Αναδημοσίευση από την
εφημερίδα «Φιλελεύθερος» της Παρασκευής 23 Μαρτίου 2018
«Η διαπλοκή πολιτικής και
ποδοσφαίρου»
Όσα συνέβησαν πρόσφατα στο γήπεδο της Τούμπας αποτελούν το δέντρο, τη μικρή
εικόνα. Aυτά
που συμβαίνουν στο ποδόσφαιρό μας τα τελευταία τριάντα χρόνια, αποτελούν το
δάσος, τη μεγάλη εικόνα. Αν θέλουμε να δούμε μόνο το τωρινό σύμπτωμα και όχι
τις χρόνιες παθογένειες, εθελοτυφλούμε. Και εδώ βρίσκει εφαρμογή το ότι «κανείς
δεν είναι πιό τυφλός από αυτόν που δεν
θέλει να δεί».
Μιά από αυτές τις παθογένειες, είναι και η σχέση πολιτικής και (ανθρώπων
του) ποδοσφαίρου. Από την καθιέρωση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και μετά, τη
δεκαετία του ‘80, όταν τα κόμματα διαπίστωσαν πως ο χώρος του αθλητισμού και- ειδικότερα-
του ποδοσφαίρου, προσφέρει μιά ευρύτατη δεξαμενή ψήφων, ο κομματισμός
εναγκαλίστηκε μέχρις ασφυξίας τον αθλητισμό. Οι αρχαιρεσίες στις αθλητικές
ομοσπονδίες αποτέλεσαν μιά προέκταση της κομματικής αντιπαράθεσης και η εκλογή
φίλα προσκείμενης διοίκησης ήταν επιβεβαίωση κομματικής επικυριαρχίας. Η
αντίληψη αυτή διέτρεχε ολόκληρο το ποδοσφαιρικό στερέωμα, από τις μεγάλες ΠΑΕ
μέχρι και το μικρό σωματείο στο τελευταίο χωριό της επικράτειας. Στην αφετηρία
αυτής της «διαπλοκής» πολιτικής και ποδοσφαίρου, το πάνω χέρι το είχε η
πολιτική. Επιδίωξή της ήταν να κηδεμονεύει τον χώρο του ποδοσφαίρου, ώστε να
μπορεί να εξαργυρώνει αυτή την κηδεμονία με αντίκρισμα κομματικά-εκλογικά
οφέλη. Ήταν τότε που στην υγιή μερίδα των φιλάθλων επικράτησε ο αφορισμός «μακριά η πολιτική από τον αθλητισμό».
Τα πράγματα άλλαξαν, επί τα χείρω, όταν η «πελατεία» του ποδοσφαίρου μπήκε
στο στόχαστρο προσώπων και σχηματισμών πολύ πιό «σκληρών» από τα κόμματα. Όταν
επιχειρηματίες, τζογαδόροι, VIPS, αλλά και υπόκοσμος, αντιλήφθηκαν ότι οι
τεράστιες μάζες των ανθρώπων που παθιάζονται με το ποδόσφαιρο και με την ομάδα
τους, αποτελούν συγχρόνως και τεράστιες κερδοφόρες αγορές αλλά, επίσης, και
πολύτιμη ασπίδα προστασίας από έναν αφοσιωμένο «στρατό», το ποδόσφαιρο έγινε
ένα «παιχνίδι εξουσίας». Οι επενδυτές, πραγματικοί ή «δήθεν», διεκδίκησαν από την
πολιτική(κυβέρνηση-κόμματα) το πάνω χέρι στη μεταξύ τους σχέση. Με όπλο, τον στρατό
των οπαδών της ομάδας τους και την (άμεση ή έμμεση) απειλή πως μπορούν να τον
καθοδηγούν και να τον στρέψουν εναντίον τους, αν δεν εξασφάλιζαν μιά προνομιακή
μεταχείριση σε όλα τα επίπεδα της δραστηριότητάς τους. Στην απειλή αυτή,
φαίνεται πως η πολιτική ενέδωσε. Αν μη τι άλλο, το περίφημο «πολιτικό κόστος»
την οδήγησε σε υποχώρηση και στη συνομολόγηση μιάς υπόγειας συμφωνίας «win - win».
Όμως, αυτή η ανατροπή του συσχετισμού δύναμης στο δίπολο
πολιτική-ποδόσφαιρο, άλλαξε ραγδαία και την εσωτερική «εντροπία» στο χώρο του
ποδοσφαίρου. Το παιχνίδι «χόντρυνε». Ο διαγκωνισμός για τον έλεγχο του χώρου
του ποδοσφαίρου έγινε αδυσώπητος και το διακύβευμα τεράστιο, αφού ο κυρίαρχος
θα συγκέντρωνε δύναμη ικανή να σαρώνει κάθε αντίσταση στην προώθηση των πάσης
φύσεως στόχων και επιδιώξεών του. Όπερ και εγένετο. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο
έγινε άθυρμα στις διαθέσεις του «μονοκράτορα» και μετατράπηκε σε ρωμαϊκή αρένα,
όπου δεν απέμεινε χώρος για δημοκρατία και ισονομία, αλλά κατίσχυσε το δίκαιο
(και η ιταμότητα) του δυνατού, ενώ οι ενδεείς αδύνατοι, ως δορυφόροι και
κομπάρσοι ή επιλεκτικοί «σύμμαχοι», εκλιπαρούν προκειμένου να περισώσουν κάποια
από τα κομάτια της σάρκας τους.
Την κατάσταση αυτή την πλήρωσε με πολύ βαρύ τίμημα το ποδόσφαιρό μας. Η
αποδόμηση της θεσμικής άσκησης εξουσίας και η υποκατάστασή της από έκνομα
εξωθεσμικά κέντρα, το βύθισε σε κώμα
πλήρους ανυποληψίας. Οι φίλαθλοι το εγκατέλειψαν. Του απέμεινε μόνο ένα
μέρος των οπαδών, άλλων πρόθυμων προς εκμετάλλευση και άλλων ανυποψίαστων.
Το παιχνίδι όμως έγινε ακόμη πιό χοντρό, όταν εμφανίστηκε «αντίπαλο δέος»
που αμφισβήτησε την πολύχρονη μονοκρατορία. Η τράπουλα ανακατεύτηκε ξανά. Νέες
συμμαχίες αναδύθηκαν με στόχο την (ανα)διανομή της εξουσίας. Μάλλον πρόσκαιρες
συμπορεύσεις, για συγκυριακά κοινά
συμφέροντα ή περιστασιακά μέτωπα στο όνομα και μόνο της αντιμετώπισης του
«κοινού εχθρού».
Στη νέα διαφαινόμενη κατάσταση, η πολιτική (=κυβέρνηση) δεν έμεινε αμέτοχη.
Φάνηκε ότι ενθαρρύνει τους νέους «παίκτες» και συμμαχεί μαζί τους. Εθισμός στη
διαπλοκή, με αμοιβαία αντίδωρα. Όμως, πολιτική και ποδοσφαιρική επικαιρότητα,
έβαλαν στο παιχνίδι και άλλες διαστάσεις. Η επιχειρηματική πολυπραγμοσύνη και η
υπερβολική συγκέντρωση δύναμης θεωρήθηκε επικίνδυνη και «ενόχλησε» πολλούς.
Προστέθηκαν και άλλες επιρροές και «επεμβάσεις» που διατάραξαν την (έτσι κι
αλλιώς) ασταθή ισορροπία. Σχέσεις αγάπης και μίσους, με διακυμάνσεις, από το
ζενίθ στο ναδίρ. Και μεταπτώσεις, από τη θέση του προνομιακού
συνομιλητή-«εταίρου» σε ανεπιθύμητο (πλέον) και απόβλητο. Με το δύσμοιρο
ποδόσφαιρο να σύρεται σ’ αυτή την πορεία, ως παρακολούθημα αυτής της διαπλοκής.
Ασφαλώς δε, ως το μεγάλο θύμα της.
Και, κάτω από αυτές τις συνθήκες, «ποιό είναι το μέλλον του ποδοσφαίρου μας;»,
θα διερωτηθεί κανείς. Οπωσδήποτε, βέβαια, δεν προσχωρώ στη μουσειακή αντίληψη
να επιστρέψει το ποδόσφαιρό μας στον ερασιτεχνικό του χαρακτήρα, ώστε να
απαλλαγεί από τους πολύφερνους «επενδυτές» και να απαγκιστρωθεί από τη μέγγενη
της πολιτικής. Η ρετρό «επιστροφή στις ρίζες» που υπαγορεύεται από αποθηκευμένες
ιδεοληψίες του παρελθόντος, ισοδυναμεί με καταστροφική απομόνωση από το νέο
παγκόσμιο περιβάλλον που έφερε τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο στο επίκεντρο
της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Και, όπως τα κράτη δεν μπορούν πλέον να
απομονωθούν από τον υπόλοιπο κόσμο στα περίκλειστα τείχη του δικού τους
«γαλατικού χωριού», έτσι και το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να κλειστεί έξω από τα τείχη
της οικονομίας και της διεθνοποίησης των αθλητικών λειτουργιών. Στο σύγχρονο
αυτό περιβάλλον, είναι απολύτως συμβατή η αθλητική ιδεολογία αρχών με την
επιχειρηματική επένδυση και τη θεμιτή επιδίωξη οικονομικού κέρδους. Όμως, με
νόμους και κανόνες που να διασφαλίζουν
ότι «καθαροί επενδυτές» θα προωθούν «καθαρό αθλητικό ανταγωνισμό», με «καθαρό
αθλητικό προϊόν» και με «καθαρότητα στη διαχείρισή του». Και, παράλληλα, να
κοπεί ο ομφάλιος λώρος που συνδέει (=διαπλέκει) την πολιτική με το ποδόσφαιρο.
Μπορεί, άραγε, αυτό να συμβεί; Φοβούμαι πώς όχι. Γιατί οι μόνοι που το
επιθυμούν είναι οι υγιείς φίλαθλοι. Συντριπτική η πλειοψηφία τους, μεν. Είναι
παντελώς αδύναμοι να το επιβάλουν, δε.
Πότε και μόνον θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Αν συνέτρεχαν ταυτόχρονα δύο προϋποθέσεις. Πρώτη, το
ποδόσφαιρό μας, με τα θεσμικά του όργανα ( ανέκαθεν όμως απρόθυμα ή/και αδύναμα
ή/και υπό πολιτική κηδεμονία), να θελήσει να θωρακιστεί με πλήρεις και
αυστηρούς κανονισμούς και με αξιόπιστα όργανα επιβολής και ελέγχου της
απαρέγκλιτης εφαρμογής τους προς όλες
τις κατευθύνσεις. Και δεύτερη (αυτό κι αν δεν είναι δύσκολο), οι επιχειρηματίες-επενδυτές
των ΠΑΕ, αποκηρύσσοντας το δεσποτικό μοντέλο της μονοκρατορίας, που οδηγεί σε
απληστία και ψευδαίσθηση μεγαλείου, να κατανοήσουν ότι, στον επαγγελματικό
αθλητισμό, το όφελος του πρωταγωνιστή, ηθικό και οικονομικό, έχει ουσιαστικό
και ανατροφοδοτούμενο αντίκρισμα, μόνον όταν κατακτιέται σε υγιές και
συναγωνιστικό περιβάλλον.
Ιδού, λοιπόν, η Ρόδος... Κόμματα, αθλητικοί οργανισμοί, μεγαλοπαράγοντες,
ας τολμήσουν. Εμείς, οι απλοί φίλαθλοι, θα τους παρακολουθούμε και θα τους
κρίνουμε, κινούμενοι ως εκκρεμές, από το ένα άκρο (το απαισιόδοξο) που λέει : «Αν
ποτέ πεί να ξεβρομίσει αυτός ο τόπος, πολύ φοβάμαι πως θα μείνει μόνον ο τόπος»,
μέχρι το άλλο (το αισιόδοξο), που απαντάει : «Την ελπίδα τη φτιάχνεις με όση
απελπισία σου’ χει απομείνει».