ΙΔΕΑΔ

Γ. Πρίντεζης, Περί του εργασιακού καθεστώτος των προπονητών



(Εισήγηση στο πρόσφατο διεθνές συνέδριο προπονητικών φορέων στο αμφιθέατρο της ΕΟΕ)



Σκοπός της εισήγησης είναι να ενημερωθούν οι κ.κ. Σύνεδροι , σε γενικές γραμμές, για το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου ασκεί τα καθήκοντά του ο προπονητής, κατά την ελληνική έννομη τάξη
.
Σε πολλές από τις εκδοθείσες ΥΑ, ως ειδικοί κανονισμοί Προπονητών[1] για το κάθε άθλημα, ορθά ορίζεται ως Προπονητής το πρόσωπο το οποίο κατέχει σύμφωνα με τις διατάξεις των ειδικών κανονισμών και της κείμενης νομοθεσίας τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την αθλητική εκπαίδευση, επιμόρφωση και καθοδήγηση αθλητών κάθε επιπέδου και ηλικίας, αθλητικών σωματείων, τοπικών ενώσεων ή αθλητικών ομάδων για την προετοιμασία και συμμετοχή τους σε κάθε είδους αγωνιστικές δραστηριότητες του αθλήματος.

Ο Προπονητής διενεργεί σπουδαίο και πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη του αγωνιστικού αθλητισμού καθότι καταβάλλει την επιβαλλόμενη προσπάθεια να καταρτίσει να συντονίσει και να οργανώσει τις δυνάμεις των αθλητών του, να τους πείσει, να τους πειθαρχήσει, να τους εμπνεύσει και να οδηγήσει[2] αυτούς στον τελικό τους στόχο που είναι φυσικά η αθλητική νίκη.

Ο εν ισχύ Αθλητικός Νόμος χαρακτηρίζει ρητά τον προπονητή ως επαγγελματία ο οποίος ασκεί επάγγελμα νομοθετικά ρυθμιζόμενο και ανεξαρτήτως του επιπέδου της εκπαιδευτικής του κατάρτισης, απαιτείται ενημέρωση της Αρχής από αυτόν όπως ορίζει παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.3919/2011[3] καθότι η Πολιτεία ασκεί την κρατική εποπτεία ως προς την συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων  άσκησης αυτού του επαγγέλματος. Η πλήρης δε διαδικασία, περιγράφεται λεπτομερώς στον διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού.

Οι διαδρομές για την απόκτηση των τυπικών προσόντων για την άσκηση του επαγγέλματος είναι οι παρακάτω:
      i.        Τίτλος αυτοτελούς πιστοποιητικού ειδικότητας των ΣΕΦΑΑ όπως αυτό τελικώς ορίζεται με διάταξη μεταβατικής φύσεως[4], σύμφωνα με την οποία, όπου με τις διατάξεις του ν.2725/1999 και τις λοιπές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, απαιτείται ως τυπικό προσόν για τη χορήγηση άδειας άσκησης επαγγέλματος , την πρόσληψη, το διορισμό ή την επιλογή σε ορισμένη θέση, η κατοχή πτυχίου ΤΕΦΑΑ με κύρια ή πρώτη ειδικότητα σε συγκεκριμένο άθλημα[5] ή δίπλωμα ειδικότητας συγκεκριμένου αθλήματος ΤΕΦΑΑ, ή έννοια των όρων αυτών είναι ότι ο τίτλος περί του οποίου πρόκειται, στηρίζεται σε σπουδές που με βάση το εξατομικευμένο πρόγραμμα σπουδών που παρακολούθησε ο πτυχιούχος (υποχρεωτικά μαθήματα και μαθήματα επιλογής) καλύπτουν με πλήρη επάρκεια το γνωστικό αντικείμενο του αθλήματος. Την περί τούτου δε βεβαίωση χορηγεί το Τμήμα που χορήγησε τον εν λόγω τίτλο σπουδών. Η κατά τα ανωτέρω αναφορά ειδικότητας συγκεκριμένου αθλήματος σε τίτλο σπουδών που είχε χορηγηθεί από τα ΤΕΦΑΑ έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου (ΦΕΚ 193/τΑ/17.9.2013) επέχει θέση της ανωτέρω βεβαίωσης.

     ii.        Βεβαίωση επιτυχούς παρακολούθησης Σχολής Προπονητών της ΓΓΑ, διαδικασία η οποία κρίνεται αναγκαία καθότι τα ΣΕΦΑΑ λειτουργούν τμήματα σε περιορισμένο αριθμό αθλημάτων σε σχέση με τα αθλήματα τα οποία καλλιεργούνται από τις 48 Αθλητικές Ομοσπονδίες.

    iii.        Βεβαίωση Ισοτιμίας που εκδίδεται από την προβλεπομένη Επιτροπή Ισοτιμιών[6] της ΓΓΑ όπου έργο της Επιτροπής είναι η εξέταση των αιτήσεων με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και η διατύπωση γνώμης για την ισοτιμία σε κατόχους πτυχίων ή διπλωμάτων αναγνωρισμένων σχολών προπονητών του εξωτερικού ή άλλων αναγνωρισμένων σχολών της ημεδαπής. Με τη διαδικασία αυτή εξετάζονται και αιτήσεις αποφοίτων ΙΕΚ αντιστοίχων ειδικοτήτων μετά από την πιστοποίηση του ΕΟΠΠΕΠ. Προβληματισμό σχετικά με την ισοτιμία των τίτλων αποφοίτων από ΙΕΚ παρουσιάζει το γεγονός του τρόπου εξέτασης του πρακτικού μέρους των εξετάσεων από τον ΕΟΠΠΕΠ. Πρότασης τίθεται η εναρμόνισης των μελλοντικών εξετάσεων από τον ΕΟΠΠΕΠ με αυτές τις προβλεπόμενες στις σχολές προπονητών της ΓΓΑ.

Ασυμβίβαστο δημιουργείται α) με την ιδιότητα του μέλους αθλητικού σωματείου το οποίο καλλιεργεί τον ίδιο κλάδο άθλησης με τον εν ενεργεία προπονητή και β) η ιδιότητα του αθλητή με αυτή του προπονητή, για το άθλημα που αυτός ασκεί τα καθήκοντα του. Ερμηνευτικό δε πρόβλημα εδώ προκύπτει στην έννοια του εν ενεργεία προπονητή, καθότι ειδικά στα μη δημοφιλή αθλήματα παρατηρείται το φαινόμενο προπονητές που ισχυριζόμενοι ότι δεν εργάζονται για κάποιο διάστημα καίτοι παραμένουν στα οικεία μητρώα προπονητών, εγγράφουν τους εαυτούς τους σε αθλητικά σωματεία, ενεργοποιώντας έτσι το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.

Σημαντικό πρόβλημα που ανακύπτει στη πράξη είναι η διαβάθμιση των αδειών άσκησης του προπονητικού επαγγέλματος σε κατηγορίες, καθότι το άρθρο 31 αλλά και το άρθρο 136  παρ. 5, σε συνδυασμό με το ν.3919/2011, ορίζουν τις προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος, χωρίς περαιτέρω πρόβλεψη για διαβάθμιση τούτων σε κατηγορίες (Α,Β,Γ κλπ), η οποία μόνο στους ειδικούς κανονισμούς προπονητών ορισμένων αθλημάτων είναι δυνατόν να προβλέπεται[7]. Ιδιαίτερο νομικό πρόβλημα δημιουργεί και η άσκησης ορισμένων συγγενών επαγγελμάτων με αυτό του προπονητή, τα οποία όμως είναι άμεσα συνδεδεμένα με την καθοδήγηση του αθλούμενου για την άσκηση της δραστηριότητάς του (πχ εκπαιδευτής) . Το κενό αυτό καλείται να συμπληρώσει με νομοθετική ρύθμιση αρμοδιότητας του τμήματος Αθλητικού Τουρισμού, Εναλλακτικών Δραστηριοτήτων Αθλητικής Αναψυχής και Κατάρτισης της ΓΓΑ, ενεργοποιώντας τις αρμοδιότητες που του προσδίδει ο νόμος[8]
.  
Προπονητή, σύμφωνα με το νόμο[9] έχουν υποχρέωση να απασχολούν: α) Οι αθλητικές ομοσπονδίες και οι αθλητικές ενώσεις β) Οι αθλητικές ανώνυμες εταιρείες και τα τμήματα αμειβόμενων αθλητών γ) Τα αθλητικά σωματεία ία οποία καλλιεργούν ομαδικό άθλημα και συμμετέχουν σε πρωταθλήματα εθνικών κατηγοριών και σε τοπικό πρωτάθλημα πρώτης κατηγορίας. Με απόφαση του αρμόδιου για τον αθλητισμό Υπουργού, ύστερα από πρόταση της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας και της οικείας ομοσπονδίας ή συνδέσμου προπονητών, επιτρέπεται να επεκτείνεται η υποχρέωση απασχόλησης προπονητή σε άλλες κατηγορίες πρωταθλημάτων δ) Τα αθλητικά σωματεία που καλλιεργούν ατομικό άθλημα και έχουν αθλητές στη δύναμή τους ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ 18 ετών. Με την προβληματική αυτή διάταξη, γεννάται το εύλογο ερώτημα ποιος ασκεί και υπό ποίες προϋποθέσεις το επάγγελμα του προπονητή στις λοιπές κατηγορίες που δεν προβλέπει η διάταξη, όπως τα ατομικά αθλήματα των ενηλίκων.
 
Σημαντική για τις αμοιβές των προπονητών διάταξη αποτελεί και η παρ.8 του αρθ.31 σύμφωνα με την οποία σε προπονητές αθλητών που έχουν επιτύχει σημαντικές διακρίσεις χορηγείται ειδική οικονομική επιβράβευση, ανάλογη με αυτές που  προβλέπονται για τους αθλητές κατά τον αθλητικό νόμο. Ο προπονητής μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του σε πάνω από ένα αθλητικό φορέα της ειδικότητάς του καθώς και να ασκεί συγχρόνως και δεύτερο επάγγελμα θεωρείται δε ότι ασκεί νομίμως και τα δύο κύρια επαγγέλματα αξιώνοντας όλες τις αμοιβές , δώρα κλπ.. και από τις δύο πηγές[10].

Με την παρ. 6 του άρθ. 31 του ν.2725/1999[11] ορίζεται ως συστατικός ο έγγραφος τύπος της σύμβασης που αυτός συμβάλλεται με τον αθλητικό φορέα και στον οποίο ο προπονητής θα παρέχει τις υπηρεσίες του με πλήρη, μερική ή περιοδική απασχόληση εξαρτημένης εργασίας ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Η σχετική σύμβαση δε, για να είναι έγκυρη απαιτείται να κατατεθεί και να θεωρηθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. [12]διαφορετικά είναι άκυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, οπότε μπορεί μόνο να χρησιμεύσει μόνο ως αποδεικτικό στοιχείο για την ύπαρξη της υποκείμενης σχέσης και ενδεχομένων αξιώσεων αποζημίωσης του εργαζόμενου κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού[13]. Τούτο δε προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του νόμου, όπου ορίζεται ρητά ότι « επί πλέον από τούδε και στο εξής, η συνεργασία προπονητή και αθλητικού σωματείου ή φορέα πρέπει να αποδεικνύεται με έγγραφη σύμβαση»[14].

Ο προσδιορισμός της συμβατικής σχέσης μεταξύ προπονητή και αθλητικού φορέα ελέγχεται δικαστικά, ανεξάρτητα με τον όποιο χαρακτηρισμό απέδωσαν αρχικώς τα συμβαλλόμενα μέρη. Κριτήρια διάκρισης της νομικής μορφής[15] της παροχής των υπηρεσιών του προπονητή είναι:
      i.           η ελευθερία καθορισμού του τρόπου και του χρόνου προπόνησης, επιλογής νίκης και μεθόδων
     ii.          η εξάρτηση από τον εργοδότη, αθλητικό φορέα, τήρησης συγκεκριμένου ωραρίου, προσδιορισμένου κάθε φορά ανάλογα, η άσκηση εποπτείας και παροχή οδηγιών από τον εργοδότη
    iii.          η αποκλειστικότητα παροχής προπονητικών υπηρεσιών ως κύριο επάγγελμα
    iv.          η ιδιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες προπονητού ως φιλάθλου 

Στο χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού οι περισσότεροι προπονητές απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, λόγω του εύρους του χρόνου και των απαιτήσεων του αντικειμένου επιπροσθέτως δε ένεκα των συγκεκριμένων όρων και απαιτήσεων που θέτει ο εργοδότης αθλητικός φορέας, προς τον προπονητή. Το πρόβλημα νομικού προσδιορισμού της συμβατικής σχέσης, εστιάζεται περισσότερο στο χώρο του ερασιτεχνικού αθλητισμού όπου ο χρόνος απασχόλησης συνήθως είναι μειωμένος και ό έλεγχος και η εποπτεία του αθλητικού φορέα ελαστική προς το έργο του προπονητή, τείνοντας πολλάκις να προσιδιάζει η παροχή με σχέση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Στις περιπτώσεις δε, της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών προς τον αθλητικό φορέα, θα πρέπει να μας προβληματίσει, ειδικά για τα αθλήματα που από τη φύση τους έχουν έναν υψηλό δείκτη επικινδυνότητας, η ανάληψη από τον προπονητή της αντικειμενικής αστικής ευθύνης, που ως επιτηδευματίας πλέον αναλαμβάνει.

Ο νομικός όρος της «αντικειμενικής αστικής ευθύνης» είναι εξ ορισμού απαλλαγμένος από την ύπαρξη υπαιτιότητας και άμεσα συνδεδεμένος με τη διακινδύνευση ως κριτήριο καταλογισµού της ζημιάς, γεννώντας άμεσα την υποχρέωση αποζημίωσης προς τον ζημιωθέντα. 



[1] Παρ.9 του άρθρου 31 του ν.2725/99
[2] ΑΠ 14/1984 ΝοΒ33 (1985) 229, ΑΠ 429/1978 ΝοΒ 27 (1978) 196 Ιωαν. Αναγνωστόπουλος      Εργασιακές Σχέσεις στην Αθλητική Δραστηριότητα
[3] ν. 3919/2011 : Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων
[4] Παρ.25 του άρθρου 39 του ν.4186/2013
[5] Ειδικά για το ποδόσφαιρο, με τον κανονισμό προπονητών ποδοσφαίρου της ΥΑ 25533/2005 ΦΕΚ  773/τΒ/2005 σημαντικό ρόλο για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων προπονητών του ευρωπαϊκού χώρου έχει η κατηγοριοποίηση τούτων από την UEFA σε διπλώματα κατηγορίας σύμφωνα προς τις οποίες εναρμονίζεται η ισχύουσα κατηγοριοποίηση των υφιστάμενων διπλωμάτων προπονητών ποδοσφαίρου.
[6] Αριθμ. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΥΑ/ΔΕΑΕΑ/ΤΣΟΕΚ/203338/11653/2154/46 [ΦΕΚ2069/τΒ/15.06.2017]
[7] Α. Μαλάτος Παραδόσεις Αθλητικού Δικαίου σελ.437
[8] ΠΔ4 αρθ.70 παρ.2 εδαφ.γ όπως αυτό τροποποιήθηκε με τις παρ.2 και 4 του αρθ.59 του ν.4603/2019 ΦΕΚ 48/τΑ/14 Μαρ. 2019
[9] παρ.5 αρθ.31, ν.2725/1999
[10] Μον.Πρωτ.Αθηνών 1710/93 ΔΕΝ 1994, σελ.1193
[11] Τροποποιήθηκε με το άρθρο 75 παρ.2 του ν.3057/2002
[12] Εφ. Θεσσαλονίκης 2204/2001
[13] Α. Μαλάτος Παραδόσεις Αθλητικού Δικαίου σελ.442
[14] Ιωαν. Αναγνωστόπουλος Εργασιακές Σχέσεις στην Αθλητική Δραστηριότητα σελ.137
[15] Δημ. Παναγιωτόπουλος Εργασιακές Σχέσεις σελ. 103,104

Νεότερη Παλαιότερη

نموذج الاتصال