Προς την ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρία με την
επωνυμία « ΠΑΕ ΚΑΛΛΙΘΕΑ »
Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Ι Κ
Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α
ΤΟΥ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ
ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ
ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
( ΙΔΕΑΔ)
ΑΘΗΝΑ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2018
Α. Εισαγωγικά
Η ΠΑΕ Καλλιθέα, στο πλαίσιο αγωγής που
έχει καταθέσει κατά του αστικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης με τον
διακριτικό τίτλο «ΣΟΥΠΕΡΛΙΓΚ ΕΛΛΑΔΑΣ», δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της
Γεωργίου Σμπώκου απηύθυνε προς το Ινστιτούτο
Διεθνούς & Ελληνικού Αθλητικού Δικαίου ερώτημα, σχετικά με το εάν, με
την διάταξη του άρθρου 12 παρ. 6 του νόμου 3479/2006 περί οικονομικής ενίσχυσης
των ομάδων της “Football League” από την “Super League”,
ο νομοθέτης θέσπισε νομική υποχρέωση της “Super League” για την
οικονομική ενίσχυση των ομάδων Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας ή αντιθέτως η
παραπάνω διάταξη αφορούσε απλώς οικειοθελή ( και μη αγώγιμη ) οικονομική
παροχή, καθότι στην παραπάνω διάταξη δεν καθορίζεται ούτε το ακριβές ποσό ούτε
ο χρόνος που πρέπει να καταβάλλεται προς αυτές. Επί του αμέσως ανωτέρω
ερωτήματος, στο οποίο επισυνάπτονται τα κείμενα της αγωγής και των προτάσεων
των διαδίκων, η απάντησή μας εκτίθεται στα επόμενα κεφάλαια της παρούσας.-
Διευκρινίζεται ότι από το 2013 και
εντεύθεν με το άρθρο 44Α παρ. 15 περ. α΄ Ν.4115/2013 στη δύναμη της “Football League”
δεν ανήκουν πλέον οι ομάδες της Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας.
Β. Νομικό, οικονομικό και
κοινωνικο-αθλητικό υπόβαθρο της ψήφισης του Ν. 3479/2006
Είναι κοινώς αποδεκτό στη θεωρία του
διεθνούς αθλητικού δικαίου, τουλάχιστον από το 1949 με το έργο του M.S. Giannini “Prime osservazioni sugli
ordinamenti giuridici sportivi”, ότι
οι διατάξεις της εν γένει έννομης τάξης, της ειδικής αθλητικής νομοθεσίας και
των καταστατικών και κανονισμών των διεθνών και εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών λειτουργούν
στο πλαίσιο μιας μεταξύ τους παραπληρωματικότητας και αλληλοαποδοχής, έτσι ώστε
να αποφεύγονται συγκρούσεις μεταξύ της γενικής και της αθλητικής έννομης τάξης.
Η λειτουργία αυτή ορίζεται κατά Giannini
ως αρχή της αμοιβαίας αποδοχής (principio di mutuo non disconoscimento) και αποτυπώνεται
σήμερα με ενάργεια στη διάταξη του άρθρου 15 παρ.2 του νόμου 4326/2015 που
καθορίζει το περίγραμμα της αυτοδιοικητικής λειτουργίας του ποδοσφαίρου η οποία
έχει ως εξής: «2. Θέματα του ποδοσφαίρου
και της οργάνωσης και λειτουργίας της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, ρυθμίζονται
από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (Ε.Π.Ο.), στο πλαίσιο της
αυτοδιοικητικής λειτουργίας της σύμφωνα με το καταστατικό και τους κανονισμούς
της, τα οποία πρέπει να είναι εναρμονισμένα με το Σύνταγμα, την κείμενη
νομοθεσία, με δεδομένο ότι η Ε.Π.Ο. διαχειρίζεται τις υποθέσεις της, ανεξάρτητα
και χωρίς επιρροή από τρίτους, και σύμφωνα με τους κανονισμούς της Παγκόσμιας
και Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, μέλος των οποίων αποτελεί η Ε.Π.Ο.».
Με άλλα λόγια: Το Κράτος σέβεται την καταστατική και κανονιστική αυτοδιοικητική
λειτουργία της ΕΠΟ και των Ενώσεών της και αυτές αντίστοιχα σέβονται το
Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.
Η
παραπάνω διάταξη ήρθε να αντικαταστήσει την διάταξη του άρθρου 29 παρ.12 εδ. α΄
του Ν. 3479/2006, η οποία μετά από
έντονες προστριβές, αντεγκλήσεις και διαβουλεύσεις με την ΦΙΦΑ εισήγαγε το
περίφημο «αυτοδιοίκητο» του ποδοσφαίρου, όπως τελικά επικράτησε να αποκαλείται
η μη εφαρμογή της αθλητικής νομοθεσίας στο ποδόσφαιρο, και προέβλεπε τα εξής: «12. Ειδικά για το άθλημα του ποδοσφαίρου όλα τα θέματα
λειτουργίας και οργάνωσης του αθλήματος της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας
και των μελών της ρυθμίζονται αυτόνομα από την Ε.Π.Ο. και τα όργανά της σύμφωνα
με το καταστατικό και τους κανονισμούς της, καθώς και αυτούς που καθορίζονται
από την Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου, ακόμη και αν
προβλέπονται διαφορετικές ρυθμίσεις στο ν. 2725/1999, όπως ισχύει, και στην εν
γένει αθλητική νομοθεσία.»
Συγχρόνως, την εποχή αυτή είχε ήδη
καταστεί σαφές, ότι το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν μπορούσε να
αντέξει οικονομικά τρείς πλήρως επαγγελματικές κατηγορίες, έτσι όπως είχε
σχεδιαστεί νομοθετικά αρχικά με τον Ν. 879/1979 και κατόπιν με τον Ν.
1958/1991. Για τον λόγο αυτό ήταν επιτακτικό το αίτημα του ίδιου του
ποδοσφαίρου να διαχωριστεί οργανωτικά η πρώτη εθνική κατηγορία από τις δύο
υπόλοιπες, πράγμα που υιοθετήθηκε πλήρως από τον νομοθέτη με την ψήφιση του Ν.
3479/2006.
Είναι προφανές, ότι το σύνολο του Ν.
3479/2006 διαμορφώθηκε στο πλαίσιο αυτής της νομικής, οικονομικής και κοινωνικο-αθλητικής πραγματικότητας του
ποδοσφαίρου, που σαφώς συνιστούσε μια σημαντική υποχώρηση της έννομης τάξης
έναντι του ποδοσφαιρικού «αυτοδιοίκητου», συγχρόνως δε και μια πολύ δυσμενή για
το επαγγελματικό ποδόσφαιρο οικονομική συγκυρία. Ηταν επομένως απολύτως λογικό
και συναφές προς την τότε ισχύουσα και περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ότι το σύνολο
σχεδόν των διατάξεων του νόμου αυτού που αφορούσε στη νέα οργάνωση του
επαγγελματικού ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τα δύο προγενέστερα
νομοθετήματα επ΄ αυτού, επιχειρούσε την εκ νέου θεσμοθέτηση του επαγγελματικού
ποδοσφαίρου, χωρίς όμως να θέτει, όπως πριν, διατάξεις αυστηρού, νομικού
καταναγκασμού αλλά κυρίως νομικό πλαίσιο και οδηγίες αυτόνομης διαμόρφωσης του
νέου κανονιστικού πλαισίου του επαγγελματικού ποδοσφαίρου από τους ίδιους τους
ενδιαφερόμενους, με απώτερο στόχο την οικονομική επιβίωση του επαγγελματικού
ποδοσφαίρου.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι ακόμη και η νομική
μορφή των διαμορφούμενων δύο νέων επαγγελματικών ενώσεων ποδοσφαίρου γινόταν
πολύ πιο ευέλικτη από πρίν, αφού για μεν την ένωση της Β΄ και Γ΄ Εθνικής
Κατηγορίας υπήρχε δυνατότητα επιλογής
της νομικής της μορφής, ενώ για την ένωση της Α΄ Εθνικής Κατηγορίας υιοθετήθηκε
το αίτημα για δημιουργία αστικού συνεταιρισμού, έτσι ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη
ευελιξία κεντρικής επιχειρηματικής δράσης προς όφελος όλων των συνεταίρων.
Γ. Το άρθρο
12 παρ. 6 του Ν. 3479/2006
Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του
επαγγελματικού ποδοσφαίρου κάτω από την γενικότερη « αυτοδιοικητική» φιλοσοφία και
οικονομική συγκυρία που περιγράψαμε ανωτέρω, ήταν φυσιολογική και η πρόβλεψη
του νόμου για την ανάληψη των υφισταμένων οικονομικών υποχρεώσεων του
επαγγελματικού ποδοσφαίρου κατά κύριο λόγο από την οικονομικά ευρωστότερη ένωση
της Α΄ Εθνικής Κατηγορίας, καθώς και η πρόβλεψη υποχρέωσης τακτικής ενίσχυσης
των ομάδων των δύο κατώτερων κατηγοριών από αυτές της πρώτης κατηγορίας, έτσι
ώστε να υπάρχει το απαραίτητο υπόβαθρο για την τροφοδοσία της πρώτης με οικονομικά υγιείς ομάδες από τις κατώτερες
κατηγορίες, χωρίς όμως να παραβιάζεται με τον τρόπο αυτό και η πρωταρχική
ανάγκη συντήρησης και ανάπτυξης των ομάδων της πρώτης κατηγορίας.
Από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, και
συγκεκριμένα επί του άρθρου 12 αυτού που προέβλεπε την κατανομή των οικονομικών
βαρών αλλά και των εσόδων του επαγγελματικού ποδοσφαίρου ανάμεσα στις δύο
ενώσεις, προκύπτει με σαφήνεια ο τρόπος σκέψης του νομοθέτη. Προνοείται,
δηλαδή, ως οικονομικό μέτρο αντιμετώπισης των οικονομικών προβλημάτων που
δημιουργεί η διάσπαση της πρώην ΕΠΑΕ σε δύο επί μέρους ενώσεις ότι « (ε) Η Ενωση Επαγγελματικού Ποδοσφαίρου Α΄
Εθνικής Κατηγορίας παρέχει ετήσια οικονομική ενίσχυση στα μέλη της και στους συλλόγους της Β΄ και Γ΄ Εθνικής
Κατηγορίας, για την κάλυψη των λειτουργικών τους εξόδων»
Ετσι, στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 12 προβλέπεται το εξής: «6. Η Ένωση Α΄ Εθνικής Κατηγορίας παρέχει, κατά ρητή πρόβλεψη του καταστατικού της,
οικονομικές ενισχύσεις στα μέλη της, καθώς και στους
συλλόγους της Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας, για την
κάλυψη λειτουργικών αναγκών τους είτε απευθείας σε
αυτούς είτε μέσω της Ένωσης Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας
ισομερώς. Οι ενισχύσεις αυτές εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της Ένωσης Α΄ Εθνικής Κατηγορίας.»
Από την γραμματική διατύπωση και την
συνδυασμένη ανάγνωση των κειμένων της αιτιολογικής έκθεσης και της κρίσιμης
διάταξης του άρθρου 12 παρ. 6 προκύπτουν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τα εξής:
1.
Και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος «παρέχει» σε χρόνο
ενεστώτα οριστικής, που δηλώνει την
οριστική βούληση του νομοθέτη για παροχή οικονομικής ενισχύσεως προς τις ομάδες
της Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας.
2. Μάλιστα, στην αιτιολογική έκθεση
ορίζεται ότι η παρεχόμενη ενίσχυση πρέπει να είναι «ετήσια», πράγμα που
ερμηνευτικά θα πρέπει να γίνει δεκτό και για την ερμηνεία της διάταξης, παρόλο
που αυτή δεν συμπεριλαμβάνει τον όρο αυτό κατά την τελική της διατύπωση.
3. Η παροχή οικονομικής ενίσχυσης από την
Ένωση Α΄
Εθνικής Κατηγορίας προβλέπεται στην
ως άνω διάταξη κατά τον ίδιο τρόπο τόσο για δικά της μέλη, ήτοι τις ομάδες Α΄
Εθνικής Κατηγορίας, όσο και για τους « συλλόγους της Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας, για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών τους είτε απευθείας σε αυτούς είτε μέσω της Ένωσης Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας». Οσον
αφορά δηλαδή την μεταχείριση των συλλόγων της
Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας στο θέμα αυτό εκ μέρους της Σουπερλιγκ, ο νόμος τους κατατάσσει ως
ισότιμους με αυτούς που ανήκουν στον συνεταιρισμό.
4. Τέλος, στη διατύπωση της διάταξης
περιλαμβάνεται και η επιταγή του
νομοθέτη προς την Ένωση Α΄ Εθνικής Κατηγορίας για παροχή
οικονομικής ενίσχυσης « κατά ρητή πρόβλεψη του καταστατικού της». Επιτάσσεται δηλαδή η Ένωση Α΄ Εθνικής Κατηγορίας να συμπεριλάβει στο
καταστατικό της ειδικό όρο που να προβλέπει την οικονομική ενίσχυση των ομάδων,
αφήνοντας πάντως στη δική της διακριτική ευχέρεια τον τρόπο υπολογισμού και τον
προσδιορισμό του ύψους του καταβλητέου ποσού.
Δ. Το άρθρο 2 παρ. 13 και το αρθρο 29 παρ.2 του καταστατικού της
Σούπερλιγκ.
Σε εκτέλεση της παραπάνω ρητής επιταγής
του νόμου για οικονομική ενίσχυση των ομάδων της Ενωσης Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας η Σουπερλιγκ συμπεριέλαβε στους
σκοπούς του άρθρου 2 του Καταστατικού της, και ειδικότερα στην περίπτωση 13 του
άρθρου αυτού ως σκοπό της ίδρυσης και λειτουργίας της την « κατά κανόνα
ισομερή, παροχή οικονομικής, τεχνικής και οργανωτικής βοήθειας στις ΠΑΕ της
Β΄Εθνικής Κατηγορίας».
Παρότι ο νόμος επέτασσε την παροχή στήριξης σε όλους
τους « συλλόγους της Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας, για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών τους είτε απευθείας σε αυτούς είτε μέσω της Ένωσης Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας», η δε
Σουπερλιγκ προβλέπει την σχετική υποχρέωση μόνο για τους συλλόγους της Β΄
Εθνικής Κατηγορίας, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η παραπάνω πρόβλεψη του
καταστατικού της, συμπεριλαμβανομένη
μάλιστα στους σκοπούς του συνεταιρισμού, δεν αποτελεί απλή δυνατότητα ή
μέσον επίτευξης των σκοπών του, αλλά βασικό σκοπό του, για την υλοποίηση του
οποίου ο συνεταιρισμός αυτοδεσμεύεται και μέσω του καταστατικού του,
εκφράζοντας έτσι την ρητή και ήδη από τον νόμο ανειλημμένη υποχρέωσή του για
χρηματοδότηση των ΠΑΕ Β΄ Εθνικής Κατηγορίας.
Ετσι μέσω του παραπάνω άρθρου του καταστατικού του ο
ίδιος ο συνεταιρισμός εκφράζει ρητά την βούλησή του και συγχρόνως την ανάληψη
της εκ του νόμου προβλεπομένης υποχρέωσής του για την οικονομική στήριξη
τουλάχιστον των ΠΑΕ Β΄Εθνικής Κατηγορίας , όπως εν προκειμένω η « ΠΑΕ
Καλλιθέα».
Περαιτέρω, στο άρθρο 29 παρ. 2 του καταστατικού του ο
συνεταιρισμός προβλέπει με τρόπο όχι δεσμευτικό αλλά απλά δυνητικό δι’ εαυτόν, ότι « Εκτακτα και ειδικά αποθεματικά
μπορούν να σχηματίζονται με απόφαση της Γ.Σ. για την εκπλήρωση του σκοπού του
συνεταιρισμού, ιδία δε για την οικονομική ενίσχυση των ΠΑΕ της Β΄ και Γ΄
Εθνικής Κατηγορίας και την κάλυψη ζημιών».
Με τη διάταξη αυτή ο συνεταιρισμός προβλέπει τον τρόπο
ή καλύτερα ένα μέσον εκπλήρωσης της ανειλημμένης από τον νόμο υποχρέωσής του.
Και είναι μεν σαφές ότι, όσον αφορά την
επιλογή του μέσου εκπλήρωσης της βασικής του υποχρέωσης η πρόβλεψη αυτή του
καταστατικού δεν εισάγει κάποια δεσμευτική για αυτόν ενέργεια αλλά απλώς
δυνατότητα, όμως η βασική υποχρέωση που εισάγεται με το άρθρο 2 παρ. 13 του καταστατικού και το
νόμο ουδόλως αναιρείται.
Μάλιστα, κατά
την συζήτηση του νόμου στη Βουλή είχε
επισημανθεί και στηλιτευθεί ως μη ορθό, το να εναποτίθεται ένα τόσο ζωτικής
σημασίας για τις ΠΑΕ Β΄και Γ΄Εθνικής
Κατηγορίας θέμα στη διακριτική ευχέρεια
της Σούπερλιγκ, αφού με την διατύπωση αυτή του νόμου, η Σουπερλιγκ θα
μπορούσε θεωρητικά, σε κάθε περίπτωση, πάντως όμως καταχρηστικά, με την παροχή
ενός τουλάχιστον ευρώ ετησίως να εκπληρώνει την υποχρέωση που της έθετε ο
νόμος.
Ε. Ενδιάμεσο
συμπέρασμα
Εν κατακλείδει,
από την συνδυασμένη ανάγνωση των δύο
παραπάνω διατάξεων του καταστατικού της Σούπερλιγκ με την προαναφερθείσα
διάταξη του νόμου δεν πρέπει να καταλείπεται η παραμικρή αμφιβολία ότι ο νόμος θέσπισε για την Σουπερλιγκ νομική
υποχρέωση ετήσιας οικονομικής στήριξης των ΠΑΕ Β΄και Γ΄Εθνικής Κατηγορίας,
αφήνοντας όμως στην δική της αποκλειστικά ευχέρεια, όπως δια του καταστατικού
της και των αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων της προσδιορίσει τον τρόπο
υπολογισμού και καταβολής του ύψους αυτής, η δε Σουπερλιγκ δια του καταστατικού
της διακήρυξε με τον πιο επίσημο και πανηγυρικό τρόπο την ανάληψη αυτής της
υποχρέωσης.
ΣΤ. Η νομική φύση της υποχρέωσης της Σουπερλιγκ για παροχή
οικονομικής βοήθειας και του δικαιώματός
της να προσδιορίσει το ύψος και τον τρόπο καταβολής .
1. Η παροχή οικονομικής βοήθειας ως
κατά γένος οριζόμενη παροχή.
Για τον νομικό χαρακτηρισμό της
υποχρέωσης που δημιουργεί η διάταξη του άρθρου 12 παρ.6 Ν. 3479/2006 για την
Σούπερλιγκ προς οικονομική στήριξη των ΠΑΕ Β΄και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας, καθώς
και η σχετική διάταξη του άρθρου 2 παρ.13 του καταστατικού αυτής, θα πρέπει να
ξεκινήσουμε από την αδιαμφισβήτητη διαπίστωση, ότι αυτή η νομική υποχρέωση αποτελεί
ενοχή κατά την έννοια της ΑΚ 287, αφού δι΄ αυτής δημιουργείται «σχέση
με την οποία ένα πρόσωπο έχει υποχρέωση προς ένα άλλο σε παροχή».
Περαιτέρω, ο νόμος, σε συνδυασμό με την
διάταξη του άρθρου 2 παρ.13 του καταστατικού, προσδιορίζουν και το είδος της
παροχής, η οποία συνίσταται σε «παροχή οικονομικής, τεχνικής και οργανωτικής βοήθειας». Είναι αυτονόητο ότι όσον αφορά την παροχή οικονομικής βοήθειας αυτή θα
είναι χρηματική, ενώ όσον αφορά την παροχή τεχνικής και οργανωτικής βοήθειας,
αυτή μπορεί να αφορά κάθε είδος παροχής, όπως π.χ. παροχή υπηρεσιών, ειδών,
αντικειμένων κλπ.
Είναι προφανές ότι η συνδυασμένη εφαρμογή των δύο
ανωτέρω διάταξεων, δημιουργώντας την υποχρέωση παροχής οικονομικής, τεχνικής και οργανωτικής βοήθειας δημιουργεί υποχρέωση
μιας κατά γένος ορισμένης παροχής, αφού τόσο η ως οικονομική βοήθεια οφειλόμενη
χρηματική παροχή όσο και οι δύο άλλες οφειλόμενες ως τεχνική και οργανωτική βοήθεια δεν
προσδιορίζονται ούτε κατά το ύψος του ποσού ούτε κατά το είδος αυτών. Επομένως,
κατ΄ ΑΚ 289 το δικαίωμα επιλογής, ήτοι το δικαίωμα περαιτέρω εξειδίκευσης της οφειλομένης
παροχής, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από την δημιουργούμενη σχέση, ανήκει στον οφειλέτη, ήτοι στην Σουπερλιγκ.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, ότι η παραπάνω
διαπίστωση δεν αφορά την υποχρέωση παροχής χρηματικής βοήθειας, αφού η χρηματική
παροχή, αυτοτελώς θεωρουμένη, δεν αποτελεί
παροχή κατά γένος, κατά την έννοια της ΑΚ 289.
Αυτό το επιχείρημα καταπίπτει όμως από την ίδια την
διατύπωση της διάταξης του καταστατικού της Σουπερλιγκ που εξειδικεύει την δια
του νόμου ιδρυόμενη ενοχική σχέση μεταξύ Σουπερλιγκ και ΠΑΕ Β΄και Γ Εθνικής
Κατηγορίας. Διότι η συγκεκριμένη διάταξη
του καταστατικού δεν δημιουργεί τρεις διαφορετικές ενοχές, αλλά μόνο μία, ήτοι
την υποχρέωση παροχής οικονομικής,
τεχνικής και οργανωτικής βοήθειας. Επομένως, και η χρηματική παροχή, ως
μέρος της συνολικής και ενιαίας παροχής οικονομικής, τεχνικής και οργανωτικής
βοήθειας θα πρέπει να προσδιοριστεί όχι αυτοτελώς, αλλά σε συνάρτηση με τον
προσδιορισμό και των δύο υπολοίπων ειδών παρεχομένης βοήθειας, ως μερών και
αυτών της οφειλόμενης ετησίως ενιαίας παροχής
οικονομικής,
τεχνικής και οργανωτικής βοήθειας. Θα μπορούσε δηλαδή θεωρητικά, και ανάλογα
με την συγκυρία, η οικονομική βοήθεια να αυξάνεται ή να μειώνεται ανάλογα με την
αντίστοιχη αύξηση ή μείωση των δύο άλλων ειδών της προβλεπόμενης βοήθειας, ή
επίσης να παρέχεται πιο αυξημένη οικονομική βοήθεια και λιγότερη ή και καθόλου
τεχνική και οργανωτική.
Επομένως, ο προσδιορισμός της ετησίως οφειλομένης
οικονομικής βοήθειας γίνεται στο πλαίσιο της άνω περιγραφείσας ενοχικής σχέσης
που αφορά μια μόνο παροχή κατά γένος και θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις ΑΚ
288 και 289 από τον οφειλέτη, δηλαδή τη Σουπερλιγκ, « όπως απαιτεί η καλή
πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη».
2. Η παροχή οικονομικής βοήθειας ως
αυτοτελής χρηματική παροχή στο πλαίσιο μιας εκ του νόμου ενοχής.
Όμως και ως αυτοτελής χρηματική παροχή,
η εκ του άρθρου 12 παρ. 6 Ν. 3479/2006 υποχρέωση οικονομικής βοήθειας προς τις ΠΑΕ Β΄και Γ Εθνικής Κατηγορίας δεν αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο.
Το γεγονός ότι ο νόμος δεν προσδιορίζει το ύψος του
εκάστοτε οφειλομένου ποσού, αλλά το αφήνει στην διακριτική ευχέρεια του
οφειλέτη, αυτό δεν καθιστά την ήδη εκ του νόμου δημιουργηθείσα ενοχή φυσική ή
ατελή ενοχή. Διότι η φυσική ή ατελής ενοχή, αν και είναι υπαρκτή ενοχή, είναι δηλαδή
υπαρκτή υποχρέωση παροχής, όμως ο ίδιος ο νόμος προβλέπει ότι γι΄ αυτήν δεν
γεννιέται απαίτηση και ο οφειλέτης δεν
μπορεί να υποχρεωθεί δικαστικά στην παρά την βούλησή του εκπλήρωσή της για τους λόγους που ο νόμος
αναφέρει, όπως π.χ. η απαίτηση από παίγνιο ή στοίχημα, η παραγεγραμμένη
απαίτηση κλπ. ( βλ. π.χ. ΑΚ 272, 844-846,906 κλπ). Όμως κάτι τέτοιο δεν
προβλέπεται στην υπό κρίση διάταξη του Ν. 3479/2006.
Ούτε, όμως, η
συγκεκριμένη εκ του νόμου υποχρέωση της Σουπερλιγκ προς παροχή μπορεί να θεωρηθεί
ως απλή υπόμνηση ή ευχή για μια εξ
ελευθεριότητος παροχή, τόσο διότι είναι ολοφάνερη η πρόθεση του νομοθέτη να
δημιουργήσει υποχρέωση, όσο και διότι ο νομοθέτης ούτε μπορεί ούτε έχει και
λόγο να προβλέπει την δημιουργία εξ ελευθεριότητος παροχών, αφού αυτές ούτως ή άλλως εναπόκεινται
αποκλειστικά στην βούληση του εκάστοτε ενδιαφερομένου να τις χορηγήσει. Απλώς, σε αρκετές περιπτώσεις, ο νόμος
προβλέπει τη νομική τύχη τέτοιων εξ ελευθεριότητας παροχών, όπως π.χ. την
δυνατότητα αναζήτησής τους, υποβολής τους σε συμψηφισμό κλπ.
Το ερώτημα που, επομένως, απομένει να απαντηθεί στην
περίπτωση αυτή είναι όχι η ύπαρξη ή μη της υποχρέωσης παροχής και του αγωγίμου
της σχετικής αξιώσεως, αλλά, του νόμου σιωπούντος, ο τρόπος και χρόνος
προσδιορισμού του ύψους του ποσού, διότι αντίθετα με όσα προβλέπονται στις
αντίστοιχες περιπτώσεις προσδιορισμού της αόριστης παροχής από τρίτο ή από τον
οφειλέτη στις από συμβάσεις ενοχές ( άρθρα 371-373 ΑΚ), για τις εκ του νόμου
δημιουργούμενες τέτοιες ενοχές δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη.
Δεδομένης της κατηγορηματικής διατύπωσης του νόμου ότι
η Σουπερλιγκ «παρέχει» την οικονομική βοήθεια και μη υπάρχοντος στο νόμο άλλου
τινος κριτηρίου για τον προσδιορισμό του ποσού, είναι αυτονόητο ότι ο νομοθέτης,
στη δεδομένη νομική, οικονομική και κοινωνικο-αθλητική συγκυρία που εκθέσαμε
εισαγωγικά, θέλησε αυτό να εναπόκειται στην κρίση και βούληση της Σούπερλιγκ.
Επομένως δίπλα στη υποχρέωση για παροχή δημιουργείται για την Σούπερλιγκ και
ένα δικαίωμα (και όχι ελευθεριότητα), το οποίο όμως υποχρεούται να ασκήσει στο
πλαίσιο της υποχρέωσης που της τάσσει ο νόμος, ήτοι να προσδιορίσει η ίδια το
ύψος της χρηματικής παροχής, το δε γεγονός ότι αυτή επέλεξε κατά διαστήματα να
ασκήσει το δικαίωμά της αυτό μέσα από την σύναψη συμβάσεων με την Ενωση ή τις
ΠΑΕ Β΄ και Γ΄ Εθνικής Κατηγορίας δεν αναιρεί την ύπαρξη και την ουσία του
δικαιώματός της.
Κατά την άσκηση
αυτού του δικαιώματος η Σουπερλιγκ υπόκειται φυσικά σε όλους τους γενικούς
περιορισμούς της έννομης τάξης για την άσκηση δικαιωμάτων, όπως η μη
καταχρηστική άσκησή τους κατ΄ άρθρο, 281 ΑΚ:
«Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος»
Πέραν ,όμως της δυνατότητας που μας
παρέχει η ΑΚ 281 για τη νομική αξιολόγηση
του ύψους και του τρόπου προσδιορισμού
του ποσού της οικονομικής βοήθειας εκ μέρους της Σουπερλιγκ, η οποία εν πολλοίς
περιλαμβάνει τα αυτά αξιολογικά κριτήρια με αυτές των ΑΚ 288, 289, και 371, οι
τελευταίες αυτές διατάξεις σε τίποτα δεν εμποδίζεται από το νόμο να
χρησιμοποιηθούν κατ΄ ανάλογη εφαρμογή, προκειμένου να προκύψει ο σύμφωνα με την
καλή πίστη, τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη και την δικαία κρίση της Σουπερλιγκ προσδιορισμός του οφειλομένου προς τις ΠΑΕ Β΄και Γ Εθνικής Κατηγορίας ποσού.
Ζ.
Τελικό συμπέρασμα
1. Το άρθρο 12
παρ. 6 του νόμου 3479/2006 δημιούργησε μεταξύ Σουπερλιγκ και ΠΑΕ Β΄και
Γ΄Εθνικής Κατηγορίας ενοχική σχέση ( ενοχή εκ του νόμου ), δυνάμει της οποίας η
Σουπερλιγκ έχει τη νομική υποχρέωση ετήσιας οικονομικής στήριξης των ΠΑΕ Β΄και
Γ΄Εθνικής Κατηγορίας και ταυτόχρονα το δικαίωμα να προσδιορίζει η ίδια, δια του καταστατικού της και των αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων της το
ύψος και τον τρόπο υπολογισμού και καταβολής του εκάστοτε καταβλητέου ποσού.
2. Κατά την άσκηση του ανωτέρω
δικαιώματός της η Σουπερλιγκ ελέγχεται διττώς.
α) Εφόσον η κατά νόμο υποχρέωσή της για παροχή οικονομικής βοήθειας
θεωρηθεί όχι ως αυτοτελής υποχρέωση χρηματικής παροχής αλλά ως μέρος μιας κατά γένος μόνο
οριζομένης παροχής, που περιλαμβάνει επιπροσθέτως την παροχή τεχνικής και
οργανωτικής βοήθειας, το δικαίωμά της για προσδιορισμό της παροχής, ελέγχεται
κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 288 και 289 ΑΚ, της ΑΚ 371 εφαρμοζομένης αναλόγως.
β) Εφόσον η κατά νόμο υποχρέωσή της για παροχή οικονομικής βοήθειας
θεωρηθεί ως υποχρέωση αυτοτελούς χρηματικής παροχής, το δικαίωμά της για
προσδιορισμό της παροχής ελέγχεται κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 281
ΑΚ, των διατάξεων των ΑΚ 288, 289 και 371 εφαρμοζομένων αναλόγως.
3. Εφόσον η Σουπερλιγκ δεν
ανταποκρίνεται στην παραπάνω υποχρέωσή της για ετήσια οικονομική ενίσχυση των ΠΑΕ Β΄και Γ΄Εθνικής Κατηγορίας
, ή ασκεί το δικαίωμά της για προσδιορισμό του καταβλητέου ποσού κατά τρόπο καταχρηστικό,
αντιβαίνοντα στην καλή πίστη και τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη και όχι κατά
δικαία κρίση, οι ΠΑΕ Β΄και Γ΄Εθνικής Κατηγορίας ( τώρα πλέον μόνο της Β΄ Εθνικής ) έχουν αγώγιμη αξίωση για τον δικαστικό προσδιορισμό
του ποσού και την καταδίκη της Σουπερλιγκ στην καταβολή του ούτω προσδιοριστέου
ποσού.
Η ανωτέρω γνωμοδότηση συντάχθηκε,
βεβαιώθηκε και έγινε ομοφώνως αποδεκτή, κατόπιν εισηγήσεως του Προέδρου του
ΙΔΕΑΔ, κατά την συνεδρίαση του Διοικητικού του Συμβουλίου της Παρασκευής 20
Απριλίου 2018.
Αθήνα, 20-4-2018
Ο
Πρόεδρος του ΙΔΕΑΔ
Δρ.
Ανδρέας Μαλάτος