Το εγχώριο ποδοσφαιρικό τοπίο όσον αφορά στις επερχόμενες εκλογές της ΕΠΟ
είναι πλέον χαρτογραφημένο. Η εκλογή του μοναδικού υποψηφίου Μάκη Γκαγκάτση
είναι δεδομένη. Άλλωστε, από καιρού, η πλειοψηφία των εκλεκτόρων είχε ταχθεί
δημόσια υπέρ της υποψηφιότητάς του. Άλλοι εξ αυτών στρατεύθηκαν εξαρχής στο
πλευρό του, άλλοι το έπραξαν εκ των
υστέρων, «την ανάγκην φιλοτιμίαν
ποιούμενοι».
Στο πρόσωπο του νέου Προέδρου συντρέχουν χαρακτηριστικά (νεαρό ηλικίας, πολύχρονη
εμπειρία, επιτυχημένη διοικητική θητεία στην ΠΑΕ ΠΑΟΚ) που δημιουργούν βάσιμη
αισιοδοξία. Οι οιωνοί είναι αίσιοι. Με τη διαφορά ότι, από τις 23 Ιουλίου, την
ΕΠΟ δεν θα την διοικούν οι οιωνοί, ούτε θα είναι επαρκής και αποτελεσματική μια
μονοπρόσωπη συγκεντρωτική διαχείριση.
Εξάλλου, το διακύβευμα των εκλογών δεν είναι μόνο η αλλαγή «στα πρόσωπα», αλλά κυρίως η αλλαγή «στο πρόσωπο» του ποδοσφαίρου μας. Και
το μείζον διακύβευμα είναι η διαχείριση της «επόμενης ημέρας», μετά τις
εκλογές, έτσι ώστε να επιβεβαιωθεί στην πράξη η προβολή του «ηθικού
πλεονεκτήματος» της επερχόμενης νέας εξουσίας. Θα χρειαστούν ρήξεις με
κατεστημένες νοοτροπίες, τόλμη και αποφασιστικότητα, αλλά και σύνεση και
σωφροσύνη, ανεξαρτησία σκέψης και δράσης, ανυποχώρητη στάση απέναντι σε
προσπάθειες κηδεμονίας από «αφεντικά», πνεύμα ενότητας χωρίς όμως συγχωροχάρτια
και συμψηφισμούς, προκειμένου να επανέλθουν και να εμπεδωθούν στο ποδοσφαιρικό
μας γίγνεσθαι η αξιοπιστία, η δικαιοσύνη, η ισονομία, η απαρέγκλιτη εφαρμογή
των νόμων και των κανονισμών προς κάθε κατεύθυνση.
Θα είναι ένας δύσκολος αγώνας, τουλάχιστο στην αφετηρία του. Αλλά αγώνας
ωραίος. Και σ’ αυτόν τον αγώνα δεν μπορεί να μείνει στο περιθώριο και αμέτοχη «η κοινωνία του ποδοσφαίρου», δηλαδή το
σύνολο των ανθρώπων που, με οποιαδήποτε ιδιότητα (φίλαθλοι, οπαδοί, τύπος,
διαιτητές, προπονητές κ.α.), συγκροτούν αυτό που αποτελεί την «κοινή γνώμη» στο
ποδοσφαιρικό περιβάλλον. Σε αυτήν την κοινωνία του ποδοσφαίρου θα πρέπει να
απευθυνθούν από τώρα οι δυνάμεις που ευαγγελίζονται τη νέα εποχή στο ποδόσφαιρό
μας. Να την ενημερώσουν, με δημόσια διακήρυξη αρχών-στόχων, ποιοί είναι, πώς
και με ποιούς θα διοικήσουν και σε τι δεσμεύονται απέναντί της, να την πείσουν
για τις προθέσεις τους και να της ζητήσουν να συστρατευθεί. Αυτή θα είναι, κατά
τη γνώμη μου, η πιό πολύτιμη και ασφαλής σύμπραξη. Γιατί αυτή θα αποτελέσει ασπίδα
προστασίας, οδηγό και ελεγκτή πορείας, αυστηρό αλλά και δίκαιο κριτή, διαχρονικό
σύμμαχο-καταλύτη στα δύσκολα που θα έλθουν, αναπόφευκτα. Οι (όποιες) άλλες
συμπράξεις μάλλον θα αποδειχθούν συγκυριακές και πρόσκαιρες.
Και κάτι ακόμη, πιστεύω σημαντικό. Οι φύλακες (πρέπει να) έχουν γνώση.
Γιατί τα συμφέροντα που διακυβεύονται στο
ποδόσφαιρό μας είναι πολύ μεγάλα, σε ποικίλα επίπεδα. Και εκείνοι που επενδύουν
σε αυτά τα συμφέροντα, δεν τα εγκαταλείπουν αμαχητί, ούτε τα χαρίζουν σε
άλλους. Φοβούμαι, λοιπόν, πως το «σύστημα» θα λουφάξει για λίγο καιρό, αλλά θα
καραδοκεί, θα προετοιμάζεται για την αντεπίθεσή του (τα όπλα τα γνωρίζει πολύ
καλά, όπως και τους πρόθυμους «δούρειους ίππους») και θα προσδοκά ότι η
«αλλαγή» θα είναι μιά σύντομη παρένθεση. Και αν αποδειχθεί και αυτή «μετέωρο
βήμα, στο κενό», οι εξελίξεις θα είναι παρόμοιες, το ανέλεγκτο παρασκήνιο θα
διαφεντεύει, η υποστήριξη θα μεταστραφεί σύντομα σε υπονόμευση, θα αφεθούν όλα
στις γνωστές καλένδες και ο καθένας από τους «θερμούς υποστηρικτές» θα
αποσυρθεί στα του οίκου του και θα ενεργεί (ή δεν θα ενεργεί) κατά τα δικά του
συμφέροντα.
Αυτόν τον κίνδυνο επισημαίνω. Γι’
αυτό και υποστηρίζω ότι η ευρεία συμμαχία με την «κοινωνία του ποδοσφαίρου»
μπορεί να κρατήσει αδιάσπαστο το μέτωπο όσων επιθυμούν την εξυγίανση του
ποδοσφαίρου μας. Για να μην πάει χαμένη και αυτή η ευκαιρία.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η νέα υπό τον κ. Γκαγκάτση διοίκηση, το συντομότερο,
σε συνεργασία με τους θεσμικούς αθλητικούς φορείς, θα πρέπει να επεξεργαστεί
μία συνολική πρόταση αναδιάταξης του εθνικού μας ποδοσφαίρου. Με συγκεκριμένους
στόχους και αντίστοιχα χρονοδιαγράμματα. Με ρεαλισμό, χωρίς μαξιμαλισμούς και
«κενές» διακηρύξεις. Ένα «συμβόλαιο» που θα απευθύνεται στη φίλαθλη κοινή γνώμη
και που θα καλέσει δημόσια στη «συνυπογραφή» του όλους τους εμπλεκόμενους.
Μεταξύ των άλλων (πνεύμα συνεργασίας με την πολιτεία και τους άλλους φορείς
του ποδοσφαίρου, λειτουργία εθνικών ομάδων, πρόβλημα αφελληνισμού του
ποδοσφαίρου μας, σχέδιο πρόληψης οπαδικής βίας, σχεδιασμός διοργανώσεων εθνικών
πρωταθλημάτων, διοικητική λειτουργία, εσωτερική οργάνωση κλπ.), τονίζω την
ιδιαίτερη φροντίδα που πρέπει να επιδειχθεί για τη στήριξη του ερασιτεχνικού
ποδοσφαίρου, το οποίο έχει μείνει αβοήθητο και παραμελημένο. Η διαχρονική,
πομπώδης (πλην, αδάπανη) ρητορεία περί «μήτρας» και «δεξαμενής» του ποδοσφαίρου
πρέπει επιτέλους να μεταφραστεί σε πραγματική βοήθεια (θεσμικό πλαίσιο,
αθλητικές εγκαταστάσεις, οικονομική στήριξη ΕΠΣ και σωματείων).
Επίσης, θεωρώ πως δεν πρέπει η γενική αρχή περί ανεξαρτησίας της
δικαιοσύνης (και της αθλητικής, ασφαλώς) να αποτελέσει άλλοθι για υπεκφυγή. Οπωσδήποτε, όχι εμπλοκή. Αλλά,
συγχρόνως, και θωράκιση για την αποτροπή εμπλοκής τρίτων. Εμπιστοσύνη μεν, αλλά
και διακριτική παρακολούθηση και εποπτεία, με οδηγό την απαρέγκλιτη εφαρμογή
των νόμων και κανονισμών και (όπου χρειάζεται) το κοινό περί δικαίου αίσθημα,
όχι αυτό των «τυφλών» οπαδών ή του οπαδικού τύπου, αλλά των υγιών φιλάθλων.
Ακόμη, σοβαρή παράμετρο σε έναν τέτοιο σχεδιασμό, πρέπει να αποτελέσει το
μέλλον της ελληνικής διαιτησίας. Ούτε εδώ, είναι ορθό να κρύβεται κανείς πίσω
από την ασπίδα προστασίας που προσφέρει η ξένη επιτροπεία. Η διαιτησία πρέπει
να επανέλθει στην ευθύνη των Ελλήνων διαιτητών. Και αυτό πρέπει να γίνει
σταδιακά, με αυστηρό και σύντομο χρονοδιάγραμμα, με σχεδιασμό και επαρκή
προετοιμασία και σε συνεργασία με την οργανωμένη ελληνική διαιτησία. Οι Έλληνες
διαιτητές είναι το ίδιο καλοί όσο και οι ξένοι. Το πρόβλημα είναι ότι δεν τους
προσφέρουμε τις ίδιες συνθήκες, πριν, κατά και μετά τους αγώνες. Η ελληνική
διαιτησία σβήνει. Ας μην εθελοτυφλούν οι αρμόδιοι. Κανείς δεν είναι πιο τυφλός
από αυτόν που δεν θέλει να δει...
Τα παραπάνω, διαβεβαιώνω, δεν αποτελούν φθέγματα
δοκησίσοφου, ούτε συστάσεις ή υποδείξεις προς οποιονδήποτε. Δεν είναι παρά επισημάνσεις
ενός φιλάθλου που, όπως η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων φιλάθλων, ελπίζει να
αλλάξει τροχιά το ποδόσφαιρό μας, να αποενοχοποιηθεί στα μάτια της κοινής
γνώμης και να ξαναπάρει τη θέση του στο θρόνο του βασιλιά των σπορ. Επισημάνσεις
καλοπροαίρετες και, ίσως, χρήσιμες σε όσους θέλουν να τις λάβουν υπόψη τους.
Με αυτή τη διαβεβαίωση, Μάκη Γκαγκάτση, όσοι αγαπάμε το ποδόσφαιρο, σου
ευχόμαστε από καρδιάς «καλή επιτυχία».
Γιώργος Λυσαρίδης
8/6/2024