ΙΔΕΑΔ

Σ. Μούζουλας, Η προβληματική σχετικά με τις συμβάσεις «Third Party Ownership» στο ποδόσφαιρο



Μούζουλας ΣπήλιοςΔ.Ν. – Δικηγόρος
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο 2018, σελ. 469 του περιοδικού Χρονικά ιδιωτικού Δικαίου και αφορά συμβάσεις «Third Party Ownership» στο ποδόσφαιρο, που θεμελιώνουν μελλοντική απαίτηση «τρίτου» ως προς ποδοσφαιρικό σύλλογο προσώπου, επί ποσών που θα προκύψουν από μεταγραφή ή από εισοδήματα ποδοσφαιριστή. Η FIFA, ως αρχή που έχει επιφορτιστεί με την εξουσία οργάνωσης του ποδοσφαίρου, ως αθλήματος, θεωρώντας ότι αυτές οι συμβάσεις δημιουργούν καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων, οι οποίες πλήττουν την ανεξαρτησία των ποδοσφαιρικών συλλόγων και, συνακόλουθα, την ακεραιότητα των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, έχει θεσπίσει την απόλυτη απαγόρευσή τους. Πλην όμως, ιδίως η νομολογία ελβετικών αθλητικών δικαστηρίων έχει αποδεχθεί τη νομιμότητα τέτοιων συμβάσεων. Ακόμη δε περισσότερο, η απόλυτη απαγόρευσή τους προσκρούει σε κανόνες του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και σε ρυθμίσεις εθνικού δικαίου και, υπό αυτή την έννοια, αναδεικνύεται ως μη νόμιμη.



I. Εισαγωγή
1. Η έκφραση «Third Party Ownership» (TPO) χρησιμοποιείται για να υποδηλώνει τη θεμελίωση δικαιώματος τρίτου προσώπου, επί της «οικονομικής» αξίας αθλητή, σε αντιδιαστολή με τα δικαιώματα που συνδέονται με την «αθλητική» του δραστηριότητα1. Ως τρίτος, νοείται δε οποιοδήποτε πρόσωπο πέραν του αθλητικού συλλόγου στον οποίο αγωνίζεται ο αθλητής. Αυτός ο σύλλογος είναι δικαιούχος του συνόλου των «αθλητικών» δικαιωμάτων του αθλητή. Με άλλες λέξεις, δεν νοείται «Third Party Ownership» σε σχέση με τα «αθλητικά» δικαιώματα του αθλητή, ο οποίος δεσμεύεται συμβατικά αποκλειστικά και μόνο με τον σύλλογο στον οποίο αγωνίζεται. Αντίθετα, η θεμελίωση δικαιώματος επί της «οικονομικής» αξίας του αθλητή προϋποθέτει μεν την ύπαρξη σύμβασης, στην οποία όμως ο αθλητής δεν θα είναι απαραίτητα μέρος. Η εκμετάλλευση τέτοιου δικαιώματος μπορεί συνεπώς να επιτευχθεί χωρίς τη συναίνεση του αθλητή. Η «οικονομική» αξία του τελευταίου συμβάλλει πάντως σημαντικά στη διαμόρφωση της πραγματικής του αξίας και, υπό αυτή την έννοια, επηρεάζει και την εξέλιξη της αθλητικής του δραστηριότητας. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο «τρίτος»-δικαιούχος «οικονομικού» δικαιώματος ενδέχεται να αποκτά καθοριστικό ρόλο στην αγωνιστική πορεία του αθλητή, την οποία υποκινεί η πραγματική αξία του.
2. Αυτή η ανάμιξη του «τρίτου», η συμπεριφορά του οποίου υπαγορεύεται από κριτήρια καθαρά οικονομικής φύσης, δημιουργεί πεδίο για συγκρούσεις συμφερόντων, από τη μία πλευρά αυτών του «τρίτου» και από την άλλη εκείνων του αθλητή ή και του συλλόγου στον οποίο αγωνίζεται. Όταν μάλιστα ο «τρίτος» έχει τέτοια δικαιώματα σε αθλητές διαφορετικών συλλόγων, ανταγωνιστικών μεταξύ τους, η σύγκρουση συμφερόντων μετατίθεται και στο επίπεδο των διοργανώσεων στις οποίες μετέχουν αυτοί οι σύλλογοι, με συνακόλουθο αποτέλεσμα τον κίνδυνο άσκησης επίδρασης και στην ίδια τη δομή στην οποία στηρίζονται αυτές οι διοργανώσεις, αφού ο συναγωνισμός των συλλόγων που μετέχουν σε αυτές, ενδέχεται να μην επιτελείται στη βάση παραμέτρων που σχετίζονται με μόνες τις αγωνιστικές επιδόσεις των ομάδων. Αυτός ο κίνδυνος αναδεικνύεται ειδικά στο ποδόσφαιρο, όπου η αξία ποδοσφαιριστών, ιδίως τα τελευταία έτη, έχει φθάσει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, ενώ διακινούνται συχνά κεφάλαια σημαντικού ύψους, μεταξύ συλλόγων, αλλά και με τη συμμετοχή παραγόντων που δεν συνδέονται με τον αθλητισμό.
3. Η προβληματική σχετικά με τις συμβάσεις «Third Party Ownership» στο ποδόσφαιρο, αναπτύσσεται, συνεπώς, με δεδομένη μία κατάσταση όπου η σύγκρουση συμφερόντων εγκυμονεί κινδύνους για την ακεραιότητα του αθλήματος. Η ίδια η ανάμιξη του «τρίτου» στο ποδόσφαιρο καταμαρτυρεί δε τις οικονομικές παραμέτρους που ενυπάρχουν πλέον στο συγκεκριμένο άθλημα. Αυτή η ανάμιξη, ωστόσο, θα πρέπει να επιτελείται κατά τρόπο που δεν θα διακυβεύει τις επιλογές των ποδοσφαιρικών ομάδων και των ποδοσφαιριστών με αποκλειστικό κριτήριο την αναζήτηση του μεγαλύτερου δυνατού οικονομικού οφέλους, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τον χαρακτήρα του ποδοσφαίρου ως αθλήματος. Ο πρώτος προβληματισμός που τίθεται, επομένως, έγκειται στο ερώτημα κατά πόσο οι συμβάσεις «Third Party Ownership» στο ποδόσφαιρο παραμένουν νόμιμες ή όχι (ΙΙΙ). Η καταφατική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα, η οποία προσδίδει στην προβληματική έναν θετικό προσανατολισμό, προκαλεί έναν δεύτερο προβληματισμό, αρνητικού αυτή τη φορά προσανατολισμού, κατά πόσο η ενδεχόμενη απαγόρευση της σύναψης τέτοιων συμβάσεων είναι παράνομη (IV). Η τοποθέτηση πάντως αυτής της προβληματικής στη σωστή της βάση, προϋποθέτει την προηγούμενη ανάλυση της πρακτικής των συμβάσεων «Third Party Ownership», σε συσχετισμό με τη στάση της FIFA, ως ρυθμιστικής αρχής στον τομέα του ποδοσφαίρου, απέναντι σε αυτή την πρακτική (ΙI). Σε κάθε δε περίπτωση, η αξιολόγηση των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει η προβληματική και τα οποία διαγράφουν την πιθανή εξέλιξη της νομικής αντιμετώπισης αυτών των συμβάσεων, διέρχεται, πρωταρχικά, από τον ρόλο που έχει αναλάβει και διαδραματίζει η FIFA (V).
ΙI. Οι συμβάσεις «Third Party Ownership» στην πράξη
4. Πρακτικά, η συμφωνία για την απόκτηση οικονομικών δικαιωμάτων επί της αξίας ποδοσφαιριστή, λαμβάνει διάφορες μορφές2. Είναι καταρχήν δυνατό ο «τρίτος» να συμβληθεί με ποδοσφαιρικό σύλλογο, ώστε να παράσχει σε αυτόν χρηματοδοτική συνδρομή, όταν ο σύλλογος δεν διαθέτει τα οικονομικά μέσα που θα του επέτρεπαν να αποκτήσει συγκεκριμένο ποδοσφαιριστή. Ο σύλλογος, από την πλευρά του, διαβεβαιώνει ότι το ποσό που θα έχει καταβάλει, κατά τα ανωτέρω, ο «τρίτος», θα αποδοθεί σε αυτόν, προσαυξημένο κατά ποσοστό από την υπεραξία που θα υπάρξει, όταν ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής που θα έχει αγοραστεί, μεταγραφεί σε άλλη ομάδα. Η απόδοση του ποσού στον «τρίτο» θα πραγματοποιηθεί δηλαδή από το ποσό που θα καταβληθεί για τη μεταγραφή του ποδοσφαιριστή και όχι από χρήματα που θα έχει τότε στη διάθεσή του ο σύλλογος από άλλη αιτία. Η χρηματοδότηση του «τρίτου» πάντως επιτελείται προς τον σύλλογο, χωρίς να δημιουργείται συμβατική σχέση μεταξύ του «τρίτου» και του ποδοσφαιριστή. Απλά ο σύλλογος παρέχει στον «τρίτο» δικαίωμα επί μέρους του ποσού που θα δικαιούται να λάβει από τη μεταγραφή, με την έννοια ότι ο «τρίτος» θα έχει απαίτηση να του καταβληθεί το συμφωνηθέν ποσό, που θα ενσωματώνει και το επίσης συμφωνηθέν ποσοστό επί της υπεραξίας η οποία θα προκύψει από τη μεταγραφή, ενώ στον σύλλογο θα παραμείνει το υπολειπόμενο αντίτιμο της μεταγραφής. Ανάλογη είναι η περίπτωση της χρηματοδότησης συλλόγου από «τρίτο», σε χρονικό σημείο το οποίο τοποθετείται εκτός της μεταγραφικής περιόδου και κατά το οποίο ο σύλλογος δεν είναι δυνατό να ανεύρει χρήματα από μεταγραφές ποδοσφαιριστών. Η αποπληρωμή του «τρίτου» συμφωνείται να πραγματοποιηθεί και πάλι από το ποσό που θα καταβληθεί για τη μεταγραφή συγκεκριμένου ποδοσφαιριστή ή συγκεκριμένων ποδοσφαιριστών, σε σχέση δε με το ποσό της χρηματοδότησης, το ποσό που θα αποδοθεί στον «τρίτο», θα είναι και πάλι προσαυξημένο, κατά ποσοστό επί της υπεραξίας από τη μεταγραφή του ποδοσφαιριστή ή των ποδοσφαιριστών. Εξυπακούεται πως στον σύλλογο θα παραμείνει, όπως στην προηγούμενη περίπτωση, το υπόλοιπο ποσό της μεταγραφής. Υπό αυτό το πρίσμα, τόσο στη μία περίπτωση όσο και στην άλλη, η χρηματοδότηση του συλλόγου, από τη σκοπιά του «τρίτου», ο οποίος αναμένει κέρδος από την υπεραξία που θα δημιουργηθεί κατά τη μεταγραφή, λαμβάνει τη μορφή της επένδυσης, αντικείμενο δε της επένδυσης συνιστούν τα «οικονομικά» δικαιώματα του ποδοσφαιριστή. Ο σύλλογος συνδέει, κατ’ ακολουθία, την υποχρέωση αποπληρωμής του ποσού της χρηματοδότησης με την πραγματοποίηση μεταγραφής του ποδοσφαιριστή, με τον «τρίτο» να αποκτά δικαίωμα επί μέρους του ποσού της μεταγραφής που περιλαμβάνει και το ποσοστό επί της υπεραξίας το οποίο θα έχει κάθε φορά συμφωνηθεί3.
5. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή, ωστόσο, ο «τρίτος» αποκτά συμβατική σχέση όχι με τον σύλλογο, αλλά με τον ποδοσφαιριστή. Ειδικότερα, ο «τρίτος» αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του τελευταίου να καλύψει το σύνολο των εξόδων, τα οποία σχετίζονται με την εκπαίδευσή του (κατοικία, ένδυση, διατροφή, σχολείο, ιατρική περίθαλψη, υλική υποδομή για την άθλησή του κ.λπ.), ο δε ποδοσφαιριστής παρέχει στον «τρίτο» δικαίωμα στα μελλοντικά του εισοδήματα, είτε αυτά προέρχονται από την αθλητική του δραστηριότητα είτε συνδέονται με αυτή, ή, γενικότερα, με την εικόνα (image) του, όπως π.χ. χορηγίες (sponsoring), διαφημίσεις κλπ. Προσκρούει όμως στο άρθρο 1 ν. 4694/304 η συμφωνία ότι ο «τρίτος» θα αποκτά δικαίωμα επί ποσοστού των εισοδημάτων του ποδοσφαιριστή, κατά τρόπο ώστε να λαμβάνει τα αντίστοιχα ποσά απευθείας από τον σύλλογο5, χωρίς αυτά να καταβάλλονται στον ποδοσφαιριστή6, ο δε σύλλογος, με την απόδοση των αντίστοιχων ποσών στον «τρίτο», θα απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής τους και στον ποδοσφαιριστή7. Στο ίδιο πλαίσιο ιδεών, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν επιτρέπεται η αναδοχή από τον σύλλογο του χρέους (της οφειλής) του ποδοσφαιριστή στον «τρίτο», ώστε η καταβολή των οφειλόμενων από τον ποδοσφαιριστή ποσών να επιτελείται στον τελευταίο. Το άρθρο 1 ν. 4694/30 δεν εφαρμόζεται πάντως στα εισοδήματα του ποδοσφαιριστή από άλλες πηγές, όπως π.χ. από χορηγίες ή από διαφημίσεις. Επομένως, συμβάσεις, με τις οποίες ποσά που συνιστούν τέτοια εισοδήματα, συμφωνείται να καταβάλλονται απευθείας στον «τρίτο», από τον εκάστοτε υπόχρεο καταβολής τους, είναι καθόλα νόμιμες, με την τήρηση των νόμιμων κάθε φορά προϋποθέσεων και διαδικασιών.
6. Το δικαίωμα που αποκτά ο «τρίτος», σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, έχει ως αντικείμενο μελλοντική απαίτηση, η οποία μεταβιβάζεται από τον δικαιούχο της, σύλλογο ή ποδοσφαιριστή, σε αυτόν. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις πάντως, το γεγονός που θα αποτελέσει την αιτία για την καταβολή ποσού, ως μέρος είτε του αντιτίμου για τη μεταγραφή είτε των αποδοχών του ποδοσφαιριστή, δεν είναι βέβαιο ότι θα συμβεί, ακόμη και εάν πιθανολογείται, περισσότερο ή λιγότερο. Πράγματι, η μεταγραφή μπορεί να μην επέλθει ποτέ, ή να επέλθει χωρίς τη δημιουργία υπεραξίας. Αντίστοιχα, ο ποδοσφαιριστής ενδέχεται να μην ενταχθεί σε οικονομικά εύρωστο σύλλογο, ή να ενταχθεί με αποδοχές μικρότερες από τις αναμενόμενες, το ύψος των οποίων δεν θα είναι σε θέση να καλύψει ούτε καν το ποσό που θα έχει δαπανήσει ο «τρίτος». Υπό αυτό το πρίσμα, η χρηματοδότηση από τον «τρίτο», εμφανίζει έντονα κερδοσκοπικές τάσεις, αλλά και κινδύνους, που χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα επενδυτικών κεφαλαίων. Στην πράξη πάντως, προβλέπονται στη σχετική σύμβαση ειδικοί όροι, οι οποίοι τείνουν να διασφαλίζουν την επιστροφή του ποσού της χρηματοδότησης στον «τρίτο», ενδεχόμενα δε και μία ελάχιστη απόδοση (minimum return), που θα δικαιούται να λάβει αυτός, σε κάθε περίπτωση. Αντίστοιχα, μπορεί να συμφωνηθεί και άλλης μορφής εξασφάλιση του «τρίτου», όπως, ενδεικτικά, ενέχυρο επί τίτλων, σύμβαση ασφάλισης κλπ.
7. Η έκφραση «Third Party Ownership», στο ποδόσφαιρο, κατ’ ακολουθία, υποδηλώνει μία αμφοτεροβαρή σύμβαση, με την οποία ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκτά, ως αντιπαροχή για μία χρηματοδοτική υπηρεσία που παρέχει, το δικαίωμα απόκτησης, από ποδοσφαιριστή ή από τον εργοδότη του, ενός ανταλλάγματος, που εκφράζεται σε ποσοστό επί της αξίας ενδεχόμενων μελλοντικών απαιτήσεων, οι οποίες συνδέονται με την καριέρα του ποδοσφαιριστή (δηλαδή απορρέουν από σύμβαση εργασίας του, από συμβάσεις μεταγραφών του, από συμβάσεις που αφορούν την εικόνα του ή τη συμμετοχή του σε διοργανώσεις κλπ.)8. Ο όρος «ownership», επομένως, δεν υποδηλώνει δικαίωμα επί του ίδιου του ποδοσφαιριστή, ο οποίος δεν είναι δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο «ιδιοκτησίας». Στην πρακτική πάντως, ακολουθούνται και άλλες εκφράσεις, για να κατονομαστούν τέτοιες συμφωνίες, περισσότερο ουδέτερες9, όπως «Third Party Arrangement» (TPA) «Economic Rights Participation Agreement» (ERPA). Είναι πάντως πέρα από κάθε αμφιβολία ότι αυτές οι συμβάσεις, με την παρεμβολή του «τρίτου», μετατοπίζουν την οικονομική και πολιτική ισορροπία της σχέσης μεταξύ του ποδοσφαιριστή και του συλλόγου στον οποίο αυτός αγωνίζεται10.
8. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το άρθρο 18bis του κανονισμού της FIFA για την κατάσταση και τις μεταγραφές των παικτών απαγορεύει στους συλλόγους να συνάπτουν σύμβαση, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος ή «τρίτο» να επηρεάσει την ανεξαρτησία του συλλόγου σε εργασιακά ή μεταγραφικά ζητήματα, καθώς και την πολιτική του ή τη λειτουργία των ομάδων του. Η εφαρμογή της απαγόρευσης έχει εξοπλιστεί με τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων από την πειθαρχική επιτροπή της FIFA, σε βάρος συλλόγου ο οποίος δεν θα έχει τηρήσει την απαγόρευση. Ο δεσμευτικός χαρακτήρας της τελευταίας, ωστόσο, περιορίζεται στους συλλόγους, οι οποίοι μόνοι υπόκεινται στη δικαιοδοσία της FIFA για την επιβολή κυρώσεων, πειθαρχικού χαρακτήρα, στη βάση της εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης του κανονισμού11. Στην πράξη όμως, η απαγόρευση παρακάμπτεται με την τεχνική του «bridge transfer», με την οποία ο «τρίτος» αποκτά σύλλογο – γέφυρα (bridge), για την πραγματοποίηση της μεταγραφής. Ειδικότερα, σύμφωνα με αυτή την τεχνική12, η οποία επιλέγεται όταν υπάρχει η πρόθεση ποδοσφαιριστής που απασχολείται στον σύλλογο Α να μετακινηθεί στον σύλλογο Β, η μεταγραφή του ποδοσφαιριστή διενεργείται πρώτα στον σύλλογο Γ (bridge), ο οποίος, μετά από την πάροδο μικρού χρονικού διαστήματος, συνάπτει σύμβαση για τη μεταγραφή του ποδοσφαιριστή με τον σύλλογο Β. Σε συνέχεια της ανωτέρω ρύθμισης του κανονισμού της FIFA, το αμέσως επόμενο άρθρο του, με αριθμό 18ter, επιπλέον, απαγορεύει, με ισχύ από 1η Μαίου 201513, στους συλλόγους και τους παίκτες να συνάπτουν με «τρίτο» συμβάσεις, με τις οποίες αναγνωρίζεται δικαίωμα στον τελευταίο να λαμβάνει μέρος ή το σύνολο ποσού που αντιστοιχεί σε μελλοντική μεταγραφή ποδοσφαιριστή, από έναν σύλλογο σε άλλον, ή οποιοδήποτε δικαίωμα σε σχέση με μελλοντική μεταγραφή ή με ποσό για μεταγραφή. Η πειθαρχική επιτροπή της FIFA δύναται δε να επιβάλει πειθαρχικές κυρώσεις, σε σύλλογο ή παίκτη, που δεν θα έχει τηρήσει τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η συγκριτική αντιπαράθεση αυτής της δεύτερης απαγόρευσης με την πρώτη, καταδεικνύει διαφοροποίηση του πεδίου εφαρμογής τους. Πράγματι, ενώ το πεδίο εφαρμογής και των δύο απαγορεύσεων καταλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες ποδοσφαιρικός σύλλογος είναι μέρος, το πεδίο εφαρμογής της δεύτερης απαγόρευσης καλύπτει και συμβάσεις στις οποίες συμβαλλόμενο μέρος είναι ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής. Αντίστροφα, όμως, η δεύτερη απαγόρευση περιορίζεται στο πεδίο των μεταγραφών ποδοσφαιριστών, ενώ η πρώτη εκτείνεται και σε συμφωνίες οι οποίες αφορούν εργασιακά ζητήματα του ποδοσφαιριστή.
9. Παραμένουν, ωστόσο, εκτός του πεδίου και των δύο απαγορεύσεων οι συμβάσεις μεταξύ «τρίτου» και ποδοσφαιριστή, με τις οποίες ο πρώτος αναλαμβάνει υποχρέωση έναντι του δεύτερου να χρηματοδοτήσει, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, την εκπαίδευσή του, έναντι ανταλλάγματος που θα καταβληθεί στο μέλλον από τον ποδοσφαιριστή, χωρίς την παρεμβολή του συλλόγου στον οποίο αυτός θα αγωνίζεται. Αρκεί το αντάλλαγμα που θα λάβει ο «τρίτος» να μη σχετίζεται με ποσό το οποίο θα προκύπτει από μελλοντική μεταγραφή του ποδοσφαιριστή. Οφείλει πάντως να επισημάνει κανείς ότι η απαγόρευση του άρθρου 18bis αρκούσε για να μην επιτρέπονται συμβάσεις με τις οποίες ο «τρίτος» θα αποκτούσε απαίτηση επί ποσοστού σε ποσό μεταγραφής που θα λάμβανε ο σύλλογος, αφού η θεμελίωση ενός τέτοιου δικαιώματος προϋποθέτει ότι ο σύλλογος θα είναι συμβαλλόμενο μέρος. Ανεξάρτητα πάντως από αυτή την παρατήρηση, η αναφορά του άρθρου 18ter στα ποσά και, γενικότερα, στα δικαιώματα που προκύπτουν από μεταγραφές ποδοσφαιριστών, εξανεμίζει, σε μεγάλο βαθμό, την προοπτική για τον «τρίτο» να αποκομίσει σημαντικά κέρδη από την εξέλιξη της καριέρας του ποδοσφαιριστή, αφού αυτά τα κέρδη επιτρέπεται να προέρχονται αποκλειστικά από τα εισοδήματα του ποδοσφαιριστή, η αύξηση των οποίων σε σημαντικό μέγεθος, τουλάχιστον στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, θα απαιτεί χρόνο, χωρίς δε να μπορεί να προεξοφληθεί ότι θα συμβεί, τουλάχιστον στο επιθυμητό επίπεδο. Υπό αυτή την οπτική γωνία, δεν θα υφίσταται επαρκές κίνητρο του «τρίτου» για την αναζήτηση τέτοιων συμφωνιών, αφού αυτός δεν θα μπορεί να είναι εκ των προτέρων βέβαιος, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση, για την επιτυχή εξέλιξη του ποδοσφαιριστή, σε επίπεδα που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για εισοδήματα μεγάλου ύψους.
10. Εξάλλου, εάν «τρίτος» έλθει σε συμφωνία με νέο αθλητή, ο οποίος επιδιώκει να ενταχθεί αργότερα σε ποδοσφαιρικό σύλλογο, ως παίκτης, και στον οποίο ο «τρίτος» διαβλέπει ταλέντο, που πιθανολογεί μία θετική εξέλιξή του, αναλαμβάνοντας τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσής του, με αντάλλαγμα μελλοντική απαίτηση που ο αθλητής θα αποκτήσει από την ένταξή του σε σύλλογο και από μεταγραφή του σε άλλο σύλλογο, το γεγονός ότι ο αθλητής δεν αγωνίζεται σε ομάδα, κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, δεν είναι δηλαδή παίκτης, καθιστά αυτόν επίσης «τρίτο» ως προς σύλλογο. Επομένως, σε μία τέτοια σύμβαση, συμβαλλόμενα μέρη θα είναι αφενός μεν ο «τρίτος»-χρηματοδότης και αφετέρου ο «τρίτος»-αθλητής (όχι παίκτης) και, κατ’ ακολουθία, το άρθρο 18ter φαίνεται να μην τυγχάνει εφαρμογής. Βέβαια, ο «τρίτος»-χρηματοδότης θα θεμελιώνει ίσως την ύπαρξη της απαίτησής του σε ποσό ή σε άλλο δικαίωμα που θα σχετίζεται με μεταγραφή του μελλοντικού ποδοσφαιριστή, απαίτηση η οποία όμως συνιστά το αντικείμενο της σύμβασης και την οποία δεν επιτρέπει να δημιουργηθεί η συγκεκριμένη διάταξη. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, αντικείμενο της απαγόρευσης, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 18ter, δεν συνιστά η απαίτηση, αλλά η σύμβαση, υποκείμενο της οποίας, για να εμπίπτει στην απαγόρευση, ως συμβαλλόμενο μέρος, θα είναι, υποχρεωτικά, σύλλογος ή παίκτης, όχι όμως και μελλοντικός παίκτης, ο οποίος παραμένει «τρίτος». Κάτω από αυτό το πρίσμα, υφίσταται βάσιμο επιχείρημα για να υποστηρίξει κανείς με συνέπεια, ακολουθώντας τη διατύπωση του άρθρου 18ter, ότι η απαγόρευση δεν καλύπτει συμβάσεις μεταξύ «τρίτων», ακόμη και εάν αφορούν ενδεχόμενες απαιτήσεις από μεταγραφές αθλητών, αλλά συνάπτονται πριν αυτοί καταστούν παίκτες ομάδων14. Στην πράξη πάντως, τέτοιες συμβάσεις φαντάζουν μάλλον ως θεωρητικό ενδεχόμενο, διότι αναδεικνύεται δυσχερές να πιθανολογήσει κανείς, ως «τρίτος», εκ των προτέρων την εξέλιξη ενός νέου αθλητή σε ποδοσφαιριστή μεγάλων προδιαγραφών, τα οικονομικά δικαιώματα του οποίου θα εμφανίσουν αξία τέτοιου ύψους που θα καθιστούν την επένδυση σε αυτά τα –μελλοντικά– δικαιώματα ελκυστική. Η διαπίστωση όμως και μόνον αυτού του κενού της διάταξης, που επιτρέπει την επέλευση των αποτελεσμάτων τα οποία η εφαρμογή της τείνει να αποτρέψει, φανερώνει την αδυναμία της σχετικής ρύθμισης.
11. Στο ίδιο πλαίσιο ιδεών, τίθενται εκτός του πεδίου εφαρμογής της απαγόρευσης των συμβάσεων «Third Party Ownership» και άλλες συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ «τρίτων», με αντικείμενο ποσά που θα προκύπτουν σε σχέση με μεταγραφές ποδοσφαιριστών ή, γενικότερα, θα αποτυπώνουν οικονομικά δικαιώματα ποδοσφαιριστών. Τέτοιες συμφωνίες θα συνιστούν π.χ. συμβάσεις με τις οποίες το ένα συμβαλλόμενο μέρος αναλαμβάνει έναντι του άλλου υποχρέωση καταβολής ποσού, ανάλογα με τη μελλοντική αξία του ποδοσφαιριστή, ιδίως ανάλογα με το ποσό που θα καταβληθεί σε περίπτωση μεταγραφής του ποδοσφαιριστή. Ωστόσο, σύλλογος ή ποδοσφαιριστής δεν θα δεσμεύονται από τέτοιες συμφωνίες, στις οποίες δεν θα είναι συμβαλλόμενο μέρος, πλην όμως, τα οικονομικά δικαιώματα ή τα ποσά που θα αναφέρονται στη σύμβαση, θα συνιστούν τη βάση υπολογισμού της υποχρέωσης του ενός μέρους έναντι του άλλου. Τέτοιες συμβάσεις βέβαια ενδέχεται να εμπίπτουν στην έννοια του στοιχήματος, οπότε, το επιτρεπτό τους καθορίζεται και με βάση τις εκάστοτε εφαρμοστέες στα στοιχήματα διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας. Ο κανονισμός της FIFA δεν καλύπτει όμως τέτοιες συμβάσεις, οι οποίες, εφόσον δεν έχουν ως υποκείμενο σύλλογο ή ποδοσφαιριστή, δεν είναι, τουλάχιστον κατά τεκμήριο και χωρίς τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων και καταστάσεων, σε θέση να επηρεάσουν την ανεξαρτησία συλλόγου ή να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ακεραιότητα ποδοσφαιρικών διοργανώσεων.
III. Η νομιμότητα των συμβάσεων «Third Party Ownership»
12. Στον αντίποδα των θέσεων της FIFA, όπως εκφράζονται στις διατάξεις των άρθρων 18bis και 18ter του κανονισμού για την κατάσταση και τις μεταγραφές των ποδοσφαιριστών, το διαιτητικό ομοσπονδιακό αθλητικό δικαστήριο της Ελβετίας, ως αρμόδιο για την εκδίκαση υποθέσεων στον τομέα του αθλητικού δικαίου, στις αποφάσεις του με αριθ. 2014/Ο/3781 και 2014/Ο/378215, έκρινε ότι οι συμβάσεις «Third Party Ownership» δεν είναι εκ προοιμίου μη νόμιμες. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, στην υπό κρίση υπόθεση, ένας πορτογαλικός σύλλογος είχε συνάψει, από το έτος 2012, τέτοιες συμβάσεις με επενδυτικό κεφάλαιο, με αντικείμενο τη χρηματοδότηση της απόκτησης δύο παικτών. Πριν όμως τη λήξη των σχετικών συμβάσεων, ο σύλλογος μετέβαλε την οργανωτική δομή του και η νέα διοίκησή του αρνήθηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απέρρεαν από αυτές τις συμβάσεις, για την καταβολή των προκαθορισμένων ποσών, επικαλούμενη τη μη εγκυρότητα των συμφωνιών με βάση το εφαρμοστέο στη διαφορά ελβετικό δίκαιο. Το δικαστήριο, στο οποίο προσέφυγε το επενδυτικό κεφάλαιο, σε πρώτο βαθμό, δεν διέβλεψε στο περιεχόμενο αυτών των συμβάσεων ελάττωμα που θα έβλαπτε το κύρος τους, υπό το πρίσμα των άρθρων 19 και 20 του ελβετικού κώδικα ενοχών.
13. Η απόφαση του δικαστηρίου δέχθηκε επιπλέον ότι η σύμβαση δεν μπορεί να κριθεί ως αντίθετη με τα χρηστά ήθη, διότι ο σύλλογος, ο οποίος δεν ήταν σε θέση αδυναμίας έναντι του αντισυμβαλλομένου του και, αντίθετα, διέθετε την απαραίτητη προς τούτο εμπειρία, συμβλήθηκε κατά την ελεύθερη βούλησή του, χωρίς να υφίσταται προφανής δυσαναλογία στην κατάσταση των συμβαλλομένων μερών. Το δικαστήριο τόνισε εξάλλου ότι ο έλεγχος της συμβατότητας της σύμβασης με τα χρηστά ήθη πρέπει να επιτελείται με αντικειμενικά κριτήρια, χωρίς να λαμβάνονται προς τούτο υπόψη τα κίνητρα των συμβαλλομένων μερών, η δε έλλειψη τέτοιας συμβατότητας θα εκτιμάται υπό στενή έννοια. Πέρα από αυτό, το γεγονός ότι μία σύμβαση συνάπτεται κάτω από δυσανάλογες για τα μέρη συνθήκες, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει αυτή ως μη συμβατή με τα χρηστά ήθη. Υπό αυτή την οπτική γωνία, η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι όροι της σύμβασης που προβλέπουν καταμερισμό του οφέλους, σε περίπτωση μελλοντικής μεταγραφής, συνιστούν συνήθη πρακτική, μεταξύ ποδοσφαιρικών συλλόγων. Το δε ελβετικό δίκαιο αναγνωρίζει ως έγκυρες τις μεταβιβάσεις μελλοντικών απαιτήσεων, όπως και την ενεχύραση τέτοιων απαιτήσεων. Στη συνέχεια, το ομοσπονδιακό δικαστήριο, κρίνοντας την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από την ενάσκηση ενδίκου μέσου από τον σύλλογο, χαρακτήρισε την επίδικη σύμβαση ως «συμμετοχικό δάνειο», στο οποίο δεν εφαρμόζονται οι περιορισμοί του ύψους των τόκων και οι διατάξεις για την τοκογλυφία. Στην πραγματικότητα, κατά την άποψη του δικαστηρίου, δεν υφίσταται ανισορροπία της κατάστασης των συμβαλλομένων μερών, αλλά το καθένα από αυτά υπόκεινται στους κινδύνους οι οποίοι του είναι γνωστοί και κατανοητοί, αυτοί δε οι κίνδυνοι, πρακτικά, θεμελιώνουν την ιδιαιτερότητα της μεταξύ τους συμφωνίας.
14. Αξίζει να υπογραμμιστεί πάντως ότι ο σύλλογος ισχυρίστηκε πως οι επίδικες συμβάσεις περιόριζαν υπέρμετρα την ελευθερία του. Το συγκεκριμένο επιχείρημα εγγράφεται στο ίδιο πλαίσιο ιδεών που εκφράζει το άρθρο 18bis του κανονισμού της FIFA, το οποίο αναφέρεται στη δυνατότητα επηρεασμού της «ανεξαρτησίας» του συλλόγου από τη σύμβαση με τον «τρίτο». Η απάντηση του δικαστηρίου σε αυτόν τον ισχυρισμό, επομένως, αποκτά αυξημένη σημασία και για την αξιολόγηση της ρύθμισης αυτού του άρθρου. Ο ισχυρισμός δεν έγινε πάντως δεκτός, με την αιτιολογία ότι ο συμβατικός περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας δεν θεωρείται υπέρμετρος, υπό το πρίσμα της εφαρμογής του άρθρου 27(2) του ελβετικού αστικού κώδικα, παρά μόνον εάν αφήνει το μέρος που ενέχει υποχρέωση, στην αυθαίρετη κρίση του αντισυμβαλλομένου του, καταργεί την οικονομική του ελευθερία ή την περιορίζει σε μέτρο κατά το οποίο οι βάσεις της οικονομικής του ύπαρξης τίθενται σε κίνδυνο. Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, η πρωτοβουλία για τη σύναψη της σύμβασης λήφθηκε από τον σύλλογο, ο οποίος αναζήτησε το επενδυτικό κεφάλαιο, με σκοπό να επιτύχει τη χρηματοδότησή του από αυτό, για την απόκτηση των ποδοσφαιριστών. Ο σύλλογος διέθετε δε την απαιτούμενη εμπειρία για μία τέτοια συναλλακτική σχέση, ενώ απέκτησε τους ποδοσφαιριστές ελεύθερα, ύστερα από διαπραγματεύσεις ενός μηνός, οι οποίες διεξήχθησαν με τη συνδρομή ειδικών προς τον σύλλογο. Το δικαστήριο συμπέρανε επομένως ότι η σύμβαση δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη.
15. Ο σύλλογος όμως προέβαλε και τον ισχυρισμό ότι η έννοια των χρηστών ηθών προσλαμβάνει μία ιδιαίτερη σημασία και αποκτά ένα ειδικό περιεχόμενο στον τομέα του αθλητισμού γενικότερα και του ποδοσφαίρου ειδικότερα, ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο οι ποδοσφαιριστές να καθίστανται αντικείμενο κερδοσκοπίας. Η απάντηση του δικαστηρίου υπήρξε σαφής, προς την κατεύθυνση της απόρριψης μίας εννοιολογικής οριοθέτησης της δημόσιας τάξης και των χρηστών ηθών ενόψει της ισχύος τους στον τομέα του αθλητισμού και, ειδικότερα, του ποδοσφαίρου, προβάλλοντας ως επιχείρημα, για αυτή του τη στάση και τις πρακτικές δυσχέρειες όχι μόνο για τον προσδιορισμό ενός ιδιαίτερου περιεχομένου αυτής της νομικής έννοιας στον συγκεκριμένο τομέα, αλλά και, γενικά, για την εξειδίκευση αυτού του περιεχομένου ανά τομέα δραστηριότητας. Εξάλλου, με μία τέτοια ειδική εννοιολογική οριοθέτηση, πέραν του ότι θα σχετικοποιείτο και θα κατακερματιζόταν η έννοια των χρηστών ηθών, θα επερχόταν, ως αντανακλαστικό αποτέλεσμα, η αναγνώριση στη FIFA, η οποία έχει επιφορτιστεί μόνο με το καθήκον θεσμοθέτησης, οργάνωσης και εποπτείας της διεξαγωγής ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, αρμοδιότητας και στον τομέα της ερμηνείας αρχών και κανόνων του θετού δικαίου, στο οποίο η ίδια υπόκειται, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων της. Η ανασφάλεια δικαίου που θα δημιουργείτο από ένα τέτοιο αποτέλεσμα, κάθε άλλο παρά αμελητέα αναδεικνύεται, αφού η FIFA, ο ρόλος της οποίας δεν θα μπορούσε να εκτείνεται στη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης, όπως αυτή διαγράφεται από το θετό δίκαιο, θα έθετε δικά της κριτήρια για την εξειδίκευση του περιεχομένου των χρηστών ηθών ως νομικής έννοιας.
16. Από την άλλη πλευρά πάντως, ο τομέας του αθλητισμού γενικότερα και του ποδοσφαίρου ειδικότερα εμφανίζει ιδιαιτερότητες, οι οποίες, ιδίως στο επίπεδο των μεταγραφών ποδοσφαιριστών, προκρίνουν την ελάττωση του πεδίου παρέμβασης των κρατικών αρχών και την τόνωση της τάσης για αυτορρύθμιση του αθλήματος, με την υιοθέτηση κανόνων από τις αθλητικές αρχές. Ειδικά η διεξαγωγή μίας ποδοσφαιρικής διοργάνωσης απαιτεί τη συνεργασία μεταξύ ανταγωνιστικών μεταξύ τους συλλόγων, ενώ διατηρείται η αναγκαιότητα διατήρησης ενός ελάχιστου βαθμού αβεβαιότητας των αποτελεσμάτων των αγώνων, η οποία εξασφαλίζει την αξία αυτών των διοργανώσεων16. Η ρυθμιστική παρέμβαση στο ποδόσφαιρο, έχει, κατά συνέπεια, ως απώτερο στόχο, πρωταρχικά, τη διαφύλαξη της ακεραιότητας και του δίκαιου χαρακτήρα των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, χωρίς όμως να μειώνεται και η σημασία που αποδίδεται στην προώθηση της εκπαίδευσης των ποδοσφαιριστών, η οποία συνδράμει τα μέγιστα στην επιτυχία αυτών των διοργανώσεων. Σε τελική ανάλυση, στην αγορά του ποδοσφαίρου ενυπάρχουν ιδιαιτερότητες, οι οποίες γίνεται δεκτό ότι θεμελιώνουν τη δικαιολόγηση της αναγνώρισης παρεκκλίσεων, ιδίως κατά την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης17.
17. Στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των παραπάνω στόχων και στη βάση των ειδικών χαρακτηριστικών της αγοράς του ποδοσφαίρου, η πολιτικού χαρακτήρα «συμφωνία του 2001», που συνάφθηκε μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της FIFA, έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία ενός πλέγματος ειδικών κανόνων που διέπουν τις μεταγραφές ποδοσφαιριστών, από την ίδια τη FIFA, η οποία ενέταξε αυτούς τους κανόνες στον σχετικό κανονισμό της. Σε συνέχεια αυτής της συμφωνίας, το 2008, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέστησε φανερό το ενδιαφέρον της για τη δημιουργία κανόνων σχετικά με την εκπαίδευση των γηγενών ποδοσφαιριστών (home grown players)18. Ωστόσο, αυτό το ειδικό καθεστώς, που έχει τεθεί για τη λειτουργία της αγοράς του ποδοσφαίρου και που προκύπτει από τη ρυθμιστική παρέμβαση της FIFA και των αρμόδιων εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών, εφαρμόζεται εντός του πλαισίου που διαγράφει το θετό δίκαιο, διεθνικό και εθνικό. Το πεδίο παρέμβασης της FIFA και των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών δεν καταλαμβάνει και την εφαρμογή των αρχών και κανόνων του θετού δικαίου, οι οποίοι δεσμεύουν αυτές τις ομοσπονδίες. Η ανωτέρω νομολογία του αθλητικού διαιτητικού δικαστηρίου επισημαίνει τούτο, ειδικά για την εννοιολογική οριοθέτηση των χρηστών ηθών, η οποία παραμένει στο πεδίο του θετού δικαίου και δεν εισέρχεται στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της FIFA.
18. Στην παραπάνω υπόθεση που αποτέλεσε αντικείμενο κρίσης από το αθλητικό διαιτητικό δικαστήριο, ο σύλλογος προέβαλε επίσης τον ισχυρισμό ότι η σύμβαση προκάλεσε βλάβη των δικαιωμάτων της προσωπικότητας και άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων των ποδοσφαιριστών (εξαναγκαστική εργασία και ανθρώπινη αξιοπρέπεια). Αυτός ο ισχυρισμός επαναλαμβάνει την ευρέως υποστηριζόμενη άποψη, όπως εκφράζεται στην πλέον ακραία της μορφή, ότι οι συμβάσεις «Third Party Ownership» οδηγούν τους εργαζόμενους-ποδοσφαιριστές σε «καθεστώς δουλείας», συνιστούν δε μέσο για την εκμετάλλευση αυτών ως ατόμων και, κατ’ ακολουθία, προσβάλλουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό υποστηρίζεται ότι συμβαίνει, πολύ περισσότερο, στην περίπτωση κατά την οποία ο «τρίτος» χρηματοδοτεί, κατά τα ανωτέρω, την εκπαίδευση του ποδοσφαιριστή, καθόσον, τότε, ο «τρίτος» δύναται να ασκεί άμεση επίδραση στον ποδοσφαιριστή, ο οποίος αφενός μεν «εγκαταλείπει», εκ των προτέρων, μέρος των «οικονομικών» του δικαιωμάτων, αφετέρου δε υπόσχεται την τήρηση μίας συμπεριφοράς η οποία θα αποβλέπει στην επαύξηση της αξίας αυτών των δικαιωμάτων19. Αλλά και στις άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες η σύμβαση συνάπτεται μεταξύ του «τρίτου» και του συλλόγου, τονίζεται ότι ο ποδοσφαιριστής όχι μόνο δεν έχει συναινέσει σε αυτή, αλλά ούτε καν έχει απαραίτητα ενημερωθεί για την ύπαρξή της. Και σε αυτό το σημείο, αποτυπώνεται η αναλογία του ισχυρισμού που διατυπώθηκε, με τη ρύθμιση του άρθρου 18bis του κανονισμού της FIFA, ο οποίος θεμελιώνει την απαγόρευση των συμβάσεων με «τρίτο» στον επηρεασμό εργασιακών ζητημάτων. Μεταξύ αυτών των ζητημάτων, πρωταρχική θέση καταλαμβάνει και ο προβληματισμός, ο οποίος, στην κατάφασή του, έχει επανειλημμένα διατυπωθεί, ως επιχείρημα σε βάρος της νομιμότητας των συμβάσεων «Third Party Ownership», κατά πόσο αυτές είναι δυνατό να συνιστούν προσβολή της αρχής της ελεύθερης διακίνησης των εργαζομένων, της ελεύθερης διαπραγμάτευσης των όρων εργασίας και της ελεύθερης επιλογής εργοδότη. Η αναφορά του συλλόγου, κατά τη διατύπωση του ισχυρισμού του, σε «εξαναγκαστική εργασία» λαμβάνει θέση και σε αυτή την προβληματική. Η απάντηση του δικαστηρίου σε αυτόν τον ισχυρισμό θεμελιώθηκε πάντως περισσότερο σε πραγματική παρά σε νομική βάση: η επίκληση της προσβολής των συμφερόντων των συγκεκριμένων ποδοσφαιριστών, στην οποία προέβη ο σύλλογος, δεν συμβιβαζόταν με το γεγονός ότι αυτός είχε προσφύγει πολλές φορές στον μηχανισμό των συμβάσεων «Third Party Ownership». Δεν μπορεί συνεπώς να αντλήσει κανείς, από την απόφαση, νομική επιχειρηματολογία για μία γενικευμένη και νομικά αιτιολογημένη απάντηση, ως προς τη βασιμότητα του επιχειρήματος που προτάθηκε, ώστε να προβεί και σε αξιολόγησή του.
19. Ανεξάρτητα πάντως από τη θέση του δικαστηρίου σχετικά με το συγκεκριμένο επιχείρημα του συλλόγου, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι αντικείμενο των συμβάσεων «Third Party Ownership» δεν συνιστά ο ποδοσφαιριστής, ως πρόσωπο, αλλά «οικονομικά» δικαιώματα του ποδοσφαιριστή. Τα δε δικαιώματα που αποκτά ο «τρίτος» από τη σύμβαση, είναι ενοχικής φύσης. Επομένως, ο ποδοσφαιριστής διατηρεί το δικαίωμά του να επιλέξει τον σύλλογο στον οποίο θα αγωνίζεται, ως εργοδότη του, όπως και να παραμείνει σε αυτόν ή να μεταγραφεί σε άλλον, συνάπτοντας νέα σύμβαση εργασίας με τον τελευταίο. Αντίστροφα, ο «τρίτος» δεν δικαιούται να επιβάλει στον ποδοσφαιριστή σε ποιον σύλλογο θα αγωνίζεται, ακόμη και εάν μπορεί –όπως είναι φυσικό– να τον παροτρύνει να επιλέξει άλλον σύλλογο, στον οποίο θα αγωνίζεται, προς όφελος όμως και του ποδοσφαιριστή. Τέτοια παρότρυνση ενδέχεται δε να υπάρξει και από τον ίδιο τον σύλλογο στον οποίο αγωνίζεται ο ποδοσφαιριστής, όταν ο σύλλογος κρίνει ότι η μεταγραφή του θα δημιουργήσει υπεραξία την οποία θα καρπωθεί, ή ακόμη και από τον ατζέντη του ποδοσφαιριστή20. Σε κάθε περίπτωση, ο ποδοσφαιριστής απολαμβάνει την προστασία που παρέχουν σε αυτόν οι σχετικοί κανόνες του εργατικού δικαίου, οι οποίοι εφαρμόζονται για τους όρους εργασίας του στον συγκεκριμένο σύλλογο όπου αυτός αγωνίζεται21. Η δε σύμβαση «Third Party Ownership» οφείλει να μην παραβιάζει αυτούς τους, υποχρεωτικής εφαρμογής, κανόνες. Κατά συνέπεια, η όποια κερδοσκοπία του «τρίτου» επιδιώκεται στη βάση της ικανότητας του ποδοσφαιριστή να παράγει προσόδους, τις οποίες απολαμβάνει και ο σύλλογος στον οποίο αγωνίζεται ο ποδοσφαιριστής. Η προοπτική δε επαύξησης της αξίας του ποδοσφαιριστή δημιουργεί τάσεις κερδοσκοπίας και για αυτόν τον ίδιο, αφού η αύξηση της αξίας του θα συνεπάγεται και την αύξηση των αποδοχών του22.
IV. Το παράνομο της απαγόρευσης των συμβάσεων «Third Party Ownership»
20. Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η απόλυτη απαγόρευση των συμβάσεων «Third Party Ownership», όπως προβλέπεται στον κανονισμό της FIFA, ως μέτρο που επιβάλλεται από αυτή, με την ιδιότητά της ως μία αρχή ιδιωτικού δικαίου και που απολήγει στον αποκλεισμό επιχειρήσεων από την ενάσκηση οικονομικής δραστηριότητας στην αγορά του ποδοσφαίρου, ενέχει στοιχεία που την καθιστούν μη νόμιμη, καταρχήν υπό το πρίσμα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η απαγόρευση συνιστά απόφαση ένωσης επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 101 της Συνθήκης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία παρεμποδίζει, περιορίζει ή νοθεύει τον ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς, αφού, στην πραγματικότητα, ελαττώνει τις δυνατότητες και τις τεχνικές επένδυσης και απολήγει σε αποκλεισμό όλων των φορέων, πλην των ποδοσφαιρικών συλλόγων, από την αγορά, επηρεάζοντας, με αυτόν τον τρόπο, το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών23. Η δε FIFA, ακριβώς επειδή υπαγορεύει τη συμπεριφορά των ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών, κατέχει κυρίαρχη θέση στην αγορά του ποδοσφαίρου. Εξάλλου, η παραδοχή της παρεμπόδισης, του περιορισμού ή της νόθευσης του ανταγωνισμού, με την απαγόρευση των συμβάσεων «Third Party Ownership» από τη FIFA, καταμαρτυρούν την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης από αυτή24. Ακόμη δε και εάν η FIFA αιτιολογεί την απόφασή της να θεσπίσει την απαγόρευση, με την επίκληση της αναγκαιότητας διαφύλαξης της ακεραιότητας των διοργανώσεων που διεξάγονται υπό την αιγίδα της, ή της ανεξαρτησίας των ομάδων που μετέχουν σε αυτές τις διοργανώσεις, αυτοί οι λόγοι δεν θεμελιώνουν την ύπαρξη γενικού συμφέροντος το οποίο θα πρέπει να διαφυλαχθεί και το οποίο δικαιολογεί την επιβολή της απαγόρευσης και, συνακόλουθα, την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού25. Πολύ δε περισσότερο, η FIFA στερείται της νομιμοποίησης που θα της επέτρεπε να παρέμβει, κατ’ ανάγκη, για να ρυθμίσει τις συμβάσεις «Third Party Ownership»26. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν είναι νόμιμο το όποιο μέτρο, με το οποίο αποκλείεται ο ανταγωνισμός, όσο και δικαιολογημένο, απαραίτητο και μη δυσανάλογο είναι, η δε συγκεκριμένη απαγόρευση, πρακτικά, θέτει εκτός αγοράς τις επιχειρήσεις οι οποίες προσφέρονται για την παροχή υπηρεσιών νόμιμης, κατά τα ανωτέρω, χρηματοδότησης27.
21. Επιπρόσθετα, η απαγόρευση των συμβάσεων «Third Party Ownership» αναδεικνύεται αντίθετη και με την αρχή της ελεύθερης διακίνησης των κεφαλαίων, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον η χρηματοδότηση επιτελείται με την κίνηση κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 63 της Συνθήκης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμφωνα με την περιπτωσιολογία που περιέχεται στο παράρτημα 1 της οδηγίας 88-361 της 24ηςΙουνίου 1988. Οφείλει βέβαια να επισημανθεί εξίσου ότι η επιδίωξη της αποτροπής της διενέργειας φορολογικής απάτης και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα θα μπορούσε θεωρητικά να δικαιολογήσει τη λήψη περιοριστικών της κίνησης κεφαλαίων μέτρων, ως λόγο διαφύλαξης του γενικού συμφέροντος. Πλην όμως, αυτή η διαφύλαξη αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατικών αρχών και όχι της FIFA, η οποία δεν συνιστά παρά ιδιωτική οντότητα του ελβετικού δικαίου, που, δεν δικαιούται να αναγορευτεί από μόνη της, χωρίς δηλαδή την απαραίτητη προς τούτο διακρατική ή κρατική εξουσιοδότηση, σε θεματοφύλακα της διεθνούς και της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης, ακόμη δε περισσότερο να επικαλεστεί μία ελάφρυνση του ελέγχου της αναλογικότητας, τον οποίο καθιστά επιτακτικό το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης28. Σε κάθε δε περίπτωση, μία απόλυτη απαγόρευση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά αναλογικό μέτρο, το οποίο θα αναγνωριζόταν ως τέτοιο από τις ευρωπαϊκές αρχές29.
22. Ειδικά το άρθρο 18ter του κανονισμού αναδεικνύεται ευθέως αντίθετο και με τα άρθρα 49, 54 (ελεύθερη εγκατάσταση) και 56 (ελεύθερη παροχή υπηρεσιών) της Συνθήκης και 15 (επαγγελματική και εργασιακή ελευθερία) και 16 (ελευθερία του επιχειρείν) του Χάρτη των βασικών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης30. Ανεξάρτητα πάντως από αυτό το συμπέρασμα, στο μέτρο που οι συμβάσεις «Third Party Ownership» προκαλούν μεγαλύτερο αριθμό μεταγραφών, περισσότερο ευνοούν παρά παρεμποδίζουν τη διακίνηση των ποδοσφαιριστών. Υπό αυτή την οπτική γωνία, στην πραγματικότητα, η απαγόρευση της σύναψης τέτοιων συμβάσεων είναι αυτή που προβάλλει ως εμπόδιο στην ελεύθερη μετακίνηση των ποδοσφαιριστών, ακόμη και εάν δεν αποκλείει τελείως τη μεταγραφή τους από τον έναν σύλλογο σε άλλον. Η παρεμπόδιση δε της ελεύθερης μετακίνησης είναι αυτή που δεν επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης31. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υιοθετεί μία αυτόνομη και δυναμική θεώρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, εκτείνοντας την έννοια του «πράγματος» σε κάθε στοιχείο που ενέχει περιουσιακή αξία ή οικονομική χρησιμότητα, με συνακόλουθο αποτέλεσμα να περιλαμβάνονται σε αυτή την έννοια και ασώματα περιουσιακά στοιχεία, όπως απαιτήσεις και νόμιμες προσδοκίες. Η δε ιδιοκτησία προστατεύεται στη βάση δύο επιμέρους δικαιωμάτων: του δικαιώματος διάθεσης και του δικαιώματος εκμετάλλευσης. Η απαγόρευση των συμβάσεων «Third Party Ownership» αναιρεί όμως τη δυνατότητα ελεύθερης ενάσκησης αυτών των δικαιωμάτων. Από τη σκοπιά του ποδοσφαιριστή, αυτός περιορίζεται ως προς τη χρήση μελλοντικών απαιτήσεων που θα αποκτήσει έναντι του εργοδότη του – ποδοσφαιρικού συλλόγου ή έναντι χορηγών του, ενώ μειώνονται και οι δυνατότητες για να επιτύχει την εκπαίδευσή του. Από τη σκοπιά του συλλόγου, η απαγόρευση τον στερεί από μελλοντικές απαιτήσεις που συνδέονται με μετακινήσεις παικτών και που θα μπορούσε πιθανά να αποκτήσει, δια μέσου τέτοιας σύμβασης32.
23. Η επιβολή της απαγόρευσης των συμβάσεων «Third Party Ownership» από τη FIFA παραγνωρίζει και την πρακτική που εφαρμόζεται στον τομέα της δανειοδότησης επιχειρήσεων με μετρητά. Πράγματι, ο φορέας που παρέχει το δάνειο, αναζητεί εξασφάλιση για την επιστροφή του ποσού του δανείου, αποκτώντας δικαίωμα επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, τέτοια περιουσιακά στοιχεία μπορεί δε να συνιστούν και μελλοντικές απαιτήσεις του τελευταίου. Αυτός ο φορέας, εξάλλου, ως δανειστής, δικαιούται να αναζητήσει το ποσό που αντιστοιχεί σε τέτοια απαίτηση, στα χέρια οφειλέτη του δικού του οφειλέτη. Δύναται π.χ. να πραγματοποιήσει αναγκαστική κατάσχεση της απαίτησης, στα χέρια αυτού που οφείλει στον δικό του οφειλέτη. Με τη μετάθεση της εφαρμογής αυτών των δεδομένων στο επίπεδο της λειτουργίας ενός ποδοσφαιρικού συλλόγου, οι δανειστές αυτού θα δικαιούνται να διεκδικήσουν τις απαιτήσεις του που συνδέονται με τις μεταγραφές ποδοσφαιριστών, ενδεχόμενα, προβαίνοντας σε αναγκαστική κατάσχεση αυτών των απαιτήσεων. Οι δανειστές του συλλόγου όμως, θα καθίστανται «τρίτοι» κατά την έννοια του κανονισμού της FIFA. Ο τελευταίος, ωστόσο, ο οποίος περιέχει κανόνες που αποσκοπούν στην οργάνωση του τρόπου λειτουργίας του ποδοσφαίρου ως αθλήματος, δεν είναι δυνατό να άρει το δικαίωμα του δανειστή, τον οποίο δεν δεσμεύει, προς λήψη των νόμιμων μέτρων για την εξασφάλιση απαίτησής του. Ούτε είναι ορθό να δεχθεί κανείς ότι ο κανονισμός, με αθλητικούς κανόνες, θέτει εκποδών ρυθμίσεις του δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης και, γενικότερα, του δικαίου της εξασφάλισης απαιτήσεων, ή ότι αναιρεί τη νομιμότητα της μεταβίβασης και της ενεχύρασης μελλοντικών απαιτήσεων, την οποία αναγνωρίζει και αποδέχεται το εθνικό δίκαιο33. Βέβαια, δεν θα πρέπει να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι οι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης στις οποίες προβαίνει ο δανειστής του συλλόγου, για την ικανοποίηση απαίτησής του έναντι αυτού, δεν συνιστούν συμβάσεις, κατά την έννοια των άρθρων 18bis και 18ter, ώστε να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης που θέτουν αυτά τα άρθρα. Δεν παύουν όμως αυτές οι πράξεις να απολήγουν στο αποτέλεσμα ότι, δια μέσου της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ο δανειστής του συλλόγου, ως «τρίτος» ως προς αυτόν, θα είναι δυνατό να καταστεί δικαιούχος «οικονομικού» δικαιώματος ποδοσφαιριστή, ή ποσού που προκύπτει από μεταγραφή του, αποτέλεσμα το οποίο ο κανονισμός της FIFA αποσκοπεί να αποτρέψει. Υπό αυτό το πρίσμα, καταδεικνύεται και η αναποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων των άρθρων 18bis και 18ter, ως προκρινόμενων μέτρων για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των συλλόγων και της ακεραιότητας των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων.
V. Επίλογος
24. Με αφετηρία την αμέσως ανωτέρω διαπίστωση του ενδεχόμενου επέλευσης των αποτελεσμάτων που τείνει να αποτρέψει η απόλυτη απαγόρευση των συμβάσεων «Third Party Ownership», δια μέσου πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος ποδοσφαιρικού συλλόγου, ανακύπτει ένα ευρύτερο ερώτημα, κατά πόσο η πρακτική ισχύς της απαγόρευσης κλονίζεται από το γεγονός ότι οι «τρίτοι» δεν υπόκεινται στη δικαιοδοσία της FIFA και, συνακόλουθα, δεν δεσμεύονται από τον κανονισμό της για την κατάσταση και τις μεταγραφές παικτών. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική, στο μέτρο που η δημιουργία συμβατικής σχέσης με τον «τρίτο» απαιτεί συμβαλλόμενο μέρος, το οποίο θα είναι είτε ο σύλλογος (άρθρο 18bis και 18ter) είτε ο ποδοσφαιριστής (άρθρο 18ter), οι οποίοι υπόκεινται στην απαγόρευση. Υπό αυτό το πρίσμα, η εφαρμογή της απαγόρευσης διασφαλίζεται από μόνο το γεγονός ότι το ένα από τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση «Third Party Ownership» μέρη υπόκειται στη δικαιοδοσία της FIFA και, κατά συνέπεια, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένο να τηρεί τις ρυθμίσεις του κανονισμού της. Άλλο είναι όμως το ζητούμενο, κατά πόσο αυτό το γεγονός είναι αρκετό για να καταστήσει τις ρυθμίσεις των άρθρων 18bis και 18ter ικανοποιητικές, ή και να αμφισβητήσει και τη σκοπιμότητά τους, αφού, στην πραγματικότητα, δεν αναιρεί τα μειονεκτήματα που επισημάνθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης.
25. Σε κάθε περίπτωση, η εκτίμηση της νομικής δεσμευτικότητας των άρθρων 18bis και 18ter, που θεσπίζουν την απαγόρευση των συμβάσεων «Third Party Ownership», θα πρέπει να έχει ως βάση τον χαρακτήρα αυτών των διατάξεων ως κανόνων που συνιστούν προϊόν αυτορρύθμισης, χωρίς τη σχετική παρέμβαση της κρατικής ή διακρατικής κανονιστικής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν θα πρέπει επίσης να παραγνωρίσει κανείς και ότι, στην πραγματικότητα, η FIFA διαθέτει τεράστια πολιτική δύναμη στον χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, η οποία εκδηλώνεται σε παραμέτρους που το θετό δίκαιο δεν είναι πρακτικά δυνατό να ελέγξει. Αυτή η δύναμη επιτρέπει στη FIFA να επιβάλλει, κυρίως στους ποδοσφαιρικούς συλλόγους, ρυθμίσεις τις οποίες αυτοί θα είναι, στην πράξη, αναγκασμένοι να τηρούν, υπό την απειλή της επιβολής κυρώσεων σε βάρος τους, πειθαρχικού μεν χαρακτήρα, που, όμως, θα είναι σε θέση να τους θέσουν σε μειονεκτική θέση έναντι ανταγωνιστικών συλλόγων, ενδεχόμενα δε και εκτός ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και τη μείωση των αναμενόμενων εσόδων τους. Από τη σκοπιά του, το κράτος επιλέγει να μην παρεμβαίνει στον χώρο του ποδοσφαίρου, κατά τρόπο που θα ήταν δυνατό να το φέρει σε σύγκρουση με την αρχή, στην οποία έχει ανατεθεί η οργάνωση του αθλήματος, εκτός εάν τίθεται ζήτημα προστασίας γενικού συμφέροντος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η αναγνώριση της νομιμότητας των συμβάσεων «Third Party Ownership», όπως και η αποδοχή του παράνομου της απόλυτης απαγόρευσής τους, με τον τρόπο που διακριβώθηκαν ανωτέρω, ελάχιστα επηρεάζει σήμερα τη διαμόρφωση της πρακτικής σχετικά με τέτοιες συμφωνίες. Αυτή η πρακτική, εφόσον διαμορφώνεται από τις επιλογές των ποδοσφαιρικών συλλόγων και των παικτών, είναι αναγκασμένη να ακολουθεί και να εφαρμόζει τις ρυθμίσεις που υπαγορεύει η FIFA. Η όποια αλλαγή της νομικής αντιμετώπισης αυτών των συμβάσεων προϋποθέτει, συνεπώς, τη μεταστροφή της θέσης της FIFA, η οποία όμως, για να οδηγηθεί σε μία τέτοια μεταστροφή, θα πρέπει να έχει πεισθεί ότι υπάρχουν άλλα, εναλλακτικά, αποτελεσματικά μέσα34, η εφαρμογή των οποίων θα επέλυε τα ζητήματα που δημιουργεί η σύναψη συμβάσεων «Third Party Ownership» για το ποδόσφαιρο, ως αθλητική δραστηριότητα. Μέχρι τότε, απλά θα διαπιστώνεται η εκ των πραγμάτων αδυναμία του δικαίου να επιβληθεί σε ένα καθεστώς αυτορρύθμισης, τη θεσμοθέτηση του οποίου το ίδιο το δίκαιο έχει επιτρέψει.

1. Βλ., για τη διάκριση μεταξύ των λεγόμενων «αθλητικών» και «οικονομικών» δικαιωμάτων, A. Bouvet, Football et fonds d’investissements: une relation d’attraction – repulsion, Bull. Joly Bourse 2016, 330.
2Βλ. σχετικάJ.-M. Marmayou, Les contrats de Third Party Ownership, RTDC 2017, 763-764.
3. Στην πράξη όμως συμβαίνει ο σύλλογος να εγγυάται ότι το ποσό που θα έχει καταβάλει ο «τρίτος» σε αυτόν, θα του αποδοθεί, με τον τρόπο που θα έχει προσδιοριστεί στη σύμβαση μεταξύ των μερών.
4. Αυτό το άρθρο απαγορεύει την εκχώρηση των ημερομισθίων και κάθε γενικά αντιμισθίας που λαμβάνει ο εργαζόμενος.
5. Η θεωρία πάντως δέχεται ότι, όταν ο δανειστής παραχωρεί σε τρίτο την εξουσία να εισπράξει την απαίτησή του, οπότε ο τρίτος εισπράττει μεν στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό του δανειστή, δεν επέρχεται εκχώρηση της απαίτησης. Βλ. σχετικά, Α. Γεωργιάδη, Ενοχικό δίκαιο, Γενικό μέρος, 2η έκδ., εκδ. Δίκαιο και Οικονομία, Αθήνα, 2015, σ. 440. Επομένως, στην εξουσιοδότηση προς είσπραξη δεν εφαρμόζεται το άρθρο 1 ν. 4694/30. Ωστόσο, είναι αμφίβολο κατά πόσο μία τέτοια εξουσιοδότηση θα μπορούσε να λειτουργήσει στη συγκεκριμένη υπόθεση, με δεδομένο ότι ο ποδοσφαιριστής (δανειστής έναντι του συλλόγου) παραμένει δικαιούχος της απαίτησης και, κατά συνέπεια, διατηρεί το δικαίωμά του έναντι του οφειλέτη (του συλλόγου) να εισπράξει αυτή ο ίδιος. Θα δεσμεύεται βέβαια έναντι του «τρίτου», με βάση τη συμφωνία του με αυτόν, με την έννοια ότι θα υποχρεούται να μην προβεί στην είσπραξη της απαίτησης (του ποσού που θα οφείλεται κατά τα οριζόμενα στη σύμβασή του με τον «τρίτο»), η μεταξύ τους σχέση θα παραμένει όμως εσωτερική και δεν θα δεσμεύει τον σύλλογο, ο οποίος, από την πλευρά του, θα δικαιούται να καταβάλει στον δανειστή (ποδοσφαιριστή) παρά την εξουσιοδότηση. Πέραν τούτου, αμφισβητείται κατά πόσο ο εξουσιοδοτούμενος («τρίτος») δύναται να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξη της απαίτησης στο δικό του όνομα. Βλ. Α. Γεωργιάδη, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, 3η έκδ., έκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2002, 644.
6. Υποστηρίζεται όμως ότι η εκχώρηση της απαίτησης για την καταβολή ποσού σε εργαζόμενο από τον εργοδότη του δεν εμποδίζεται από το άρθρο 1 ν. 4694/30, όταν διενεργείται μετά τη γένεση αυτής της απαίτησης. Βλ. Ι. Ρόκα, Προστασία των απαιτήσεων από συμβάσεις ναυτικής εργασίας και μεταβίβασή τους προς τον τρίτο που τις εξόφλησε, ΕΕμπΔ 1989, 27. Επομένως, με βάση αυτή την άποψη, θεωρητικά, ο ποδοσφαιριστής θα μπορούσε να εκχωρεί στον «τρίτο» την απαίτησή του έναντι του συλλόγου στον οποίο αγωνίζεται, για την καταβολή ποσού, πριν την καταβολή, αλλά μετά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αξίωσή του θα έχει γεννηθεί. Πρακτικά όμως, θα απαιτείτο εκχώρηση πριν από κάθε καταβολή από τον σύλλογο και μετά από τη γένεση της αντίστοιχης αξίωσης του ποδοσφαιριστή έναντι του συλλόγου, προϋπόθεση που καθιστά τη συγκεκριμένη λύση μη εφαρμόσιμη.
7. Αντίθετα, πάγια εντολή του ποδοσφαιριστή προς το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο θα διενεργείται η κατάθεση των οφειλόμενων σε αυτόν ποσών από τον σύλλογο, για τη μεταφορά εκείνων που θα υποχρεούται κάθε φορά να αποδώσει ο ποδοσφαιριστής στον «τρίτο», δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 1 ν. 4694/30, αφού η καταβολή από τον σύλλογο προς τον ποδοσφαιριστή θα έχει πραγματοποιηθεί, με την κατάθεση.
8ΒλMarmayou, Les contrats de Third Party Ownership, ό.π., 765.
9ΒλMarmayou, Les contrats de Third Party Ownership, ό.π., 765 υποσ. αριθ. 10.
10. Ibid., 765.
11. Βλ., σε αυτό το σημείο, άρθρο 1(3)(α) του κανονισμού της FIFA για την κατάσταση και τις μεταγραφές παικτών, που επιβάλλει στις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες να ενσωματώσουν στους δικούς τους κανονισμούς, μεταξύ άλλων, τους κανόνες του άρθρου 18bis.
12ΒλMarmayou, Les contrats de Third Party Ownership, ό.π., 765 υποσ. αριθ. 13.
13. Συμβάσεις που έχουν ήδη συναφθεί πριν από αυτή την ημερομηνία, παραμένουν σε ισχύ μέχρι τη λήξη τους, χωρίς να επιτρέπεται η ανανέωσή τους.
14. Ως αντεπιχείρημα σε μία τέτοια άποψη, θα μπορούσε θεωρητικά να αντιτάξει κανείς μία διεύρυνση του εννοιολογικού περιεχομένου του όρου «παίκτης», ώστε να καλύπτει και πρόσωπα που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο πριν από την ένταξή τους σε ποδοσφαιρικό σύλλογο και επιθυμούν να επιδιώξουν μία τέτοια ένταξη, στο μέλλον. Αυτό το αντεπιχείρημα, ωστόσο, αναδεικνύεται αμφίβολης ορθότητας, διότι μία τέτοια διεύρυνση του όρου «παίκτης», με βάση γενικά και αόριστα κριτήρια, καθαρά υποκειμενικής φύσης, εμφανίζεται μη ενδεδειγμένη, καθόσον θα είχε ως αποτέλεσμα την εφαρμογή διατάξεων του κανονισμού της FIFA και σε πρόσωπα που δεν δραστηριοποιούνται στον τομέα του ποδοσφαίρου, αλλά απλά πιθανολογείται ότι θα δραστηριοποιηθούν επαγγελματικά σε αυτόν τον τομέα στο μέλλον και, μάλιστα, σε χρονικό ορίζοντα που δεν είναι πάντοτε δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων. Είναι δε εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο η FIFA νομιμοποιείται να επιβάλει κανόνες συμπεριφοράς, πολύ δε περισσότερο κυρώσεις, σε αυτά τα πρόσωπα. Σημειώνεται δε σε αυτό το σημείο ότι οι διατάξεις των άρθρων 19 και 19bis του κανονισμού της FIFA, οι οποίες θεσπίζουν μέτρα προστασίας ανηλίκων, που δραστηριοποιούνται στο ποδόσφαιρο, συνδέουν αυτή τη δραστηριοποίηση με την ένταξή τους σε ποδοσφαιρικό σύλλογο. Εξάλλου, η πρακτική έχει καταδείξει ότι ένα πολύ χαμηλό ποσοστό των μικρών σε ηλικία προσώπων που επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν επαγγελματικά στο ποδόσφαιρο, επιτυγχάνουν τούτο. Από αυτή την πραγματική διαπίστωση προκύπτει και η σκοπιμότητα της άρνησης μίας διεύρυνσης της έννοιας του όρου «παίκτης», όπως αυτή που αναγράφεται αμέσως ανωτέρω, για την εφαρμογή διατάξεων του κανονισμού της FIFA.
15. Βλ. J.-M. Marmayou, Le Tribunal fédéral suisse confirme la validité des contrats de TPO (trib. arb. sport, 21 déc. 2015, nos 2014/O/3781 et 2014/O/3782), Chronique du droit du sport (janvier 2016-janvier 2017), 3e partie, Lextenso.fr.
16Βλ. KEA / CDES, Aspects économiques et juridiques des transferts des joueurs, Synthèse, janvier 2013, 2.
17. Ibid., 5.
18Βλ. KEA / CDES, ό.π., 2 in fine -3.
19. Βλ., για μία ανάλυση αυτής της επιχειρηματολογίας, ιδίως, Marmayou, Les contrats de Third Party Ownership, ό.π., 766, ο οποίος επικαλείται τις σχετικές απόψεις.
20Βλ. και Marmayou, Les contrats de Third Party Ownership, ό.π., 767.
21. Διαφορετικό είναι το ζήτημα ότι η εργασιακή σχέση του ποδοσφαιριστή με τον σύλλογο στον οποίο αγωνίζεται, υπόκειται και σε ειδικούς κανόνες, όπως αυτοί που περιέχονται στα άρθρα 14 και 15 του κανονισμού της FIFA για την κατάσταση και τις μεταγραφές των παικτών, ως προς τον τερματισμό αυτής της σχέσης, αντίστοιχα, για νόμιμη αιτία και για νόμιμη αθλητική αιτία.
22. Βλ. Marmayou, Les contrats de Third Party Ownership, ό.π., 768, ο οποίος τονίζει ότι οι συμβάσεις «Third Party Ownership» δεν παραβιάζουν, εκ προοιμίου, το άρθρο 4 της ευρωπαϊκής σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου, ούτε το άρθρο 15 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
23Βλ. TPICE 20 mars 2002, aff. T-9/99, HFB, Rec. CJCE II-01- 1487 και Marmayou, Les contrats de Third Party Ownership, ό.π., 770.
24. Βλ., ενδεικτικά, CJCE 13 fév. 1979, aff. 85/76 Hoffmann, Rec. 1979, 461, CJCE 16 mars 2000, aff. C-395/96 P, Rec. CJCE I-01-365 και,ειδικότερα για τη FIFA, Marmayou, Les contrats de Third Party Ownership, ό.π., 770-771.
25. Ibid., 771.
26. Ibid.
27. Ibid.
28Marmayou, Les contrats de Third Party Ownership, ό.π., 771.
29. Ibid., 771 in fine -772.
30Marmayou, Les contrats de Third Party Ownership, ό.π., 772.
31. Ibid.
32. Ibid.
33Βλ. και Marmayou, Les contrats de Third Party Ownership, ό.π., 772-773.
34. Ενδεικτικά αναφέρονται, σε αυτό το σημείο, ως ειδικά μέτρα που αποσκοπούν στην καθιέρωση διαφάνειας στον τομέα των μεταγραφών ποδοσφαιριστών, πλατφόρμες όπως το «Transfer Matching System» (TMS) και η Global Player Exchange (GPX). Βλ. σχετικάA. Alyce, A quoi sert le Transfer Matching System mis en place par la FIFA?, Ecofoot.fr, 12 juill. 2014, La FIFA teste la bourse aux joueurs, Le Temps, 29 jan. 2016 και Σ. Μούζουλα, Το ποδόσφαιρο ως επίκεντρο για την ανάπτυξη κερδοσκοπικής δραστηριότητας από επενδυτικά κεφάλαια, ΕEμπΔ 2017, 40-41.


Νεότερη Παλαιότερη

نموذج الاتصال