Αριθμός Αποφάσεως 45/2018
ΤΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ SUPER LEAGUΕ ΕΛΛΑΔΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Σπυρίδωνα Ν. Καποδίστρια,
Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από την ΕΠΟ, ως τακτικό πειθαρχικό όργανο, κατά τα
προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 119 και 127Β του Ν. 2725/1999, όπως
αυτές τροποποιήθηκαν με το άρθρο 5 του Ν. 4326/2015, και τον Γραμματέα,
Στυλιανό Βασιλειάδη. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 08η Φεβρουαρίου
2018 και ώρα 15:30, για να δικάσει επί των αναφερομένων στην υπ’ αριθμ. πρωτ.
49/06-02-2018 κλήση του ημετέρου δικαιοδοτικού οργάνου προς απολογία κατά της
Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, για παραβάσεις των άρθρων 1, 5 επ., 14 παρ.1, 2, 3 και 4, 15
παρ. 3 περ. β΄, 4 περ. β΄ του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο. ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΦΩΝΗΣΗ
της ανωτέρω πειθαρχικής υποθέσεως και κατά την εκδίκασή της, η εγκαλούμενη
Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον Αντιπρόεδρο του Διοικητικού
της Συμβουλίου, Ευάγγελο Μπαταγιάννη, παραστάθηκε ενώπιον του Πρωτοβάθμιου
Μονομελούς Πειθαρχικού Οργάνου της Super League Eλλάδα μετά του πληρεξουσίου
δικηγόρου της, Αργυρίου Λίβα, ο οποίος ανέπτυξε προφορικώς τους ισχυρισμούς της
και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στο έγγραφο υπόμνημα που κατέθεσε,
καθώς και στα πρακτικά της δίκης.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 14 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄ του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο., οι
διαγωνιζόμενες ομάδες οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις επιβαλλόμενες σε
αυτές υπό των αρμοδίων οργάνων υποχρεώσεις και να υλοποιούν τους επιτασσόμενους
σε αυτές όρους και να λαμβάνουν κάθε προληπτικό μέτρο, το οποίο από τις
συνθήκες απαιτείται για την ομαλή διεξαγωγή των αγώνων. Η δε γηπεδούχος ομάδα
οφείλει να διασφαλίζει στον εν γένει χώρο του γηπέδου την ασφάλεια των αξιωματούχων
του αγώνα, των ποδοσφαιριστών, των αξιωματούχων της φιλοξενούμενης ομάδας, των
θεατών του αγώνα και την εν γένει τήρηση της τάξης. Κατά, δε, τις διατάξεις των
παραγράφων 2 και 3 του ιδίου ως άνω άρθρου, οι ομάδες έχουν την υποχρέωση να
προστατεύουν το κύρος και την αξιοπιστία του αθλήματος του ποδοσφαίρου και
ευθύνονται σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων του Πειθαρχικού Κώδικα της
Ε.Π.Ο. ή των λοιπών Κανονισμών και του Καταστατικού της Ε.Π.Ο. από
αξιωματούχους, ποδοσφαιριστές ή φιλάθλους τους, ως αντικειμενικά υπαίτιες.
Κάθε, δε, πράξη ή ενέργεια ατομική ή συλλογική, φυσικών ή νομικών προσώπων, που
συνδέονται με ομάδα, με την οποία δημιουργείται στο φίλαθλο κοινό και στην (εν
γένει) κοινή γνώμη αίσθημα απαξιώσεως και αποστροφής προς το ποδόσφαιρο, με
συνέπεια την άρνηση εκ μέρους του κοινού παρακολουθήσεως των αγώνων ποδοσφαίρου
και προσελεύσεως στα γήπεδα, θα τιμωρείται από τις προβλεπόμενες οικείες
διατάξεις του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο. Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις
της παραγράφου 4 του αυτού ως άνω άρθρου, η εντός έδρας ομάδα υπέχει ευθύνη για
την απρεπή συμπεριφορά μεταξύ των θεατών, ανεξαρτήτως του θέματος της υπαιτίου
συμπεριφοράς ή της υπαιτίου παραδρομής. Η απρεπής, δε, συμπεριφορά
συμπεριλαμβάνει τη βία προς πρόσωπα ή αντικείμενα, την πυροδότηση εμπρηστικών
συσκευών, την εκσφενδόνιση αντικειμένων, τη επίδειξη προσβλητικών ή πολιτικών
σλόγκαν με οποιαδήποτε μορφή, την εκφορά προσβλητικών λέξεων ή ήχων, ή την
εισβολή στον αγωνιστικό χώρο.
ΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 3 περ. α΄ και β΄ του Πειθαρχικού Κώδικα της
Ε.Π.Ο., η ρίψη πάσης φύσεως αντικειμένου στον κυρίως χώρο του γηπέδου ή από μία
κερκίδα στην άλλη, ιδιαίτερα πυρσών, φωτοβολίδων, κροτίδων, βεγγαλικών,
πυροτεχνημάτων και οποιουδήποτε εν γένει εύφλεκτου υλικού πριν την έναρξη, κατά
τη διάρκεια ή μετά την λήξη του αγώνα, επιφέρει τις ακόλουθες πειθαρχικές
κυρώσεις, ήτοι : α) εάν δεν είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή διακοπή του αγώνα
εκ μέρους του διαιτητή, τιμωρείται με χρηματική ποινή από χίλια πεντακόσια
(1.500,00) ευρώ έως τριάντα πέντε χιλιάδες (35.000,00) ευρώ, ενώ β) εάν είχε ως
αποτέλεσμα την προσωρινή διακοπή του αγώνα εκ μέρους του διαιτητή, τιμωρείται
με χρηματική ποινή από τρεις χιλιάδες (3.000,00) ευρώ έως σαράντα πέντε
χιλιάδες (45.000,00) ευρώ.
ΙΙΙ. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 15 παρ. 4 περ. α΄ και β΄ του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο., «Η είσοδος
οπαδών στον αγωνιστικό χώρο του γηπέδου, πριν την έναρξη, κατά την διάρκεια ή
μετά την λήξη του αγώνα, όπως και η δημιουργία επεισοδίων στα αποδυτήρια, στις
κερκίδες ή στον εν γένει χώρο του γηπέδου επιφέρει τις ακόλουθες πειθαρχικές
ποινές: α) Χρηματική ποινή είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000) έως εκατό χιλιάδων
ευρώ (100.000), εφόσον η είσοδος των οπαδών ή τα επεισόδια δεν συνδέονται με
βιαιοπραγίες κατά προσώπων ή φθορές ιδιοκτησίας. β) Εάν η είσοδος των οπαδών
στον αγωνιστικό χώρο ή τα επεισόδια στους λοιπούς χώρους του γηπέδου κατά τα
ανωτέρω, συνδέονται με βιαιοπραγίες κατά προσώπων ή φθορές ιδιοκτησίας,
χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000) έως διακοσίων πενήντα χιλιάδων
ευρώ (250.000) και ποινή διεξαγωγής αγώνων χωρίς θεατές δύο (2) έως τέσσερις
(4) αγωνιστικές και επιπρόσθετα ποινή αφαίρεσης τριών (3) βαθμών. Ο αγώνας που
δεν άρχισε ή διακόπηκε οριστικά κατακυρώνεται υπέρ της ανυπαίτιας ομάδας και
από την υπαίτια ομάδα αφαιρούνται τρείς (3) βαθμοί από τον βαθμολογικό
πίνακα.». Στην προκείμενη περίπτωση, από το από 04-02-2018 Φύλλο Αγώνος, που
συνέταξε ο διαιτητής, την ομοιόχρονη έκθεση του παρατηρητή του αγώνος, την υπ’ αριθμ.
πρωτ. 2128/18/266225 από 06-02-2018 αναφορά συμβάντων του Διευθυντή του
Τμήματος Γενικής Αστυνόμευσης της Διευθύνσεως Αστυνομίας Πειραιώς, τον
επισκοπηθέντα οπτικοακουστικό υλικό φορέα εγγραφής εικόνας και ήχου (DVD), στον
οποίο αποτυπώνεται ο επίμαχος ποδοσφαιρικός αγώνας, της ένορκη κατάθεση του
μάρτυρος της εγκαλουμένης, Κυριάκου Δουρέκα, και την ανωμοτί τοιαύτη του
Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, Ευάγγελου
Μπαταγιάννη, που εξετάσθηκαν νομίμως στο ακροατήριο του παρόντος Πρωτοβάθμιου
Δικαιοδοτικού Οργάνου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά
δημοσίας συνεδριάσεώς του, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία προσκομίζει
η πειθαρχικώς εγκαλούμενη, σε συνδυασμό και με τα διαμειφθέντα κατά την επ’
ακροατηρίω διαδικασία, αλλά και άπαντες τους διαλαμβανόμενους στο υπ’ αριθμ.
πρωτ. 747/09-02-2018 έγγραφο υπόμνημά της ισχυρισμούς, αποδεικνύονται τα
ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Την 04 η -02-2018 και ώρα 19:30, στο πλαίσιο
της 20 ης αγωνιστικής ημέρας του Πρωταθλήματος Super League Ελλάδα, είχε
προγραμματισθεί να διεξαχθεί στον Πειραιά, στο στάδιο «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ», ο
ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ των ομάδων Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ – Π.Α.Ε. ΑΕΚ, με
γηπεδούχο την ομάδα της πρώτης από τις δύο διαγωνιζόμενες ΠΑΕ. Κατά τη
διάρκεια, δε, της διεξαγωγής του εν λόγω ποδοσφαιρικού αγώνος, αλλά και αμέσως
μετά τη λήξη αυτού, συνέβησαν, σύμφωνα με το φύλλο αγώνος που συνέταξε ο
διαιτητής και την έκθεση που συνέταξε ο παρατηρητής του αγώνος, τα εξής
πειθαρχικώς αξιόλογα και ελεγχόμενα περιστατικά, ήτοι : 1) Φίλαθλος της
εγκαλουμένης προέβη στην ρίψη εύφλεκτου υλικού, και δη φωτοβολίδας στον κυρίως
χώρο του γηπέδου, κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της ανωτέρω ποδοσφαιρικής
αναμετρήσεως, με αποτέλεσμα την προσωρινή διακοπή του αγώνα εκ μέρους του
διαιτητή. Ειδικότερα, στο 88΄ λεπτό του εν λόγω αγώνα, αμέσως μετά την επίτευξη
τέρματος (γκολ) από ποδοσφαιριστή της φιλοξενούμενης ομάδας και την συνεπεία
αυτού ισοφάριση των δύο διαγωνιζόμενων ομάδων, κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο,
φίλαθλος της εγκαλουμένης από τη θύρα 6 του γηπέδου προέβη στην ρίψη μίας (1)
φωτοβολίδας ευθείας βολής εντός του αγωνιστικού χώρου, με αποτέλεσμα την
προσωρινή διακοπή του αγώνα, κατόπιν σχετικής εντολής του διαιτητή, προκειμένου
να γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις από τα μεγάφωνα του αγώνα. Το ριφθέν, δε,
αυτό αντικείμενο, παρά την εγγενή επικινδυνότητά του, ως εύφλεκτου υλικού, δεν
είχε ως συνέπεια την πρόκληση οιασδήποτε σωματικής βλάβης, ούτε ήταν in
concreto πρόσφορο, ώστε να διακινδυνεύσει η σωματική ακεραιότητα ορισμένου
προσώπου, νομίμως ευρισκόμενου εντός του αγωνιστικού χώρου. Επισημαίνεται,
εξάλλου, ότι η εγκαλουμένη ουδόλως αμφισβητεί την ανωτέρω αποδιδόμενη σε αυτήν
πειθαρχική παράβαση, αλλά αντιθέτως την συνομολογεί, ως βιοτικό συμβάν. Ωστόσο,
ισχυρίζεται ότι η πειθαρχικώς αυτή ελεγκτέα συμπεριφορά του φιλάθλου της δεν
υπάγεται στην περ. β΄ του άρθρου 15 παρ. 3 του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο.,
αλλά θα πρέπει να απαξιολογηθεί ως πειθαρχική παράβαση της περ. α΄ του ιδίου ως
άνω άρθρου, δοθέντος ότι η εν λόγω ποδοσφαιρική αναμέτρηση δεν διεκόπη
προσωρινώς στο 88΄ λεπτό της, ένεκα της ρίψεως του ως άνω εύφλεκτου υλικού,
αλλά συνεπεία της επιτεύξεως του γκολ από ποδοσφαιριστή της φιλοξενούμενης
ομάδας και προκειμένου να συνεχισθεί ο αγώνας από το κέντρο του γηπέδου
(«σέντρα») με την κατοχή της μπάλας από την ομάδα της εγκαλούμενης Π.Α.Ε. Ο
προκείμενος, όμως, ισχυρισμός ελέγχεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος,
δεδομένου ότι ο διαιτητής του αγώνα στο συνταγέν από αυτόν φύλλο αγώνος
ανέγραψε ρητώς ότι, κατόπιν της κατά τα ως άνω ρίψεως μίας (1) φωτοβολίδας
ευθείας βολής από φίλαθλο της εγκαλουμένης εντός του αγωνιστικού χώρου, διέκοψε
προσωρινώς την επίμαχη ποδοσφαιρική αναμέτρηση, προκειμένου να γίνουν οι
απαραίτητες συστάσεις από τα μεγάφωνα του γηπέδου, ενώ, αφού έγινε τούτο,
διέταξε ακολούθως την πρόοδο του αγώνα. Εξάλλου, και από το επισκοπηθέν
οπτικοακουστικό υλικό [χρονική ένδειξη DVD από 01:37:01 έως 01:38:20], στο
οποίο αποτυπώνονται το ριφθέν ως άνω εύφλεκτο υλικό εντός του αγωνιστικού
χώρου, η διακοπή του αγώνα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το συνήθως
μεσολαβούν μεταξύ της επιτεύξεως ενός τέρματος (γκολ) και της επανενάρξεως της
ποδοσφαιρικής αναμετρήσεως, καθώς και οι συνομιλίες μεταξύ του διαιτητή του
αγώνα, Αναστασίου Παπαπέτρου, του 4ου διαιτητή, Αναστασίου Σιδηρόπουλου, και
των αξιωματούχων των δύο διαγωνιζόμενων ομάδων, προκύπτει ότι η προσωρινή
διακοπή του αγώνα, κατά το ως άνω χρονικό σημείο, δεν ήταν αποτέλεσμα της
επιτεύξεως τέρματος από την φιλοξενούμενη ομάδα, αλλά έλαβε χώρα κατόπιν
σχετικής διαιτητικής εντολής, εξαιτίας του προπεριγραφόμενου συμβάντος. Με
δεδομένο, επομένως, ότι ο εν λόγω ισχυρισμός της εγκαλουμένης αναιρείται
προεχόντως από την αντίθετη περί τούτου αναγραφή στο συνταγέν από το διαιτητή
φύλλο αγώνος, θα πρέπει να καταφασθεί η αντικειμενική πειθαρχική ευθύνη της
εγκαλούμενης Π.Α.Ε. για την προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ.
1, 2, 3 και 4, 15 παρ. 3 περ. β΄ του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο. πειθαρχική
παράβαση. 2) Περαιτέρω, φίλαθλοι της εγκαλουμένης, με περισσότερες πράξεις
τους, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου πειθαρχικού παραπτώματος, προκάλεσαν
επεισόδια στις κερκίδες και στον εν γένει χώρο του γηπέδου, κατά τη διάρκεια
του αγώνα και μετά την λήξη αυτού, τα οποία συνδέονταν με βιαιοπραγίες κατά
προσώπων ή φθορές ξένης ιδιοκτησίας. Πλέον συγκεκριμένα, από το σύνολο του
προμνησθέντος ως άνω αποδεικτικού υλικού, προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της
ανάπαυλας μεταξύ των δύο ημιχρόνων του αγώνα, φίλαθλοι της εγκαλουμένης από τη
θύρα 6 προέβησαν στην αφή και πρόκληση μικρής εστίας φωτιάς, καίγοντας φανέλες
και πανό της φιλοξενούμενης Π.Α.Ε. ΑΕΚ, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της
προγραμματισμένης ενάρξεως του δευτέρου ημιχρόνου του αγώνα για χρονικό
διάστημα πέντε (5) λεπτών. Η φωτιά, δε, αυτή τέθηκε άμεσα υπό έλεγχο και
κατασβέσθηκε, κατόπιν επεμβάσεως και ενεργειών τόσο της Πυροσβεστικής
Υπηρεσίας, όσο και των παραγόντων της εγκαλούμενης Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, ενώ δεν
είχε ως συνέπεια την πρόκληση φθοράς ξένης ιδιοκτησίας σε μέρη και
εγκαταστάσεις του σταδίου, ούτε, δε, προέκυψε από αυτήν οιοσδήποτε κίνδυνος για
τη σωματική ακεραιότητα των θεατών του αγώνα ή των ποδοσφαιριστών και των
αξιωματούχων αμφοτέρων των διαγωνιζόμενων ομάδων, καθώς και των λοιπών
παρευρισκόμενων στο γήπεδο προσώπων. Με δεδομένο, εξάλλου, ότι στο στάδιο
«ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ» δεν παρευρέθησαν φίλαθλοι της φιλεξονούμενης ομάδας,
προκειμένου να παρακολουθήσουν τη διεξαγωγή του επίμαχου αγώνα, συνάγεται πως
οι ίδιοι οι φίλαθλοι της εγκαλούμενης Π.Α.Ε. προμηθεύθηκαν τις εν λόγω αθλητικές
φανέλες και τα πανό της Α.Ε.Κ., τα οποία έκαψαν κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα,
ενώ δεν αποδεικνύεται ότι οι ίδιοι φίλαθλοι αφήρεσαν παρανόμως αυτά από
φιλάθλους της φιλοξενούμενης Π.Α.Ε. και ότι, ακολούθως, προέβησαν στη
φθορά-καταστροφή τους, ως αντικειμένων αλλότριας ιδιοκτησίας, με τη χρήση
φωτιάς. Η δε πειθαρχικώς εγκαλουμένη συνομολογεί ότι οι φίλαθλοί της προέβησαν
στην εν λόγω πράξη, που αποδίδεται στην ίδια, ως αντικειμενικώς ευθυνόμενη, επί
σκοπώ εμπαιγμού της φιλοξενούμενης ομάδας και των φιλάθλων της. Ισχυρίζεται,
όμως, ότι η συγκεκριμένη ενέργεια των φιλάθλων της δεν τυποποιείται, ως
πειθαρχική παράβαση, από οιαδήποτε διάταξη του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο.
και ότι ως εκ τούτου θα πρέπει αυτή να μείνει ατιμώρητη. Επιπλέον, υποστηρίζει
ότι, καθόσον η εν λόγω ενέργεια των φιλάθλων της δεν συνοδευόταν από
βιαιοπραγίες κατά προσώπων ή από φθορές ξένης ιδιοκτησίας, δεν εμπίπτει στη
διάταξη του άρθρου 15 παρ. 4 περ. β΄ του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο. Επί των
ισχυρισμών, ωστόσο, αυτών της εγκαλουμένης, θα πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες
επισημάνσεις, ήτοι : Με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 5 του προϊσχύσαντος
από 30-06-2016 Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο., τυποποιείτο ως πειθαρχικό
παράπτωμα η πρόκληση μεμονωμένων επεισοδίων στον εν γένει χώρο του γηπέδου,
στις κερκίδες, στα αποδυτήρια και εντός του αγωνιστικού χώρου. Ως τέτοιο, δε,
μεμονωμένο επεισόδιο απαξιολογείτο από το παρόν Πρωτοβάθμιο Μονομελές
Πειθαρχικό Όργανο Super League Ελλάδα, πλην άλλων, και η καύση πανό, αθλητικών
εμφανίσεων και λαβάρων μίας ποδοσφαιρικής ομάδας από φιλάθλους της αντίπαλης
ομάδας στις κερκίδες του γηπέδου (βλ. ενδεικτικά την υπ’ αριθμ. 115/2016
απόφαση του Δικαιοδοτικού τούτου Οργάνου, με πειθαρχικώς εγκαλουμένη την Π.Α.Ε.
ΑΕΚ). Μετά την τροποποίηση, όμως, του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο. τόσο με την
υπ’ αριθμ. 1 απόφαση της υπ’ αριθμ. 27 συνεδριάσεως της 30ης -06-2017 της
Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής της Ε.Π.Ο., όσο και με την υπ’ αριθμ. 1 απόφαση
της υπ’ αριθμ. 1 συνεδριάσεως της 24ης -08-2017 της Επιτροπής Εκτάκτων Θεμάτων
της Ε.Π.Ο., αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 4, 5 και 6 του
προϊσχύσαντος από 30-06-2016 Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο., με τις οποίες
προβλέπονταν ως πειθαρχικά παραπτώματα η είσοδος των οπαδών στον αγωνιστικό
χώρο, καθώς και η πρόκληση μεμονωμένων και εκτεταμένων επεισοδίων αντιστοίχως,
και πλέον με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 4 περ. α΄ και β΄ του ισχύοντος
Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο. τυποποιείται το πειθαρχικό παράπτωμα της εισόδου
των οπαδών στον αγωνιστικό χώρο του γηπέδου, πριν την έναρξη, κατά τη διάρκεια
και μετά την λήξη του αγώνα, καθώς και η πρόκληση επεισοδίων -χωρίς διάκριση
αυτών σε μεμονωμένα και εκτεταμένα- στα αποδυτήρια, στις κερκίδες και στον εν
γένει χώρο του γηπέδου. Μάλιστα, με την περ. α΄ του άρθρου 15 παρ. 4 του
Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο. προβλέπεται η βασική μορφή του πειθαρχικού
παραπτώματος της εισόδου οπαδών στον αγωνιστικό χώρο και της προκλήσεως
επεισοδίων στα αποδυτήρια, στις κερκίδες και στον εν γένει χώρο του γηπέδου,
που δεν συνδέονται με βιαιοπραγίες κατά προσώπων ή με φθορές ξένης ιδιοκτησίας,
ενώ με την περ β΄ του ιδίου ως άνω άρθρου τυποποιείται η διακεκριμένη μορφή της
αυτής πειθαρχικής παραβάσεως, που συνδέεται με βιαιοπραγίες κατά προσώπων και
φθορές ξένης ιδιοκτησίας, η τέλεση της οποίας επισύρει την επιβολή σαφώς
βαρύτερων ποινών από τις επαπειλούμενες τοιαύτες, που προβλέπονται για το
ανωτέρω βασικό παράπτωμα. Όταν, όμως, με περισσότερες ενέργειες των φιλάθλων
μίας εγκαλούμενης Π.Α.Ε., πριν την έναρξη, κατά τη διάρκεια και μετά την λήξη
του ιδίου ποδοσφαιρικού αγώνα, πραγματώνονται τόσο η προβλεπόμενη από την περ.
α΄ του άρθρου 15 παρ. 4 του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο. βασική μορφή του ως
άνω πειθαρχικού παραπτώματος, όσο και η προβλεπόμενη από την περ. β΄ του ιδίου
άρθρου διακεκριμένη μορφή του, τότε οι μερικότερες αυτές πράξεις συνιστούν και
θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μία κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα πειθαρχική
παράβαση της διακεκριμένης παραλλαγής του άρθρου 15 παρ. 4 περ. β΄ του
Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο., επ’ ωφελεία, μάλιστα, της εγκαλούμενης Π.Α.Ε.,
καθώς στο πλαίσιο της πειθαρχικής της μεταχειρίσεως θα επιβληθεί σε αυτήν μία
ενιαία πειθαρχική κύρωση και όχι πλείονες τοιαύτες, εφόσον πάντοτε αποδειχθεί η
ουσιαστική βασιμότητα των αποδιδόμενων σε αυτήν επιμέρους εξακολουθητικών
πράξεων και λαμβανομένης υπ’ όψιν της βαρύτητας και της απαξίας εκάστης εξ
αυτών. Επισημαίνεται, δε, επίσης, ότι σε περίπτωση που δεν αποδεικνύεται η
ουσιαστική βασιμότητα της επιμέρους εξακολουθητικής πράξεως, που συνιστά
διακεκριμένη παραλλαγή του εν λόγω παραπτώματος, αλλά αποδεικνύεται ως βάσιμη
κατ’ ουσίαν η μερικότερη αποδιδόμενη σε μία εγκαλούμενη Π.Α.Ε. βασική μορφή της
ίδιας παραβάσεως, τότε αυτή διατηρεί την αυτοτέλειά της, με αποτέλεσμα να
επιβάλλεται στην εγκαλουμένη, κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό-επιτρεπτή
μεταβολή της κατηγορίας, η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 4
περ. α΄ του Πειθαρχικού Κώδικα πειθαρχική κύρωση. Με βάση, επομένως, τα ανωτέρω
καταφασκόμενα, στην προκείμενη περίπτωση, αμφότεροι οι προεκτεθέντες ισχυρισμοί
της εγκαλουμένης τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι, δοθέντος ότι η καύση των
αθλητικών εμφανίσεων (φανελών) και των πανό της φιλοξενούμενης ομάδας, κατά τη
διάρκεια της ανάπαυλας μεταξύ των ημιχρόνων του επίμαχου αγώνα, υπάγεται στην
έννοια της προκλήσεως επεισοδίου από οπαδούς της Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, που έλαβε
χώρα στις κερκίδες του γηπέδου, ενώ, καθώς αποδεικνύεται ότι αυτή (πρόκληση
φωτιάς) δεν συνδεόταν με βιαιοπραγίες κατά προσώπων ή με φθορές ξένης
ιδιοκτησίας, εμπίπτει, ως πειθαρχική παράβαση, στην κανονιστική εμβέλεια της
διατάξεως του άρθρου 15 παρ. 4 περ. α΄ του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο.
Δεδομένου, όμως, ότι η εν λόγω μερικότερη πειθαρχική παράβαση συρρέει με την
έτερη αποδιδόμενη στην εγκαλουμένη διακεκριμένη πειθαρχική παράβαση της περ. β΄
του άρθρου 15 παρ. 4 του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο. -η αξιολόγηση της
ουσιαστικής βασιμότητας της οποίας εκτίθεται κατωτέρω-, ορθώς και όχι
εσφαλμένα, αποδίδεται στην πειθαρχικώς εγκαλουμένη, με την υπ’ αριθμ. πρωτ.
49/06-02-2018 εκδοθείσα σε βάρος της κλήση προς απολογία του παρόντος Πειθαρχικού
Οργάνου, η προπεριγραφείσα, πειθαρχικώς
επίμεπτη αυτή ενέργεια των φιλάθλων της, ως μερικότερη πράξη του κατ’
εξακολούθηση τελεσθέντος πειθαρχικού παραπτώματος, που προβλέπεται από τη
διάταξη του άρθρου 15 παρ. 4 περ. β΄ του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο.,
απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού, που προέβαλε η εγκαλουμένη.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι, μετά την
λήξη της επίμαχης ποδοσφαιρικής αναμετρήσεως, και περί ώρα 21.35΄, έξι (6)
άγνωστα άτομα, τα οποία έφεραν διαπιστεύσεις της γηπεδούχου και ήδη
εγκαλούμενης Π.Α.Ε. εισήλθαν εντός του αγωνιστικού χώρου και επιτέθηκαν λεκτικά
κατά των αθλητών και των παραγόντων της φιλοξενούμενης ομάδας, οι οποίοι είχαν
ήδη εισέλθει εντός του αγωνιστικού χώρου για να πανηγυρίσουν τη νίκη τους,
καθώς ο αγώνας είχε λήξει με σκορ 1-2 υπέρ της Π.Α.Ε. ΑΕΚ. Άμεσα, επενέβησαν οι
αστυνομικές δυνάμεις, που ευρίσκονταν στη φυσούνα, προκειμένου να συνοδεύσουν
με ασφάλεια τους προαναφερθέντες παράγοντες και ποδοσφαιριστές εντός των
αποδυτηρίων τους, με αποτέλεσμα να προκληθεί ένταση. Η προκληθείσα, δε, ένταση,
μεταξύ των διαπιστευμένων ατόμων της εγκαλούμενης Π.Α.Ε. και των αστυνομικών
δυνάμεων, συνεπεία της ανωτέρω επεμβάσεως των τελευταίων, συνεχίσθηκε και μετά
την απομάκρυνση από τον αγωνιστικό χώρο τόσο των ποδοσφαιριστών και των
παραγόντων της Π.Α.Ε. ΑΕΚ, όσο και των ποδοσφαιριστών της Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ,
καθώς και της διαιτητικής ομάδας του αγώνα. Ακολούθως, ένεκα της αναφυείσης
αυτής διαμάχης, περίπου πενήντα (50) οπαδοί της εγκαλουμένης από τις θύρες 4-5
εισήλθαν στον αγωνιστικό χώρο του γηπέδου και επιτέθηκαν εναντίον των δυνάμεων
της Αστυνομίας, που είχαν παραταχθεί έμπροσθεν της φυσούνας, εκτοξεύοντας
εναντίον τους καδρόνια, πυρσούς, σπασμένα πλαστικά καθίσματα, διαφημιστικές
πινακίδες (μη ηλεκτρονικές), καθώς και διάφορα άλλα αντικείμενα. Οι βίαιες
αυτές συμπλοκές των οπαδών της εγκαλούμενης Π.Α.Ε. και των αστυνομικών δυνάμεων
διήρκεσαν λίγα λεπτά, ενώ έληξαν, αφού οι αστυνομικές δυνάμεις προέβησαν στην
αναγκαία για την περίσταση χρήση δακρυγόνων μέσων, προς αντιμετώπιση των
επιτιθέμενων εναντίον τους προσώπων. Επισημαίνεται, δε, ότι στο συμβάν
παρενέβησαν προς αποκλιμάκωση της εντάσεως και οι υπεύθυνοι ασφαλείας και οι
εκπρόσωποι της Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, καθώς και το ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας, το
οποίο είχε αυτή προσλάβει. Αποτέλεσμα των κατά τα ως άνω γενόμενων συγκρούσεων
ήταν, εκτός από την πρόκληση φθοράς διαφόρων αντικειμένων, που ευρίσκοντο στο
γήπεδο, όπως διαφημιστικών πινακίδων (μη ηλεκτρονικών), σπασμένων πλαστικών
καθισμάτων κ.λπ., και η πρόκληση του τραυματισμού ενός (1) αστυνομικού, χωρίς,
όμως, να προκύπτει από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο η βαρύτητα του
τραυματισμού του, ως και το είδος της τυχόν προκληθείσης σε αυτόν σωματικής
βλάβης. Με βάση, επομένως, τα ανωτέρω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, το
εκτυλιχθέν επεισόδιο, το οποίο έλαβε χώρα εντός του αγωνιστικού χώρου,
χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη ένταση και βιαιότητα, που έθεσε εν αμφιβόλω την
τήρηση της τάξεως στο γήπεδο, διακινδυνεύοντας συνάμα και εν τέλει βλάπτοντας
τα έννομα αγαθά της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας των ευρισκόμενων στο
γήπεδο προσώπων. Επιπλέον, εξαιτίας της εντάσεως, αλλά και της εκτάσεως του
ανωτέρω βίαιου συμβάντος, προεκλήθη στο φίλαθλο κοινό και στην εν γένει κοινή
γνώμη αίσθημα έντονης απαξιώσεως και αποστροφής προς το ποδόσφαιρο. Το ανωτέρω,
εξάλλου, πειθαρχικώς αξιόλογο περιστατικό αποδεικνύεται από την έκθεση του
παρατηρητή του αγώνα, ενώ επιρρωνύεται ιδίως από την υπ’ αριθμ. πρωτ.
2128/18/266225 από 06-02-2018 αναφορά συμβάντων του Διευθυντή του Τμήματος
Γενικής Αστυνομεύσεως της Διευθύνσεως Αστυνομίας Πειραιώς, η δε περί του
αντιθέτου κατάθεση του ενόρκως εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρος της
εγκαλούμενης Π.Α.Ε., καθώς και η ανωμοτί τοιαύτη του νομίμου εκπροσώπου της δεν
δύνανται να κλονίσουν την πεποίθηση του παρόντος δικαιοδοτικού οργάνου, περί
της αληθείας των ως άνω αποδεικνυόμενων πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα,
δεν αποδεικνύεται από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, πέραν των ανωτέρω
μνημονευόμενων καταθέσεων, ότι οι συμπλοκές μεταξύ των οπαδών της Π.Α.Ε.
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ και των αστυνομικών δυνάμεων, υπήρξαν απότοκος συνέπεια τυχόν
επιδειχθείσης εριστικής συμπεριφοράς εκ μέρους των τελευταίων, έναντι των έξι
(6) ανωτέρω διαπιστευμένων ατόμων της εγκαλουμένης, ούτε, δε, προκύπτει ότι οι
αστυνομικές δυνάμεις προέβησαν σε αναιτιολόγητη χρήση δακρυγόνων μέσων, εν όψει
της διατεινόμενης από την εγκαλουμένη ακίνδυνης διαμαρτυρίας των φιλάθλων της
προς τους ποδοσφαιριστές της. Άλλωστε, η Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ δεν προσκομίζει,
ούτε επικαλείται ορισμένο αποδεικτικό στοιχείο, όπως σχετικό οπτικοακουστικό
υλικό, από το οποίο ευχερώς να προκύπτει ότι οι ευρισκόμενες στον αγωνιστικό
χώρο αστυνομικές δυνάμεις ενήργησαν εκτός του πλαισίου των καθηκόντων τους,
επιδεικνύοντας επιθετική και εριστική διάθεση έναντι των διαπιστευμένων
προσώπων της εγκαλουμένης, με αποτέλεσμα να προκληθούν οι λοιποί φίλαθλοί της
και να εμπλακούν στο ανωτέρω επεισόδιο. Σε κάθε, δε, περίπτωση, θα πρέπει να
επισημανθεί ότι δεν αποτελούν ενέργειες καθ’ υπέρβαση ή εκτός του πλαισίου των
καθηκόντων των αστυνομικών δυνάμεων, οι ανωτέρω αποδεικνυόμενες ως γενόμενες εκ
μέρους τους ενέργειες, που σαφώς κατέτειναν στη διασφάλιση της τηρήσεως των
μέτρων τάξεως εντός του γηπέδου, δια της αποτροπής έστω και λεκτικών
αντιπαραθέσεων μεταξύ αφενός μεν των διαπιστευμένων προσώπων και των φιλάθλων
της εγκαλουμένης και αφετέρου των ποδοσφαιριστών και των αξιωματούχων της ιδίας
ή της φιλοξενούμενης ομάδας, καθόσον, δεδομένης της εντάσεως που επικρατεί σε
ποδοσφαιρικούς αγώνες μεταξύ ομάδων, που διεκδικούν την απόκτηση του τίτλου του
ελληνικού πρωταθλήματος και συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον του ποδοσφαιρόφιλου
κοινού, όπως και ο επίμαχος, ελλοχεύει ο κίνδυνος οι εν λόγω λεκτικές κατ’ αρχάς
αντιπαραθέσεις και διαμαρτυρίες να εξελιχθούν σε βίαιο συμβάν. Αντιθέτως, τα
ανωτέρω διαπιστευμένα πρόσωπα της εγκαλουμένης όφειλαν, συμμορφούμενα προς τις
υποδείξεις της Αστυνομίας, να απομακρυνθούν από τον αγωνιστικό χώρο του
γηπέδου. Περαιτέρω, η εγκαλουμένη, με το από 09-02-2018 έγγραφο υπόμνημά της,
ισχυρίζεται ότι δεν υπέχει οιαδήποτε ευθύνη για το εν λόγω συμβάν, δεδομένου
ότι τα πρόσωπα που συνεπλάκησαν με τις αστυνομικές δυνάμεις, αμέσως μετά την
λήξη του ως άνω ποδοσφαιρικού αγώνα, δεν έφεραν διακριτικά της ομάδας της, ούτε
ήταν οργανωμένοι ή έστω και απλοί φίλαθλοί της, αλλά αντιθέτως ήταν ενδεδυμένα
με σκουρόχρωμα ρούχα, ενώ η όλη εικόνα, εμφάνιση και δράση τους προσομοίαζε σε
άτομα του αναρχικού χώρου, τα οποία δημιουργούν συνεχώς εντάσεις και επεισόδια
με τις αστυνομικές δυνάμεις. Ο προκείμενος, ωστόσο, ισχυρισμός της
εγκαλουμένης, που κατατείνει στην άρση της αντικειμενικής της ευθύνης, για την
προεκτεθείσα απρεπή συμπεριφορά των φιλάθλων της, τυγχάνει απορριπτέος, ως
ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς δεν προκύπτει από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι
τα εν λόγω άτομα, που συνεπλάκησαν με τις αστυνομικές δυνάμεις εντός του
αγωνιστικού χώρου μετά την λήξη του αγώνα, ήταν πρόσωπα που δεν συνδέονται ως
φίλαθλοι με την εγκαλουμένη ή ότι αποτελούν άτομα, εντεταγμένα σε ομάδες
προσώπων, που επιδεικνύουν έκνομη δραστηριότητα και επιδίδονται σε βίαιες
επιθέσεις εναντίον αστυνομικών δυνάμεων. Εξάλλου, δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα
από τις αστυνομικές δυνάμεις η σύλληψη και η ταυτοποίηση οιουδήποτε εξ αυτών των
προσώπων, ούτε, δε, η εγκαλουμένη κατονομάζει ρητώς κάποιο ή κάποια από αυτά,
προσδιορίζοντας σαφώς την ταυτότητα και την συστηματική παραβατική τους
δραστηριότητα σε βάρος της Ελληνικής Αστυνομίας και μη. Άλλωστε, σημειώνεται
ότι η πειθαρχικώς εγκαλουμένη ευχερώς θα μπορούσε να ταυτοποιήσει, με βάση το
ηλεκτρονικό σύστημα εποπτείας του γηπέδου της, και να υποδείξει τόσο στις
αρμόδιες Αρχές (αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών), όσο και στο παρόν Δικαιοδοτικό
Όργανο, τα υπαίτια φυσικά πρόσωπα, τα οποία συνεπλάκησαν στο ως άνω
περιστατικό, ώστε να δυνηθεί να αποδείξει ότι αυτά δεν συνδέονταν με αυτήν, ως
φίλαθλοί της. Αντιθέτως, τόσο ο ενόρκως εξετασθείς στο ακροατήριο του παρόντος
Πειθαρχικού Οργάνου μάρτυρας της εγκαλουμένης, Κυριάκος Δουρέκας, εκπρόσωπος
της εγκαλούμενης ομάδας στον επίμαχο αγώνα, όσο και ο ανωμοτί εξετασθείς
νόμιμος εκπρόσωπός της, Ευάγγελος Μπαταγιάννης, στις καταθέσεις τους κάνουν
λόγο αποκλειστικά και μόνο για φιλάθλους της εγκαλούμενης Π.Α.Ε., που
συνεπλάκησαν με τις αστυνομικές δυνάμεις, και όχι για άγνωστα, μη συνδεόμενα με
αυτήν πρόσωπα, που πρόσκεινται στον αναρχικό χώρο. Ως εκ τούτων, δεν
καταλείπεται οιαδήποτε αμφιβολία στο παρόν δικαιοδοτικό όργανο, περί του ότι τα
άτομα που συνεπλάκησαν εν προκειμένω με τις αστυνομικές δυνάμεις ήταν φίλαθλοι
της εγκαλουμένης. Επιπλέον, η πειθαρχικώς εγκαλουμένη ισχυρίζεται ότι το
προπεριγραφέν επεισόδιο δεν δύναται να υπαχθεί στη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 4
περ. β΄ του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο., καθώς στη διαλαμβανόμενη σε αυτή τη
διάταξη έννοια της βιαιοπραγίας εντάσσεται μόνον η άσκηση παράνομης βίας μεταξύ
των συμμετεχόντων κατά τη διεξαγωγή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, ήτοι μεταξύ των
παρευρισκόμενων στο γήπεδο φιλάθλων των ποδοσφαιρικών ομάδων ή μεταξύ των
φιλάθλων και των αξιωματούχων και ποδοσφαιριστών των ομάδων, και όχι μεταξύ
απροσδιορίστου αριθμού ατόμων, που δεν σχετίζονται με τα ανωτέρω πρόσωπα.
Κατόπιν αυτού, επικαλείται ότι δεν μπορεί εν προκειμένω να υπαχθεί στην έννοια
της βιαιοπραγίας η συμπλοκή των ανωτέρω φερομένων μη φιλάθλων της με τις
αστυνομικές δυνάμεις. Και ο ισχυρισμός, όμως, αυτός ελέγχεται απορριπτέος, ως
αβάσιμος και δη ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθώς αφενός μεν
αποδεικνύεται, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ότι τα εμπλεκόμενα στο εν
λόγω επεισόδιο άτομα ήσαν φίλαθλοι της εγκαλουμένης, ενώ, περαιτέρω, ο σκοπός
της διατάξεως του άρθρου 15 παρ. 4 περ. β΄ του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο.
συνίσταται ιδίως στην αποτροπή των φθορών ξένης ιδιοκτησίας και των
βιαιοπραγιών κατά προσώπων που ευρίσκονται σε όλους τους χώρους του γηπέδου
(αγωνιστικός χώρος, κερκίδες, αποδυτήρια και εν γένει χώρος του γηπέδου), χωρίς
αυτονόητα να γίνεται από τη διάταξη αυτή οιαδήποτε διάκριση και περιορισμός των
φορέων των προστατευόμενων εννόμων αγαθών μόνον στους φιλάθλους, στους
ποδοσφαιριστές και τους αξιωματούχους των ομάδων και του αγώνα και να
εξαιρούνται οι νομίμως παρευρισκόμενες στο γήπεδο αστυνομικές δυνάμεις, που
είναι επιφορτισμένες με τη διασφάλιση της ευταξίας και της ασφάλειας απάντων
των παριστάμενων στο γήπεδο προσώπων. Συνακόλουθα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί
βάσιμα ότι σκοπός του πειθαρχικού νομοθέτη ήταν η κάμψη της αντικειμενικής
πειθαρχικής ευθύνης των εκάστοτε πειθαρχικώς ελεγχόμενων Π.Α.Ε., σε περίπτωση
τελεσθείσης βιαιοπραγίας σε βάρος των ευρισκόμενων αστυνομικών δυνάμεων.
Επομένως, με βάση τα ανωτέρω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, προκύπτει
ότι η εγκαλούμενη Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ φέρει αντικειμενική ευθύνη για τις
ακόλουθες πειθαρχικές παραβάσεις, στις οποίες υπέπεσαν οι φίλαθλοί της, και
ειδικότερα : 1] για την αποδιδόμενη σε αυτήν πειθαρχική παράβαση της ρίψεως
μίας (1) φωτοβολίδας ευθείας βολής στον κυρίως χώρο του γηπέδου, κατά τη
διάρκεια του αγώνα, με αποτέλεσμα την προσωρινή διακοπή αυτού εκ μέρους του
διαιτητή (άρθρα 14 παρ. 1, 2, 3 και 4, 15 παρ. 3 περ. β΄ του Π.Κ. της Ε.Π.Ο.),
και 2] για την αποδιδόμενη σε αυτήν κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα -σύμφωνα και
με τα ανωτέρω εκτιθέμενα- πειθαρχική παράβαση της εισόδου των οπαδών της στον
αγωνιστικό χώρο και της προκλήσεως επεισοδίων στις κερκίδες και εντός του
αγωνιστικού χώρου, που συνδέονται με βιαιοπραγίες κατά προσώπων και φθορές
ξένης ιδιοκτησίας (άρθρα 14 παρ. 1, 2, 3 και 4, 15 παρ. 4 περ. β΄ του Π.Κ. της
Ε.Π.Ο.). Περαιτέρω, λαμβανομένων υπ’ όψιν της ιδιαίτερης απαξίας των ως άνω
πειθαρχικών παραβάσεων, για τις οποίες καταφάσθηκε η αντικειμενική ευθύνη της
εγκαλουμένης, της σφοδρότητας, αλλά και της χρονικής διάρκειας των ανωτέρω
επεισοδίων, που προκλήθηκαν από τους φιλάθλους της, της εντάσεως της
διακινδυνεύσεως της σωματικής ακεραιότητας των ευρισκομένων στο γήπεδο
προσώπων, του τραυματισμού ενός (1) αστυνομικού, αλλά και των φθορών ξένης
ιδιοκτησίας, καθώς και της προκλήσεως στο φίλαθλο κοινό και στην εν γένει κοινή
γνώμη αισθήματος έντονης απαξιώσεως και αποστροφής προς το ποδόσφαιρο, με συνέπεια
την άρνηση εκ μέρους του κοινού παρακολουθήσεως των αγώνων ποδοσφαίρου και
προσελεύσεως στα γήπεδα, κρίνεται ότι πρέπει στην εγκαλούμενη Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ
να επιβληθούν οι ακόλουθες πειθαρχικές κυρώσεις και δη : α) για την πρώτη
πράξη, την οποία τέλεσε (παράβαση άρθρων 14 παρ. 1, 2, 3 και 4, 15 παρ. 3 περ.
β΄ του Π.Κ. της Ε.Π.Ο.), πρέπει να της επιβληθεί χρηματική ποινή, ποσού δέκα
χιλιάδων (10.000,00) ευρώ. β) για τη δεύτερη πράξη, την οποία τέλεσε κατ’
εξακολούθηση (παράβαση άρθρων 14 παρ. 1, 2, 3 και 4, 15 παρ. 4 περ. β΄ του Π.Κ.
της Ε.Π.Ο.), πρέπει να της επιβληθεί μία ενιαία ποινή, σύμφωνα με τα ανωτέρω
αναφερόμενα, αποτελούμενη από τη χρηματική ποινή, ποσού ύψους ογδόντα πέντε
χιλιάδων (85.000,00) ευρώ, την ποινή της διεξαγωγής δύο (2) αγώνων χωρίς θεατές,
καθώς και την ποινή της αφαιρέσεως τριών (3) βαθμών από το βαθμολογικό πίνακα
της τρέχουσας αγωνιστικής περιόδου [πρβλ. και τις υπ’ αριθμ. 111/2016 και
112/2016 αποφάσεις του παρόντος Πειθαρχικού Οργάνου, που αφορούν σε παρεμφερούς
εντάσεως και συνεπειών σημειωθέντα εκτεταμένα επεισόδια, με πειθαρχικώς
εγκαλούμενες την Π.Α.Ε. ΑΠΣ ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ ΑΘΗΝΩΝ 1923 και Π.Α.Ε. ΑΕΚ αντιστοίχως].
Οι ως άνω, εξάλλου, επιβαλλόμενες στην εγκαλούμενη Π.Α.Ε. πειθαρχικές κυρώσεις
παρίστανται ως αναγκαίες, πρόσφορες, κατάλληλες και ευρισκόμενες σε αναλογία με
τη βαρύτητα των πειθαρχικών αδικημάτων, για τα οποία αυτή (εγκαλουμένη) φέρει
αντικειμενική ευθύνη, δεδομένου, μάλιστα, ότι τοιουτοτρόπως επιτυγχάνεται
παραλλήλως και ο σκοπός τόσο της ειδικής, όσο και της γενικής προλήψεως, τον
οποίο επιδιώκουν οι προρρηθείσες διατάξεις του Π.Κ. της ΕΠΟ. Τέλος, πρέπει,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Π.Κ. της ΕΠΟ, να καθορισθεί
συνολική χρηματική ποινή, αποτελούμενη από εκείνη των ογδόντα πέντε χιλιάδων
(85.000,00) ευρώ, ως ποινή βάση, που επιβλήθηκε στην εγκαλουμένη για τη δεύτερη
ως άνω πράξη της, επαυξανόμενη κατά το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων
(10.000,00 : 2 = 5.000,00) ευρώ, από την επιβληθείσα στην εγκαλουμένη ποινή για
την πρώτη ως άνω πράξη της, ήτοι θα πρέπει να καθορισθεί συνολική χρηματική
ποινή ποσού (85.000,00 + 5.000,00 =) ενενήντα χιλιάδων (90.000,00) ευρώ. ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ με παρούσα την πειθαρχικώς εγκαλούμενη Π.Α.Ε.
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ. ΔΕΧΕΤΑΙ ότι η εγκαλούμενη Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ τέλεσε : 1) την
αποδιδόμενη σε αυτήν πειθαρχική παράβαση της ρίψεως μίας (1) φωτοβολίδας
ευθείας βολής στον κυρίως χώρο του γηπέδου, κατά τη διάρκεια του αγώνα, με
αποτέλεσμα την προσωρινή διακοπή αυτού εκ μέρους του διαιτητή (άρθρα 14 παρ. 1,
2, 3 και 4, 15 παρ. 3 περ. β΄ του Π.Κ. της Ε.Π.Ο.), και 2) την αποδιδόμενη σε
αυτήν κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα πειθαρχική παράβαση της εισόδου των οπαδών
της στον αγωνιστικό χώρο και της προκλήσεως επεισοδίων στις κερκίδες και εντός
του αγωνιστικού χώρου, που συνδέονται με βιαιοπραγίες κατά προσώπων και φθορές
ξένης ιδιοκτησίας (άρθρα 14 παρ. 1, 2, 3 και 4, 15 παρ. 4 περ. β΄ του Π.Κ. της
Ε.Π.Ο.). ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην Π.Α.Ε. ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ α) για την πρώτη πράξη (άρθρα 14 παρ.
1, 2, 3 και 4, 15 παρ. 3 περ. β΄ του Π.Κ. της Ε.Π.Ο.) τη χρηματική ποινή του
ποσού των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, και β) για τη δεύτερη πράξη (άρθρα 14
παρ. 1, 2, 3 και 4, 15 παρ. 4 περ. β΄ του Π.Κ. της Ε.Π.Ο.), τη χρηματική ποινή
του ποσού ογδόντα χιλιάδων πέντε (85.000,00) ευρώ, την ποινή της διεξαγωγής δύο
(2) αγώνων χωρίς θεατές, καθώς και την ποινή της αφαιρέσεως τριών (3) βαθμών
από το βαθμολογικό πίνακα της τρέχουσας αγωνιστικής περιόδου. ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ
συνολική χρηματική ποινή, ποσού ενενήντα χιλιάδων (90.000,00) ευρώ (άρθρο 4
παρ. 4 του Π.Κ. της Ε.Π.Ο.).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και
δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, τη 12η Φεβρουαρίου 2018.
O ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ Σπυρίδων Καποδίστριας
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Στυλιανός Βασιλειάδης