Οι νομικές διαστάσεις
της δεοντολογίας στον αθλητισμό.
Αγαπητοί φίλοι.
Αφού πρώτα σας
ευχαριστήσω για την τιμητική πρόσκληση να μιλήσω στο συνέδριό σας, επιτρέψτε
μου να συνδέσω την ομιλία μου με αυτή του προηγούμενου ομιλητή περί των πηγών
του αθλητικού δικαίου, επισημαίνοντας , ότι επειδή ακριβώς το δίκαιο του
αθλητισμού αναφέρεται σε δυο διαφορετικές έννομες τάξεις, την κρατική και την
αθλητική, και επειδή έργο της επιτροπής
σας είναι η εμπέδωση του δικαίου, της
δεοντολογίας και της αθλητική ηθικής σε όλο το φάσμα της αθλητικής
δραστηριότητας, θα πρέπει πάντα να πορεύεστε λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη
δυσυπόστατη αποστολή της επιτροπής σας.
Γι΄ αυτό, είναι πολύ
σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε τη σχέση μεταξύ των εννοιών ηθικής, δεοντολογίας και
νομιμότητας, διότι, πράγματι, η επιτροπή
σας καλείται να εισφέρει όχι απλά στην εμπέδωση της αθλητικής δεοντολογία και
ηθικής, αλλά κυρίως στην εμπέδωση της αθλητικής και κρατική νομιμότητας.
Προς αυτή δε την
κατεύθυνση νομίζω ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί και μια περαιτέρω νομοθετική
αναβάθμιση της επιτροπής για μια ουσιαστικότερη και αποτελεσματικότερη
αντιμετώπιση της διαφθοράς στον αθλητισμό.
1. 1. Ο ορισμός της δεοντολογίας
Θα πρέπει κατ΄ αρχήν
να επισημάνουμε ότι, εννοιολογικά, η δεοντολογία αναφέρεται στην τήρηση των κανόνων
ηθικής που ισχύουν σε μια κοινωνία, σε αντίθεση προς την νομιμότητα, η οποία
αναφέρεται στην τήρηση των κανόνων που θέτει ο νόμος.
Και, αντίστοιχα, οι συνέπειες που προκύπτουν από
την παραβίαση των κανόνων αυτών μπορούν να είναι είτε ηθικές είτε νομικές.
Βάση της ηθικής είναι κατά τον Πλάτωνα και
τον Αριστοτέλη η επιδίωξη της αρετής, κατά δε τον Καντ και τους νεώτερους
φιλοσόφους η εκπλήρωση του καθήκοντος.
Όταν η εκπλήρωση του καθήκοντος γίνεται
ανεξάρτητα από τις τυχόν συνέπειες που η παράλειψή της μπορεί να έχει, μιλούμε
για δεοντολογική ηθική (δεοντολογία), ενώ όταν αυτή λαμβάνει υπόψη της και τις
συνέπειες από την μη εκπλήρωση του καθήκοντος, τότε μιλούμε για συνεπειοκρατική
ηθική (συνεπειοκρατία).
Ως δεοντολογία
ονομάζουμε, επομένως, εκείνο το σύστημα ηθικής για το οποίο ηθικές πράξεις
είναι οι πράξεις σύμφωνα με το ηθικό καθήκον και ανεξάρτητα από το ποιες
μπορεί να είναι οι συνέπειες για
αυτόν που εκτελεί το ηθικό καθήκον.
Σε αντίθεση προς το
νομικό καθήκον, που η παραβίασή του έχει έννομες συνέπειες, η παραβίαση του ηθικού καθήκοντος κατ΄ αρχήν δεν έχει νομικές συνέπειες. Παραλείποντας να βοηθήσω μια ανήμπορη γριούλα να περάσει στο
απέναντι πεζοδρόμιο παραβιάζω κάποιο ηθικό καθήκον και υπέχω ηθική ευθύνη, όταν
όμως την ίδια γριούλα παραλείπω να την βοηθήσω όταν κινδυνεύει η ζωή της, τότε
υπέχω όχι μόνο ηθική αλλά και νομική ευθύνη με τις ανάλογες ποινικές συνέπειες,
διότι η ηθική υποχρέωση, όταν ρυθμίζεται από τον νόμο μεταλλάσσεται πλέον και σε
νομική.
Ετσι, παρά την
αντίθεσή της προς την συνεπειοκρατία, η δεοντολογία στις σύγχρονες και
οργανωμένες κοινωνίες, όλο και περισσότερο λαμβάνει και τη μορφή μιας δεοντολογίας
των κανόνων. Δηλαδή, όχι μόνο το νομικό αλλά και το ηθικό καθήκον μπορεί να
προσδιοριστεί πλέον ως σύνολο από κανόνες που αν τους ακολουθούσαν όλοι θα
είχαμε το βέλτιστο αποτέλεσμα, η δε παραβίασή τους επιφέρει και ανάλογες
συνέπειες.
Επομένως, μέσα σε μια
σύγχρονη κοινωνία που διέπεται από γραπτούς και άγραφους κανόνες συμπεριφοράς
των μελών της, δηλαδή μέσα σε μια έννομη τάξη, η δεοντολογία δεν παραμένει μια
απλή ηθική υποχρέωση χωρίς συνέπειες, αλλά όλο και πιο συχνά προσλαμβάνει και
χαρακτήρα δεσμευτικής συμπεριφοράς, ανάλογα με την περί ηθικής επικρατούσα
ιδεολογία της κάθε κοινωνίας.
2. Η αθλητική ηθική/
δεοντολογία.
Μέσα σ΄ αυτή την
ιδεολογική, φιλοσοφική και νομική διάδραση νομικού και ηθικού καθήκοντος, ή
διαφορετικά μεταξύ νομιμότητας και δεοντολογίας/ ηθικής, η νομιμότητα και η
ηθική του αθλητισμού λαμβάνουν μια
εντελώς διαφορετική θέση από αυτές της κοινής νομιμότητας και ηθικής.
Πρωταρχικό στοιχείο
της έννοιας «αθλητισμός» είναι η υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης. Ακόμη και αν δεν
το συνειδητοποιούμε εύκολα, το «altius – fortius – citius», δεν αποτελεί απλό
motto των Ολυμπιακών Αγώνων, όπως πολλοί το χαρακτηρίζουν.
Είναι η βασική
φιλοσοφική αρχή του αθλητισμού και υποδηλώνει ακριβώς την αέναη προσπάθεια και
τάση του ανθρώπου, όχι απλώς να πηδάει ψηλότερα ή να τρέχει γρηγορότερα, αλλά
να υπερβαίνει την φύση του, σε όλες της τις εκφάνσεις (σωματική, πνευματική,
ηθική), και μέσω αυτής της αέναης προσπάθειας να προσεγγίζει όλο και
περισσότερο προς την τελειότητα, δηλαδή στο Θείο.
Όχι λοιπόν αδίκως ο Durant, στην Παγκόσμια
Ιστορία του Πολιτισμού, σημειώνει ότι «εις τον αθλητισμόν ευρίσκομεν την
πραγματικήν θρησκείαν των Ελλήνων, την λατρείαν της υγείας, της ωραιότητας και
της δυνάμεως».
Μήπως η Εκεχειρία των
Ολυμπιακών Αγώνων δεν επαναλαμβάνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα ως παύση
εχθροπραξιών κατά την διάρκεια μεγάλων θρησκευτικών εορτών (Πάσχα, Ραμαζάνι
κλπ.);
Αν όμως ο αθλητισμός έχει, τουλάχιστον εν
σπέρματι, μια τόσο σημαντική αποστολή, τότε πράγματι απαιτεί και την εκπλήρωση
κάποιων υψηλών standards ηθικής, που σε κάθε περίπτωση είναι υψηλότερα από τα
standards ηθικής του καθημερινού κοινωνικού βίου.
∆ιότι ο άνθρωπος ο
οποίος αγωνίζεται για να αποκτήσει την δόξα του νικητή προκειμένου να
προσεγγίσει το θείο, ή να αφιερώσει σ’ αυτό την νίκη του, όπως γινόταν στους
Ολυμπιακούς αγώνες της αρχαιότητας, δρα στο πλαίσιο μιας ηθικής που υπερβαίνει
την καθημερινότητά μας.
Αυτό το ιδιαίτερο
επίπεδο ηθικής του αθλητισμού αποτυπώνεται σήμερα και σε μια άλλη βασική αρχή
του ολυμπιακού κινήματος, το «fair –play», ελληνιστί «ευ αγωνίζεσθαι». Με τον
όρο «ευ αγωνίζεσθαι» δεν εννοούμε απλώς την τήρηση των εναγώνιων κανόνων (άλλως
κανόνων παιδιάς) και την σωστή εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από
αυτούς. Εννοούμε την εμπέδωση μιας ιδιαίτερης αθλητικής και κοινωνικής ηθικής,
που και αυτή, κατά το «altius – fortius – citius», κατατείνει στην υπέρβαση της
ανθρώπινης φύσης όχι μόνο στο ψυχοσωματικό, αλλά και στο ηθικό
επίπεδο.
Ετσι, ο αθλητής, όσο
και αν διακατέχεται από την ανυποχώρητη βούληση να κερδίσει τον αντίπαλό του,
όμως δεν έχει σκοπό την εξόντωση ή την εξαφάνισή του. Το αντίθετο μάλιστα. Όταν
δει ότι κινδυνεύει η ζωή ή η υγεία του, ο ίδιος σταματάει τον αγώνα για να τον
βοηθήσει, εφαρμόζει δηλαδή την αρχή του «fairplay».
Αυτή η απαίτηση για
την εκπλήρωση υψηλότερων ηθικών «standards» στον χώρο του αθλητισμού, από ότι θα
απαιτούσε μια μέση κοινωνική ηθική, αποτελεί τον πυρήνα της ισχύουσας αθλητικής
δεοντολογίας, η οποία αποτυπώνεται σήμερα και σε διάφορους νομικούς κανόνες του
αθλητισμού, πέραν αυτών που ρυθμίζουν και τιμωρούν παραβάσεις των κανόνων
παιδιάς, οι οποίοι επιβάλλουν και αυστηρότερες συνέπειες για την μη τήρησή τους.
Διότι η διαρκής και αέναη προσπάθεια του ανθρώπου για
την υπέρβαση της φύσης του μέσω του αθλητισμού θα ήταν άνευ σημασίας αν
διενεργείτο εκτός των ορίων της αυξημένης αυτής ηθικής του διαστάσεως.
3. Χαρακτηριστικά
παραδείγματα κανόνων αθλητικής δεοντολογίας
Α) Η
απαγόρευση και τιμωρία του «ντόπιγκ»
Η απαγόρευση και
τιμωρία του «ντόπιγκ» δεν αποσκοπεί μόνο στην διαφύλαξη της υγείας και την
διατήρηση ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των διαγωνιζομένων. Πρωταρχικά τιμωρείται ως
φαλκίδευση της βασικής ηθικής επιταγής του «ευ αγωνίζεσθαι».
Ετσι, ενώ από καθαρά
ιατρική άποψη η χρήση των απαγορευμένων στον αθλητισμό ουσιών μπορεί να γίνεται
νόμιμα για άλλους σκοπούς, στον
αθλητισμό δεν πλήττει μόνο την αρχή του έντιμου ανταγωνισμού, αλλά την ίδια την
έννοια του αθλητισμού και γι’ αυτό αντιμετωπίζεται ως το χειρότερο έγκλημα κατά
του αθλητισμού.
Για τον λόγο αυτό
στην Ελλάδα τόσο η κρατική όσο και η αθλητική έννομη τάξη ρυθμίζουν με
ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα θέματα του ντόπιγκ στον αθλητισμό ( Βλέπε π.χ. σχετικά
αρθρα 128Α επ. ν. 2725/1999, άρθρο 17 ΠΚ ΕΠΟ)
Β) Κωλύματα συμμετοχής στο αθλητικό γίγνεσθαι.
Ένα δεύτερο παράδειγμα ιδιαίτερα υψηλών
απαιτήσεων ηθικής στον αθλητισμό προσφέρει σήμερα ο ελληνικός αθλητικός νόμος.
To άρθρο 3 Ν. 2725/1999 θέτει μια σειρά από κωλύματα και περιορισμούς σε όσους
πρόκειται να ασχοληθούν με τον αθλητισμό ως αθλητικοί παράγοντες. Κωλύματα που
δεν παρατηρούνται σε άλλες εκδηλώσεις του κοινωνικού βίου και που πολλές φορές
θεωρούνται ακατάληπτα για το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Έτσι, για παράδειγμα,
κώλυμα να ασχοληθεί με τον αθλητισμό δεν έχει μόνο αυτός που έχει καταδικασθεί
αμετάκλητα για την διάπραξη κάποιων αδικημάτων, αλλά ακόμη και αυτός εναντίον
του οποίου απλώς εκκρεμεί παραπεμπτικό βούλευμα για να δικαστεί, δηλαδή,
υπάρχουν απλώς υπόνοιες για την ενοχή του, έστω και βάσιμες. Σύμφωνα με την
κοινή νομική λογική μια τέτοια διάταξη παραβιάζει την θεμελιώδη αρχή της ΕΣ∆Α
που εκφράζεται με το λεγόμενο τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου μέχρι την
απόδειξη της ενοχής του.
Για την αθλητική λογική και την αθλητική ηθική
αυτό το κώλυμα αποτελεί αντιθέτως φυσιολογική έκφραση των υψηλότερων ηθικών
standards που απαιτεί ο αθλητισμός για τους ανθρώπους του, όπως π.χ.
απαιτούνται από την θρησκεία για τους ιερωμένους της.( Βλέπε σχετικά: αρθρο 3
Ν. 2725/1999, αρθρο 19 Κ.Δ. ΕΠΟ)
Γ) Η αντικειμενική ευθύνη των ομάδων
Στο νομικό μας σύστημα η ευθύνη αντιμετωπίζεται κατά κανόνα ως συνέπεια μιας υποκειμενικής μας στάσης ή ενέργειας. Η αντικειμενική
ευθύνη, δηλαδή η ευθύνη κάποιου για τις πράξεις ή παραλείψεις κάποιου άλλου,
αποτελεί για το νομικό μας σύστημα την εξαίρεση.
Στον αθλητισμό,
αντιθέτως, αποτελεί τον κανόνα, και αυτό λόγω των αυξημένων απαιτήσεων της
αθλητικής ηθικής έναντι των παραδοσιακών ηθικών κανόνων της κοινωνίας.
Αντικειμενική ευθύνη
των ομάδων για αντιαθλητικές και αντικοινωνικές πράξεις των οπαδών τους, των
παραγόντων τους ή και των αθλητών τους παρατηρούμε σε πάρα πολλές περιπτώσεις
των πειθαρχικών κανονισμών και των κανονισμών δεοντολογίας των ομοσπονδιών αλλά
και των νόμων του κράτους.
Κυρίαρχη θέση σ΄ αυτό
κατέχουν οι διατάξεις για την βία στα γήπεδα, όπου η ομάδα υπέχει αντικειμενική
ευθύνη για πράξεις των οπαδών της, με τους οποίους δεν συνδέεται με κανενός
είδους νομικό δεσμό και όμως τιμωρείται πειθαρχικά από την ομοσπονδία και
διοικητικά από το κράτος με βαρύτατες ποινές.
Ποινές σε ομάδες
επιβάλλονται επίσης και σε υποθέσεις πολυϊδιοκτησίας, όταν αποδεικνύεται ότι ο
ιδιοκτήτης μιας ΑΑΕ με άμεσο ή έμμεσο τρόπο αποκτά την εξουσιαστική επιρροή και
σε μια άλλη ΑΑΕ του ιδίου αθλήματος.
Τέλος, η δωροδοκία –
δωροληψία για την αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα καθώς και η καθ΄ οιονδήποτε
τρόπο χειραγώγηση αγώνα για στοιχηματικούς λόγους αποτελεί επίσης αιτία για τον καταλογισμό αντικειμενικής
ευθύνης στην ομάδα, ακόμα και αν το «στήσιμο» του αγώνα έχει γίνει από άτομα
απροσδιορίστου προέλευσης.
4. Δεοντολογικές
παραβάσεις στο παράδειγμα του ποδοσφαίρου
Όπως αναφέραμε στην
αρχή οι παραβάσεις δεοντολογίας του αθλητισμού τιμωρούνται πειθαρχικά με πολύ
αυστηρότερες ποινές απ΄ ότι οι αγωνιστικές πειθαρχικές παραβάσεις. Αρα θα
μπορούσαν και αυτές να περιλαμβάνονται σε ένα ενιαίο πειθαρχικό κώδικα και να
τιμωρούνται από ένα και το αυτό πειθαρχικό όργανο, κάτι που στην Ελλάδα
συνέβαινε στο παρελθόν.
Όμως, επειδή ΦΙΦΑ και
ΟΥΕΦΑ έχουν επιλέξει τον διαχωρισμό μεταξύ των αγωνιστικών και δεοντολογικών
πειθαρχικών παραβάσεων, έτσι και η ΕΠΟ έχει υιοθετήσει αυτό το σύστημα της
διττής πειθαρχικής αντιμετώπισής τους, υιοθετώντας ξεχωριστό πειθαρχικό κώδικα
και κώδικα δεοντολογίας και αντίστοιχα ξεχωριστή πειθαρχική επιτροπή και
επιτροπή δεοντολογίας, παρότι επί της ουσίας αποτελούν παραβάσεις του ιδίου εννοιολογικού και ιδεολογικού περιεχομένου.
Παραθέτουμε τις
σημαντικότερες διατάξεις.
Α) Δεοντολογικές
παραβάσεις που τιμωρούνται πειθαρχικά κατά τον Κ.Δ./ΕΠΟ
1. Αρθρο 13 ΚΔ/ΕΠΟ:
Μη ηθική συμπεριφορά και κατάχρηση της θέσεως
2. Αρθρο 14 ΚΔ/ΕΠΟ:
Παραβίαση του καθήκοντος ουδετερότητας
3.Αρθρο 15 ΚΔ/ΕΠΟ:
Παραβίαση του καθήκοντος πίστης
4. Αρθρο 16
ΚΔ/ΕΠΟ: Παραβίαση του καθήκοντος
εχεμύθειας
5. Αρθρο 16 ΚΔ/ΕΠΟ:
Πλαστογραφία και νόθευση.
6. Αρθρο 17 ΚΔ/ΕΠΟ:
Σύγγρουση συμφερόντων (κωλύματα)
7. Αρθρο 18 ΚΔ/ΕΠΟ:
Προσφορά και αποδοχή δώρων ή οφελημάτων
8.Αρθρο 19 ΚΔ/ΕΠΟ:
Δωροδοκία και διαφθορά
9.Αρθρο 20 ΚΔ/ΕΠΟ:
Προμήθεια
10. Αρθρο 24 ΚΔ/ΕΠΟ:
Απαγόρευση παρενόχλησης (και σεξουαλικής)
11. Αρθρο 26 και 27
ΚΔ/ΕΠΟ: Χειραγώγηση αγώνα ή διοργάνωσης για στοιχηματισμό ή προς ίδιον όφελος
12. Αρθρο 28 ΚΔ/ΕΠΟ;
Γενική απαγόρευση στοιχηματισμού
13. Αρθρο 31 ΚΔ/ΕΠΟ:
Διαστρέβλωση-αλλοίωση συνθηκών διεξαγωγής αγώνα
Β) Δεοντολογικές
παραβάσεις που χαρακτηρίζονται ως πειθαρχικά αδικήματα του ΠΚ/ΕΠΟ
1. Αρθρο 14 παρ.3 και
4 ΠΚ: Ατομική ή συλλογική απρεπής συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων που
δημιουργεί αίσθημα απαξίωσης και αποστροφής προς το ποδόσφαιρο.
2. Αρθρο 15 ΠΚ:
Ποινές για επεισόδια οπαδών.
3. Αρθρο 17 ΠΚ: Ντόπινγκ.
4. Αρθρο 17 ΠΚ: Ρατσιστικήσυμπεριφορά.
5. Αρθρο 18 ΠΚ: Απειλές-Εκφοβισμός.
6. Αρθρο 19 ΠΚ: Απειλές-Εκφοβισμός
7. Αρθρο 20Α ΠΚ:
Δυσφήμιση ποδοσφαιρικών αρχών και οργάνων.
8. Αρθρο 21 ΠΚ: Πλαστογραφία
και νόθευση
9.Αρθρο 1 Παράρτημα
Α: Πολυιδιοκτησία
Γ) Δεοντολογικές
παραβάσεις στους αντίστοιχους κώδικες
της ΦΙΦΑ και της ΚΟΠ
Εν κατακλείδι,
μπορούμε να διαπιστώσουμε, ότι πέραν των ειδικών προβλέψεων παράβασης
δεοντολογικών κανόνων, όλη η δεοντολογία του ποδοσφαίρου περικλείεται στο άρθρο
13 του ΠΚ/ΦΙΦΑ, κάτι που στους παλαιότερους ΚΑΠ στην Ελλάδα οριζόταν γενικά ως
«δυσφήμιση του αθλήματος.
FIFA Discyplinary Code 2023, art.13 par.1. Offensive behaviour and
violations of the principles of
fair play
1.
Associations and clubs, as well as their players, officials and any other
member and/or person carrying out a function on
their behalf, must
respect the Laws of the Game, as well as the
FIFA Statutes and FIFA’s
regulations, directives, guidelines, circulars
and decisions, and comply with
the principles of fair play, loyalty and
integrity.
2. For example, anyone who acts in any of the
following ways may be subject
to disciplinary measures:
a) violating the basic rules of decent conduct;
b) insulting a natural or legal person in any
way, especially by using
offensive gestures, signs or language;
c) using a sports event for demonstrations of a
non-sporting nature;
d) behaving in a way that brings the sport of
football and/or FIFA into
disrepute;
e) actively altering the age of players shown
on the identity cards they
produce at competitions that are subject to age
limits.
Ολες οι παραπάνω παραβάσεις δεοντολογικής συμπεριφοράς προβλέπονται και τιμωρούνται κατά τον ίδιο τρόπο και από τον Π.Κ. της ΚΟΠ, όπως ακριβώς γίνεται με τους αντίστοιχους κανονισμούς δεοντολογίας και πειθαρχίας της ΦΙΦΑ. Το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει υιοθετήσει κατά γράμμα την διάρθρωση του διττού πειθαρχικού/δεοντολογικού μοντέλου της ΦΙΦΑ, ενώ η ΚΟΠ έχει συμπεριλάβει πειθαρχικές και δεοντολογικές παραβάσεις στον ενιαίο πειθαρχικό της κώδικα δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, αφού εν τέλει όλες τιμωρούνται με πειθαρχικές ποινές, άρα όλες ανάγονται σε πειθαρχικά αδικήματα και αποκτούν σοβαρές νομικές διαστάσεις.
Μάλιστα, θεωρώ ότι νομοτεχνικά είναι προτιμότερο να υπάρχει ένας
μόνο κανονισμός για όλα τα αδικήματα (πειθαρχικά και δεοντολογικά), έστω και αν
θα μπορούσε να κριθεί απαραίτητη για λόγους ταχύτητας της εκδίκασης η ύπαρξη
δυο διαφορετικών δικαιοδοτικών οργάνων μέσα στην ομοσπονδία.
Ειδικά ως προς την καταπολέμηση της χειραγώγησης αγώνων για λόγους στοιχηματικής απάτης, σημειώνουμε ότι και εδώ οι πρόνοιες των κανονισμών είναι παρεμφερείς, νομίζω όμως ότι, όσον αφορά την προϋπόθεση του καταλογισμού στην ομάδα, θα πρέπει να επικεντρωθούμε περισσότερο στη τεχνική διαπίστωση του υπέρογκου και ύποπτου στοιχηματισμού σε ένα ( μη φυσιολογικό ή περίεργο) αποτέλεσμα ή άλλες «περίεργες» παραμέτρους ενός αγώνα, παρά να αναζητήσουμε υποκειμενική ευθύνη της ομάδας, η οποία, τουλάχιστον αποδεικτικά, είναι πολύ δύσκολο να θεμελιωθεί.
Αλλωστε είπαμε εξ αρχής ότι για την δεοντολογία του αθλητισμού η αντικειμενική ευθύνη των ομάδων είναι ο κανόνας και η υποκειμενική η εξαίρεση .
Ευχαριστώ για την
προσοχή σας και εύχομαι καλή επιτυχία στην εκπλήρωση της σημαντικής για τον
κυπριακό αθλητισμό αποστολής σας.