ΙΔΕΑΔ

ΑΠ 263/2009 (Α1 πολιτικό Τμήμα), Αναγκαστικού δικαίου η διάταξη του άρθρου 99 ΑΚ για τα απαιτούμενα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας για τροποποίηση καταστατικού

 (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

.....

Επειδή, κατά το άρθρο 99 ΑΚ, για να αποφασισθεί η τροποποίηση του κατασταστικού σωματείου χρειάζεται η παρουσία των μισών τουλάχιστον μελών και πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων. Η διάταξη αυτή που αναφέρεται στην τροποποίηση του καταστατικού σωματείου απαιτεί ορισμένη ελάχιστη απαρτία και πλειοψηφία, η οποία υπολογίζεται με βάση το σύνολο των εγγεγραμμένων μελών, αφού δεν γίνεται καμία διάκριση. Το καταστατικό του σωματείου πρέπει, ειδικώς ως προς τη ρύθμιση των απαιτουμένων για την τροποποίησή του ποσοστών απαρτίας και πλειοψηφίας, να ακολουθεί υποχρεωτικώς τη ρύθμιση του άρθρου 99 ΑΚ, η οποία είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου και προβλέπει τα ελάχιστα αναγκαία ποσοστά για την τροποποίησή του, απαγορευομένης της καταστατικής προβλέψεως μικρότερων (ελαστικότερων) ποσοστών και επιτρεπομένης μόνο της προβλέψεως μεγαλύτερων (αυστηρότερων) ποσοστών απαρτίας και πλειοψηφίας, διότι άλλως θα καταστρατηγείτο ο σκοπός του νόμου που επέβαλε τα αυξημένα αυτά ποσοστά χάριν της προστασίας των συμφερόντων του ιδίου του σωματείου όταν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις για σοβαρά θέματα, όπως είναι η τροποποίηση του καταστατικού του. Σε περίπτωση κατά την οποία έχει εγκριθεί καταστατικό σωματείου που προβλέπει μικρότερα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας από αυτά που ορίζει το άρθρο 99 ΑΚ για την τροποποίησή του, η διάταξη αυτή δεν εγκυροποιείται αλλά παραμένει άκυρη και το θέμα ρυθμίζεται απ` ευθείας από το νόμο, δηλαδή από τη ρητή διάταξη του άρθρου 99 ΑΚ, η οποία αποκλείει την ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 παρ.2 του Ν.1264/1982, που έχει εφαρμογή μόνον επί συνδικαλιστικών οργανώσεων και μάλιστα με την επιφύλαξη των άρθρων 99 και 100 του ΑΚ, όπως ρητώς ορίζεται σε αυτή. Το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως, ορθώς ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 99 ΑΚ και ο αντίθετος πρώτος λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

 Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Δεν αποτελεί "πράγμα", υπό την προεκτεθείσα έννοια, η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου και οι προβαλλόμενοι από αυτόν νομικοί ισχυρισμοί. Επομένως ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλομένη διότι απέρριψε σιωπηρώς τον νομικό ισχυρισμό του για ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν.1264/1982, είναι αβάσιμος.  Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναιρέσεως σε περίπτωση απορρίψεως νομικού ισχυρισμού και αιτήματος διαδίκου για εφαρμογή ορισμένης διατάξεως νόμου στη δικαζόμενη υπόθεση.

Συνεπώς ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, διότι απέρριψε το νομικό ισχυρισμό του και το αίτημά του για ανάλογη εφαρμογή στην προκειμένη υπόθεση του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 1264/1982, είναι αβάσιμος.

Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση. Το αναιρεσείον πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).-

 


 

Νεότερη Παλαιότερη

نموذج الاتصال