YOUTUBE

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Θ. Φορτσάκης, Η ανομία στον αθλητισμό




Θεόδωρος Φορτσάκης
Καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών
τ. Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Βουλευτής Επικρατείας ΝΔ

Η ανομία στον αθλητισμό

(Εισήγηση στην ετήσια σύνοδο του ΙΔΕΑΔ 29-10-2018) 

Διάγραμμα
Εισαγωγή
Α - Η νομοθέτηση στο πεδίο του αθλητικού δικαίου: διαδοχικές μεταβολές, τροπολογίες και φωτογραφικές διατάξεις
Β - Η μη εκτέλεση αθλητικών διατάξεων: παρατάσεις στην έναρξη ισχύος, μη έκδοση των προβλεπόμενων κανονιστικών πράξεων
Συμπεράσματα

Εισαγωγή[1]

Τις τελευταίες δεκαετίες απασχολεί όλο και περισσότερο το νομικό κόσμο το ζήτημα της καλής νομοθέτησης. Ο σύγχρονος νομικός δεν περιορίζεται στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, αλλά ενδιαφέρεται εξίσου για την ποιότητά τους, από άποψη νομοτεχνική, ουσιαστική και λειτουργική. Ένας νόμος πρέπει να χαρακτηρίζεται από πληρότητα, ενότητα και σαφήνεια, να αποτελεί έκφραση της γενικής θέλησης και να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Το ελληνικό Σύνταγμα περιλαμβάνει συγκεκριμένες ρυθμίσεις για τη νομοπαραγωγική διαδικασία, ιδίως στα άρθρα 73 έως 77, τα οποία ρυθμίζουν τη νομοθετική λειτουργία της Βουλής, αλλά και στο άρθρο 43, το οποίο ρυθμίζει την κανονιστική αρμοδιότητα της Διοίκησης.
Στις έννομες τάξεις όπου προβλέπονται δύο νομοθετικά σώματα, το δεύτερο (η Γερουσία ή Άνω Βουλή) διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη νομοτεχνική βελτίωση των νομοσχεδίων του πρώτου (Εθνοσυνέλευση ή Βουλή των Αντιπροσώπων ή, απλά, Βουλή).
Σε διεθνές επίπεδο προωθείται η εμβάθυνση της δημοκρατικής νομιμοποίησης των κανόνων δικαίου μέσω της συμμετοχικής δημοκρατίας. Ένας τέτοιος θεσμός είναι η δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση επί σχεδίων νόμων πριν να κατατεθούν στη Βουλή, που εισήχθη στο ελληνικό δίκαιο με το Ν. 4048/2012 «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης» (Α΄ 34). Μέχρι σήμερα δεν έχει πάντως μελετηθεί αν και σε ποιο βαθμό η πολιτική εξουσία λαμβάνει υπόψη τις σχετικές παρατηρήσεις των πολιτών.
Η ελληνική έννομη τάξη εξακολουθεί να διατηρεί μέχρι σήμερα όλες τις διαχρονικές της παθογένειες: έλλειψη σταθερότητας, ασφάλειας και σαφήνειας του δικαίου, πολυνομία, κακονομία και στρεψονομία, που όλα μαζί συνεπάγονται, με μια λέξη, ανομία[2].
Αν υπάρχει ένας τομέας που συγκεντρώνει όλες αυτές τις παθογένειες, αυτός δεν είναι άλλος από τον αθλητισμό. Η κατάσταση ανομίας δεν περιορίζεται μόνο στο ποδόσφαιρο, στο οποίο είναι αφιερωμένη η σημερινή ημερίδα. Προσδιορίζει ολόκληρη την αθλητική νομοθεσία και αφορά τόσο στη νομοθέτηση (Α) όσο και στην εκτέλεση των σχετικών κανόνων δικαίου (Β).

Α - Η νομοθέτηση στο πεδίο του αθλητικού δικαίου: διαδοχικές μεταβολές, τροπολογίες και φωτογραφικές διατάξεις

Το ελληνικό αθλητικό δίκαιο χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες μεταβολές της νομοθεσίας. Η ψήφιση ολοκληρωμένων αθλητικών νομοσχεδίων έχει γίνει η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Δηλαδή τη νομοθέτηση σε αθλητικά ζητήματα με πολυάριθμες τροπολογίες που προστίθενται ως «άλλες διατάξεις» σε άσχετα νομοσχέδια. Στο πλαίσιο αυτής της πρακτικής δεν λείπουν και οι λεγόμενες «φωτογραφικές» διατάξεις για την ατομική εξυπηρέτηση των κατά περίπτωση ωφελουμένων.
Αναφέρω συγκεκριμένα παραδείγματα προκειμένου να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος:
1) Για τις διαρκείς μεταβολές της νομοθεσίας:
α) Με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 4326/2015 «Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της βίας στον αθλητισμό και άλλες διατάξεις» (Α΄ 49/13-5-2015) ορίστηκε η ανασυγκρότηση των πειθαρχικών και δικαιοδοτικών οργάνων του ποδοσφαίρου, που αποτελούνται εφεξής από τακτικούς δικαστές (Πρωτοδίκες στα πρωτοβάθμια όργανα και Προέδρους Πρωτοδικών στα δευτεροβάθμια όργανα). Εντός του ίδιου έτους, με το άρθρο 67 παρ. 1, που, κατά τη γνωστή μέθοδο, περιλήφθηκε στις «άλλες διατάξεις του Ν. 4356/2015 (Α΄ 181/24-12-2015), η προαναφερόμενη διάταξη αντικαταστάθηκε με νέα, που καθορίζει επιπλέον τη συμμετοχή Αρεοπαγιτών και Προέδρων Εφετών στο Διαιτητικό Δικαστήριο Ποδοσφαίρου. Καθίσταται, λοιπόν, αντιληπτό με πόση προχειρότητα νομοθετεί η πολιτική εξουσία για ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως είναι η συμμετοχή τακτικών δικαστών στα πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα του ποδοσφαίρου. Ένα νέο νομικό καθεστώς μεταβάλλεται πριν να παρέλθει ούτε ένα έτος από την έναρξη ισχύος του.
β) Στο Ν. 2725/1999 «Ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις» (Α΄ 121) προστέθηκε, με το άρθρο 7 του Ν. 3057/2002 (Α΄ 239), άρθρο 41ΣΤ΄ για τον ποινικό κολασμό των αδικημάτων βίας με αφορμή αθλητικές διοργανώσεις. Το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε έκτοτε έξι φορές[3]! Ειδικότερα, η παράγραφος 6 αυτού, ενώ τροποποιήθηκε προς το αυστηρότερο με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν. 3472/2006 (Α΄ 135), τροποποιήθηκε και πάλι προς το ηπιότερο με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3773/2009 (Α΄ 120). Πώς, λοιπόν, να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα φαινόμενα βίας στις αθλητικές οργανώσεις, όταν ο ίδιος ο νομοθέτης αλλάζει διαρκώς άποψη για την ποινική μεταχείριση των δραστών;
2) Για τη διαρκή νομοθέτηση μέσω τροπολογιών:
α) Ο Ν. 4326/2015 (A΄ 49) είναι ο μοναδικός αμιγώς αθλητικός νόμος που έχει ψηφιστεί τα τελευταία χρόνια. Όλες οι άλλες ρυθμίσεις ψηφίστηκαν μέσω τροπολογιών. Ο δε Ν. 4373/2016 «Αναγκαίες ρυθμίσεις για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με το νέο Κώδικα Αντιντόπινγκ του Παγκόσμιου Οργανισμού Αντιντόπινγκ και άλλες διατάξεις» (Α΄ 49) περιλαμβάνει 25 άρθρα για το αντιντόπινγκ και... 29 άρθρα για τις «άλλες διατάξεις». Δηλαδή οι «άλλες διατάξεις» είναι περισσότερες από το κύριο αντικείμενο του νόμου!
β) Ο ίδιος ο βασικός αθλητικός Ν. 2725/1999 (Α΄ 121) έχει πλέον καταστεί ένα «κολλάζ» τροπολογιών. Στο μεγαλύτερο μέρος του έχει τροποποιηθεί σε τέτοια έκταση και τόσες πολλές φορές, ώστε δεν διατηρεί παρά ένα μικρό μέρος από τις αρχικές του διατάξεις.
Αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο ασκείται η νομοθετική λειτουργία. Εν προκειμένω, δηλαδή, η Βουλή, καίτοι φορέας άσκησης της νομοθετικής εξουσίας, περιορίζεται στην απλή «επικύρωση» των διατάξεων που μέσω τροπολογιών εισάγει ο εκάστοτε αρμόδιος υπουργός. Ωσάν δηλαδή η νομοθετική εξουσία να έχει στην πράξη εκχωρηθεί από τη Βουλή στην Κυβέρνηση[4].
3) Για τις λεγόμενες «φωτογραφικές» διατάξεις θα περιοριστώ να αναφερθώ στο άρθρο 34 του Ν. 2725/1999 με αντικείμενο τις παροχές σε διακρινόμενους αθλητές. Και αναφέρομαι στο συγκεκριμένο άρθρο, διότι καθίσταται ευχερώς αντιληπτό τι συμβαίνει όταν πρόκειται για διατάξεις που, όπως προανέφερα, έχουν ως αντικείμενο «παροχές». Το άρθρο αυτό έχει διαδοχικά τροποποιηθεί 10 φορές, από τις οποίες 6 φορές μόνο την τελευταία τριετία από την ίδια Κυβέρνηση[5]! Τέτοιες ρυθμίσεις, ενώ αρχικά προβλέφθηκαν για την έμπρακτη απόδοση τιμής και επιβράβευση της προσπάθειας των διακρινόμενων αθλητών, καταλήγουν συχνά να εξυπηρετούν συγκεκριμένα πρόσωπα ή αριθμό προσώπων, κυρίως για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Έτσι, με την πολύ πρόσφατη υπ’ αρ. 686/2018 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν αντισυνταγματικές επιμέρους διατάξεις της παραγράφου 8 του εν λόγω άρθρου, ως αντίθετες στις συνταγματικές αρχές της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Σ), της αξιοκρατίας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) και της ορθολογικής οργάνωσης της παρεχόμενης εκπαίδευσης (άρθρο 16 Σ), σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου/σκοπού. Συγκεκριμένα, κρίθηκαν οι αντισυνταγματικές οι διατάξεις που προβλέπουν: i) την πριμοδότηση αθλητών ακόμα και για επιτυχίες σε αθλητικούς αγώνες ήσσονος σημασίας, ii) την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών στις ανώτατες σχολές στο δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του 4,5% των προβλεφθεισών θέσεων, το οποίο παρίσταται αυθαίρετο ενόψει και του πάγιου χαρακτήρα της ρύθμισης αυτής, η οποία δεν προϋποθέτει οποιαδήποτε επίκαιρη εκτίμηση της δυνατότητας μιας σχολής για απορρόφηση σπουδαστών, και iii) την εισαγωγή διακριθέντος αθλητή σε σχολή της προτίμησής του, εφόσον συγκεντρώσει αριθμό μορίων τουλάχιστον ίσο με το 90% του αριθμού των μορίων του τελευταίου εισαχθέντος στη συγκεκριμένη σχολή στο ίδιο ακαδημαϊκό έτος, μετά την προσαύξηση του συνόλου των μορίων του από τις αθλητικές του διακρίσεις.
Αποτέλεσμα βέβαια αυτής της νομολογίας είναι να εγγραφεί ο αιτών στο πανεπιστήμιο ως υπεράριθμος, «χωρίς πάντως να θιγούν οι ήδη εισαχθέντες αθλητές», όπως ρητά αναφέρεται στην απόφαση. Δηλαδή χωρίς συγχρόνως να διαγραφούν από το πανεπιστήμιο όσοι παρανόμως εισήχθησαν σε αυτό. Οπότε μπορεί να ειπωθεί ότι, έστω προσωρινά, η πολιτική εξουσία πέτυχε τον -όποιο- σκοπό για τον οποίο θέσπισε τις διατάξεις αυτές.

Β - Η μη εκτέλεση αθλητικών διατάξεων: παρατάσεις στην έναρξη ισχύος, μη έκδοση των προβλεπόμενων κανονιστικών πράξεων

Περνώντας ακολούθως στο ζήτημα της εκτέλεσης των νόμων στο χώρο του αθλητισμού, δεν θα αναφερθώ στις πολυάριθμες διατάξεις που δεν προβλέπουν έννομες συνέπειες για την παραβίασή τους (leges imperfectae). Θα αναφερθώ όμως συνοπτικά σε παραδείγματα σχετικά με την πρακτική των παρατάσεων στην έναρξη ισχύος των νόμων, είτε με νεότερους νόμους είτε με κανονιστικές πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση νόμου. Και τέλος, θα αναφέρω παραδείγματα για την ευρεία χρήση νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων από τη Βουλή που όμως ουδέποτε υλοποιούνται με την έκδοση των προβλεπόμενων κανονιστικών πράξεων από τη Διοίκηση.
Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνω συγκεκριμένα τα εξής:
1) Για τις διαδοχικές παρατάσεις στην έναρξη εφαρμογής νόμου ή συγκεκριμένων διατάξεών του:
α) Αναφέρω την παράταση στην έναρξη ισχύος των κανονιστικών πράξεων του άρθρου 33 παρ. 9 του Ν. 2725/1999, όπως ισχύει[6], για την υποχρεωτική έκδοση κάρτας υγείας των αθλητών. Παράταση στην έναρξη ισχύος, παρόλο που ήδη ορίζεται ότι η πιστοποίηση της υγείας των αθλητών είναι υποχρεωτική και αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους σε προπονήσεις και αγώνες.
β) Υπενθυμίζω, αντιστοίχως, τις παλαιότερες παρατάσεις στην έναρξη ισχύος και άλλων διατάξεων του Ν. 2725/1999 ή των αντίστοιχων κανονιστικών πράξεων: i) του άρθρου 41 Ε για την ηλεκτρονική εποπτεία αθλητικών εγκαταστάσεων[7], ii) το ηλεκτρονικό εισιτήριο (άρθρο 41 Γ παρ. 6)[8], iii) την άδεια λειτουργίας αθλητικών εγκαταστάσεων (αρθρο 56Β[9]).
2) Για τη μη εφαρμογή αθλητικών διατάξεων λόγω μη έκδοσης των προβλεπόμενων κανονιστικών πράξεων:
α) Το άρθρο 127 του Ν. 2725/1999[10] περιλαμβάνει νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις για τα εξής:
i) Έκδοση προεδρικού διατάγματος μετά από πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού για τον καθορισμό του εν γένει τρόπου λειτουργίας του Ανώτατου Συμβουλίου Επίλυσης Αθλητικών Διαφορών (Α.Σ.Ε.Α.Δ.), τη διαδικασία συζήτησης των προσφυγών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την οργάνωση και λειτουργία του οργάνου.
ii) Έκδοση απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού για τη ρύθμιση των θεμάτων κοινής στέγασης, γραμματειακής και επιστημονικής υποστήριξης των δικαιοδοτικών οργάνων και επιτροπών των άρθρων 95, 119, 122 και 127 Β. Επίσης, έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού για την αποζημίωση των μελών των εν λόγω δικαιοδοτικών οργάνων.
β) Το άρθρο 128 ΣΤ΄ του ίδιου νόμου[11] περιλαμβάνει επίσης πλήθος νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων στο πλαίσιο της εφαρμογής των ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση του ντόπινγκ.
Πρόκειται για νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις με αντικείμενο τη ρύθμιση εξαιρετικά σημαντικών ζητημάτων, οι οποίες όμως μέχρι σήμερα ουδέποτε υλοποιήθηκαν.

Συμπεράσματα

Από την περιπτωσιολογία που ανέπτυξα στο πλαίσιο της εισήγησής μου, συνάγω συμπερασματικά τα εξής:
α) Η νομοθέτηση στο ποδόσφαιρο, αλλά και γενικότερα στον αθλητισμό, πόρρω απέχει από τις αρχές της καλής νομοθέτησης. Όχι μόνο με βάση τα διεθνή πρότυπα, αλλά και με όσα ορίζει το Σύνταγμά μας και ο σχετικός Ν. 4048/2012.
β) Η χαοτική κατάσταση του αθλητικού δικαίου, με τις διαδοχικές νομοθετικές μεταβολές, τις αλλεπάλληλες τροπολογίες, τις φωτογραφικές διατάξεις, τις παρατάσεις στην έναρξη ισχύος των νόμων, τη μη έκδοση των προβλεπόμενων κανονιστικών πράξεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί ή ότι συμβάλλει στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Η νομοπαραγωγική διαδικασία πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης. Δεν μπορεί λ.χ. η συνταγματική απαγόρευση προσθήκης ή τροπολογίας άσχετης με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου (άρθρο 74 παρ. 5 εδ. γ΄ Σ) να καθίσταται κενό γράμμα, μια συνταγματική lex imperfecta, επειδή εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου ως internum corporis του νομοθετικού σώματος. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να αναθεωρηθούν και οι συνταγματικές διατάξεις για την κανονιστική αρμοδιότητα της Διοίκησης.
Και πέρα από τη διασφάλιση των αυτονόητων, όπως είναι η διάκριση των εξουσιών και οι θεσμικές εγγυήσεις για την καλή λειτουργία τους, πρέπει να ασχοληθούμε επιτέλους με την εμβάθυνση της Δημοκρατίας. Αυτό προϋποθέτει τη θεσμική κατοχύρωση διαδικασιών και οργάνων προς τρεις κατευθύνσεις: α) ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στη νομοπαραγωγική διαδικασία, β) δημόσιος έλεγχος της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, και γ) ποιοτική αναβάθμιση των παραγόμενων κανόνων δικαίου τόσο από τη Βουλή όσο και από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση.



[1] Ο συγγραφέας ευχαριστεί το συνεργάτη του Αλέξανδρο Μαντζούτσο, Δικηγόρο, Δ.Ν., για τη συνεισφορά του στη συγγραφή του παρόντος.
[2] Για το φαινόμενο της κακής νομοθέτησης στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, βλ., αντί πολλών, Β. Σκουρή, Η κρίση της νομοθετικής λειτουργίας - καλύτερο δίκαιο με λιγότερους νόμους, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1987, αναδημοσίευση στο Προσανατολισμοί στο δημόσιο δίκαιο Ι, Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 59 επ.. Πρβλ. την πρόσφατη μελέτη των Δ. Σωτηρόπουλου – Λ. Χριστόπουλου, Πολυνομία, Κακονομία και Γραφειοκρατία στην Ελλάδα, διαΝΕΟσις, Νοέμβριος 2017, https://www.dianeosis.org/research/polynomia-kai-kakonomia/
[3] Με τα άρθρα 8 του Ν. 3207/2003 (Α΄ 24), 6 του Ν. 3262/2004 (Α΄ 173), 20 του Ν. 3472/2006 (Α΄ 135), του Ν. 3708/2008 (Α΄ 210), 34 παρ. 1 του Ν. 3773/2009 (Α΄ 120), του Ν. 4049/2012 (Α΄ 35), 4 του Ν. 4326/2015 (Α΄ 49).
[4] Για την τάση αποδυνάμωσης του κλασικού νομοπαραγωγικού ρόλου της Βουλής, τη νομοπαραγωγική δράση της Διοίκησης και τον αποφασιστικό ρόλο της Κυβέρνησης στην κατάρτιση των νόμων, βλ. σχετικά Ν. Αλιβιζάτο, Βουλή και κυβέρνηση στη νομοθετική λειτουργία, Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης 1/1981, σελ. 80-94.
[5] Με τα άρθρα 18 παρ. 8 του Ν. 3708/2008 (Α΄ 210), 17 του Ν. 3748/2009 (Α΄ 29), 53 του Ν. 4049/2012 (Α΄ 35), 38 του Ν. 4115/2013 (Α΄ 24), 11 παρ. 3 και 17 του Ν. 4326/2015 (Α΄ 49), 6 παρ. 5 της ΠΝΠ της 30ής-12-2015 (Α΄ 184), 23, 31-32, 44 και 47 του N. 4373/2016 (Α΄ 49), 66 παρ. 2 του Ν. 4410/2016 (Α΄ 141), 17 παρ. 1 του Ν. 4429/2016 (Α΄ 199) και 17 του Ν. 4479/2017 (Α΄ 94).
[6] Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 3708/2008 (Α΄ 210) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 4479/2017 (Α΄ 94).
[7] Όπως προστέθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3057/2002 (Α΄ 239) και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 5 του Ν. 3262/2004 (Α΄ 173), 1 παρ. 2 του Ν. 3372/2005 (Α΄ 187), 8 του Ν. 3708/2008 (Α΄ 210), 2 παρ. 8 και 10 του Ν. 4326/2015 (Α΄ 49).
[8] Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3372/2005 (Α΄ 187), τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 3708/2008, αντικαταστάθηκε εκ νέου με τα άρθρα 6 του Ν. 4049/2012 (Α΄ 35), 2 παρ. 7 του Ν. 4326/2015 (Α΄ 49), 66 παρ. 3 του Ν. 4410/2016 (Α΄ 141) και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 115 του Ν. 4446/2016 (Α΄ 240), 3 του Ν. 4479/2016 (Α΄ 94) και 37 του Ν. 4508/2017.
[9] Όπως προστέθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 4479/2017 (Α΄ 94).
[10] Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 του Ν. 3057/2002 (Α΄ 239). Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 14 του Ν. 3262/2004 (Α΄ 173) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 4049/2012 (Α΄ 35)
[11] Όπως προστέθηκε με το άρθρο 57 του Ν.3057/2002 (Α΄ 239), τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν. 3708/2008 (Α΄ 210), αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του Ν. 4049/2012 (Α΄ 35) και τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 123 του Ν. 4446/2016 (Α΄ 240).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου