(Ομιλία στην ημερίδα με θέμα " Βία, τέχνη και αθλητισμός¨μια συζήτηση στην δημόσια πλατεία, Θεσ/νίκη 20-4-2023)
Καλούμενος να μιλήσω για τη βία
στα γήπεδα από νομική σκοπιά, θα σας θυμίσω μια φράση του Εμμανουήλ Ροΐδη: «Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν την χώραν», έγραψε ο Ροΐδης στον Ασμοδαίο,
εις νόμος, «ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων». Εξηγούμαι
πάραυτα: 45 σχεδόν χρόνια μετά τη νομοθετική καθιέρωση του επαγγελματικού
αθλητισμού το 1979 (όταν σταδιακά η φανέλα έπαψε να σημαίνει όσα σπουδαία
σήμαινε κατά τον προηγούμενο αιώνα) έχουμε ένα νομικό οπλοστάσιο επαρκές για να
αποτρέψει και να τιμωρήσει στυγνά κάθε πιθανή μορφή βίας εντός ή πέριξ του
αγωνιστικού χώρου, κατά τη διάρκεια ή επ’ αφορμή μιας αθλητικής εκδήλωσης.
Το πρόβλημα συνίσταται στην
εφαρμογή του νόμου αφ’ εαυτή από την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία (όπου
στην προσπάθεια για απονομή δικαιοσύνης προσβάλλεται ενίοτε η νοημοσύνη), με τη
συνεπικουρία βεβαίως της εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης ΕΠΟ. Προβλέπονται
δρακόντειες ποινές για την είσοδο στον αγωνιστικό και τους πέριξ αυτού χώρους,
τις ρίψεις αντικειμένων, τον οχετό ύβρεων που εκτοξεύονται από τις κερκίδες, τη
λεκτική, σωματική και ψυχολογική βία εν γένει, όπου κι αν λάβει χώρα επ’ αφορμή
μιας αθλητικής εκδήλωσης. Κι όμως ακόμα δεν μπορούμε να αποτρέψουμε δολοφονίες
σαν αυτή του Άλκη Καμπανού πέριξ του γηπέδου του Άρη, ραντεβού θανάτου
αθλητικών συμμοριών, μαχαιρώματα επ’ αφορμή οπαδικής δίκης έξω από το Εφετείο
της Αθήνας, επιθέσεις κουκουλοφόρων με ρόπαλα σε ουζερί όπου βρίσκονταν οπαδοί
του Ηρακλή, ξύλο ανελέητο σε ποδοσφαιρικούς αγώνες εφήβων.
Γιατί; Γιατί ούτε βούληση
εφαρμογής του νόμου υπάρχει, ούτε καμία προσπάθεια γίνεται για την πρόληψη
ανάλογων φαινομένων. Ο εκπαιδευτικός οργανισμός έχει γυρίσει προ πολλού την
πλάτη στην προσπάθεια αποτροπής φαινομένων βίας, οι γονείς κοιτούν αμήχανοι –
όχι όμως κι ανήμποροι- τα παιδιά τους να φανατίζονται ανεξέλεγκτα. Δεν υπάρχει manual για την αποτροπή της βίας πουθενά στον
κόσμο. Υπάρχει απλά η εδραία πεποίθηση σε κάποια κράτη, με Κ κεφαλαίο, ότι το
ποδόσφαιρο είναι μια άλλη έκφανση πολιτισμού, όπως το θέατρο κι η μουσική, σε
συνδυασμό με τη διατρανωμένη πεποίθηση να αντιμετωπίζεται ως τέτοια ακόμα και
για την εφαρμογή κρατικής βίας, ιδίως μετά τα αιματηρά επεισόδια του σταδίου
Χέιζελ το Μάη του 1985 στον τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών μεταξύ
Γιουβέντους και Λίβερπουλ και τις ευρωπαϊκές Συμβάσεις που υπεγράφησαν μετά την
εκατόμβη θυμάτων Ιταλών φιλάθλων στις Βρυξέλλες.
Απεναντίας στην Ελλάδα συναντούμε
τη διαρκή πρόθεση των Ελλήνων πολιτικών και δικαστών να ισχυρίζονται και να
λειτουργούν απαρέγκλιτα σαν να νομιμοποιούνται χωρίς συνέπειες να βλέπουν «τα
άλλα τρένα να περνούν», στις περιπτώσεις που λαμβάνουν χώρα συμβάντα βίας. Και
τούτο γιατί οι ποδοσφαιρικοί στρατοί συντηρούνται συνήθως από αθλητικούς
παράγοντες- πατερούληδες, τους οποίους κανείς δε θέλει να δυσαρεστήσει. Και
επιπλέον επειδή οι ομάδες αποτελούν κοιτίδες ψήφων που ενδιαφέρουν κάθε
πολιτικό που σέβεται την εκλογική του πελατεία.
Βέβαια, υπάρχει κι η αντίθετη
γνώμη, εκπεφρασμένη από αρκετούς ανθρώπους του ποδοσφαίρου (Αλέξης Σπυρόπουλος,
Εδουάρδο Γκαλεάνο: <ως άθλημα το ποδόσφαιρο είναι καταδικασμένο να γεννά
βία, μολονότι μερικές φορές η βία το χρησιμοποιεί ως βαλβίδα διαφυγής>
κτλ.). Κανείς νομικός, όμως, του ομιλούντος περιλαμβανομένου, δεν μπορεί να
αποδεχτεί ότι ένα φαινόμενο που έχει ελεγχθεί επαρκώς σε αρκετές χώρες του
δυτικού κόσμου και συνεχίζει να απειλεί σχεδόν κάθε παιδί αυτής της χώρας, αν
βρεθεί λάθος ώρα σε λάθος τόπο, τείνει να γίνει ανεξέλεγκτο. «Οι καιροί ου μεν
ετοί», όμως, οφείλουμε να βρούμε δράσεις αποτροπής του φαινομένου παντί τρόπω.
Τελικά, τα «παιδιά στην κερκίδα» δεν είναι, αλλά μπορούν να ξαναγίνουν η μόνη μας ελπίδα, αν τα μάθουμε να
σκέπτονται πρώτα σφαιρικά κι έπειτα να
αντιλαμβάνονται τις συνέπειες των πράξεών τους.
Ίσως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να είναι η
παρουσία των καταδικασθέντων για αδικήματα αθλητικής βίας οπαδών στο Αστυνομικά
Τμήματα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διεξαγωγή των αγώνων της ομάδας που
υποστηρίζουν, ως παρεπόμενη ποινή της απαγόρευσης εισόδου στον αγωνιστικό χώρο
όπου διεξάγεται ο αγώνας της ομάδας τους. Αντίστοιχα η μοναδική ποινή που
πονάει πραγματικά μια ΠΑΕ, ΚΑΕ ή βάλτε ό,τι άλλα αρχικά προτιμάτε, είναι η
αφαίρεση βαθμών από το πρωτάθλημα, όταν κριθεί ένοχη ή συνένοχη για πράξεις
οπαδικής βίας. Τα χαμένα πρωταθλήματα είναι αυτά που πονούν και τους οπαδούς
και τις ομάδες και τους παράγοντές τους.
Δε θέλω να ακούγομαι
απαισιόδοξος, σαν να με οδηγούν σύγχρονης Κασσάνδρας τα κελεύσματα, αλλά
διακονώ αυτόν τον χώρο από το νομικό μετερίζι για αρκετά συναπτά έτη και
αισθάνομαι ότι βρισκόμαστε ακόμη στο ίδιο σημείο, αν δε διολισθαίνουμε όπισθεν
ολοταχώς.
Έχω πάντως τα τελευταία 16
χρόνια, όσο ζουν οι κόρες μου, κι ένα ανομολόγητο όνειρο: να τις συνοδεύσω στο
γήπεδο Χαριλάου για να παρακολουθήσουν ένα ντέρμπι ΑΡΗΣ – ΠΑΟΚ με οπαδούς των
δύο ομάδων, να χαρούν την ομορφιά της συνύπαρξης του διαφορετικού. Το ζω εντός
μου σαν ξεθωριασμένη από τον χρόνο σκηνή από τα μικράτα μου, θέλω να ελπίζω,
για να πηγαίνω παραπέρα στη δίκοπη ζωή μου, ότι θα αξιωθώ να το δω να
υλοποιείται, έστω σε κάποια ρωγμή του χρόνου.
Σε τελική ανάλυση, σε έναν τοίχο
πολυκατοικίας διάβασα κάποτε το εξής: «Είμαι εναντίον της βίας στα γήπεδα.
Τόσον χώρο έχουμε έξω!».
Θεσσαλονίκη,
20.4.2023
Σπύρος
Ν. Χριστοφορίδης