυβερνώντων, την ενεργή παρουσία οικονομικών κέντρων στον αθλητισμό και το εκάστοτε νομοθετικό πλαίσιο.
Με τον Ν. 4622/2019 συγκροτήθηκε το λεγόμενο «Επιτελικό Κράτος», γενικά χαρακτηριστικά του οποίου – σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου- αποτέλεσαν ο συντονισμός, η αποκέντρωση, η διαφάνεια και η ψηφιοποίηση. Στο πεδίο του αθλητισμού, βεβαίως, οι κυβερνητικές διαβεβαιώσεις, οι οποίες «ενυλώθηκαν» μέσω των νόμων 4726/2020 και 5025/2023, αποτέλεσαν γράμμα κενό και τούτο διότι, αφενός ενισχύθηκε η κεντρική διαχείριση από το Μέγαρο Μαξίμου και προωθήθηκε η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων προς τα υπουργεία και τις περιφερειακές αρχές, καθώς η ενίσχυση κεντρικής διαχείρισης και αποκέντρωση αρμοδιοτήτων δεν συμβιβάζονται. Τυχόν μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στους ΟΤΑ χωρίς την αντίστοιχη μεταβίβαση οικονομικών και ανθρώπινων πόρων αποτελεί ουσιαστικά παραίτηση από την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών.
Επιπλέον, επιχειρήθηκε οριζόντια μείωση της γραφειοκρατίας με την ανάθεση τελικής υπογραφής για όλες τις ατομικές διοικητικές πράξεις στους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων. Όμως όλες οι ατομικές διοικητικές πράξεις δεν έχουν ίδια βαρύτητα ή σπουδαιότητα για να αντιμετωπίζονται το ίδιο. Ούτε ο Γενικός Διευθυντής μιας υπηρεσίας διαθέτει το ειδικό βάρος για την λήψη και «πολιτικών» αρκετές φορές πράξεων, όπως π.χ. στο ποδόσφαιρο η άκριτη απαγόρευση μετακινήσεων φιλάθλων ανεξαρτήτως της βαρύτητας του υποτιθέμενου κινδύνου.
Η ανωτέρω ρύθμιση, σε συνδυασμό με την καθιέρωση του υπηρεσιακού γραμματέα στις δημόσιες υπηρεσίες, ο οποίος έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα επί θεμάτων διαχείρισης οικονομικών και ανθρώπινων πόρων, καθιστούν τη θέση του γενικού γραμματέα υπουργείου κυριολεκτικά άνευ αντικειμένου, αφού τις μεν ατομικές διοικητικές πράξεις εκδίδει πλέον ο γενικός διευθυντής ή ο υπηρεσιακός γραμματέας, ενώ τις κανονιστικές ο υπουργός.
Τόσο ο γενικός γραμματέας, όσο και οι 10-15 συνεργάτες του έχουν πλέον μεταβληθεί σε απλούς συμβούλους, συνεργάτες ή εντολοδόχους του εκάστοτε υπουργού, οι οποίοι επιβαρύνουν απλώς τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς να ασκούν καμία απολύτως διοικητική αρμοδιότητα.
Ορθώς υποστηρίχθηκε ότι ο νόμος εισάγει υπερβολικό έλεγχο από την πολιτεία στις αθλητικές ομοσπονδίες, κάτι που ενδέχεται να παραβιάζει την αυτονομία τους, ενώ απολύτως βάσιμη είναι και η ανησυχία αναφορικά με τον περιορισμό των θητειών γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκρούσεις με τις διεθνείς αθλητικές ομοσπονδίες, οι οποίες απαιτούν ανεξαρτησία των εθνικών οργανισμών. Δεν θα μπορούσε, βεβαίως, κανείς να παραγνωρίσει το γεγονός ότι μεταβολή του ανώτατου ορίου ηλικίας για την εκλογή των μελών των ομοσπονδιών, υπονομεύει θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα. Ως εκ τούτου, οι προγραμματικές εξαγγελίες περί διαφάνειας στον αθλητισμό, ήταν προσχηματικές, ενώ, εξ αντιδιαστολής, οι προσπάθειες περιορισμού της διαφάνειας, διανοίγει τον διάλογο αναφορικά με την άμεση κυβερνητική εμπλοκή στον χώρο του αθλητισμού και ειδικά στον τρόπο λειτουργίας και εκλογής των διοικήσεων.
Από την άλλη πλευρά η δημιουργία του μητρώου αθλητικών σωματείων (με στόχο την καταγραφή νόμιμων σωματείων) ορθώς επικρίθηκε, καθώς υποστηρίχθηκε ότι πολλά σωματεία αποκλείστηκαν από τις εκλογικές διαδικασίες λόγω τεχνικών ή γραφειοκρατικών θεμάτων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία καθυστερήσεων αναφορικά με τη χρηματοδότηση, επηρεάζοντας επί τα χείρω τη λειτουργία πολλών σωματείων, κυρίως σε επίπεδο ερασιτεχνικού αθλητισμού.
Ενδεικτικό της προχειρότητας νομοθέτησης, υπήρξε και η έλλειψη επαρκούς διάλογου με την αθλητική κοινότητα, τις ομοσπονδίες και τα σωματεία πριν την κατάθεση του νομοσχεδίου, κάτι που οδήγησε σε αντιδράσεις και έλλειψη αποδοχής από μεγάλο μέρος του αθλητικού χώρου.
Παρά τις επικρίσεις, η κυβέρνηση υπεραμύνθηκε του νόμου, δηλώνοντας ότι προωθεί τη διαφάνεια, την καλή διακυβέρνηση και την εξυγίανση του αθλητισμού. Οι υποστηρικτές της νομοθεσίας αναφέρουν ότι στοχεύει να αντιμετωπίσει παθογένειες δεκαετιών στον ελληνικό αθλητισμό.
Συμπεράσματα
Η πολιτική και ο αθλητισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι. Παρόλο που η πολιτική μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη του αθλητισμού, η υπερβολική πολιτικοποίησή του μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα, όπως ο αποκλεισμός αθλητών για πολιτικούς λόγους ή η εκμετάλλευση του αθλητισμού για προπαγανδιστικούς σκοπούς ή ακόμα και τη χειραγώγηση των πολιτών και της αγοράς. Επομένως, η ισορροπία μεταξύ πολιτικής παρέμβασης και αυτονομίας του αθλητισμού είναι κρίσιμη για τη διατήρηση του πνεύματος του αθλητισμού.
Επειδή ο αθλητισμός, και ειδικότερα το ποδόσφαιρο, αποτελεί πράγματι καθρέφτη της κοινωνίας, παρατηρούμε ότι και η παρέμβαση του κράτους σ΄ αυτή μέσω της εγκαθίδρυσης του «επιτελικού κράτους» είναι πανομοιότυπη με την παρέμβασή του στον αθλητισμό: Οριζόντιες παρεμβάσεις ψηφιακού κυρίως χαρακτήρα, οι οποίες διευκολύνουν μεν τη διαχείριση των πραγμάτων, λόγω όμως του οριζόντιου χαρακτήρα τους δεν μπορούν να εμβαθύνουν στην κατανόηση και επίλυση των πραγματικών προβλημάτων.
Ήδη λόγω της υποχρεωτικής εφαρμογής του μητρώου εμφανίζονται ποδοσφαιρικές ενώσεις χωρίς να μπορούν να διοργανώσουν ένα τοπικό πρωτάθλημα, σε συνδυασμό δε και με τους επιβληθέντες περιορισμούς εκλογιμότητας ( όρια ηλικίας, ποσοστώσεις κλπ.) να προβληματίζονται ακόμη και στην ανάδειξη διοικήσεων.
Και όλα αυτά, διότι για μια ακόμη φορά δεν ελήφθησαν υπόψη από τους νομοθετούντες, τόσο για τη δημόσια διοίκηση, όσο και για τον αθλητισμό, τα τρία βασικά προαπαιτούμενα της ορθής νομοθέτησης, τα οποία αποτελούν και την κεντρική ιδέα της φετινής συνόδου του ΙΔΕΑΔ: 1. Επαρκής νομική κατάρτιση επί του αντικειμένου της νομοθέτησης, 2. Επαγγελματική νομική εμπειρία των νομοθετούντων και 3. Κοινωνική συμμετοχή των νομοθετούντων στη διαχείριση του αντικειμένου. Ταυτόχρονα, απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση για τη διασφάλιση ότι ο αθλητισμός παραμένει μέσο προαγωγής της ειρήνης, της συνεργασίας και της ανθρώπινης ευημερίας.
Αθήνα, Νοέμβριος 2024
Σπύρος Ν. Χριστοφορίδης
Δικηγόρος LLM