ΙΔΕΑΔ

Γ. Πρίντεζης, Δυνατότητες και προοπτικές σύμπραξης αθλητισμού και τουρισμού


ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΡΑΞΗΣ
ΑΘΛΗΤΙΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Στόχος της εισηγήσεως καθίσταται η ανάδειξη αθλημάτων τα οποία από την φύση τους παρουσιάζουν και μια τουριστική - ψυχαγωγική χροιά αθλητικών δραστηριοτήτων, όπου κάτω από το ad amoenitam πνεύμα της ψυχαγωγίας (τέρψης) και του τουρισμού δύναται να προσφερθούν, με παραγωγό - οργανωτή το αθλητικό σωματείο, προς το ευρύ κοινό. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός θα πρέπει:
·         Να εξετάσουμε και να καταγράψουμε ποια από τα υφιστάμενα αθλήματα παρουσιάζουν τέτοιες δυνατότητες; (π.χ. ορειβασία, αναρρίχηση βράχου, χιονοδρομία, κανόε - καγιάκ, ιστιοπλοΐα ανοικτής θαλάσσης, ιππασία, αεραθλητισμός, παγοδρομία, ορεινή ποδηλασία, τουριστικό θαλάσσιο σκι κλπ.)
·         Να διερευνήσουμε την βούληση της εκάστοτε οικείας αθλητικής ομοσπονδίας ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα σωματεία της, να προσφέρουν έναντι αμοιβής, τέτοιες υπηρεσίες εφόσον η διαδικασία παροχής και προσφοράς των υπηρεσιών άθλησης, δεν οδηγούν σε στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού, καθώς επίσης και το ότι η παροχή τέτοιων προσοδοφόρων υπηρεσιών ψυχαγωγίας – άθλησης δεν θα επηρεάσει επί τα χείρω, τον κύριο αθλητικό σκοπό του σωματείου και την ειδική αθλητική αναγνώρισή του
·         Να εξετάσουμε κατά πως και πόσο τέτοιες παροχές, με παραλήπτη και καταναλωτή τον αθλούμενο φίλαθλο, μη αθλητή, είναι συμβατές ή προσκρούουν στην αθλητική ή/και στη τουριστική νομοθεσία, καθώς και την πιθανή ανάγκη νομοθετικών αλλαγών
·         Να εξετάσουμε την δυνατότητα ένταξης, της παροχής τέτοιων υπηρεσιών, μέσα στα πλαίσια του υφιστάμενου θεσμού του Οργανισμού Μαζικού Αθλητισμού (Αθλητισμός για όλους αρ.39 ν.2725/1999)
·         Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην φορολογική αντιμετώπιση (ένταξη ή απαλλαγή από τον φόρο, υπαγωγή ή όχι στον ΦΠΑ, υποχρέωση υποβολής εγγράφων συμφωνητικών στις ΔΟΥ, μηχανισμό αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής) αυτών των ψυχαγωγικών υπηρεσιών καθώς και ζητήματα που άπτονται του αδικήματος του αθέμιτου ανταγωνισμού
Επιπροσθέτως και ενόψει της εν δυνάμει μελλοντικής νομοθετικής ρύθμισης, για δυνατότητα παροχής συναφών υπηρεσιών από τα αθλητικά σωματεία και σε συνδυασμό με την ισχύουσα παρ. 2 του αρ. 7 του ν.2725/1999 περί προσφερομένων υπηρεσιών εκμάθησης αθλημάτων, θα πρέπει να εξετασθεί ιδιαίτερα το νομικό καθεστώς «ειδικών αθλητικών εργασιακών σχέσεων» που θα προκύψει, κατά περίπτωση, μεταξύ προστηθέντων παραγόντων (εκπαιδευτών, οδηγών βουνού, οδηγών ειδικής λέμβου, συνοδών, κυβερνητών κλπ) αθλητικού σωματείου και παραλήπτη – καταναλωτή.
Ειδικότερα, οι προαναφερόμενες κατηγορίες επαγγελματιών, οι οποίοι συνδέονται με ένα αθλητικό σωματείο για την παροχή των υπηρεσιών τους σε σχέση όχι μόνο με τα μέλη του αλλά και τους εν γένει αθλούμενους πλέον, ήτοι μη αθλητές, αλλά και τους εγγραφέντες στις σχολές εκμάθησης αθλήματος, ενδεικτικά και μόνο, θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:

·  Συνοδοί βουνού,
·  Οδηγοί βουνού,
·  Κυβερνήτες ισιοπλοϊκών σκαφών ανοικτής θαλάσσης,
·  Κυβερνήτες – εκπαιδευτές θαλασσίου σκι,
·  Οδηγοί ράφτιγκ,
·  Εκπαιδευτές χιονοδρομίας,
·  Ναυαγοσώστες,
·  Εκπαιδευτές αεραθλητισμού.

            

Το καθεστώς των ανωτέρω περιπτώσεων παρουσιάζει μία ιδιομορφία  σε σχέση με τους λοιπούς εργαζόμενους ή απασχολούμενους εν γένει με τον αθλητισμό:

Για τις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει οριοθετημένο ειδικό νομικό καθεστώς απασχόλησης, αλλά και στις περισσότερες από αυτές δεν υπάρχει ούτε οριοθέτηση των απαιτούμενων προσόντων και δεξιοτήτων νομοθετικά, πολλώ δε μάλλον η ύπαρξη οικείας νομοθετικής πρόβλεψης γίνεται σε κάποιες περιπτώσεις αποσπασματικά. Αλλά ούτε και φορέας πιστοποίησης των αναγκαίων προσόντων ή χορήγησης άδειας ασκήσεως επαγγέλματος υφίσταται. Πολύ δε περισσότερο δεν υφίσταται νομοθετικά ορισμένο καθεστώς απασχόλησης.

 

Ενδεικτικό το γεγονός, ότι ορίζεται πως οι συνοδοί βουνού είναι απόφοιτοι του ΟΤΕΚ, χωρίς όμως να έχει εκδοθεί το οικείο διάταγμα, ενώ υπάρχει σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων για τους ναυαγοσώστες.

Περαιτέρω, πρόβλημα υφίσταται και για τον ορισμό της νομικής μορφής της απασχόλησής τους. Πότε δηλαδή αυτή εμπίπτει ή όχι στην έννοια της εξαρτημένης εργασίας και κατά συνέπεια στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

Τα δικαστήρια, παγίως δέχονται, προκειμένου να ορίσουν αν μία έννομη σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων προσώπων εμπίπτει ή όχι στην έννοια της εξαρτημένης εργασίας, ότι υφίσταται ακριβώς σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όταν ο εργαζόμενος αμείβεται με μισθό, ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού και καταβολής του και ταυτόχρονα υποβάλλεται σε εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας. Επίσης αυτός παρέχει δεσμευτικές προς τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, για την προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής του. 

            Εάν δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις και ειδικότερα εάν ο παρέχων την εργασία δεν υποβάλλεται στην εξάρτηση του εργοδότη, υπό την ανωτέρω έννοια, τότε πρόκειται για σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. 

            Τέλος, η νομολογία παγίως δέχεται ότι ενδιαφέρει πάντοτε το ουσιαστικό περιεχόμενο της εκάστοτε συμβάσεως εργασίας και όχι ο τυχόν διδόμενος χαρακτηρισμός σε αυτή από τους συμβαλλομένους. Επομένως, καταρχήν το κριτήριο της νομολογίας μπορεί να προταθεί για τη μορφή της εργασιακής τους σχέσης.

Επιπλέον και με δεδομένη την ανάπτυξη του σωματειακού αθλητισμού, αλλά και της ενασχόλησης με την άθληση εν γένει όλο και μεγαλύτερων μαζών, αναγκαίο θα ήταν για τις ολοένα αυξανόμενες κατηγορίες εργαζομένων και απασχολούμενων εν γένει να υπάρχουν ξεκάθαρες ρυθμίσεις. Ρυθμίσεις οι οποίες θα οριοθετούν την ύπαρξη ενός κύκλου αναγκαίων προσόντων, την πιστοποίηση αυτών από δημόσιο φορέα, αλλά και τον έλεγχο της άσκησης της επαγγελματικής ενασχόλησης, ιδίως με τους προστιθέντες φορείς. Με τον τρόπο αυτό αφενός μεν θα ξεκαθαρίσει το τοπίο της απασχόλησης, αλλά θα παρέχεται και προστασία των τρίτων – αθλούμενοι – οι οποίοι είναι οι τελικοί αποδέκτες αυτών των υπηρεσιών.
Στη έρευνα αυτή θα πρέπει να εξετασθεί και η δυνατότητα που παρέχεται στον αρμόδιο Υπουργό, από το αρ. 21 παρ. 2 εδ. 3α και 3β του ν. 2741/1999, να ορίζονται οι προϋποθέσεις και το πλαίσιο που θα ασκούν τα καθήκοντά τους τα παραπάνω αναφερόμενα φυσικά πρόσωπα.
Ήτοι «3α) κάθε επάγγελμα, η άσκηση του οποίου πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο και δεν προϋποθέτει επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά συνιστά εκμίσθωση εξηρτημένης εργασίας, υπηρεσιών ή έργου προς τουριστική επιχείρηση ή απευθείας προς τουρίστες ημεδαπούς ή αλλοδαπούς, είναι δυνατόν να χαρακτηρίζεται τουριστικό επάγγελμα και να υπάγεται στην εποπτεία του ΕΟΤ. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα του ΕΟΤ η οποία εκδίδεται μετά σύμφωνη γνώμη του ΔΣ του ΕΟΤ και δημοσιεύεται στο ΦΕΚ, είναι δυνατόν να υπάγονται στα τουριστικά επαγγέλματα και να προσδιορίζονται εννοιολογικά και άλλα είδη τουριστικών επαγγελμάτων, εκτός εκείνων τα οποία ρυθμίζονται ήδη από τις ισχύουσες διατάξεις.
β) Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, που εκδίδεται μετά από γνώμη του γγ. του ΕΟΤ, ορίζονται οι προϋποθέσεις, τα προσόντα, τα δικαιολογητικά, οι σχετικές αρμοδιότητες των οργάνων του ΕΟΤ και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την χορήγηση άδειας άσκησης των τουριστικών επαγγελμάτων της προηγουμένης παραγράφου και την άσκηση της εποπτείας του ΕΟΤ σε αυτά»


Νεότερη Παλαιότερη

نموذج الاتصال