ΙΔΕΑΔ

Σ. Χριστοφορίδης, ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ 2725/1999 ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΑ ΣΤΑ ΓΗΠΕΔΑ

 


1.           ΕΙΣΑΓΩΓH

Προλογίζοντας την παρούσα εργασία για τη βία στα γήπεδα, θα  μνημονεύσω μια φράση του Εμμανουήλ Ροΐδη: «Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν την χώραν», έγραψε ο Ροΐδης στον “Ασμοδαίο”, εις νόμος, «ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων». Εξηγούμαι πάραυτα: 45 σχεδόν χρόνια μετά τη νομοθετική καθιέρωση του επαγγελματικού αθλητισμού το 1979 έχουμε ένα νομικό οπλοστάσιο επαρκές για να αποτρέψει και να τιμωρήσει στυγνά κάθε πιθανή μορφή βίας εντός ή πέριξ του αγωνιστικού χώρου, κατά τη διάρκεια ή επ’ αφορμή μιας αθλητικής εκδήλωσης. Παρά ταύτα η βία γίνεται όλο και εντονότερη εντός και πέριξ των γηπέδων, έχοντας πάρει σχεδόν ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Τι είναι όμως η βία στα γήπεδα και γιατί τη διακρίνουμε, καταρχάς; Η βία στον αθλητισμό δεν αποτελεί παρά μία μορφή αθέμιτης ανθρώπινης βίας, στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης.

Στον χώρο της νομικής επιστήμης οι προσπάθειες επικεντρώνονται στη θέσπιση κανόνων ασφαλείας και εύρυθμης διεξαγωγής των αθλητικών συναντήσεων. Ιδίως στον χώρο του Ποινικού Δικαίου, αντικείμενο μελέτης ως προς τη βία στα γήπεδα αποτελεί η θέσπιση κανόνων που θα συμβάλλουν στην πρόληψη και την καταστολή τέτοιων συμπεριφορών. Η μαζικότητα και η επικινδυνότητα που λαμβάνουν αυτού του είδους οι εκδηλώσεις βίας, ιδίως σε δημοφιλή αθλητικά δρώμενα με  ευρεία προσέλευση θεατών, σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν οδήγησαν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις σε επίπεδο υλικών και ανθρωπίνων απωλειών, καθιστώντας αναπόφευκτη την ενεργοποίηση του προληπτικού και κατασταλτικού μηχανισμού του Ποινικού Δικαίου, ομολογουμένως όχι με την αναμενόμενη επιτυχία. Το ζήτημα της βίας στα γήπεδα είναι ιδιαίτερα πολυδιάστατο,  γεγονός που προκαλεί ανυπέρβλητες δυσχέρειες ως προς την αντιμετώπισή του. Οι δυσχέρειες αυτές αποτυπώνονται και στις νομοθετικές προσπάθειες τόσο του διεθνούς, όσο και του  εγχώριου νομοθέτη. Ειδικότερα, οι συνεχείς νομοθετικές τροποποιήσεις και οι επαναλαμβανόμενες παλινωδίες σε ορισμένες διατάξεις της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας ως προς τη βία στα γήπεδα, καταδεικνύουν την αμηχανία του Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος καλείται να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, υπό το πρίσμα του ποινικού δικαίου, ένα κοινωνικό πρόβλημα  ως προς το οποίο  τα προηγούμενα νομοθετήματα δεν αξιολογούνται εμπειρικά ως ιδιαιτέρως επιτυχημένα.

2.        Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

2.1. Διεθνή κείμενα

         Το πρόβλημα της βίας στα γήπεδα αντιμετωπίστηκε αρχικά κατ’ αποκλειστικότητα από τις εγχώριες νομοθεσίες των κρατών που το  βίωναν. Σε επίπεδο διεθνών νομοθετικών φορέων, η πρώτη νομοθετική αναφορά στο ζήτημα της βίας στα γήπεδα εντοπίζεται στην απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης  «για τα ηθικά και ανθρώπινα προβλήματα στον αθλητισμό» της 4ης/7/1978[1].  Ορόσημο για τη νομοθετική ενασχόληση με το ζήτημα της βίας στα γήπεδα σε διεθνές επίπεδο αποτέλεσαν τα πολύνεκρα γεγονότα στο στάδιο Χέιζελ των Βρυξελλών τον Μάιο του 1985, πριν την έναρξη  του ποδοσφαιρικού αγώνα μεταξύ της ιταλικής Γιουβέντους και της αγγλικής Λίβερπουλ, στο πλαίσιο του τελικού του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης. Η απώλεια δεκάδων (39 για την ακρίβεια) ανθρώπινων ζωών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το κρούσμα βίας έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια προβεβλημένης διεθνούς ποδοσφαιρικής συνάντησης, κινητοποίησε τη διεθνή νομοθετική κοινότητα. Με αφορμή, λοιπόν, τα τραγικά γεγονότα του Χέιζελ υπεγράφη στο Στρασβούργο με πρωτοβουλία του Συμβουλίου της Ευρώπης Ευρωπαϊκή «Σύμβαση για τη βία των θεατών και την ανάρμοστη συμπεριφορά στις αθλητικές εκδηλώσεις και ιδιαίτερα στους ποδοσφαιρικούς αγώνες». Πρόκειται ουσιαστικά για το πρώτο διεθνές νομοθέτημα το οποίο ρυθμίζει ζητήματα πρόληψης και καταστολής της βίας στα γήπεδα, με ρητές και εξειδικευμένες αναφορές σε παραμέτρους που αφορούν στην ομαλή διεξαγωγή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, όπως η μεταφορά και προσέλευση στο στάδιο των φιλοξενούμενων οπαδών, οι σωματικοί έλεγχοι στους προσερχόμενους θεατές, η απαγόρευση εισόδου σε άτομα που είναι σεσημασμένα για βίαιες συμπεριφορές σε αθλητικά δρώμενα, σε άτομα που τελούν υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών κλπ. Άξια αναφοράς κρίνεται η πρόβλεψη για διεθνή συνεργασία σε κρούσματα βίας κατά τη διάρκεια διεθνών ποδοσφαιρικών αγώνων, καθώς η σύμβαση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ειδικές διατάξεις για τη μεταχείριση των αλλοδαπών συλληφθέντων για σχετικά αδικήματα και  την έκτιση της επιβαλλόμενης ποινής στη χώρα καταγωγής τους. Η εν λόγω Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με τον ν. 1787/1988 (ΦΕΚ Α΄ 130/1988), ο οποίος έχει αυξημένη τυπική ισχύ κατ’ άρθρο 28 του Συντάγματος.

         Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης υφίστανται εξίσου αξιόλογες  κινήσεις μετά τα γεγονότα του Χέιζελ. Ειδικότερα, με σειρά ψηφισμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως το ψήφισμα “σχετικά με τα αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση της πρόσκλησης ταραχών και των βιαιοπραγιών στον αθλητισμό” που εξεδόθη το 1985, το ψήφισμα “σχετικά με τον βανδαλισμό και τη βία στον αθλητισμό” που εξεδόθη το 1988,  καθώς επίσης και η από 25-04-2002 απόφαση του Συμβουλίου Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2002/348/ΔΕΥ) σχετικά με τη διεθνή αστυνομική συνεργασία για την καταπολέμηση της βίας στα γήπεδα, προκρίνονται  μέτρα για την πρόληψη και την καταστολή του εν λόγω φαινομένου, πριν αυτό καταστεί  μάστιγα.

2.2. Εγχώρια νομοθεσία

          Σε επίπεδο εγχώριας νομοθεσίας ο Έλληνας νομοθέτης τυποποίησε για πρώτη φορά πράξεις βίας στα γήπεδα ως ειδικά ποινικά αδικήματα δυνάμει του άρθρου 61 του νόμου 75/1975. Μέχρι τότε η ποινική μεταχείριση των κρουσμάτων βίας στα γήπεδα εδραζόταν στις τότε ισχύουσες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, καθώς επίσης και στο ν.δ. 4000/1959 “περί τεντιμποϊσμού”, στο οποίο σημειωτέον παρέπεμπε και το άρθρο 61 παρ. 2 του μεταγενέστερου νόμου 2725/1999.  Ο ν. 75/1975, όπως εν συνεχεία τροποποιήθηκε μερικώς με το άρθρο 1 παρ. 1 β΄ του ν. 665/1977 και το άρθρο 12 του ν.  1366/1983, περιείχε διατάξεις σχετικά  με την κατοχή και χρήση βεγγαλικών και καπνογόνων στο πλαίσιο αθλητικής εκδήλωσης, την παράνομη είσοδο στον αγωνιστικό χώρο, τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα, τις βιαιοπραγίες, τις λόγω και έργω προσβολές της τιμής[2]. Ο ως άνω νόμος δημιούργησε ποικίλα  ζητήματα διατύπωσης και ερμηνείας ως προς τις επιμέρους διατάξεις, τα οποία, σε συνδυασμό με την έξαρση της βίας στα γήπεδα τη δεκαετία του 1980 σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, οδήγησαν τον νομοθέτη σε ριζική αναθεώρηση του νόμου περί βίας στα γήπεδα. Συνεπειοκρατικά, το 1986 ψηφίστηκε και τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος 1646/1986 «Μέτρα πρόληψης και καταστολής της βίας στους αθλητικούς χώρους και άλλες διατάξεις».  Τα καινοτόμα στοιχεία του νέου αυτού νόμου, πέρα από την αυστηροποίηση των ποινών για ήδη υφιστάμενα αδικήματα βίας στα γήπεδα σύμφωνα με τον ν. 75/1975,  είχαν να κάνουν με τη χωροχρονική εξειδίκευση των εφαρμοστικών ορίων του νόμου που τιμωρεί αδικήματα βίας στα γήπεδα, τη ρητή εννοιολογική αποσαφήνιση όρων, όπως η βιαιοπραγία και η βία, που στο παρελθόν προκάλεσαν ερμηνευτικές δυσχέρειες στη νομολογία[3],  την τυποποίηση διακεκριμένων περιπτώσεων τέλεσης εγκλημάτων του Ποινικού Κώδικα, όπως οι σωματικές βλάβες, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η δυσφήμηση (απλή ή συκοφαντική), η παρακώλυση των συγκοινωνιών, η διατάραξη οικιακής ειρήνης κ.α., η τέλεση των οποίων στο πλαίσιο αθλητικής εκδήλωσης έφερε πλέον αυξημένη ποινική απαξία. Επιπροσθέτως, στο άρθρο 3 του ν. 1646/1986 τυποποιήθηκε και το ιδιαίτερα διακεκριμένο έγκλημα της τέλεσης των πράξεων των άρθρων 1 και 2 του αυτού νόμου, εφόσον αυτές τελέστηκαν υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι ο δράστης είναι επικίνδυνος για την εν γένει ομαλή διεξαγωγή των αθλητικών εκδηλώσεων. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στο άρθρο 4 του ν. 1646/1986 προβλέφθηκε για πρώτη φορά η ιδιαιτέρως διαδεδομένη σε χώρες της Ευρώπης παρεπόμενη ποινή  της απαγόρευσης στον υπαίτιο βίαιου γεγονότος για κάποιο χρονικό διάστημα να παρακολουθεί αθλητικές εκδηλώσεις του αθλητικού συλλόγου, σε αγώνα του οποίου ή με αφορμή αγώνα του οποίου τελέστηκε η αξιόποινή του πράξη.  Ο ν. 1646/1986 αποτέλεσε για πολλά χρόνια το βασικό ποινικό νομοθέτημα ως προς την καταπολέμηση της βίας στα γήπεδα, ωστόσο με την πάροδο του χρόνου αποδείχθηκε ανεπαρκής και εξόχως προβληματικός σε ορισμένα πρακτικά ζητήματα, εφαρμογής και ερμηνείας. Έτσι, ο νόμος 2725/1999  «Ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός κ.α.» που ακολούθησε διατήρησε αρχικά σε ισχύ τις ποινικές διατάξεις του ν. 1646/1986, ωστόσο παρεισέφρησαν άλλες διατάξεις, κυρίως διοικητικής φύσεως, σχετικά με την πρόληψη και την καταστολή της βίας στις αθλητικές εκδηλώσεις.  Η ριζική τροποποίηση του ως τότε υφιστάμενου νομοθετικού οπλοστασίου για την καταπολέμηση της βίας στα γήπεδα επήλθε με τον δρακόντειο ν. 3057/2002 «Τροποποίηση και συμπλήρωση του ν. 2725/1999, ρύθμιση θεμάτων Υπουργείου Πολιτισμού και άλλες διατάξεις». Στην εισηγητική έκθεση του εν λόγω νόμου γίνεται ρητή μνεία στην κοινωνική διάσταση του προβλήματος της βίας στα γήπεδα και την επιτακτική ανάγκη αναπροσαρμογής της τότε υφιστάμενης ποινικής νομοθεσίας, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και καταστολή του προβλήματος σε επίπεδο ποινικού δικαίου. Στο πλαίσιο του ως άνω προβληματισμού, ο νομοθέτης, μέσω του ν. 3057/2002, εισήγαγε στον ν. 2725/1999 το άρθρο 41ΣΤ, στον οποίο τυποποιούνται κατ’ αναπροσαρμογή του ν. 1646/1986 ή -σε ορισμένες περιπτώσεις- το πρώτον τα αδικήματα της βίας στο πλαίσιο αθλητικών εκδηλώσεων. Το άρθρο 41ΣΤ του ν. 2725/1999, με τις όποιες τροποποιήσεις έχει υποστεί μέχρι σήμερα, με πιο πρόσφατη αυτή του άρθρου 4 ν. 4908/2022, για τις οποίες θα γίνει λόγος εκτενέστερα παρακάτω, αποτελεί σήμερα το βασικό ποινικό νομοθέτημα ως προς την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα.

3.        ΜΙΑ ΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41ΣΤ

3.1. Προστατευόμενο έννομο αγαθό

          Η βία στα γήπεδα εκδηλώνεται ως φραστική βία, ως σωματική βία, ως ψυχολογική βία και γενικώς με διάφορες εγκληματικές ενέργειες που στρέφονται κατά ατομικών ή κοινωνικών εννόμων αγαθών[4]. Οι περισσότερες εξ αυτών των πράξεων τυποποιούνται ως εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τον Ποινικό Κώδικα, όπως είναι οι σωματικές βλάβες, οι φθορές ξένης ιδιοκτησίας κλπ., στο πλαίσιο προστασίας εννόμων αγαθών όπως η ιδιοκτησία, η μορφική και λειτουργική σωματική ακεραιότητα του ατόμου κλπ. Ωστόσο ο νομοθέτης, τυποποιώντας σε αυτοτελές νομοθέτημα τις προσβολές των παραπάνω εννόμων αγαθών στο πλαίσιο μίας αθλητικής εκδήλωσης, αποδεικνύει την πρόθεσή του να περιβάλλει με ένα ιδιαίτερο πλέγμα προστασίας τους φορείς αυτών των εννόμων αγαθών, όταν βάλλονται στο πλαίσιο μίας αθλητικής εκδήλωσης. Αξιολόγησε δηλαδή τον κίνδυνο που προκύπτει για τη σωματική ακεραιότητα, την ιδιοκτησία και την περιουσία αορίστου αριθμού προσώπων που συμπράττουν σε ένα αθλητικό γεγονός (αθλητές, προπονητές, παράγοντες συλλόγων, θεατές, δημοσιογράφοι κλπ.) ως χρήζοντα ιδιαίτερης και αυτοτελούς ποινικής προστασίας, εξειδικευμένης εν συγκρίσει με την ήδη υφιστάμενη προστασία που παρέχεται ατομικώς και κατά περίπτωση από το ειδικό μέρος του Ποινικού Κώδικα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, λοιπόν, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι διαφαίνεται η πρόθεση του νομοθέτη, μέσω της αυτοτελούς τυποποίησης της προσβολής εννόμων αγαθών στο πλαίσιο μίας αθλητικής εκδήλωσης, να εξασφαλίσει σε όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα την απρόσκοπτη συμμετοχή στην άσκηση της αθλητικής δραστηριότητας. Παράλληλα, όμως, η χωροχρονική επέκταση του αξιοποίνου σε πράξεις που τελούνται μακριά από τους αθλητικούς χώρους και με αφορμή κάποιο αθλητικό γεγονός, θεσπίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο πλέγμα προστασίας και για φορείς εννόμων αγαθών που δεν εμπλέκονται άμεσα στη διεξαγωγή της αθλητικής συνάντησης,  αποτελεί σαφή ένδειξη της επιθυμίας του νομοθέτη να διαφυλάξει και να εξασφαλίσει την εν γένει ομαλή διεξαγωγή του εκάστοτε αθλητικού γεγονότος, έτσι ώστε  να μην αποτελεί αυτό πηγή προβλημάτων ως προς την ειρηνική συνύπαρξη και την ελεύθερη κυκλοφορία των εννόμων αγαθών που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο λειτουργίας ενός κοινωνικού συνόλου. Επομένως, το προστατευόμενο αγαθό στην περίπτωση της ποινικής διάταξης του άρθρου 41ΣΤ ν. 2725/1999 είναι, σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία, με ορισμένες παραλλαγές ως προς την ορολογία, άποψη του Μαυρομάτη, η ομαλή διεξαγωγή των αθλητικών εκδηλώσεων ως ειδικότερη μορφή του εννόμου αγαθού της κοινής ειρήνης, που εντάσσεται με τη σειρά της στην αποκαλούμενη από τη θεωρία κοινωνική όψη του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης[5] .

3.2 Δομή του εγκλήματος του άρθρου 41ΣΤ ν. 2725/1999

          Στην παρ. 1 του άρθρου 41ΣΤ ν. 2725/1999 τυποποιείται το βασικό έγκλημα της βίας στα γήπεδα. Ο νομοθέτης συμπεριέλαβε στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πράξεις που μπορεί να μη στοιχειοθετούν από μόνες τους άλλα εγκλήματα, αλλά είναι πιθανό να επιφέρουν την τέλεσή τους, με αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση να διαταράσσεται η ομαλή διεξαγωγή των αθλητικών εκδηλώσεων. Εκτός από τη βασική μορφή του εγκλήματος της βίας στα γήπεδα, συναντάται επίσης μία προνομιούχος και μία διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος, μία μορφή συμμετοχικής ευθύνης, τυποποιημένης σε αυτοτελές έγκλημα. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η γνώριμη από τον προϊσχύσαντα νόμο 1646/1986 τυποποίηση ως διακεκριμένων περιπτώσεων τέλεσης πολλών εγκλημάτων του Ποινικού Κώδικα, όταν αυτή λαμβάνει χώρα μέσα στο εφαρμοστικό πλαίσιο του νόμου περί βίας στα γήπεδα.

4.        ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΤΥΠΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41ΣΤ ΤΟΥ Ν. 2725/1999

4.1 Το βασικό έγκλημα της παρ. 1 του άρθρου 41ΣΤ του ν. 2725/1999

Ως προελέχθη, το βασικό έγκλημα της βίας στα γήπεδα τυποποιείται στην παράγραφο 1 του άρθρου 41ΣΤ του ν. 2725/1999. Παρατηρούμε ότι κάποιες εκ των πράξεων που τυποποιούνται ως έγκλημα βίας στα γήπεδα είχαν τυποποιηθεί  για πρώτη φορά στον ν. 75/1975 και διατηρήθηκαν σε ισχύ, προφανώς λόγω διαχρονικής ποινικής απαξίας, ενώ, ως προς το αντίστοιχο έγκλημα βίας στα γήπεδα του προϊσχύοντος νόμου 1646/1986, απουσιάζουν από την αντικειμενική υπόσταση του ισχύοντος νόμου οι πράξεις της εξύβρισης και της εισόδου χωρίς δικαίωμα στον αγωνιστικό χώρο. Υποκείμενο τέλεσης του βασικού εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε παρευρίσκεται στον αθλητικό αγώνα με οποιαδήποτε ιδιότητα (αθλητής, προπονητής, διαιτητής, θεατής, στέλεχος αθλητικού συλλόγου κλπ.), ενώ, αντιστοίχως, αντικείμενο τέλεσης, δηλαδή δέκτης της εγκληματικής ενέργειας του δράστη, μπορεί να είναι εξίσου τα παραπάνω πρόσωπα. Πρόκειται για έγκλημα δόλου σε όλες τις εκφάνσεις του, ενώ το επαπειλούμενο πλαίσιο ποινής είναι  φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματική ποινή, εκτός  εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη.

4.1.1. Τρόποι τέλεσης

          Οι τρόποι τέλεσης που περιγράφονται και τυποποιούνται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της βίας στα γήπεδα στη βασική του μορφή είναι πέντε:

α) η ρίψη προς τον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου οποιουδήποτε αντικειμένου μπορεί να προκαλέσει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη. Ο συγκεκριμένος τρόπος τέλεσης του εγκλήματος της βίας στα γήπεδα προβλέφθηκε για πρώτη φορά στον ν. 76/1975, ενώ η διαφορά με τον προϊσχύσαντα νόμο 1646/1986 έχει να κάνει με το γεγονός ότι στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τίθεται πλέον ως προϋπόθεση η λειτουργική δυνατότητα του αντικειμένου να προκαλέσει έστω ελαφρά σωματική βλάβη.  Τελείται ως επί το πλείστον από τους θεατές μίας αθλητικής εκδήλωσης και αποτελεί διαχρονικά τον συνήθη τρόπο τέλεσης του εγκλήματος της βίας στα γήπεδα. Είναι πασίδηλο ότι πρόθεση του νομοθέτη είναι να τιμωρήσει συμπεριφορές που διασαλεύουν την ομαλή διεξαγωγή του αγώνα, καθώς θέτουν σε κίνδυνο ιδιοκτησίες και τη σωματική ακεραιότητα των παρευρισκομένων, χωρίς ωστόσο να απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος η επέλευση της σωματικής βλάβης. Προκειμένου να αποσαφηνισθεί το εφαρμοστικό πλαίσιο της συγκεκριμένης διάταξης, θα πρέπει να προσδιορισθούν τα ακριβή όρια του αγωνιστικού χώρου. Αρχικά, και ιδίως στα ομαδικά αθλήματα, όπου λαμβάνει χώρα η συντριπτική πλειοψηφία των εγκλημάτων βίας στα γήπεδα, τα όρια και οι διαστάσεις του αγωνιστικού χώρου ορίζονται στους σχετικούς κανονισμούς των συλλογικών φορέων που οργανώνουν και εποπτεύουν τη διεξαγωγή αυτών (αγωνιστικός χώρος εν στενή εννοία). Ωστόσο, συνεκτιμώντας την πρόθεση του νομοθέτη να ανάγει σε έννομο αγαθό, χρήζον ποινικής προστασίας, την ομαλή διεξαγωγή ενός αθλητικού γεγονότος, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, στην έννοια του αγωνιστικού χώρου υπάγεται και ο χώρος στον οποίο, ως προέκταση του εν στενή εννοία αγωνιστικού χώρου, βρίσκονται και οι αναπληρωματικοί αθλητές, οι προπονητές και, σε κάποιες περιπτώσεις, και οι διαιτητές, καθώς πρόκειται για τους βασικούς συντελεστές της αθλητικής συνάντησης που κατά περίπτωση προστατεύεται. Σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου, προκειμένου να αξιολογείται ως αξιόποινη η ρίψη κάποιου αντικειμένου, δεν απαιτείται αυτό να προσγειώνεται τελικώς στον αγωνιστικό χώρο, αλλά αρκεί να κατευθύνεται προς αυτόν[6]. Άλλωστε, στην προκειμένη περίπτωση, τιμωρείται και η ρίψη αντικειμένων εναντίον άλλου προσώπου (αθλητή, θεατή κλπ.) ανεξαρτήτως του σημείου που βρίσκεται ο τελευταίος κατά τη στιγμή της ρίψης, καθώς ο νομοθέτης έκρινε ότι και σε αυτήν την περίπτωση διασαλεύεται το έννομο αγαθό της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα. Διαχρονική περίπτωση τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος αποτελεί η ανταλλαγή αντικειμένων μεταξύ των θεατών που βρίσκονται στις κερκίδες. Η ρίψη των αντικειμένων μπορεί να γίνει είτε με τις φυσικές δυνάμεις του δράστη (π.χ. με το χέρι) είτε με τη χρήση κάποιου τεχνικού μέσου (π.χ. με εκτοξευτήρα). Συνήθη αντικείμενα που ρίπτονται είτε προς τον αγωνιστικό χώρο είτε προς κάποιο πρόσωπο είναι κέρματα, πέτρες, καθίσματα και γενικώς αντικείμενα από τις εγκαταστάσεις του γηπέδου, ενώ έχει παρατηρηθεί η ρίψη ακόμη και προσωπικών ειδών, όπως κινητών τηλεφώνων, κλειδιών, σε ακραίες περιπτώσεις ακόμη και μαχαιριών. Κρίσιμο στοιχείο για την εφαρμογή της διάταξης της παρ. 1 περ. α΄ του άρθρου 41ΣΤ του ν. 2725/1999 είναι η φύση του αντικειμένου που ρίπτεται. καθώς φαίνεται πως ο νομοθέτης έκρινε πως η ρίψη γενικώς υλικών αντικειμένων δεν αποτελεί απειλή για το προστατευόμενο αγαθό Κατ’ επέκταση, στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τίθεται ως προϋπόθεση το αντικείμενο να είναι τέτοιας υλικής υφής, ώστε η ρίψη του να δύναται αντικειμενικά να προκαλέσει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη. Θα πρέπει ωστόσο να διευκρινισθεί ότι ο νομοθέτης δεν επιθυμεί να συμπεριλάβει σε αυτήν την κατηγορία αντικείμενα τα οποία εκ κατασκευής προορίζονται για την πρόκληση σωματικών βλαβών, αλλά αντίθετα επιδιώκει την τιμωρία της ρίψης αντικειμένων τα οποία δύνανται να προκαλέσουν αυτόν τον κίνδυνο όταν χρησιμοποιούνται αντίθετα από τον σκοπό τους, όπως συμβαίνει με την πλειοψηφία των υλικών αντικειμένων που προαναφέρθηκαν παραπάνω. Αυτό καθίσταται σαφές από την ύπαρξη της περ. γ΄ της αυτής παραγράφου, για την οποία θα γίνει λόγος εκτενέστερα παρακάτω, καθώς διαφορετικά η περ. α΄ δεν θα είχε κανένα απολύτως πρακτικό νόημα[7].  Επομένως, δε στοιχειοθετείται το εν λόγω έγκλημα βίας στα γήπεδα όταν οι οπαδοί ρίχνουν κορδέλες και χαρτάκια για να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα κατά την είσοδο των ομάδων ή απορρίπτουν προς τον αγωνιστικό χώρο χρησιμοποιημένα πλαστικά μπουκάλια ή τενεκεδάκια αναψυκτικού, καθώς αυτά λόγω βάρους αντικειμενικά δε δύνανται να προκαλέσουν ελαφρά σωματική βλάβη και συνεπώς να διασαλεύσουν το έννομο αγαθό της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα.

β) Η βιαιοπραγία κατά άλλου, ανεξαρτήτως αν από αυτήν επήλθε σωματική κάκωση, καθώς και οι απειλές κατά προσώπου, το οποίο σύμφωνα με τους οικείους κανονισμούς του αθλήματος αναγράφεται στο φύλλο αγώνα. Η βιαιοπραγία προβλέφθηκε για πρώτη φορά ως έγκλημα βίας στα γήπεδα στο άρθρο 61 παρ. 2 του ν. 75/1975 που αρχικώς δημιούργησε μεγάλη σύγχυση στη νομολογία ως προς την ερμηνευτική προσέγγιση της έννοιας της βιαιοπραγίας, ιδίως ως προς το σκέλος που αφορούσε την πρόκληση σωματικής βλάβης στο θύμα της βιαιοπραγίας, καθώς στην τότε διατύπωση του νόμου  δεν υπήρχε η σχετική διευκρίνιση από τον νομοθέτη ως προς το αν απαιτείται να επέλθει σωματική βλάβη για την τέλεση της βιαιοπραγίας. Τελικώς, το ζήτημα λύθηκε με την τροποποίηση της σχετικής διάταξης με τον ν. 1646/1986, όπου και μνημονεύθηκε ρητώς για πρώτη φορά ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της βιαιοπραγίας στο πλαίσιο μίας αθλητικής συνάντησης δεν απαιτείται να επέλθει σωματική βλάβη στον παθόντα. Ως προς τον ορισμό της βιαιοπραγίας, η νομολογία επιμένει στον ορισμό που έδωσε η ΑΠ 756/1979, που ασχολήθηκε εκτενώς με το ζήτημα και ορίζει ως βιαιοπραγία “κάθε παράνομη ενέργεια εναντίον προσώπου ή πράγματος, εκδηλούμενη με υλική δύναμη και τείνουσα είτε στην κακοποίηση του σώματος ή την καταστροφή του πράγματος, είτε στην προσβολή της τιμής καθ’ ου αυτή στρέφεται, είναι δε αδιάφορο αν επήλθε σωματική κάκωση ή καταστροφή του πράγματος”. Στην προκειμένη περίπτωση, βέβαια, αυτό που ενδιαφέρει είναι η βιαιοπραγία κατά προσώπου και όχι κατά πράγματος. Η απαξία της βιαιοπραγίας εδράζεται στο γεγονός ότι μέσω αυτής προσβάλλεται το έννομο αγαθό της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα, ενώ στην παρούσα φάση είναι αδιάφορο αν επήλθε βλάβη στη μορφική και λειτουργική υπόσταση της σωματικής ακεραιότητας των δεκτών της βιαιοπραγίας, καθώς πρωταρχική μέριμνα του νομοθέτη είναι να υποβάλει σε ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας το έννομο αγαθό της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα, «αδιαφορώντας» για τη διαφύλαξη εννόμων αγαθών που προστατεύονται έτσι κι αλλιώς από τις οικείες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.   Υποκείμενα και αντικείμενα τέλεσης μπορεί να είναι τα πρόσωπα που προαναφέρθηκαν ως τέτοια και στην περίπτωση της ρίψης αντικειμένων, δηλαδή όλα τα πρόσωπα τα οποία σχετίζονται άμεσα με την αθλητική συνάντηση, όπως αθλητές[8], προπονητές, διαιτητές[9], παράγοντες συλλόγων, αστυνομικοί[10], δημοσιογράφοι κλπ. Συχνότερος τρόπος τέλεσης της βιαιοπραγίας είναι τα χτυπήματα με γροθιές και λακτίσματα, ενώ συνήθη πρακτική αποτελεί και η χρήση άμεσα προσβάσιμων υλικών μέσων, όπως η ζώνη[11]. Πρέπει τέλος να επισημανθεί ότι για την τέλεση της βιαιοπραγίας είναι αδιάφορη η αιτία αυτής και, συνεπώς, το έγκλημα στοιχειοθετείται ακόμη και αν αυτή σχετίζεται  με ιδιωτικές διαφορές μεταξύ των εμπλεκομένων και δεν αφορά αυτό καθεαυτό το αθλητικό δρώμενο. Ως προς το έγκλημα της εκτόξευσης απειλών, αυτό τυποποιήθηκε για πρώτη φόρα ως τρόπος τέλεσης του αδικήματος της βίας στα γήπεδα με τον νόμο 3072/2002. Αν και εκ πρώτης όψεως παραπέμπει στο έγκλημα της απειλής του 333 του Π.Κ., εντούτοις το περιεχόμενό του είναι ευρύτερο, καθώς αφενός μεν δεν απαιτείται να είναι οι απειλές βίας ή παράνομης πράξης ή παράλειψης, όπως στο 333 Π.Κ., και αφετέρου δεν απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος οι απειλές που εκτοξεύθηκαν να προκάλεσαν τρόμο ή ανησυχία στον δέκτη αυτών. Κρίσιμο στοιχείο για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της περ. ββ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 41ΣΤ του νόμου 2725/1999 αποτελεί το αντικείμενο του εγκλήματος, το οποίο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη, θα πρέπει να είναι κάποιο πρόσωπο από τα αναγραφόμενα στο φύλλο αγώνα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας. Συνεπώς, αντικείμενα τέλεσης αυτού του εγκλήματος μπορεί να είναι καταρχάς οι αθλητές, οι προπονητές και οι βοηθοί τους, και γενικώς οι κατά περίπτωση αναγραφόμενοι στο φύλλο αγώνα ενεργητικοί συντελεστές μίας αθλητικής συνάντησης, υποδηλώνοντας την πρόθεση του νομοθέτη να διαφυλάξει τους βασικούς συντελεστές μίας αθλητικής εκδήλωσης, στο πλαίσιο της προστασίας του εννόμου αγαθού της ομαλής διεξαγωγής της αθλητικής συνάντησης. Είναι προφανές ότι το συγκεκριμένο έγκλημα δε στοιχειοθετείται όταν οι απειλές στρέφονται κατά προσώπων που δεν αναγράφονται στο φύλλο αγώνα.

γ) Η κατοχή και η χρήση αντικειμένων που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες. Το συγκεκριμένο έγκλημα τυποποιήθηκε για πρώτη φορά με το άρθρο 1 παρ. 1α του ν. 1646/1986. Υποκείμενα τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος είναι ως επί το πλείστον οι θεατές. Πρόκειται για έγκλημα βλάβης ως προς τη χρήση και έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης ως προς την κατοχή σε σχέση με το προστατευόμενο έννομο αγαθό της ομαλής διεξαγωγής των αθλητικών αγώνων, καθώς ο νομοθέτης έκρινε ότι και μόνο η κατοχή ενός τέτοιου αντικειμένου δημιουργεί αφηρημένα όρους κινδύνου για το έννομο αγαθό.  Ως προς την εννοιολογική ταυτότητα των αντικειμένων που σύμφωνα με τη διάταξη μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες, προκειμένου να θεραπευθεί η ασάφεια και η αοριστία που προκύπτει από τη διατύπωση, θα πρέπει να καταφύγει κανείς στις διατάξεις του ν. 2168/1993 περί όπλων. Ειδικότερα, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 2168/1993 δίδεται ορισμός των όπλων, καθώς και των αντικειμένων που είναι πρόσφορα για επίθεση και άμυνα. Στον ορισμό αυτό θα πρέπει συνεπώς να καταφύγει κάποιος, προκειμένου να προσδιορίσει τα πρόσφορα για την πρόκληση σωματικών βλαβών αντικείμενα της περ. γ΄ παρ. 1 άρθρου 41ΣΤ του νόμου 2725/1999. Ωστόσο, η επίκληση των ορισμών που δίδονται στις διατάξεις του ν. 2168/1993 δημιουργεί επίσης ερμηνευτικές δυσχέρειες ως προς τον προσδιορισμό των αντικειμένων που είναι πρόσφορα για επίθεση και άμυνα. Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα έχουν διατυπωθεί δύο απόψεις: Η μία άποψη (κρατούσα στη θεωρία) κατατάσσει ως τέτοια μόνο εκείνα που προορίζονται από την κατασκευή τους για επίθεση και άμυνα, ενώ η κρατούσα άποψη στη νομολογία συμπεριλαμβάνει και τα υλικά αντικείμενα, τα οποία, ανεξαρτήτως του σκοπού για τον οποίο κατασκευάστηκαν, δύνανται να χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση για άμυνα και επίθεση (π.χ. καδρόνια, σιδηρολοστοί κλπ.). Ορθότερη άποψη, σε γενικό ερμηνευτικό πλαίσιο, αλλά και στην ερμηνευτική προσέγγιση της επισκοπούμενης διάταξης και ιδίως του όρου «αντικείμενα δυνάμενα να προκαλέσουν σωματικές βλάβες» φαίνεται να είναι η πρώτη, καθώς η δεύτερη θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητη διεύρυνση του αξιοποίνου, αφού σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να διώκεται ακόμη και ο κάτοχος αντικειμένων τα οποία δύνανται να προκαλέσουν κατά περίπτωση μόνο σωματικές βλάβες, ενώ από την κατασκευή τους έχουν τελείως διαφορετικό προορισμό (π.χ. κλειδιά, ζώνη παντελονιού, ακόμη και μολύβι). Αυτό άλλωστε εξάγεται και ως συμπέρασμα από τον συσχετισμό του συγκεκριμένου τρόπου τέλεσης του εγκλήματος της βίας στα γήπεδα με αυτόν της περ. α΄ της αυτής παραγράφου, καθώς διαφαίνεται η πρόθεση του νομοθέτη στη μία περίπτωση να τιμωρήσει την ιδιαίτερη χρήση (ρίψη) αντικειμένων που συγκυριακά καθίστανται επικίνδυνα, ενώ στην υπό εξέταση περίπτωση γ΄, ιδίως με την ποινικοποίηση της απλής κατοχής αυτών, διαφαίνεται η πρόθεση του νομοθέτη να συμπεριλάβει αντικείμενα τα οποία εξ ορισμού είναι επικίνδυνα και συνεπώς και η απλή κατοχή τους συνιστά απειλή για το έννομο αγαθό. Άλλωστε, αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να συμπεριλάβει τα ίδια αντικείμενα και στις δύο περιπτώσεις, θα τυποποιούσε τη ρίψη τους ως μορφή χρήσης ή ως επιβαρυντική περίπτωση, διαφορετικά δε θα είχε πρακτικό νόημα η ξεχωριστή τυποποίηση της ρίψης από τη χρήση, αν υποθέσουμε ότι και οι δύο συμπεριφορές αφορούν στα ίδια αντικείμενα.

δ) Η κατοχή βεγγαλικών ή χρήση βεγγαλικών, καπνογόνων, κροτίδων και γενικώς  εύφλεκτων υλικών[12]. Το συγκεκριμένο έγκλημα τυποποιήθηκε για πρώτη φορά ως τρόπος τέλεσης του εγκλήματος της βίας στα γήπεδα με το άρθρο 61 παρ. 1 του ν. 75/1975.  Η κατοχή και χρήση των παραπάνω αντικειμένων αποτελούσε ανέκαθεν σύνηθες φαινόμενο μεταξύ των θεατών, κυρίως για τη δημιουργία ατμόσφαιρας, ωστόσο δεν είναι λίγες οι φορές που η χρήση και η κατοχή αυτών χρησιμοποιήθηκε για την πρόκληση επεισοδίων. Ως προς τον ορισμό των αντικειμένων που περιγράφονται στην περίπτωση δ΄ θα πρέπει να καταφύγουμε στον ν. 456/1976 «περί φωτοβολίδων και πυροτεχνημάτων», καθώς και στους ορισμούς που δίδονται από τη νομολογία. Ο προϊσχύσας νόμος 1646/1986 τιμωρούσε στο άρθρο 1 παρ. 1 ε΄ αυτοτελώς ως προς τα παραπάνω αντικείμενα μόνο τη διάθεση αυτών, ενώ, ως προς την κατοχή και τη χρήση τους έπρεπε να εξετασθεί αν υπάγονται στα αντικείμενα που δύνανται να προκαλέσουν σωματικές βλάβες. Στην υφιστάμενη διάταξη, ο νομοθέτης ξεκαθαρίζει το συγκεκριμένο ζήτημα, κρίνοντας πως αυτή καθαυτή η χρήση και η κατοχή αυτών των αντικειμένων συνιστούν απειλή για το έννομο αγαθό, ανεξαρτήτως αν αυτά δύνανται να προκαλέσουν σωματικές βλάβες.

ε) Η είσοδος και παραμονή οποιουδήποτε  σε αθλητική εγκατάσταση κατά τη διεξαγωγή αθλητικής συνάντησης έχοντας καλυμμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του, με σκοπό να παρεμποδίσει την ανίχνευση και καταγραφή του από τις συσκευές καταγραφής εικόνας, που προβλέπονται στις παρ. 14 και 15 του άρθρου 41Δ. Η περ. ε΄ αυτής προστέθηκε και η παρ. διαμορφώθηκε ως άνω με το άρθρο 4 παρ.1  Ν. 4908/2022, ΦΕΚ  Α` 52/11.03.2022.

4.2  Ειδικότερα στοιχεία  του βασικού εγκλήματος της βίας στα γήπεδα

          Εκτός από τους τρόπους τέλεσης του βασικού εγκλήματος της βίας στα γήπεδα, στην αντικειμενική υπόσταση αυτού προβλέπονται τα χωροχρονικά όρια μέσα στα οποία εφαρμόζεται η ποινική διάταξη. Η προσεκτική ερμηνευτική προσέγγιση αυτών τυγχάνει απαραίτητη, προκειμένου να αποσαφηνισθούν πλήρως τα όρια εφαρμογής της διάταξης και να αποφευχθεί οιαδήποτε περίπτωση ανεπιθύμητης διεύρυνσης του αξιοποίνου.

4.2.1 Τόπος τέλεσης

          Τόπος τέλεσης είναι καταρχήν οι αθλητικές εγκαταστάσεις, δηλαδή οι αθλητικοί χώροι εντός των οποίων λαμβάνει χώρα η αθλητική συνάντηση, όπως είναι τα γήπεδα ποδοσφαίρου, μπάσκετ και γενικώς οι χώροι που φιλοξενούν ομαδικά αθλήματα καθώς επίσης και οι χώροι που προορίζονται για τη διεξαγωγή άλλων αθλημάτων, όπως κολυμβητήρια, κλειστά γυμναστήρια, ποδηλατοδρόμια και γενικώς κάθε χώρος στον οποίο διεξάγονται αθλήματα, ακόμη και αν κατά μία άποψη δεν προορίζεται εξαρχής για την διεξαγωγή αυτού αλλά προσαρμόζεται κατά περίπτωση στις ανάγκες που προκύπτουν ως προς τον αθλητικό αγώνα που λαμβάνει χώρα σε αυτό τον χώρο (π.χ. ένας δημόσιος δρόμος που φιλοξενεί το άθλημα του μαραθωνίου, μία έκταση θάλασσας που φιλοξενεί κάποιο θαλάσσιο άθλημα κλπ.).  Στην έννοια των αθλητικών εγκαταστάσεων περιλαμβάνονται ο αγωνιστικός χώρος εν στενή και εν ευρεία εννοία, οι κερκίδες, καθώς επίσης και οι εσωτερικοί βοηθητικοί χώροι που αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο κομμάτι της αθλητικής εγκατάστασης όπως είναι τα αποδυτήρια ή κάποιο εσωτερικό γυμναστήριο. Ερμηνευτικές δυσχέρειες προκύπτουν ως προς τον προσδιορισμό του αμέσως περιβάλλοντος χώρου, των βοηθητικών εγκαταστάσεων, καθώς επίσης και των χώρων προσέλευσης και στάθμευσης, που σύμφωνα με τη διάταξη αποτελούν επίσης χώρους τέλεσης του εγκλήματος. Ερμηνεύοντας στενά και με προσήλωση στη γραμματική ερμηνεία το περιεχόμενο της διάταξης, ως προς τους παραπάνω τόπους τέλεσης θα πρέπει να επισημανθούν τα κάτωθι: ως προς τον αμέσως περιβάλλοντα χώρο, ως τέτοιος θα πρέπει να νοείται ο αμέσως περιμετρικός της αθλητικής εγκατάστασης εξωτερικός χώρος. Ως  προς τις βοηθητικές εγκαταστάσεις, ως τέτοιες πρέπει να νοούνται οι εξωτερικές εγκαταστάσεις που βρίσκονται στον περιβάλλοντα χώρο της κύριας αθλητικής εγκατάστασης και προορίζονται να την εξυπηρετούν ως προς τις ανάγκες που προκύπτουν από τη διεξαγωγή του αθλήματος σε αυτές (π.χ. εξωτερικά γυμναστήρια, γραφεία, προπονητικά κέντρα κλπ.). Τέλος, ως προς τους χώρους προσέλευσης και στάθμευσης, σε αυτούς θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τους χώρους που τελούν σε άμεση τοπική συνάφεια με την αθλητική εγκατάσταση και προορίζονται εξ ορισμού για την εξυπηρέτηση των αναγκών που προκύπτουν από τη λειτουργία αυτής κατά τη διεξαγωγή κάποιου αθλητικού γεγονότος. Τέτοιοι χώροι είναι, μεταξύ άλλων, οι σταθμοί των μέσων μαζικής μεταφοράς, οι οποίοι παρέχουν άμεση πρόσβαση στην αθλητική εγκατάσταση και χρησιμοποιούνται από τους θεατές κατά τη μετάβασή τους σ’ αυτήν, καθώς επίσης και τα πάρκινγκ που βρίσκονται εντός του συγκροτήματος της αθλητικής εγκατάστασης και προορίζονται να καλύψουν τις ανάγκες των θεατών και γενικώς των προσώπων που μεταβαίνουν σε αυτή[13]. Αντιθέτως, δε φαίνεται να περιλαμβάνονται στους τόπους τέλεσης του βασικού εγκλήματος γραφεία αθλητικών συλλόγων, ομοσπονδιών κλπ., καθώς δεν εμπίπτουν στην έννοια της αθλητικής εγκατάστασης, σύμφωνα και με τον ορισμό που δόθηκε προηγουμένως. Άλλο το ζήτημα, βέβαια, όπου τα γραφεία στεγάζονται εντός των αθλητικών εγκαταστάσεων, όπως είθισται να συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις.

4.2.2 Χρόνος τέλεσης

Ανάλογη πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 41ΣΤ παρ. 1 του νόμου 2725/1999 και ως προς τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος, που τίθεται ως προϋπόθεση στην αντικειμενική υπόσταση αυτού για την κατάφαση του βασικού εγκλήματος της βίας στα γήπεδα.  Σύμφωνα λοιπόν με το περιεχόμενο της διάταξης, το βασικό έγκλημα της βίας στα γήπεδα τελείται κατά τη διάρκεια μίας αθλητικής εκδήλωσης. Στην έννοια της αθλητικής εκδήλωσης υπάγονται αρχικά όλοι οι αθλητικοί  αγώνες ανεξαρτήτως αθλήματος, είτε είναι επίσημοι είτε φιλικοί, εγχώριοι ή διεθνείς, είτε διεξάγονται σε επαγγελματικό επίπεδο, είτε σε ερασιτεχνικό. Η επιλογή του νομοθέτη, ως προς τα χρονικά όρια τέλεσης του εγκλήματος να χρησιμοποιήσει τον όρο “αθλητική εκδήλωση” και όχι “αθλητικός αγώνας”, καταδεικνύει την πρόθεση αυτού να επεκτείνει το αξιόποινο των σχετικών πράξεων σε εκδήλωση που διεξάγεται στο πλαίσιο της αθλητικής δραστηριότητας, όπως είναι οι τελετές έναρξης και λήξης κάποιου αθλητικού γεγονότος, οι αγώνες επίδειξης, ακόμη και οι προπονήσεις των αθλητών, καθώς αυτές τελούν σε άμεση συνάφεια με τον αθλητικό αγώνα και συνεπώς χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας. Αντιθέτως, υποστηρίζεται ορθά ότι δε φαίνεται να εμπίπτουν στο περιεχόμενο του όρου αθλητική εκδήλωση, περιπτώσεις που σχετίζονται έμμεσα με την αθλητική δραστηριότητα, όπως είναι οι συνελεύσεις των αθλητικών συλλόγων[14]. Ζήτημα επίσης προκύπτει και ως προς την αποσαφήνιση του όρου «κατά τη διάρκεια» της αθλητικής εκδήλωσης.  Ιδιαίτερα, τίθεται ζήτημα αν συμπεριλαμβάνεται το σύνολο του χρόνου που μεσολαβεί από την έναρξη μέχρι τη λήξη μίας αθλητικής συνάντησης ή αν συμπεριλαμβάνεται  μόνο ο καθαρός χρόνος διεξαγωγής αυτής, αφαιρουμένων των διαλειμμάτων και της ανάπαυλας όπου αυτή προβλέπεται. Η γραμματική ερμηνεία της διάταξης, σε συνδυασμό με τα τιθέμενα χρονικά πλαίσια που δίδονται στην παράγραφο 2 ως προς το προνομιούχο έγκλημα της βίας στα γήπεδα (πριν από την έναρξη ή μετά από τη λήξη), για το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η βούληση του νομοθέτη ήταν να συμπεριληφθούν στον χρόνο τέλεσης του βασικού εγκλήματος και τα διαστήματα παύσης της διεξαγωγής του αθλήματος που παρεμβάλλονται μεταξύ της έναρξης και της λήξης αυτού. Θα μπορούσε, βέβαια, να υποστηριχθεί, ότι κατά τα διαστήματα αυτά η αθλητική εκδήλωση τελεί σε παύση και συνεπώς τα περιγραφόμενα στον νόμο εγκλήματα που διαπράττονται κατά το χρονικό αυτό διάστημα υπάγονται στην προνομιούχο μορφή του εγκλήματος της βίας στα γήπεδα. Η άποψη αυτή, ωστόσο, δεν είναι ορθή, καθώς τα διαλείμματα τούτα έχουν παροδικό χαρακτήρα, η αθλητική συνάντηση βρίσκεται ουσιαστικά εν εξελίξει και συνεπώς οι πράξεις που περιγράφηκαν παραπάνω βάλλουν άμεσα κατά του εννόμου αγαθού που είναι η ομαλή διεξαγωγή του αγώνα, γεγονός που δικαιολογεί απόλυτα την υπαγωγή των πράξεων που λαμβάνουν χώρα κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στο έχον μεγαλύτερη ποινική απαξία βασικό έγκλημα.

4.2.3. Ζητήματα Απόπειρας – συμμετοχής – συρροής

          Είναι προφανές ότι απόπειρα είναι νοητή σε όλες τις πράξεις τέλεσης του βασικού εγκλήματος βίας στα γήπεδα, εφόσον υφίσταται αρχή εκτέλεσης. Επίσης, είναι δυνατές όλες οι μορφές συμμετοχής, ανάλογα με την «συνεισφορά» του συμμέτοχου στην τέλεση του βασικού εγκλήματος. Ως προς τα ανακύπτοντα ζητήματα συρροής, ισχύουν οι γενικοί κανόνες συρροής του Ποινικού Δικαίου, με γνώμονα το προστατευόμενο από τη διάταξη έννομο αγαθό. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση τέλεσης του εγκλήματος της βίας στα γήπεδα με διαφορετικούς τρόπους τέλεσης (π.χ. βιαιοπραγία και ρίψη αντικειμένων) με πολλές διαδοχικές μυϊκές κινήσεις του δράστη, χωρίς να έχει ειρηνεύσει στο ενδιάμεσο το έννομο αγαθό. Στην προκειμένη περίπτωση, με κριτήριο τη μη ειρήνευση του εννόμου αγαθού, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι υπάρχει φαινομενική πραγματική συρροή και, συνεπώς, με βάση την αρχή της διάζευξης, υφίσταται ένα έγκλημα[15].  Καθοριστικό στοιχείο για τα ζητήματα συρροής αποτελεί η ρήτρα σχετικής επικουρικότητας που διαλαμβάνεται στη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος. Σύμφωνα λοιπόν με τη ρήτρα αυτή, σε περίπτωση συρροής του εγκλήματος της βίας στα γήπεδα με κάποιο άλλο έγκλημα που διώκεται με βαρύτερη ποινή, ανεξάρτητα από το κατά περίπτωση προστατευόμενο αγαθό, η συρροή που προκύπτει είναι φαινομενική και συνεπώς το βασικό έγκλημα βίας απωθείται και εφαρμόζεται η διάταξη του συρρέοντος βαρύτερου εγκλήματος[16]. Αντιθέτως είναι αληθής η συρροή με εγκλήματα που φέρουν μικρότερη ποινική απαξία από το βασικό έγκλημα της βίας στα γήπεδα, όπως είναι ήσσονος σημασίας πλημμελήματα[17].

4.3 Το προνομιούχο - ιδιώνυμο έγκλημα του άρθρου 41ΣΤ παρ. 2

          Εν αντιθέσει με τον προγενέστερο ν. 1646/1986 που προέκρινε μία ενιαία ποινική αντιμετώπιση των πράξεων που συνιστούσαν το βασικό έγκλημα της βίας στα γήπεδα, ο ν. 3072/2002 επέλεξε να αξιολογήσει διαφορετικά τις πράξεις του βασικού εγκλήματος της παραγράφου 1, όταν αυτές τελούνται σε χωροχρονικό πλαίσιο διάφορο, από το τιθέμενο για το βασικό έγκλημα, ως φέρουσες μικρότερη ποινική απαξία σε σχέση με το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό της ομαλής διεξαγωγής του αθλητικού αγώνα. Συνεπώς, από άποψη ποινικής κύρωσης, το έγκλημα της παραγράφου 2 αποτελεί, ως προς τις επιμέρους πράξεις που τυποποιούνται και στην παράγραφο 1,  προνομιούχο μορφή[18] του βασικού εγκλήματος της βίας στα γήπεδα, καθώς τυποποιεί παραλλαγή προς το  επιεικέστερο αυτού  (επαπειλούμενη ποινή φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών και χρηματική ποινή). Επιπροσθέτως, αξιολόγησε με την ίδια διάταξη ως ήσσονος απαξίας εγκλήματα τη χωρίς δικαίωμα είσοδο στον αγωνιστικό χώρο (περ. α΄), η οποία διαταράσσει την ομαλή διεξαγωγή των αθλητικών αγώνων, καθώς και τη χρήση εκφράσεων ρατσιστικών ή προσβλητικών για την εθνική ταυτότητα τρίτων προσώπων (περ. γ΄). Οι περ. β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 αποτελούν ιδιώνυμο έγκλημα[19] του βασικού εγκλήματος της βίας στα γήπεδα της παραγράφου 1, καθώς αποτελούν συγγενείς παρεκκλίσεις αυτού. Εν κατακλείδι, στην παράγραφο 2 του άρθρου 41ΣΤ του 2725/1999, όπως αυτό ισχύει, ο νομοθέτης φαίνεται να τυποποιεί ένα πολύτροπο ή μικτό έγκλημα, που συνιστά παράλληλα προνομιούχο μορφή του βασικού εγκλήματος (η περίπτωση β΄) και ιδιώνυμο έγκλημα (η περίπτωση γ΄). Υποκείμενο τέλεσης του εγκλήματος της παραγράφου 2 μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο («όποιος»), ενώ αντικείμενο τέλεσης μπορεί να είναι  τα πρόσωπα που προαναφέρθηκαν και παραπάνω για το βασικό έγκλημα, δηλαδή οι συμμετέχοντες με οποιαδήποτε ιδιότητα στο αθλητικό γεγονός (θεατές, αθλητές, προπονητές, διαιτητές κλπ.), καθώς επίσης και πρόσωπα τα οποία δεν έχουν άμεση εμπλοκή με τον αθλητικό αγώνα, αλλά βρίσκονται στο πεδίο δράσης του δράστη, όταν αυτός τελεί το αδίκημα μέσα στα τιθέμενα χωροχρονικά πλαίσια εφαρμογής του εγκλήματος της παραγράφου 2 και ιδίως της προνομιούχου μορφής της περίπτωσης β΄. Το επαπειλούμενο πλαίσιο ποινής για όλες τις περιπτώσεις της παραγράφου 2 είναι  φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών και χρηματική ποινή. 

4.3.1. Το προνομιούχο έγκλημα ( παράγραφος 2 εδ. β΄)

            Στην παράγραφο 2 περίπτωση β΄ ορίζεται ότι με την ποινή της παρ. 2  τιμωρείται όποιος: “τελεί κάποια από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου με αφορμή μία αθλητική εκδήλωση πριν από την έναρξη ή μετά τη λήξη της ή μακριά από τον χώρο που προορίζεται για την εκδήλωση αυτήν”.

Η διάταξη αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς επεκτείνει τοπικά και χρονικά το αξιόποινο των πράξεων που συνιστούν το βασικό έγκλημα βίας, θέτοντας ως κριτήριο για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διάταξης την τέλεση αυτών των πράξεων με αφορμή κάποια αθλητική εκδήλωση. Εν αντιθέσει με τον προϊσχύσαντα νόμο 1646/1986, ο νομοθέτης επέλεξε να διαχωρίσει τις παραπάνω πράξεις από το βασικό έγκλημα, προσδίδοντάς τους μικρότερη ποινική απαξία, καθώς αφενός μεν θεωρεί ότι η ομαλή μετάβαση και αποχώρηση των οπαδών από έναν αθλητικό αγώνα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή διεξαγωγή αυτού και κατ’ επέκταση  η προσβολή εννόμων αγαθών τρίτων, με αφορμή αυτή καθαυτή την αθλητική εκδήλωση, κρίνεται ποινικά ανεπίτρεπτη και τιμωρητέα, αφετέρου, όμως, θεώρησε ότι η προσβολή που υφίσταται το προστατευόμενο έννομο αγαθό από τις πράξεις του προνομιούχου εγκλήματος της βίας στα γήπεδα είναι σαφώς μικρότερη από την αντίστοιχη που προκαλείται από το βασικό έγκλημα.

          Από άποψη ερμηνευτικής προσέγγισης, η διάταξη της παραγράφου 2 περίπτωση β΄  κρίνεται προβληματική, ιδιαίτερα ως προς τον ακριβή προσδιορισμό των τοπικών και χρονικών ορίων εφαρμογής της διάταξης. Πέρα από το προστατευόμενο έννομο αγαθό, ιδιαίτερη βάση πρέπει αρχικά να δοθεί στο στοιχείο που θέτει ο νομοθέτης ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της επισκοπούμενης ποινικής διάταξης, καθώς για την υπαγωγή μίας εκ των περιγραφόμενων στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, συμπεριφορών σε αυτήν απαιτείται αυτή να εκδηλώθηκε με αφορμή μία αθλητική εκδήλωση. Για να στοιχειοθετηθεί, επομένως, η προνομιούχος μορφή του εγκλήματος της βίας στα γήπεδα, πρέπει η τέλεση της πράξης να συνδέεται έστω και κατ’ επίφαση με τη διεξαγωγή συγκεκριμένης αθλητικής εκδήλωσης.  Συνεπώς, δε δύναται  να υπαχθεί στη συγκεκριμένη διάταξη βιαιοπραγία φιλάθλου κατά προσώπου λόγω οικονομικών διαφορών, ακόμη και αν αυτή τελείται στο πλαίσιο μετάβασης του φιλάθλου προς τον χώρο διεξαγωγής του αθλητικού αγώνα.  Περαιτέρω, για να υπαχθεί μία πράξη στην προνομιούχο μορφή της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2, πρέπει αυτή να διαπράττεται σε τόπο ή χρόνο διάφορο από τον προβλεπόμενο στο βασικό έγκλημα της παραγράφου 1.  Η διαζευκτική διατύπωση, σε συνδυασμό με το νομοθετικό έλλειμμα ως προς τον ακριβή προσδιορισμό των τοπικών και χρονικών ορίων εφαρμογής της διάταξης, δημιουργούν ζητήματα αοριστίας ως προς το εφαρμοστικό πεδίο της διάταξης και κατ’ επέκταση ζήτημα συνταγματικότητας λόγω αντίθεσης αυτής προς τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή του Ποινικού Δικαίου “nullum crimen nulla poena sine lege certa” στο άρθρο 7 παρ. 1α του Ελληνικού Συντάγματος 1975/1986/2001[20].

          Ως χρονική προϋπόθεση εφαρμογής του προνομιούχου εγκλήματος τίθεται η τέλεση των υπαγόμενων πράξεων σε χρονικό σημείο πριν από την έναρξη ή μετά από τη λήξη του αγώνα. Πέραν πάσης αμφιβολίας, την προϋπόθεση αυτή πληρούν αρχικά όλες οι πράξεις που τελούνται με αφορμή μία αθλητική εκδήλωση μέσα σε αθλητικές εγκαταστάσεις, στον αμέσως περιβάλλοντα χώρο και στις βοηθητικές εγκαταστάσεις και γενικώς μέσα στα τοπικά όρια εφαρμογής του βασικού εγκλήματος, από τη στιγμή που άρχισαν να συγκεντρώνονται οι συντελεστές της αθλητικής εκδήλωσης και οι θεατές μέχρι και τη στιγμή της αποχώρησής τους.

          Ως τοπική προϋπόθεση του προνομιούχου εγκλήματος τίθεται ο τόπος τέλεσης της πράξης να είναι μακριά από τον χώρο που προορίζεται για τη διεξαγωγή τη αθλητικής εκδήλωσης. Την προϋπόθεση αυτή φαίνεται να πληρούν αρχικά όλες οι πράξεις που τελούνται κατά τη διάρκεια του αθλητικού αγώνα και με αφορμή αυτόν, εφόσον τελούνται σε χώρο διάφορο από τον χώρο τέλεσης του βασικού εγκλήματος της παραγράφου 1, αλλά σε χώρο που βρίσκεται κοντά ή γύρω από την αθλητική εγκατάσταση, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν άμεσα να διασαλεύσουν την ομαλή διεξαγωγή του αγώνα. Επιπροσθέτως, λόγω της ευρείας διατύπωσης της διάταξης, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι στο εφαρμοστικό πλαίσιο του προνομιούχου εγκλήματος ως προς τον τόπο τέλεσης αυτού θα μπορούσε να υπαχθεί και οποιαδήποτε πράξη διαπράττεται με αφορμή τον αθλητικό αγώνα και κατά τη διάρκεια αυτού, ακόμη και αν τελείται σε μεγάλη απόσταση, ακόμη και σε διαφορετική πόλη από την πόλη τέλεσης του αθλητικού γεγονότος. Ωστόσο, μία τέτοια άποψη φαίνεται εσφαλμένη, καθώς ελλείψει τοπικής συνάφειας, οι συμπεριφορές αυτές, έστω και αν εκδηλώνονται με αφορμή συγκεκριμένο αθλητικό γεγονός,  δε θίγουν το προστατευόμενο έννομο αγαθό της ομαλής διεξαγωγής της αθλητικής συνάντησης και συνεπώς δε θα πρέπει κατά την άποψή μας  να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο του εγκλήματος της βίας στα γήπεδα, καθώς μία τέτοια προσέγγιση θα οδηγούσε σε απαράδεκτη διεύρυνση του αξιοποίνου που θεμελιούται στη συγκεκριμένη διάταξη. Συναφές, άλλωστε, είναι και το ζήτημα που προκύπτει ως προς την εφαρμογή του προνομιούχου εγκλήματος, σε περίπτωση που συντρέχουν ταυτόχρονα η χρονική και τοπική προϋπόθεση, όταν δηλαδή μία πράξη τελείται με αφορμή κάποια αθλητική εκδήλωση μακριά από τον τόπο διεξαγωγής του αθλητικού αγώνα και σε χρονική στιγμή που προηγείται της έναρξης ή έπεται της λήξης του αγώνα. Αρχικά δεν τίθεται ζήτημα ως προς τη βούληση του νομοθέτη να τιμωρήσει πράξεις που τελούνται πριν ή μετά τον αθλητικό αγώνα σε χώρους μακριά από την αθλητική εγκατάσταση, εφόσον σχετίζονται χωροχρονικά με τη συνάθροιση των φιλάθλων για τη μετάβαση ή την αποχώρηση αυτών από την αθλητική εγκατάσταση, όπως είναι οι χώροι που βρίσκονται σε άμεση τοπική συνάφεια με την αθλητική εγκατάσταση, αλλά και οι ενδιάμεσοι χώροι που βρίσκονται στη διαδρομή από το σημείο συνάθροισης των οπαδών μέχρι τη μετάβασή τους στον χώρο όπου θα διεξαχθεί η αθλητική συνάντηση. Ωστόσο, αμφισβητήσιμο είναι εάν και κατά πόσο υπάγονται στην προνομιούχο μορφή του εγκλήματος της βίας στα γήπεδα πράξεις που απέχουν σημαντικά  τοπικά και χρονικά από την αθλητική εκδήλωση,  τελούνται όμως με αφορμή αυτή, όπως είναι μία βιαιοπραγία μεταξύ αντίπαλων φιλάθλων μεσοβδόμαδα στον τόπο επικείμενης διεξαγωγής του αγώνα ή μία πράξη βίας στα γήπεδα στρεφόμενη κατά των αθλητών της φιλοξενούμενης αντίπαλης ομάδας την προηγούμενη ημέρα από αυτή της διεξαγωγής του αγώνα, κατά την προσέλευση αυτών στην πόλη της γηπεδούχου ομάδας. Μοναδικό ασφαλές κριτήριο στην προκειμένη περίπτωση για τη θεραπεία της γραμματικής αοριστίας της διάταξης και την αποφυγή ανεπίτρεπτης διεύρυνσης του αξιοποίνου είναι η διάγνωση της κατά περίπτωση προσβολής του προστατευομένου εννόμου αγαθού. Πρέπει, δηλαδή, οι πράξεις που προσβάλλουν το έννομο αγαθό της ομαλής διεξαγωγής της αθλητικής εκδήλωσης να τελούν σε άμεση χωροχρονική συνάφεια με την αθλητική εκδήλωση, η οποία συνάφεια κατά τον Μαυρομάτη[21] ξεκινά να υφίσταται στον τόπο και χρόνο μετακίνησης των συντελεστών του αγώνα προς τον χώρο διεξαγωγής του και αντιστοίχως παύει να υφίσταται στον τόπο και χρόνο ουσιαστικής αποδέσμευσης αυτών από το συγκεκριμένο αθλητικό γεγονός. Με βάση, λοιπόν, το ως άνω κριτήριο, φαίνεται να πληροί τα τοπικά και χρονικά κριτήρια για την εφαρμογή της επισκοπούμενης διάταξης η βιαιοπραγία κατά των αθλητών της φιλοξενούμενης ομάδας κατά τη μετάβασή τους στον χώρο διεξαγωγής του αγώνα, έστω και αν λαμβάνει χώρα την προηγούμενη ημέρα από την ημέρα διεξαγωγής αυτού. Αντιθέτως, δε φαίνεται να υπάγονται στη διάταξη οι βιαιοπραγίες μεταξύ των αντίπαλων φιλάθλων στα μέσα της εβδομάδας πριν τον αγώνα, καθώς η συγκεκριμένη πράξη δεν τελεί σε άμεση τοπική και χρονική συνάφεια με το προστατευόμενο έννομο αγαθό.

4.3.2 Το ιδιώνυμο έγκλημα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 41ΣΤ

          Στην προκειμένη περίπτωση τυποποιείται ως αξιόποινη η άνευ ή καθ’ υπέρβαση δικαιώματος είσοδος στον αγωνιστικό χώρο και στους λοιπούς περιγραφόμενους χώρους πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη λήξη του αθλητικού αγώνα. Η πράξη αυτή αξιολογήθηκε ως αξιόποινη για πρώτη φορά με το άρθρο 61 παρ. 3 του ν. 75/1975 και εν συνεχεία διατηρήθηκε και στο άρθρο 1 παρ. 1 β΄ του ν. 1646/1986. Καινούριο στοιχείο, συγκριτικά με τους προγενέστερους νόμους, αποτελεί η διεύρυνση της αντικειμενικής υπόστασης του συγκεκριμένου εγκλήματος ως προς τους χώρους τέλεσης, καθώς -εκτός από τον αγωνιστικό χώρο- ως τόπος τέλεσης ορίζεται πλέον ο χώρος των αποδυτηρίων, καθώς και οι διάδρομοι που συνδέουν τους παραπάνω χώρους. Επιπροσθέτως, τίθεται ως στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος η ύπαρξη σκοπού στο πρόσωπο του δράστη να διαταράξει την ομαλή διεξαγωγή του αγώνα ή –διαζευκτικά- να προκαλέσει επεισόδια. Επομένως, για την κατάφαση του εγκλήματος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 απαιτείται να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη άμεσος δόλος α΄ βαθμού[22]. Αξιοσημείωτη διαφοροποίηση εν συγκρίσει με τον προϊσχύσαντα νόμο αποτελεί και  η ρητή πρόβλεψη χρόνου τέλεσης του εγκλήματος, καθώς  η προγενέστερη διάταξη του ν. 1646/1086 δεν έθετε χρονικά όρια ως προς την τέλεση αυτού, με αποτέλεσμα η νομολογία, λαμβάνοντας ως κριτήριο το προστατευόμενο έννομο αγαθό, να δέχεται ότι η είσοδος στον αγωνιστικό χώρο χωρίς δικαίωμα μετά τη λήξη του αγώνα δε συνιστά αξιόποινη πράξη[23] .  Είναι προφανές ότι σε πρώτη φάση το έγκλημα τελείται από θεατές, καθώς λοιποί συντελεστές του αθλητικού αγώνα, όπως παίκτες, προπονητές και διαιτητές, έχουν όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και αθλητική υποχρέωση να παρευρίσκονται στους χώρους τέλεσης του εγκλήματος. Ωστόσο, δεν αποκλείεται η τέλεση του εγκλήματος και από τα παραπάνω πρόσωπα όταν εισέρχονται χωρίς δικαίωμα στους παραπάνω χώρους, εφόσον έχουν -για παράδειγμα- αποβληθεί από τον αγώνα και συνεπώς στερούνται του αντιστοίχου δικαιώματος, σύμφωνα με τους οικείους κανονισμούς εκάστου αθλήματος, που ρυθμίζουν κατά περίπτωση και το σχετικό δικαίωμα.  Η προσβολή του εννόμου αγαθού από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι κάτι παραπάνω από προφανής, καθώς η φυσική παρουσία στους συγκεκριμένους χώρους ατόμων που στερούνται βάσει κανονισμών και νόμου του σχετικού δικαιώματος και αποσκοπούν στην πρόκληση επεισοδίων αποτελεί αναμφίβολα μία συμπεριφορά που διαταράσσει την ομαλή διεξαγωγή του αθλητικού γεγονότος. Οι όροι «χωρίς δικαίωμα» και «καθ’ υπέρβασιν του δικαιώματος αυτού» δεν ανήκουν στην αντικειμενική υπόστασή του, αλλά συνιστούν ειδικά στοιχεία του αδίκου, συνεπώς η μη επικάλυψη αυτών από την υποκειμενική υπόσταση αποτελεί κατά την κρατούσα άποψη νομική πλάνη, η οποία και αίρει τον καταλογισμό μόνο αν θεωρηθεί συγγνωστή[24].  Ως προς τον τόπο και χρόνο τέλεσης του εγκλήματος παρατηρείται ότι ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τον όρο «αθλητική συνάντηση», αντί του όρου “αθλητική εκδήλωση”, που χρησιμοποιεί στην παράγραφο 1 για το βασικό έγκλημα της βίας στα γήπεδα. Αν θεωρήσουμε ότι η συγκεκριμένη λεκτική διαφοροποίηση είναι εκούσια, τότε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης επιθυμεί να περιορίσει την εφαρμογή της διάταξης στο πλαίσιο του αθλητικού αγώνα και όχι σε εκδηλώσεις που έχουν επικουρικό χαρακτήρα ως προς αυτόν, όπως είναι οι προπονήσεις των ομάδων, για τις οποίες γίνεται δεκτό ότι εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 1 για το βασικό έγκλημα. Τέλος, ως προς τον προσδιορισμό των χρονικών ορίων εφαρμογής της διάταξης και εν όψει του προστατευόμενου εννόμου αγαθού, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι χρόνο τέλεσης του εγκλήματος πριν την έναρξη ή μετά τη λήξη του αγώνα συνιστά ο χρόνος εισόδου και αποχώρησης αντίστοιχα από τους χώρους τέλεσης του εγκλήματος (αγωνιστικός χώρος, αποδυτήρια και ενδιάμεσοι διάδρομοι) των συντελεστών του αγώνα, στο πλαίσιο ομαλής διεξαγωγής και λήξης αυτού. Πρέπει, τέλος, να επισημανθεί, ότι τα προβλεπόμενα διαλείμματα που μεσολαβούν κατά τη διάρκεια ενός αγώνα αποτελούν εξίσου χρονικά σημεία τέλεσης του επισκοπούμενου ιδιώνυμου εγκλήματος, καθώς, όπως προεξετέθη, ο αγώνας θεωρείται ότι βρίσκεται εν εξελίξει.

4.3.3 Το ιδιώνυμο έγκλημα της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 41ΣΤ

          Η χρήση εκφράσεων που προσβάλλουν την εθνική ταυτότητα τρίτων προσώπων ή είναι ρατσιστικού περιεχομένου, καθώς και η προσβολή του εθνικού ύμνου, των Ολυμπιακών συμβόλων ή των Ολυμπιακών Αγώνων, εισήχθη ως ιδιώνυμο έγκλημα με τον ν. 3207/2003, σε μία περίοδο κατά την οποία υπήρχε έξαρση τέτοιων συμπεριφορών, επιπροσθέτως δε ενόψει και των επερχόμενων τότε  Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004, ο νομοθέτης έκρινε ότι έπρεπε να υπάρξει ιδιαίτερη νομοθετική μέριμνα σε επίπεδο ποινικού δικαίου για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Σε σχέση με το εφαρμοστικό πλαίσιο της διάταξης, ως εκφάνσεις νοούνται όλες οι ενέργειες που συνιστούν εξωτερίκευση σκέψης, συναισθήματος, επιθυμίας ή γενικότερα ψυχικής κατάστασης. Η χρήση του όρου «απευθύνει εκφράσεις» οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη διάταξη υπάγεται οποιαδήποτε μορφή εξωτερίκευσης των αντίστοιχων συναισθημάτων, είτε πρόκειται για προφορική λεκτική διατύπωση, είτε για γραπτή διατύπωση, είτε ακόμη και για ασυνήθιστες μορφές έκφρασης, όπως η παραγωγή ήχων, με την προϋπόθεση όμως το περιεχόμενο αυτών να είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ρατσιστικό – προσβλητικό για την εθνική ταυτότητα τρίτων προσώπων. Οι ως άνω εκφράσεις πρέπει -περαιτέρω- να έχουν ως αποδέκτες τρίτα πρόσωπα. Τούτων δοθέντων, πρέπει να εξωτερικεύονται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να γίνονται αντιληπτές από αυτούς στους οποίους απευθύνονται, κυρίως σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό τους. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης επέλεξε  τη χρήση πληθυντικού αριθμού, καθώς κάνει λόγο για «τρίτους», δημιουργεί εύλογους προβληματισμούς ως προς το εάν το έγκλημα  τυποποιείται και όταν η έκφραση στρέφεται κατά ενός και μόνο προσώπου. Από τη γραμματική ερμηνεία, σε συνδυασμό και με το προστατευόμενο αγαθό, φαίνεται να τίθεται ως προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης η μαζικότητα της ως άνω συμπεριφοράς, η οποία δύναται αντικειμενικά να πυροδοτήσει ένταση που θα θέσει σε κίνδυνο το έννομο αγαθό. Συνεπώς,  όταν δέκτης των εκφράσεων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 είναι ένα  μεμονωμένο πρόσωπο, η εφαρμογή της διάταξης τίθεται εν αμφιβόλω και ενδεχομένως τούτη να μην πρέπει να εφαρμόζεται.  Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούμαστε και από το γεγονός ότι, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, ο νομοθέτης απάλειψε από το βασικό έγκλημα της βίας στα γήπεδα την εξύβριση, κάτι που ενδεχομένως υποδηλώνει τη γενικότερη πρόθεσή του να απαγκιστρώσει πλήρως το έγκλημα της βίας στα γήπεδα από μεμονωμένες λεκτικές επιθέσεις, οι οποίες λόγω του ηπίου χαρακτήρα τους δε δύνανται να πλήξουν το προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ως προς την προσβολή του εθνικού ύμνου, αυτή συντελείται με οιαδήποτε εξωτερικευμένη συμπεριφορά  υποδηλώνει περιφρόνηση, μίσος ή συνιστά πράξη παραποίησης με σκοπό τη γελοιοποίηση αυτού. Ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει ως προς την επιθυμία του νομοθέτη να τιμωρήσει την προσβολή αποκλειστικά του ελληνικού εθνικού ύμνου ή εάν επιδιώκει γενικώς την τιμωρία προσβολών των εθνικών ύμνων και άλλων κρατών. Από τη γραμματική ερμηνεία προκύπτει ως συμπέρασμα η πρόθεση του νομοθέτη να τιμωρήσει ειδικώς στο πλαίσιο του νόμου περί βίας στα γήπεδα την προσβολή μόνο του ελληνικού εθνικού ύμνου, ενώ, ως προς τις προσβολές των εθνικών ύμνων άλλων κρατών, αυτές τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 155 ΠΚ. Σχετικά με την προσβολή των συμβόλων των Ολυμπιακών Αγώνων, ως τέτοια νοούνται τα οριζόμενα στο άρθρο 1 ν. 1808/1951 και είναι η Ολυμπιακή σημαία και το Ολυμπιακό έμβλημα των πέντε κύκλων. Πράξεις προσβολής αυτών αποτελούν οι οιασδήποτε μορφής συμπεριφορές που αποσκοπούν στη γελοιοποίηση ή στην καταστροφή αυτών. Σε κάθε περίπτωση, η τυποποίηση πράξεων προσβολής των Ολυμπιακών συμβόλων φαίνεται να στερείται ουσιώδους πρακτικού αντικρίσματος ως προς την προστασία του εννόμου αγαθού της ομαλής διεξαγωγής της αθλητικής εκδήλωσης, καθώς είναι ιδιαίτερα απίθανο τέτοιες συμπεριφορές να πυροδοτήσουν ένταση και να θέσουν σε κίνδυνο το προστατευόμενο έννομο αγαθό. Το αυτό ισχύει και για την προσβολή των Ολυμπιακών Αγώνων, ειδικά μετά το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004.

4.3.4 Ζητήματα Απόπειρας – συμμετοχής – συρροής.

          Η απόπειρα είναι νοητή σε όλες τις πράξεις τέλεσης του προνομιούχου – ιδιώνυμου  εγκλήματος βίας στα γήπεδα της παραγράφου 2, εφόσον υφίσταται αρχή εκτέλεσης. Επίσης είναι δυνατές όλες οι μορφές συμμετοχής, ανάλογα με τη «συνεισφορά» του συμμέτοχου στην τέλεση του βασικού εγκλήματος.  Καθοριστικό στοιχείο για τα ζητήματα συρροής αποτελεί η ρήτρα σχετικής επικουρικότητας που διαλαμβάνεται στη νομοτυπική μορφή και του προνομιούχου – ιδιώνυμου εγκλήματος, για την οποία ισχύει ό,τι ειπώθηκε προηγουμένως και για το βασικό έγκλημα.

4.4  Το διακεκριμένο έγκλημα του άρθρου 41ΣΤ παράγραφος 3

            Στην παράγραφο 3 του άρθρου 41 ΣΤ του ν. 2725/1999, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 3  Ν. 4908/2022,ΦΕΚ  Α` 52/11.03.2022 και ισχύει, τυποποιείται, ως προελέχθη, μία προνομιούχος μορφή του βασικού εγκλήματος της παραγράφου 1 και 2, καθώς ορίζεται ότι: «3. Αν οι πράξεις των παρ. 1 και 2 τελέστηκαν υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι ο δράστης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την ομαλή τέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη. Για την εφαρμογή του παρόντος, ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ιδίως ο δράστης που αποδεικνύεται ότι έχει τελέσει στο παρελθόν αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή με αφορμή αντιπαλότητα μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων ή συμμετέχει στην τέλεση των πράξεων έχοντας αρχηγικό ρόλο ή ενήργησε βάσει οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου ή προξένησε σημαντικής έκτασης φθορές ή βλάβες σε έννομα αγαθά τρίτων».

 

4.4.1 Η νομοτυπική μορφή του διακεκριμένου εγκλήματος

          Ο ν. 3057/2002, που συμπλήρωσε και τροποποίησε τον ν. 2725/1999, τυποποίησε στην παράγραφο 3 του άρθρου 41ΣΤ μία διακεκριμένη μορφή τέλεσης τόσο του βασικού εγκλήματος της παραγράφου 1, όσο και του ιδιώνυμου – προνομιούχου εγκλήματος της βίας στα γήπεδα, καθώς αποτελεί παραλλαγή επί το αυστηρότερον των παραπάνω εγκλημάτων, αφού η προβλεπόμενη ποινή κύρωσης είναι ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο χρόνων[25]. Η συγκεκριμένη διάταξη, η οποία  προϋπήρχε και στον ν. 1646/1986, προβλέπει την αυστηρότερη ποινική μεταχείριση του δράστη των εγκλημάτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 41ΣΤ, σε περίπτωση που αυτά τελέστηκαν υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι ο δράστης είναι επικίνδυνος για τη διεξαγωγή των αθλητικών εκδηλώσεων. Η χρήση του όρου «ιδιαίτερα επικίνδυνος» είναι καταρχάς προβληματική και στο παρελθόν έχει γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης κριτικής, με αποτέλεσμα να απαλειφθεί από τις διατάξεις του ΠΚ στις οποίες είχε κατά περιόδους συμπεριληφθεί., όπως ήταν οι διακεκριμένες κλοπές και οι διακεκριμένες  απάτες, καθώς επίσης και μέχρι πρότινος ενυπήρχε στην πλέον διακεκριμένη μορφή διακίνησης ναρκωτικών του άρθρου 23 του προϊσχύοντος ν. 3459/2006[26]. Η κριτική που ασκήθηκε από μεγάλο μέρος της θεωρίας είχε να κάνει κυρίως με το γεγονός ότι παρείχε ευχέρεια στον δικαστή να εφαρμόσει τη διάταξη για τη διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος, βασιζόμενος σε ένα καθαρά υποκειμενικό μέγεθος, όπως η κατά περίπτωση κρινόμενη επικινδυνότητα του δράστη, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σοβαρά ζητήματα ασφάλειας δικαίου. Επιπροσθέτως, στην παράγραφο 3 του άρθρου 41ΣΤ αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό ενός δράστη ως επικίνδυνου, τα οποία είναι: α) Η τέλεση στο παρελθόν αδικημάτων βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις, ανεξάρτητα αν τα αδικήματα αυτά συμπεριλαμβάνονται στο βασικό ή στο προνομιούχο – ιδιώνυμο  ή στα άλλα διακεκριμένα εγκλήματα  βίας στα γήπεδα. Είναι προφανές ότι από τη γραμματική ερμηνεία, αλλά και από τη γενικότερη βούληση του νομοθέτη να υπαγάγει στη διάταξη κατ’ εξοχήν προβληματικούς δράστες, ότι για την ενεργοποίηση της διακεκριμένης περίπτωσης τέλεσης των εγκλημάτων βίας στα γήπεδα της παραγράφου 3 δεν αρκεί η μεμονωμένη τέλεση κάποιου εκ των εγκλημάτων του άρθρου 41ΣΤ στο παρελθόν, αλλά απαιτείται επανειλημμένη τέλεση αυτών, κατά τρόπο που συνηγορεί στην επικινδυνότητα του δράστη, β) Η συμμετοχή στην τέλεση των πράξεων με αρχηγικό ρόλο[27], γ) η ενέργεια βάσει οργανωμένου σχεδίου, δ) η πρόκληση φθορών ή βλαβών σημαντικής έκτασης σε έννομα αγαθά τρίτων. Με τη συγκεκριμένη, έστω ενδεικτική, απαρίθμηση των κριτηρίων για τον χαρακτηρισμό ενός δράστη ως ιδιαίτερα επικίνδυνου, επιχειρείται να αντικειμενικοποιηθεί μία υποκειμενική κρίση περί της επικινδυνότητας του δράστη, που κατά ένα μέρος της θεωρίας αποτελεί φρονηματική έννοια, μέσω της υποδεικνυόμενης από τον νομοθέτη αναγωγής του δικαστή στα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την αξιόποινη συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη εξακολουθεί να φέρει έντονο υποκειμενικό χαρακτήρα ως προς την εφαρμογή της και συνεπώς η δικαιοδοτική κρίση για την  υπαγωγή σε αυτήν κάποιας συμπεριφοράς θα πρέπει να γίνεται με σύνεση και να είναι επαρκώς αιτιολογημένη, εδραζόμενη σε αντικειμενικώς κρινόμενα γεγονότα και στοιχεία επί πραγματικών περιστατικών.

4.4.2. Ζητήματα απόπειρας – συμμετοχής - συρροής

Απόπειρα είναι νοητή στον βαθμό που υφίσταται αρχή εκτέλεσης ως προς τις πράξεις του βασικού ή του προνομιούχου – ιδιώνυμου εγκλήματος, εφόσον φέρουν τα χαρακτηριστικά της διακεκριμένης περίπτωσης της παραγράφου 3. Ως προς τη συμμετοχή, αξίζει να επισημανθεί ότι η διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος εφαρμόζεται μόνο για τον δράστη, στο πρόσωπο του οποίου υφίσταται το στοιχείο του ιδιαίτερα επικίνδυνου και όχι για τους πιθανούς συμμέτοχους[28]. Από εκεί και πέρα, ως προς τη συρροή και την αρχή της σχετικής επικουρικότητας που διαλαμβάνεται στη νομοτυπική μορφή της παραγράφου 3, ισχύει ό,τι ειπώθηκε παραπάνω για το βασικό και το προνομιούχο – ιδιώνυμο έγκλημα.

4.5 Τα διακεκριμένα εγκλήματα του άρθρου 41ΣΤ παράγραφος 4

            Εκτός από τα εγκλήματα βίας στα γήπεδα των παραγράφων 1-3, στην παράγραφο 4 του άρθρου 41ΣΤ τυποποιείται μία σειρά εγκλημάτων του ΠΚ, η τέλεση των οποίων στο εφαρμοστικό πλαίσιο του επισκοπούμενου άρθρου και συγκεκριμένα των παραγράφων 1 και 2 αυτού, αποτελεί διακεκριμένη μορφή των αυτών εγκλημάτων, όπως αυτά τυποποιούνται στον ΠΚ. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται ως διακεκριμένη περίπτωση: “Η τέλεση των εγκλημάτων της διέγερσης σε ανυπακοή (183 Π.Κ.), της διέγερσης σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια (184 Π.Κ.), της διατάραξης της κοινής ειρήνης (189 Π.Κ.), της απειλής διάπραξης εγκλημάτων (190 Π.Κ.), της έκρηξης (περ. α` παρ. 1 του άρθρου 270 Π.Κ.), της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών (παρ. 1 άρθρου 272 Π.Κ.) της παρακώλυσης συγκοινωνιών (292 Π.Κ.), της σωματικής βλάβης (308 Π.Κ.), της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρο 309 Π.Κ.), της βαριάς σωματικής βλάβης (εδάφιο πρώτο της παρ. 1 του άρθρου 310 Π.Κ.) της συμπλοκής (313 Π.Κ.), της παράνομης βίας (άρθρο 330 Π.Κ.), της απειλής (333 Π.Κ.), της διατάραξης οικιακής ειρήνης (334 Π.Κ.), της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας (337 Π.Κ.), της προσβολής γενετήσιας ευπρέπειας (άρθρο 353 Π.Κ.), της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (378 Π.Κ.) και της εκβίασης (παρ. 1 και πρώτο εδάφιο παρ. 3 του άρθρου 385 Π.Κ.), καθώς και κάθε αξιόποινης πράξης που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, υπό τις προϋποθέσεις των παρ. 1 και 2, θεωρείται ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση και η επιβαλλόμενη ποινή μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που προβλέπεται για αυτά στον Ποινικό Κώδικα και να φτάσει στο ανώτατο όριο του είδους της ποινής.” (Η παρ. 4 συμπληρώθηκε   ως άνω με το άρθρο 4 παρ. 4  Ν. 4908/2022,ΦΕΚ  Α` 52/11.03.2022).

Ο νομοθέτης χρησιμοποιεί στην παράγραφο 4 τον όρο «ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση». Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός αυτός δε φαντάζει επιστημονικά άρτιος. Από τη διατύπωση της συγκεκριμένης ποινικής διάταξης διαπιστώνεται ότι πρόκειται στην ουσία, από άποψη ποινικής κυρώσεως, παραλλαγή προς το αυστηρότερο των αδικημάτων που απαριθμούνται στην παράγραφο 4, όταν τελούνται μέσα στα προαναφερόμενα πλαίσια εφαρμογής του άρθρου 41ΣΤ. Η ιδιαίτερη μέριμνα του νομοθέτη να τιμωρήσει αυστηρότερα από το σύνηθες τις συγκεκριμένες πράξεις, όταν αυτές τελούνται με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις, εδράζεται κατά τον Μαυρομάτη στο γεγονός ότι, εκτός από το προσβαλλόμενο με τις αντίστοιχες πράξεις έννομο αγαθό, συμπροσβάλλεται και το έννομο αγαθό της ομαλής διεξαγωγής του αθλητικού αγώνα. Το επαπειλούμενο πλαίσιο ποινής δύναται να φτάσει τα ανώτατα όρια του είδους της ποινής, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 53 (φυλάκιση) και 57 (χρηματική ποινή) για τα πλημμελήματα και 52 (κάθειρξη) για τα κακουργήματα.  Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί διάδοχο της αντίστοιχης του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 1646/1986, η οποία προέβλεπε διακεκριμένες μορφές 16 εγκλημάτων του ΠΚ.

4.5.1 Η νομοτυπική μορφή της παραγράφου 4 του άρθρου 41ΣΤ

Όπως προειπώθηκε, η παράγραφος 4 τυποποιεί διακεκριμένες μορφές 18 εγκλημάτων του ΠΚ, με πιο πρόσφατη προσθήκη αυτής της βαριάς σωματικής βλάβης του άρθρου 310 ΠΚ, που προσετέθη με τον ν. 3263/2006. Από τα εγκλήματα που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 4, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αδικήματα που αφορούν σωματικές βλάβες, καθώς αποτελούν ίσως τη συνηθέστερη μορφή κρουσμάτων βίας στα γήπεδα, και λόγω των μέσων που πολλές φορές χρησιμοποιούνται (καδρόνια, τσιμέντα ή μαχαίρια) αποτελούν τη βασικότερη πηγή κινδύνου για τους δέκτες των εγκληματικών συμπεριφορών που τυποποιούνται στο άρθρο 41ΣΤ. Κατ’ επέκταση, η συχνή εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 4 ως προς τις σωματικές βλάβες επιβάλλει την αποσαφήνιση ορισμένων ερμηνευτικών ζητημάτων, που ενδεχομένως να προκαλέσουν δυσχέρειες ως προς την ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε αυτήν. Ειδικότερα: η απλή σωματική βλάβη με δόλο του άρθρου 308 ΠΚ. Ένα ζήτημα που προκύπτει στην προκειμένη περίπτωση έχει να κάνει με το εάν η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις όπου διαπράττεται στο εφαρμοστικό πλαίσιο του άρθρου 41ΣΤ μία εντελώς ελαφρά ή ασήμαντη απλή σωματική βλάβη, όπως αυτές τυποποιούνται στα εδάφια β΄ και γ΄ ως προνομιούχες μορφές του βασικού εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης του άρθρου 308 παράγραφος 1 ΠΚ και εφαρμόζονται όταν η σωματική βλάβη έχει επιπόλαιες συνέπειες ή προκαλεί επουσιώδη σωματική κάκωση. Η διάταξη του άρθρου 41ΣΤ παράγραφος 4 αναφέρεται γενικά και αόριστα στο άρθρο 308 ΠΚ, γεγονός που αρχικά δημιουργεί την εντύπωση ότι περιλαμβάνονται και οι προνομιούχες μορφές της απλής σωματικής βλάβης. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι στην περίπτωση που συντρέχουν παράλληλα οι προϋποθέσεις εφαρμογής τόσο της προνομιούχου, όσο και της διακεκριμένης μορφής κάποιου εγκλήματος, αλληλοεξουδετερώνονται και εφαρμόζεται η διάταξη του βασικού εγκλήματος. Σε περίπτωση, επομένως, που διαπράττεται κάποιο έγκλημα προνομιούχου μορφής της απλής σωματικής βλάβης του 308 παρ. 1 ΠΚ με αφορμή κάποιον αθλητικό αγώνα, αξιώνουν εφαρμογής τόσο η παράγραφος 4 του άρθρου 41ΣΤ, όσο και το άρθρο 308 παρ. 1 ΠΚ. Αν υιοθετήσουμε την παραπάνω άποψη, οι δύο διατάξεις αλληλοεξουδετερώνονται ως αντίρροπες και εφαρμόζεται -σε κάθε περίπτωση- η βασική διάταξη για την απλή σωματική βλάβη[29].

4.5.2 Ζητήματα απόπειρας, συμμετοχής και συρροής

Τα όποια ζητήματα απόπειρας και συμμετοχής κρίνονται κατά τα ισχύοντα και για τα βασικά εγκλήματα, όπως αυτά τυποποιούνται στον ΠΚ. Ως προς την κατ’ ιδέα συρροή,  ενόψει της ρήτρας επικουρικότητας των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 41ΣΤ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ποινική κύρωση για τα εγκλήματα της παραγράφου 4 μπορεί να φτάσει μέχρι το ανώτατο προβλεπόμενο από τον Ποινικό Κώδικα είδος της ποινής, είναι προφανές ότι, σε περίπτωση που κάποιο εκ των εγκλημάτων της παραγράφου 4 συρρέει με κάποιο εκ των εγκλημάτων βίας στα γήπεδα των παραγράφων 1, 2 και 3 (π.χ. βιαιοπραγία της παραγράφου 1 από την οποία προκλήθηκε επικίνδυνη σωματική βλάβη), αυτά απωθούνται και εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 4 λόγω βαρύτερης ποινικής κύρωσης. Βέβαια, είναι προφανές ότι σε περίπτωση πραγματικής συρροής των εγκλημάτων βίας στα γήπεδα των παραγράφων 1, 2 και 3 με αυτά της παραγράφου 4, η συρροή είναι αληθής.

            Τέλος, στην παρ. 4Α του άρθρου 41ΣΤ του ν. 2725/1999 προβλέπεται ότι: ”Συνιστούν επιβαρυντικές περιπτώσεις και η επιβαλλόμενη ποινή μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που προβλέπεται στις παρ. 1 και 2 ή στον Π.Κ. και να φθάσει στο ανώτατο όριο του είδους της ποινής: α) το ότι ο δράστης κατά την τέλεση των πιο πάνω πράξεων χρησιμοποίησε όπλο ή κάθε άλλου είδους μέσο, ικανό και πρόσφορο να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα τρίτων, β) το ότι από τη βαρύτητα της πράξης, τη βιαιότητα κατά την τέλεσή της, τις περιστάσεις αυξημένης επικινδυνότητας για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπων, τα αίτια που ώθησαν τον δράστη σε αυτήν και τη σοβαρή διασάλευση της δημόσιας τάξης, προκύπτει αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον, γ) το ότι ο δράστης εκδήλωσε ρατσιστική συμπεριφορά, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 82Α Π.Κ.”.

 

4.6  Το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας και συνέργειας του άρθρου 41ΣΤ παράγραφος 5

Στην παρ. 5 του άρθρου 41ΣΤ τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα μια μορφή απόπειρας ηθικής αυτουργίας και συνέργειας στα αδικήματα βίας στα γήπεδα. Σκοπός της διάταξης που εισήχθη το πρώτον στο άρθρο 41ΣΤ με τον ν. 3262/2004 και προσιδιάζει με την αντίστοιχη γενική διάταξη του άρθρου 184 ΠΚ[30], είναι η πρόληψη και η καταστολή ενεργειών που πυροδοτούν εκδηλώσεις βίας, κυρίως πριν από την τέλεση κάποιων σημαντικών αγώνων, φαινόμενο το οποίο είναι δυστυχώς αρκετά σύνηθες, με υπαιτίους ακόμη και διευθυντικά στελέχη δημοφιλών συλλόγων.  Πρόκειται για ιδιώνυμο έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης του εννόμου αγαθού της ομαλής διεξαγωγής αθλητικών αγώνων, καθώς η στοιχειοθέτησή του δεν εξαρτάται από το αν τελικά πραγματοποιήθηκαν όντως τα επεισόδια. Είναι έγκλημα δόλου, σε όλες τις μορφές αυτού, και το επαπειλούμενο πλαίσιο ποινής είναι αυτό της φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών  και της χρηματικής ποινής (Η  φράση «και χρηματική ποινή» προστέθηκε στο τέλος της παρ.5 και η παρ. διαμορφώθηκε  ως άνω  με το άρθρο 4 παρ.5  Ν. 4908/2022,ΦΕΚ  Α` 52/11.03.2022).

 

4.6.1 Η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της παραγράφου 5

Υποκείμενο του εγκλήματος είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο («όποιος»).  Συνεπώς, δράστες μπορούν να είναι τόσο οι εμπλεκόμενοι με οποιονδήποτε τρόπο σε ένα αθλητικό σωματείο ή μια αθλητική ένωση ή ομοσπονδία (π.χ. αθλητές, προπονητές, μέλη διοίκησης, συνεργάτες), όσο και οι φίλαθλοι και κυρίως οι επικεφαλής των οργανωμένων φιλάθλων, ενώ δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που υπαίτιοι των πράξεων της παραγράφου 5 φέρονται να είναι δημοσιογράφοι και αθλητικοί συντάκτες οπαδικά χρωματισμένων Μ.Μ.Ε.. Πράξεις του εγκλήματος αυτού είναι η παρότρυνση, παρακίνηση, ενθάρρυνση ή διευκόλυνση με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως δημόσια ή δια του έντυπου ή ηλεκτρονικού τύπου ή του διαδικτύου σε μεμονωμένα άτομα ή οργανωμένες ομάδες προσώπων να διαπράξουν αδικήματα βίας στα γήπεδα. Ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο των πράξεων που στοιχειοθετούν το αδίκημα της παραγράφου 5, ως παρότρυνση ορίζεται η απλή προτροπή, προσπάθεια πρόκλησης μιας απόφασης. Διαφέρει από την πρόκληση, καθώς, ενώ στην πρόκληση απόφασης απαιτείται και το αποτέλεσμα της επίδρασης στην ξένη βούληση, συνεπώς αυτή αποτελεί μορφή ηθικής αυτουργίας στο έγκλημα,  ως παρότρυνση νοείται μόνο η προσπάθεια επίδρασης, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της. Πρόκειται -συνεπώς- για τυποποίηση μίας μορφής απόπειρας ηθικής αυτουργίας σε αυτοτελές έγκλημα. Ως ενθάρρυνση νοείται η προσπάθεια ενίσχυσης ήδη ληφθείσας απόφασης, χωρίς να περιλαμβάνει απαραίτητα και την επίδραση στη βούληση του δράστη εγκλήματος βίας στα γήπεδα, ενώ διευκόλυνση είναι  η εξυπηρέτηση μιας διαδικασίας, η χρήση μεθόδων ή μέσων για να γίνει κάτι πιο εύκολο. Οι πράξεις της ενθάρρυνσης και της διευκόλυνσης αποτελούν στην ουσία τυποποίηση σε αυτοτελές έγκλημα της απόπειρας συνέργειας. Η παρότρυνση, παρακίνηση, ενθάρρυνση ή διευκόλυνση μπορούν να γίνουν με οποιονδήποτε τρόπο, με κάθε μέσο για να πειστεί ο αποδέκτης, π.χ. με συμβουλές, απειλές, υπόσχεση ηθικής ή υλικής ανταμοιβής. Ενδεικτικά παρατίθενται ως τρόποι η δημόσια τέλεση πράξεων αυτών π.χ. συγκέντρωση φιλάθλων ή δια του τύπου -εντύπου ή ηλεκτρονικού- ή του διαδικτύου. Οι πράξεις απευθύνονται σε μεμονωμένα άτομα ή σε οργανωμένες ομάδες προσώπων και αναφέρονται σε διάπραξη οποιουδήποτε εκ των αδικημάτων  του άρθρου 41ΣΤ.

4.6.2 Ζητήματα απόπειρας, συμμετοχής και συρροής       

Με δεδομένο ότι το υπό εξέταση έγκλημα συνιστά αναγωγή της απόπειρας ηθικής αυτουργίας ή συνέργειας σε αυτοτελές έγκλημα, είναι πρακτικά  δύσκολο να υπάρξει στοιχειοθέτηση απόπειρας, καθώς θα επρόκειτο για απόπειρα σε απόπειρα.  Αντίθετα, η συμμετοχή είναι νοητή σε όλες τις μορφές του. Ιδιαίτερα προβληματική είναι η συρροή της διάταξης με την ηθική αυτουργία ή την άμεση ή απλή συνέργεια. Η διάταξη αυτή φαίνεται καταρχήν να έχει επικουρικό χαρακτήρα απέναντι στην ηθική αυτουργία ή τη συνέργεια και, επομένως, σε περίπτωση συρροής με κάποια εκ των παραπάνω μορφών συμμετοχής, η συρροή θα είναι φαινομενική συρροή και η παράγραφος 5 θα απορροφηθεί ως μη τιμωρητή προγενέστερη πράξη. Η θέση αυτή ενισχύεται από το ότι το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό είναι το ίδιο, έστω και αν το έγκλημα της παραγράφου 5 τιμωρεί την αφηρημένη διακινδύνευσή του. Το παράδοξο είναι ότι ο νομοθέτης αξιολόγησε τον κίνδυνο στον οποίο τίθεται η ομαλή διεξαγωγή των αθλητικών αγώνων από πράξεις παρότρυνσης κτλ., οι οποίες όταν γίνονται δημόσια ή δια του τύπου ή του διαδικτύου, απευθύνονται σε αόριστο αριθμό φιλάθλων και μπορούν να προκαλέσουν πολλά αδικήματα βίας ως αυτοτελές έγκλημα διέγερσης και κινδύνου διασάλευσης της δημόσιας τάξης, σοβαρότερο και από τη βλάβη που προκαλείται στο ίδιο έννομο αγαθό με την τέλεση πράξης βίας και προβλέπει αυστηρότερη κύρωση στον δράστη του εν λόγω εγκλήματος, παρά στον φυσικό αυτουργό, επομένως και στον ηθικό αυτουργό και στον συμμέτοχο του 41ΣΤ παρ. 1 και 2. Έτσι, ορθότερη κατά τον Μαυρομάτη φαίνεται τελικά η άποψη ότι, σε περίπτωση πραγματικής συρροής, αυτή είναι αληθινή, ενώ και σε περίπτωση συρροής κατ’ ιδέα, παρά την ύπαρξη ρήτρας σχετικής επικουρικότητας στα εγκλήματα των παρ. 1 και 2, η συρροή είναι φαινομενική, καθώς η παράγραφος 5 έχει βαρύτερη επαπειλούμενη ποινή.

5. Η ειδικότερη ποινική μεταχείριση των δραστών των εγκλημάτων του άρθρου 41ΣΤ

          Πέραν της τυποποίησης των εγκλημάτων βίας στα γήπεδα, το ενδιαφέρον του νομοθέτη φαίνεται να εστιάζεται ιδιαίτερα και σε ζητήματα έκτισης των επιβαλλομένων προς έκτιση  ποινών, καθώς και των παρεπόμενων αυτών, στο πλαίσιο των εγκλημάτων του άρθρου 41ΣΤ.  Μιμούμενος ξένα νομοθετικά πρότυπα, ο Έλληνας νομοθέτης έχει υιοθετήσει μία σειρά νομοθετικών μέτρων που πλαισιώνουν τις επιβαλλόμενες για τα εγκλήματα βίας στα γήπεδα ποινές και αποσκοπούν στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του προβλήματος και μέσα στο γενικό και ειδικό προληπτικό πλαίσιο του Ποινικού Δικαίου. Οι συγκεκριμένες νομοθετικές παρεμβάσεις, που τα τελευταία χρόνια έχουν ως στόχο την αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης των δραστών, καίτοι θεωρητικά κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, στην πράξη αποδεικνύονται προβληματικές και αναποτελεσματικές, και για τον λόγο αυτό υφίστανται συνεχείς τροποποιήσεις, με πιο πρόσφατη αυτή του ν. 4908/2022.

5.1 Η μετατροπή και η αναστολή εκτέλεσης της επιβαλλόμενης ποινής

            Η παράγραφος 6 του άρθρου 41ΣΤ ορίζει τα σχετικά με τη μετατροπή και την αναστολή εκτέλεσης της επιβαλλόμενης ποινής για τα εγκλήματα των παραγράφων 1-5 του αυτού άρθρου, σύμφωνα με την οποία “Στις περιπτώσεις των αξιόποινων πράξεων του παρόντος άρθρου απαγορεύεται η οποιαδήποτε μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, καθώς και η αναστολή εκτέλεσης αυτής σύμφωνα με τα άρθρα 99 επ. ΠΚ.”. Το ζήτημα της μετατροπής και της αναστολής εκτέλεσης της ποινής έχει απασχολήσει επανειλημμένως τον νομοθέτη, γεγονός που αποδεικνύεται και από τις συνεχείς παρεμβάσεις στη συγκεκριμένη διάταξη από το 2004 και εντεύθεν, καθώς έκτοτε έχει τροποποιηθεί πλείστες φορές, με πιο πρόσφατη την τροποποίηση με τον ν. 4908/2022. Αξιομνημόνευτη για την υπερβολική αυστηρότητα με την οποία αντιμετώπιζε το ζήτημα αποτελεί η νομοθετική παρέμβαση του άρθρου 20 του ν. 3742/2006 που  απαγόρευε σε κάθε περίπτωση την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για τα εγκλήματα του άρθρου 41ΣΤ.  Η συγκεκριμένη ρύθμιση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στον χώρο των οπαδών και επικρίθηκε έντονα και από τη θεωρία ως υπέρμετρα επαχθής και αντιβαίνουσα σε συνταγματικές διατάξεις (άρθρο 2 παρ. 1, 4 παρ.1 και 25 παρ.1) και στα άρθρα 2 παρ. 2 και 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και για τον λόγο αυτό τροποποιήθηκε ριζικά με τους ν. 3727/2008 και 3773/2009, που προέκριναν την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του ΠΚ για τα συγκεκριμένα ζητήματα. Ωστόσο, με τον νόμο 4908/2022 ο νομοθέτης επανήλθε πλήρως στις πιο πάνω απαγορεύσεις, με τρόπο όμως που δημιουργεί αρκετά ζητήματα σε επίπεδο ασφάλειας δικαίου, καθώς αφήνει αρκετά περιθώρια αυθαιρεσίας σε επίπεδο δικαιοδοτικής κρίσης, για ένα ζήτημα το οποίο μπορεί να στοιχίσει στον δράστη την ελευθερία του. 

A contrario, σε προηγούμενη νομοτυπική μορφή του άρθρου προβλεπόταν  αρχικά στην παράγραφο 6α ότι η αναστολή και η μετατροπή της ποινής απαγορεύεται εάν: «(αα) Ο δράστης κατά την τέλεση των πιο πάνω πράξεων χρησιμοποίησε όπλο ή κάθε άλλου είδους μέσο, ικανό και πρόσφορο να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα τρίτων ή (ββ) Από τη βαρύτητα της πράξης, τις περιστάσεις τέλεσής της, από τα αίτια που ώθησαν τον δράστη σε αυτήν και την προσωπικότητά του προκύπτει αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον.». Ως προς την υπό περίπτωση αα΄, για τους ορισμούς των όπλων, καθώς και των μέσων που είναι πρόσφορα να προκαλέσουν κίνδυνο για ζωή και τη σωματική ακεραιότητα ισχύει ό,τι ειπώθηκε παραπάνω για τις περιπτώσεις α΄ και γ΄ του βασικού εγκλήματος. Ως προς την υπό περίπτωση ββ΄, ο νομοθέτης εισήγαγε ένα υποκειμενικό κριτήριο αξιολόγησης του δράστη, το οποίο προσιδιάζει στη διάταξη περί επικινδυνότητας αυτού της παραγράφου 3, που παρά την υποδεικνυόμενη  υπαγωγή της δικαιοδοτικής κρίσης σε αντικειμενικά κριτήρια και πραγματικά περιστατικά, δεν παύει, όπως προειπώθηκε, να δημιουργεί σοβαρά ζητήματα ασφάλειας δικαίου. Στην παράγραφο 6β παρεχόταν στο Δικαστήριο η ευχέρεια, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, να μην εφαρμόσει τις απαγορεύσεις της παραγράφου 6α, ακόμη και αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτής, αλλά να μετατρέψει την ποινή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατ’ άρθρο 82 ΠΚ, εφόσον κρίνεται ότι το μέτρο αυτό αρκεί για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση νέων αδικημάτων. Τέλος, στην παράγραφο 6γ οριζόταν ότι η αναστολή και η μετατροπή απαγορεύονται σε κάθε περίπτωση, όταν πρόκειται για δράστη που ενεργεί καθ’ έξη ή αξιολογείται ως ιδιαίτερα επικίνδυνος για τη ζωή τη σωματική ακεραιότητα ή την περιουσία τρίτων, καθώς και για την ομαλή διεξαγωγή των αθλητικών αγώνων.  Ως προς το δεύτερο απαιτούμενο στοιχείο για την εφαρμογή της παραγράφου 6γ, δηλαδή την επικινδυνότητα του δράστη, ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με την ελλειμματική ασφάλεια δικαίου.

5.2 Η παρεπόμενη ποινή της παραγράφου 7 του άρθρου 41ΣΤ

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 41ΣΤ, όπως αυτό ισχύει, σε περίπτωση καταδίκης για κάποιο εκ των εγκλημάτων των παραγράφων 1 έως 5 του αυτού άρθρου, επιβάλλεται ως παρεπόμενη ποινή η στέρηση του δικαιώματος παρακολούθησης των αθλητικών αγώνων στους οποίους μετέχει η ομάδα, σε αγώνα της οποίας ή με αφορμή αγώνα της οποίας τελέστηκε η αξιόποινη πράξη των παραγράφων 1 έως 5 του άρθρου 41ΣΤ, η οποία και διασφαλίζεται με την παρουσία του καταδίκου στο ορισθέν υπό του Δικαστηρίου Αστυνομικό Τμήμα κατά τον χρόνο διεξαγωγής των αθλητικών αγώνων.  Η χρονική διάρκεια της παρεπόμενης ποινής είναι πλέον από 2 έως 5 έτη και εμφανίζεται σημαντικά ενισχυμένη συγκριτικά με την αρχική πρόβλεψη για 6 μήνες έως 2 έτη, ενδεικτικό σημείο των προσδοκιών του νομοθέτη ως προς την αποτελεσματικότητα αυτής. Η συγκεκριμένη παρεπόμενη ποινή είχε προβλεφθεί και με το άρθρο 4 του ν. 1646/1986, χωρίς ωστόσο να εφαρμοσθεί στην πράξη ελλείψει υλικοτεχνικής υποδομής[31]. Με τον ν. 3057/2002 ο νομοθέτης έδωσε μεγάλη βαρύτητα σε αυτή την παρεπόμενη ποινή, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από άποψη εγκληματοπροληπτικής πολιτικής.  Είναι ένα μέτρο που εφαρμόσθηκε με μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό, ιδίως στη Μ. Βρετανία, και συνέβαλε αποφασιστικά στη μείωση κρουσμάτων οπαδικής βίας κατά τη διάρκεια των αθλητικών εκδηλώσεων, καθώς αποστέρησε το  δικαίωμα προσέλευσης στους αγώνες σε άτομα που αποδεδειγμένα, δυνάμει εκδοθείσας δικαστικής απόφασης, είχαν διαπράξει και ενδεχομένως σκόπευαν να διαπράξουν και στο μέλλον αδικήματα οπαδικής βίας[32].  Έχει δε και σωφρονιστικό χαρακτήρα, καθώς αποστερεί από τους δράστες αφενός μεν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν από κοντά την αγαπημένη τους ομάδα, αφετέρου δε τους εξαναγκάζει να περνούν ένα αρκετά σημαντικό χρονικό διάστημα στα αστυνομικά τμήματα κατά την ημέρα του αγώνα, κάτι που πιθανόν τους εμποδίζει από κάποιες άλλες δραστηριότητες.

6.    Η ΠΑΡ. 10 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41ΣΤ
 
            Σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 41ΣΤ: “ Με τις ποινές της παρ. 1, εκτός εάν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος, σε τόπο και σε χρόνο που δε συνδέονται με συγκεκριμένη αθλητική εκδήλωση, έχοντας σαφή αθλητική αναφορά και αθλητικό υπόβαθρο που ανάγεται σε αντιπαλότητα μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων: α) κατέχει ή χρησιμοποιεί αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες, και β) κατέχει ή χρησιμοποιεί βεγγαλικά, καπνογόνα, κροτίδες και γενικά εύφλεκτες ύλες. Με τις ποινές της παρ. 2, εκτός εάν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος, σε τόπο και σε χρόνο που δεν συνδέονται με συγκεκριμένη αθλητική εκδήλωση, έχοντας σαφή αθλητική αναφορά και αθλητικό υπόβαθρο που ανάγεται σε αντιπαλότητα μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων, απευθύνει ατομικά ή ως μέλος ομάδας σε τρίτους, εκφράσεις που προσβάλλουν την εθνική ταυτότητα των προσώπων αυτών ή είναι ρατσιστικού περιεχομένου ή προσβάλλει τον εθνικό ύμνο, τα ολυμπιακά σύμβολα ή τους ολυμπιακούς αγώνες. Η παρ. 3 εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των πρώτου και δεύτερου εδαφίων της παρούσας. Η παρ. 4 εφαρμόζεται και όταν τα περιγραφόμενα σε αυτήν εγκλήματα, έχοντας σαφή αθλητική αναφορά και αθλητικό υπόβαθρο που ανάγεται σε αντιπαλότητα μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων, τελούνται σε τόπο και σε χρόνο που δεν συνδέονται με συγκεκριμένη αθλητική εκδήλωση. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις εφαρμόζονται οι παρ. 4Α, 6, 7 και 8.”

 

7.   ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΩΞΗ ΚΑΙ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ 41ΣΤ

            Σύμφωνα με την παρ. 8 περ. α΄, καθ’ ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση των αδικημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται στο άρθρο 41ΣΤ του ν. 2725/1999 είναι σε κάθε περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο του τόπου τέλεσης του αδικήματος. Τα εγκλήματα του άρθρου 41ΣΤ διώκονται αυτεπαγγέλτως και ακολουθείται η διαδικασία του αυτοφώρου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 417 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ως προς την παράσταση προς υποστήριξη κατηγορίας και με γνώμονα ότι κατά την παγιωθείσα άποψη το προστατευόμενο και, συνεπώς, προσβαλλόμενο κατά περίπτωση έννομο αγαθό είναι αρχικά η ομαλή διεξαγωγή των αθλητικών αγώνων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι -λόγω της κοινωνικής διάστασης του προστατευόμενου αγαθού- δε νοείται παράσταση προς υποστήριξη κατηγορίας για τα εγκλήματα των παραγράφων 1,2,3 και 5 του εξεταζόμενου άρθρου, παρά μόνο για αυτά της παραγράφου 4, όπου, όπως προελέχθη, συμπροσβάλλεται και κάποιο ατομικό έννομο αγαθό. Σε κάθε περίπτωση, τα αδικήματα του παρ. 8 περ. α΄ εκδικάζονται εντός τριάντα (30) ημερών, όπως η διάταξη συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 4  Ν. 4908/2022,ΦΕΚ  Α` 52/11.03.2022.
            Ως προς τα ασκούμενα ένδικα μέσα και τις παρεπόμενες συνέπειες αυτών, η παρ. 8 περ. β΄ ορίζει ότι, κατά παρέκκλιση του άρθρου 497 ΚΠΔ,  η έφεση και η προθεσμία για την άσκηση αυτής δεν αναστέλλει την εκτέλεση   της ποινής που επέβαλλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εκκαλών καταδικασθείς δικαιούται να υποβάλλει αυτοτελή αίτηση  ενώπιον του επιλαμβανόμενου  δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ  και να αιτηθεί την αναστολή εκτέλεσης της πρωτοβάθμιας απόφασης μέχρι την εκδίκαση της εφέσεως.  Η τυχόν ασκηθείσα έφεση προσδιορίζεται προς εκδίκαση στον απόλυτα αναγκαίο χρόνο, όπως η διάταξη συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ.4  Ν. 4908/2022, ΦΕΚ  Α` 52/11.03.2022.
 
            Σύμφωνα με την παρ. 8 περ. γ΄, τέλος, “Ο εισαγγελέας, με διάταξη που εκδίδει πριν από την παραγγελία για την απόλυση του κατηγορουμένου, εντέλλεται προς την αστυνομική αρχή του τόπου κατοικίας ή διαμονής του την εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής, μνημονεύοντας τη διάρκειά της ή, εάν έχει ήδη εκτιθεί τμήμα της, το υπόλοιπό της. Ο κατηγορούμενος πριν απολυθεί λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της διάταξης”.
 

8.  Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗΣ ΒΙΑΣ ΣΤΑ ΓΗΠΕΔΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ Ν. 4049/2012

            Ο ν. 4049/2012 «περί αντιμετώπισης της βίας στα γήπεδα, του ντόπινγκ, των προσυννενοημένων αγώνων και λοιπές διατάξεις», αναγνωρίζοντας την έξαρση της οργανωμένης οπαδικής βίας και την εμπειρική αποτυχία των προϋφισταμένων νομοθετημάτων να αντιμετωπίσουν το συγκεκριμένο ζήτημα, προχώρησε σε περαιτέρω αυστηροποίηση του προϋπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου στο πλαίσιο του Ποινικού Δικαίου. Με το άρθρο 4 ενέταξε στον κατάλογο του άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ περί εγκληματικής οργάνωσης και τα εγκλήματα του άρθρου 41ΣΤ, ενώ παράλληλα προέβλεψε και τη δυνατότητα εφαρμογής των ειδικών ανακριτικών πράξεων του άρθρου 253Α ΚΠΔ στην περίπτωση που διερευνάται η τέλεση αυτών, καθώς και τις διατάξεις για την προστασία μαρτύρων του άρθρου 9 του ν. 2928/2001.
 
9.    ΕΠΙΜΕΤΡΟ

          Συνοψίζοντας την παρούσα εργασία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα συνίσταται στην εφαρμογή του νόμου αφ’ εαυτή από την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία, αλλά και στην αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στα γήπεδα από την ελληνική κοινωνία στην ολότητά της. Προβλέπονται δρακόντειες ποινές για την είσοδο στον αγωνιστικό και τους πέριξ αυτού χώρους, τις ρίψεις αντικειμένων, τον οχετό ύβρεων που εκτοξεύονται από τις κερκίδες, τη λεκτική, σωματική και ψυχολογική βία εν γένει, όπου κι αν λάβει χώρα επ’ αφορμή μιας αθλητικής εκδήλωσης. Κι όμως ακόμα δεν μπορούμε να αποτρέψουμε δολοφονίες σαν αυτή του Άλκη Καμπανού πέριξ του γηπέδου του Άρη, ραντεβού θανάτου αθλητικών συμμοριών, μαχαιρώματα επ’ αφορμή οπαδικής δίκης έξω από το Εφετείο της Αθήνας, επιθέσεις κουκουλοφόρων με ρόπαλα σε ουζερί όπου βρίσκονταν οπαδοί του Ηρακλή, ξύλο ανελέητο σε τοπικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες εφήβων. Δε θέλω να ακούγομαι απαισιόδοξος, σαν να με οδηγούν σύγχρονης Κασσάνδρας τα κελεύσματα, αλλά διακονώ  τον αθλητικό χώρο από το νομικό μετερίζι αρκετά συναπτά έτη και αισθάνομαι ότι βρισκόμαστε ακόμη στο ίδιο σημείο, αν δεν διολισθαίνουμε όπισθεν ολοταχώς.

Την κατακλείδα μου θα τη δανειστώ από μία χαρακτηριστική δήλωση που έκανε προ ετών ο πρώην Υπουργός Παιδείας κ. Γαβρόγλου, στην τελετή παράδοσης - παραλαβής του Υπουργείου: «Εάν η κοινωνία δεν είναι δεκτική, κανένας νόμος, οσοσδήποτε ισχυρός, δεν μπορεί να την αλλάξει».

 

 

 

                                                                   Θεσσαλονίκη, 24.5.2023

                                                                   Σπύρος Ν. Χριστοφορίδης

                                                Δικηγόρος, LLM Ποινικού Δικαίου

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Στέργιου Αλεξιάδη, «Εγκληματολογία», ε΄ έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, 2011.

Ιωάννη Μανωλεδάκη «Ποινικό δίκαιο, επιτομή γενικού μέρους άρθρα 1-49 Π.Κ.» ζ΄ έκδοση πλήρως αναθεωρημένη με επιμέλεια των Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι/ Ε. Συμεωνίδου -Καστανίδου, εκδόσεις Σάκκουλα, 2005.

Αχιλλέα Μαυρομάτη, «Σωματικές βλάβες στον αθλητισμό, συστηματική προσέγγιση υπό   το πρίσμα του ποινικού δικαίου», εκδόσεις Σάκκουλα, 2007.

Αχιλλέα Μαυρομάτη, «Αθλητικά εγκλήματα» εκδόσεις Σάκκουλα, 2006.

Στέφανου Παύλου, «Ναρκωτικά, δογματικά και ερμηνευτικά προβλήματα των Ποινικών διατάξεων του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά – Κ.Ν.Ν./ ν. 3459/2006.                      

Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, «Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών» Νομική Βιβλιοθήκη, 2007.

Σπύρου Χριστοφορίδη, “Επαγγελματικό Ποδόσφαιρο - Θεωρία - Νομολογία - Υποδείγματα”, β΄ έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, 2023.

 

 

 



[1] Αχιλλέα Μαυρομάτη, « Αθλητικά εγκλήματα», σελ. 67 και Στ. Αλεξιάδη, “Εγκληματολογία”, σελ. 195

[2] Βλ. σχετικά Α. Μαυρομάτη ό.π., σελ 78-80,  Στ. Αλεξιάδη, ό.π., σελ. 196

[3] βλ. και ΑΠ 756/1979  σχετικά με την έννοια της βιαιοπραγίας.

[4] Ως προς τη συστηματική μελέτη του εννόμου αγαθού βλ. Μανωλεδάκη «Ποινικό Δίκαιο- επιτομή γενικού μέρους, άρθρα 1-49 Π.Κ», ζ’ έκδοση, σελ. 152 επ.

[5] Βλ. ΠλημΘεσ. 4797/1985, ΠοινΧρον. ΛΣΤ (1986), σελ. 532 και Μανωλεδάκη ό.π., σελ. 173, 174.

[6] Α. Μαυρομάτη, ό.π., σελ 106.

[7]  Α. Μαυρομάτη, ό.π., σελ. 107, 108, Α. Μαυρομάτη, «Σωματικές βλάβες στον αθλητισμό», σελ. 147

[8] ΠλημΘεσ 4797/1985 ό.π.

[9] ΑΠ 756/1979 ό.π.

[10]  ΑΠ 1218/2010

[11] ΑΠ 1293/2004

[12] Βλ. ως προς την κατοχή εύφλεκτων υλικών  ΑΠ 1020/1999 ΠοινΧρον Ν (2000), σελ. 511

[13] Βλ. Α. Μαυρομάτη, ό.π. σελ. 118, Α. Μαυρομάτη, «Σωματικές βλάβες στον αθλητισμό, συστηματική προσέγγιση υπό   το πρίσμα του ποινικού δικαίου», σελ. 155

[14] Α. Μαυρομάτη, ό.π., σελ. 119

[15]  Α. Μαυρομάτη, ό.π., σελ. 103, αντίθετη η νομολογία, βλ. ΑερΛαρ 113/1999 ΠοινΧρον ΝΑ (2001)

[16] βλ. σχετικά ΑΠ 1218/2010

[17] βλ. Α. Μαυρομάτη, ό.π., σελ. 130

[18] Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 384, 385

[19]  Ως προς τον ορισμό του ιδιώνυμου εγκλήματος, βλ. Ι. Μανωλεδάκη ό.π., σελ. 387-389

[20] Βλ. σχετικό προβληματισμό Α. Μαυρομάτη, ό.π., σελ. 142

[21]Α. Μαυρομάτη, ό.π., σελ. 143-145, καθώς επίσης και ΑΠ 207/2002 σχετικά με την αντίστοιχη διάταξη του   ν. 1646/1986

[22] Βλ. σχετικά ΑΠ 1722/2009

[23] ΑΠ 1056/2001, ΠοινΔικ 2001

[24] Βλ.  Α. Μαυρομάτη, ό.π., σελ 151,  και Ι. Μανωλεδάκη, ο.π., σελ. 604-606. Αντίθετη άποψη έχει ο Παρασκευόπουλος που θεωρεί ότι η άγνοια συνιστά πραγματική πλάνη.

[25] Βλ. σχετικά με την έννοια του διακεκριμένου εγκλήματος Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 385,386.

[26] Βλ. σχετικά και Στέφανου Παύλου «Ναρκωτικά, Δογματικά και ερμηνευτικά προβλήματα των Ποινικών διατάξεων του κώδικα νόμου για τα ναρκωτικά», σελ. 173-176, όπου και παρατίθενται οι θέσεις της θεωρίας για το ζήτημα.

[27] Βλ. ΑΠ 1722/2009.

[28] Βλ. Α. Μαυρομάτη «Σωματικές βλάβες στον Αθλητισμό», σελ. 171,  Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 508.

[29] Α. Μαυρομάτη, «Σωματικές βλάβες στον αθλητισμό», σελ. 174.

[30]  Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 547-550.

[31] Βλ. σχετικά Α. Μαγγανά, «Περί Χουλιγκανισμού», ΠοινΔικ, σελ. 566

[32] Βλ. Α. Μαυρομάτη ο.π., σελ. 122-123

Νεότερη Παλαιότερη

نموذج الاتصال