YOUTUBE

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Γ. Λυσαρίδης, Η Αυτού Εξοχότης, το ποδόσφαιρο





Άρθρο αναδημοσιευόμενο από την εφημερίδα DOCUMENTO (Περιοδικό ΗOT DOC.)



Όταν μιλούμε για το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, θα πρέπει να αποδεχθούμε τη ρεαλιστική προσέγγιση ότι αποτελεί πλέον μιά κερδοφόρα, συγχρόνως όμως και «ρυπαρή» βιομηχανία και ότι αξιοποιείται ως η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όπου καθαγιάζονται πολυεθνικές, υπόκοσμος και επιχειρηματίες που επενδύουν στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο και «στοιχηματίζουν» υπερκέρδη, ισχύ, εξουσία. Απέναντί της, η ρομαντική (για πολλούς, αφελής) προσέγγιση ότι το ποδόσφαιρο παραμένει μιά κορυφαία μυσταγωγία λαϊκής εκτόνωσης, που βρίσκει διέξοδο στη συλλογική ιεροτελεστία του γηπέδου, μιά κοινή γλώσσα επικοινωνίας, μιά (κατα)φυγή από την καθημερινή ζοφερή πραγματικότητα, μιά από τις ελάχιστες μορφές κοινωνικής μέθεξης, όπου αναπληρώνεται η χαμένη στην υπόλοιπη ζωή κοινωνικότητα και ισοπεδώνονται ταξικές ή άλλου είδους διακρίσεις.

Σε όποια προσέγγιση από τις δύο κι αν προσχωρεί ο καθένας μας, θα συμφωνήσουμε πως η δημοφιλία του ποδοσφαίρου είναι αξεπέραστη και παραμένει ο αδιαμφισβήτητος «βασιλιάς των σπορ». Το καλοκαίρι που μας πέρασε, ο μισός περίπου πληθυσμός του πλανήτη παρακολούθησε αγώνες του παγκοσμίου κυπέλου (μουντιάλ). Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του, κοινωνίες ανθρώπων με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά (θρησκευτικά, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά), προσήλθαν με ευλάβεια και πίστη στη μοναδική κοινή τους λατρεία, τη λατρεία της «θεάς μπάλας».

Διαχρονικά, βέβαια, το ποδόσφαιρο, εκτός από θερμούς υποστηρικτές, είχε πάντοτε και φανατικούς πολέμιους. Με εμπροσθοφυλακή την τάξη των διανοουμένων, αυθεντικών ή «δήθεν», που το αντιμετώπιζαν με καταφρόνηση και απαξία. Έδειχναν να θεωρούν αδιανόητο να μολυνθεί η υψηλή τους τέχνη από ένα παιχνίδι «λαϊκό έως χυδαίο», «μιά πρωτόγονη δραστηριότητα για αγροίκους ή ηλιθίους». Από τον δικό μας Ευριπίδη που έγραφε πως «κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα, ουδέν κάκιον εστίν αθλητών γένους», μέχρι τον Σέξπηρ στον «Βασιλιά Ληρ», που βάζει στο στόμα του Δούκα του Κεντ τις πιό βαριές βρισιές για να απευθυνθεί στον φουκαρά τον Οσβάλντο και, αφού τον αποκαλεί δούλο, κοπρίτη, μασκαρά, εξαπολύει και την έσχατη προσβολή “you, base football player”, δηλαδή «εσύ, τιποτένιε ποδοσφαιριστή».

Όμως, παράλληλα, δεν έλειψαν και εκείνοι οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών που όχι μόνο δεν απέστρεψαν το πρόσωπό τους από το ποδόσφαιρο, αλλά και με πρόθεση τιμητική το φιλοξένησαν στα δημιουργήματά τους. Ανάμεσα στους Έλληνες διανοούμενους που ύμνησαν το ποδόσφαιρο ή εμπνεύστηκαν στο έργο τους από αυτό, οι Νίκος Καζαντζάκης («Δίπλωμα ανθρώπου», Ήτον-Ταξιδιωτικά), Γιάννης Ρίτσος («Οι γειτονιές του κόσμου»), Μάνος Χατζιδάκις («Αιώνιο πάθος», Μιά μπαλάντα για τον Τζόρτζ Μπέστ), Μανόλης Αναγνωστάκης (Σελίδες από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου, «Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ»), Μένης Κουμανταρέας («Η φανέλα με το 9»), Νίκος Καρούζος ( «Αγχώδης εμπειρία»), Νίκος Εγγονόπουλος («Στην κοιλάδα με τους ροδώνες»), Ανδρέας Εμπειρίκος («Η σήμερον ως αύριον και ως χθες»).

Από τη μιά, λοιπόν, οι δηλωμένοι πολέμιοι του ποδοσφαίρου που το λοιδορούν ως αφόρητα αγοραίο και το δαιμονοποιούν ως «όπιο του λαού», αν και αρκετοί από αυτούς είναι βέβαιο πως, επειδή διστάζουν να «εκτεθούν» και να γίνουν ένα με την «πλέμπα» των γηπέδων, εκτονώνουν παιδικά απωθημένα παρακολουθώντας συστηματικά (αλλά κρυφίως) τους αγώνες από την ασφάλεια του καναπέ τους. Και από την άλλη, αυτοί που αποδέχονται (και απολαμβάνουν) την ομορφιά του, το παρακολουθούν και δηλώνουν ευθαρσώς πως είναι μέλη της «κοινωνίας του ποδοσφαίρου», υπερβαίνοντας σύνδρομα και προκαταλήψεις. Ανάμεσα στις δύο αυτές στάσεις, το ποδόσφαιρο αρνείται πεισματικά την ενοχή του (ή αναζητά να βρει τη χαμένη του αθωότητα).

Εν τέλει, όπως κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, και μάλιστα τόσο μαζική, το ποδόσφαιρο περιέχει δυναμική, τόσο για το καλό όσο και για το κακό. Η ουσία (και το διακύβευμα) είναι, ποιός και με ποιόν τρόπο ελέγχει αυτή τη δυναμική, προς τα πού την κατευθύνει, στην υπηρεσία τίνων συμφερόντων την διαθέτει. Δεν φταίει, άρα, το ποδόσφαιρο ως άθλημα, αν κάποιοι το καπηλεύονται. Φταίει όσο φταίει και η μορφίνη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θαυματουργό αναλγητικό, αλλά και ως επικίνδυνο ναρκωτικό.

Συμπέρασμα : Το ποδόσφαιρο είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα παιχνίδι. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο. Η φράση του Γάλλου εθνολόγου Κριστιάν Μπρομπερζέ «Ποδόσφαιρο, το πιό σημαντικό ασήμαντο πράγμα στον κόσμο», το αποτυπώνει περίφημα.

Υστερόγραφο : Στα καθ’ ημάς, το ποδόσφαιρο στη χώρα μας,  βυθισμένο στη μιζέρια και στην ανυποληψία, « βρίσκεται ήδη στη βάρκα και ο λεμβούχος κωπηλατεί ταχύτατα προς την Αχερουσία». Και αν δεν συναισθανθούν τη βαριά ευθύνη τους εκείνοι που ρυθμίζουν τις τύχες του (Πολιτεία, μεγαλοπαράγοντες, αθλητικές αρχές), η ελπίδα για το Ελληνικό ποδόσφαιρο θα συνεχίσει να ζει εξόριστη στο νησί της ουτοπίας.

Γιώργος Λυσαρίδης
Δεκέμβριος 2018





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου