Παραθέτουμε το σημείωμα του μέλους ΔΣ του ΙΔΕΑΔ Σπύρου Χριστοφορίδη που καταδεικνύει το νομικό πρόβλημα που δημιουργείται στο ποδόσφαιρο, αρχικά από την άτακτη υποχώρηση της κυβερνητικής πολιτικής σε σχέση με το "αυτοδιοίκητο", και ακολούθως με την βεβιασμένη νομοθέτηση εξαίρεσης της ΕΠΟ από ανύπαρκτες διατάξεις του αθλητικού νόμου, που συνεπάγεται ακυρότητα της πρόσφατης τροποποίησης του καταστατικού της ΕΠΟ από μια ανενεργή και, ουσιαστικά, ανυπόστατη Γενική Συνέλευση.
Το ότι η ΕΠΟ κινείται στο όριο της
παρανομίας και της αντισυνταγματικότητας είναι ευρέως γνωστό και δε χρήζει
ιδιαίτερης επιχειρηματολογίας.
Το δυστύχημα είναι ότι σήμερα πλέον
και το ίδιο το κράτος, προκειμένου να δικαιολογήσει την αδυναμία του να
αντιμετωπίσει το νοσηρό αυτό φαινόμενο ανομίας στο χώρο του ποδοσφαίρου, και
ακολουθώντας την τακτική του «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια»,
επιλέγει την νομιμοποίηση της ανομίας και αντισυνταγματικότητας με διάφορα
ανούσια και αποκλειστικά για εσωτερική
πολιτική κατανάλωση νομικά πυροτεχνήματα, προβάλλοντας επικοινωνιακά την άτακτη
υποχώρησή του σαν στρατηγική επιλογή του.
Πρόσφατο και χαρακτηριστικό
παράδειγμα η από κάθε άποψη παράνομη και αυθαίρετη σύγκληση μιας νομικά
ανυπόστατης καταστατικής Γενικής
συνέλευσης της ΕΠΟ την 30-6-2017 και η ατυχής προσπάθεια νομιμοποίησής της με τον νόμο 4479 (ΦΕΚ 94/Α/29-6-2017). Ας
δούμε όμως εν συντομία πως καταλήξαμε σε αυτό το σαθρό αποτέλεσμα.
Παραλείποντας κάθε αναφορά στο
πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση της ανομίας και τον εκδημοκρατισμό στο χώρο του
ποδοσφαίρου, με τα οποία κανείς λογικός και έντιμος φίλαθλος πολίτης δεν θα
μπορούσε να διαφωνεί, ας δούμε τι
πράγματι έγινε, ξεκινώντας από την ψήφιση
του άρθρου 15 Ν.4326/2015, με την οποία
η Πολιτεία διεκήρυξε προς κάθε κατεύθυνση
το αυτονόητο, ότι δηλαδή στο ποδόσφαιρο πρώτα ισχύει το Σύνταγμα και οι νόμοι
του κράτους και μετά όλα τα άλλα
(Καταστατικά ΦΙΦΑ,ΟΥΕΦΑ,ΕΠΟ κλπ), καταργώντας την απαράδεκτη εξαίρεση του ποδοσφαίρου από
την εθνική αθλητική έννομη τάξη που είχε εισαχθεί με το άρθρο 29 παρ. 12 του Ν.
3479/2006 επί κυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας.
Όμως, το ότι αυτό ήταν απλώς ένα νομικό πυροτέχνημα για εσωτερική
κατανάλωση και όχι πραγματική πολιτική βούληση αποδείχτηκε πολύ γρήγορα, όταν κατά
συνέπεια αυτής της διάταξης το Διαιτητικό Δικαστήριο της ΕΠΟ,
αποτελούμενο από ανώτατους τακτικούς δικαστές, διέταξε την διεξαγωγή των
εκλογών της ΕΠΟ σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 24 Ν. 2725/1999), η
οποία προέκρινε σε μέγιστο βαθμό την
αντιπροσωπευτικότητα του εκλογικού
σώματος και αντιθέτως δυσκόλευε σε
αντίστοιχα μέγιστο βαθμό την χειραγώγησή του.
Ήταν φανερό ότι οι πάτρωνες του
ελληνικού ποδοσφαίρου σε Ελλάδα και εξωτερικό, στριμωγμένοι στη γωνία από την
απόφαση των τακτικών δικαστών, δεν θα δέχονταν με τίποτα μια εξέλιξη που θα
έβαζε σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους και την απόλυτη εξουσία που μέχρι τότε
ασκούσαν στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Τι έκανε τότε ο αρμόδιος για τον
αθλητισμό Υπουργός? Αντί να διασφαλίσει με κάθε νόμιμο τρόπο την πλήρη εφαρμογή
της αποφάσεως του Διαιτητικού Δικαστηρίου , που με την δική του νομοθετική
πρωτοβουλία είχε στελεχωθεί με αμερόληπτους τακτικούς δικαστές , έσπευσε την
αμέσως επόμενη ημέρα από την έκδοση της αποφάσεως, να διαμηνύσει ότι ζητεί ο
ίδιος την παρέμβαση της ΦΙΦΑ για την κάθαρση του ελληνικού ποδοσφαίρου,
ακυρώνοντας έτσι ο ίδιος στην πράξη τόσο την απόφαση των τακτικών δικαστών όσο
και την ψήφιση του άρθρου 15
Ν.4326/2015,που ο ίδιος είχε εισηγηθεί. Η
εφαρμογή της έννομης τάξης στο χώρο του ποδοσφαίρου είχε πλέον καταλυθεί από
αυτόν που το Σύνταγμα είχε ορίσει ως
ανώτατο επόπτη του ποδοσφαίρου.
Από εκεί και πέρα ο κατήφορος ήταν
αναπότρεπτος και απόλυτα οδυνηρός για το ελληνικό ποδόσφαιρο, κυρίως όμως για
την ύπουλα τρωθείσα έννομη και συνταγματική μας τάξη.
Η ΦΙΦΑ αναγορεύοντας τη νόμιμη
απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της
ΕΠΟ σε κορυφαίο γεγονός ανομίας του ελληνικού ποδοσφαίρου, παραβιάζοντας και
καταστρατηγώντας η ίδια το άρθρο 8 του καταστατικού της που αναφέρεται σε όλως
εξαιρετικές περιπτώσεις ακυβερνησίας του ποδοσφαίρου σε κάποια χώρα, με την
απόφαση της 14-10-2016 ορίζει την
«Επιτροπή εξομάλυνσης» με απολύτως συγκεκριμένη εντολή: τη διεκπεραίωση των
τρεχόντων θεμάτων της ΕΠΟ, την εναρμόνιση των κανονισμών της ΕΠΟ προς αυτούς
της ΦΙΦΑ, τις συνομιλίες με την Πολιτεία για ενδεχόμενη αλλαγή της ισχύουσας
νομοθεσίας και την διεξαγωγή εκλογών το αργότερο μέχρι την 31-5-2017.
Για να νομιμοποιήσει την Επιτροπή
εξομάλυνσης σύμφωνα και με το εθνικό μας δίκαιο, ο τότε Υφυπουργός
Αθλητισμού με τροπολογία του στο νόμο
4431/2016 προέβλεψε ότι στις
περιπτώσεις αυτές οι τέτοιου
είδους επιτροπές «υποκαθιστούν τα
καταστατικά όργανα της ομοσπονδίας, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Ν.
2725/1999 και των καταστατικών διατάξεων της ομοσπονδίας».
Έτσι, ενώ η απόφαση της ΦΙΦΑ δεν έκανε
καμία αναφορά στη λειτουργία ή μη της Γενικής Συνελεύσεως της ΕΠΟ και σύμφωνα με αυτή θα μπορούσε να συγκληθεί απρόσκοπτα από
την Επιτροπή εξομάλυνσης, η τροπολογία Κοντονή (βασιλικότερη του
βασιλέως) ουσιαστικά κατήργησε όλα τα
καταστατικά όργανα της ομοσπονδίας, συμπεριλαμβανομένης και της Γενικής της
Συνελεύσεως , χάριν της απρόσκοπτης λειτουργίας της Επιτροπής εξομάλυνσης.
Παρότι, ως ΙΔΕΑΔ, με διαφόρους
τρόπους επισημάναμε την προφανέστατη αντισυνταγματικότητα των παραπάνω
ρυθμίσεων ( συνεντεύξεις, διαλέξεις, ειδική ημερίδα στον Δικηγορικό Σύλλογο
Αθηνών, προσφυγή στη δικαιοσύνη) δεν εισακουσθήκαμε.
Έτσι, φτάσαμε στο σημείο, η Επιτροπή
εξομάλυνσης να θέλει να απευθυνθεί στην Γενική Συνέλευση της ΕΠΟ, κυρίως για να
προχωρήσει σε τροποποιήσεις του καταστατικού, ,όμως να την εμποδίζει ο ίδιος ο
νόμος που την νομιμοποίησε, αφού σύμφωνα με αυτόν υπαρχούσης της Επιτροπής
εξομάλυνσης, δεν υφίστανται άλλα καταστατικά όργανα της ομοσπονδίας. Το μόνο
καταστατικό όργανο που θα μπορούσε να λειτουργήσει υπαρχούσης της επιτροπής
εξομάλυνσης και στο οποίο θα μπορούσε αυτή να απευθυνθεί, θα ήταν η εκλογική
Γενική Συνέλευση , οψέποτε η Επιτροπή εξομάλυνσης αποφάσιζε την διενέργεια
εκλογών, πράγμα που ουδέποτε έγινε παρά την πάροδο της ταχθείσας από την ΦΙΦΑ
προθεσμίας.
Και τι έκανε η Πολιτεία προκειμένου να νομιμοποιήσει την
σύγκληση καταστατικής συνέλευσης στην ΕΠΟ? Έρχεται και με το άρθρο 1 Ν. 4479/2017 τροποποιεί-συμπληρώνει το άρθρο 24 του Ν.2725/1999 που
αφορά στις αρχαιρεσίες των ομοσπονδιών προσθέτοντας σ’ αυτό μια τελευταία παράγραφο 12, η οποία
ορίζει ότι «για την σύγκληση, συγκρότηση
και λειτουργία της Γενικής Συνέλευσης της ΕΠΟ , πλην της περίπτωσης διεξαγωγής
αρχαιρεσιών, εφαρμόζονται κατ’ εξαίρεση
οι διατάξεις του καταστατικού της».
Όμως, πλην της περιπτώσεως των
αρχαιρεσιών του άρθρου 24 στις οποίες κατά ρητή πρόβλεψή της δεν αναφέρεται η
ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 Ν.4479/2017 ,
στο νόμο 2725/1999, δεν υπάρχει καμία απολύτως διάταξη που να
αφορά τη σύγκληση, συγκρότηση και λειτουργία της Γενικής Συνέλευσης της ΕΠΟ με τρόπο διαφορετικό από τα όσα ορίζει το καταστατικό της.
Επομένως, η εξαίρεση της παραπάνω
διατάξεως αναφέρεται απλώς στο πουθενά και
είναι άνευ νομικού αντικειμένου.
Σημειώνουμε εδώ ότι η μοναδική υποχρεωτική περί σύγκλησης και λειτουργίας
των Γενικών Συνελεύσεων των
ομοσπονδιών ρύθμιση (κοινών ή καταστατικών)
περιλαμβάνεται στην παράγραφο 3 του
άρθρου 14 στην οποία παραπέμπει και το άρθρο 24 παρ.7 , η οποία όμως βρίσκει
εφαρμογή μόνο σε ομοσπονδίες με μέλη αθλητικά σωματεία και όχι στην ΕΠΟ που
ως γνωστόν δεν έχει αθλητικά σωματεία ως
μέλη της.
Έρχεται δηλαδή η Πολιτεία να νομοθετήσει με την ειδική διάταξη του
άρθρου 1 Ν.4479/2017 την υπέρ του καταστατικού της ΕΠΟ εξαίρεση από ανύπαρκτες ρυθμίσεις του Ν.2725/1999, και μάλιστα το
πράττει τούτο ως τροποποίηση – συμπλήρωση του άρθρου 24 περί
αρχαιρεσιών των ομοσπονδιών όταν στην ίδια διάταξη του άρθρου 1 ρητά ορίζεται
ότι αυτή δεν αναφέρεται σε αρχαιρεσίες. Ο νομικός παραλογισμός σε όλο του το
μεγαλείο.
Αντίθετα, αυτό που προφανώς θα είχε κάποιο νόημα και θα έπρεπε να
γίνει, θα ήταν να εισαχθεί μια διάταξη
τροποποιητική-συμπληρωματική όχι
ανύπαρκτων διατάξεων του Ν.2725/1999, αλλά της τροπολογίας Κοντονή, με την
οποία η Επιτροπή εξομάλυνσης υποκατέστησε τα καταστατικά όργανα της ΕΠΟ, έτσι
ώστε να δίνεται ξανά η δυνατότητα νόμιμης λειτουργίας της Γενικής Συνελεύσεως της ΕΠΟ, έστω και για
συγκεκριμένο λόγο ή σκοπό. Όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Είναι, επομένως, φανερό ότι η πρεμούρα της Πολιτείας να δείξει
επικοινωνιακά ότι αυτή κινεί τα νήματα, ενώ στην πραγματικότητα έχει πετάξει
προ πολλού τη λευκή πετσέτα του ηττημένου, την οδηγεί πλέον σε παιδαριώδη
νομικά σφάλματα και σε αχρείαστες, άσκοπες και ανούσιες ρυθμίσεις που μόνο ως
δείγματα πανικού μπορούν να χαρακτηριστούν.
Συμπέρασμα:
Η διάταξη του
άρθρου 1 Ν.4479/2017, όχι μόνο δεν θωρακίζει νομικά την σύγκληση και συγκρότηση της Γενικής
Συνέλευσης της ΕΠΟ προκειμένου να προβεί
σε τροποποιήσεις του καταστατικού της, όπως διατείνεται η αιτιολογική της
έκθεση, αλλά αναδεικνύει περίτρανα το αδιέξοδο, στο οποίο έχει περιέλθει η
Πολιτεία εξαιτίας των άστοχων πολιτικών
και νομικών χειρισμών στο θέμα του ποδοσφαίρου εκ μέρους των αρμοδίων προς
τούτο οργάνων της.
Με το ισχύον νομικό καθεστώς η
Γενική Συνέλευση της ΕΠΟ, κοινή ή καταστατική, ακόμη και μετά την ψήφιση
της νομικά ατυχούς
τροποποίησης-συμπλήρωσης του άρθρου 24 Ν. 2725/1999 με το άρθρο 1 του
πρόσφατου νόμου, για όσο χρόνο
εξακολουθεί ισχύουσα η τροπολογία Κοντονή θα αποτελεί ένα, αν όχι
ανυπόστατο, τουλάχιστον ανενεργό καταστατικό όργανο της ΕΠΟ.
Οτιδήποτε ψηφίστηκε ως τροποποίηση
καταστατικού στην Γενική Συνέλευση της 30-6-2017 δεν μπορεί να έχει κανένα
νομικό κύρος, αφού ψηφίστηκε από όργανο που σύμφωνα με το ισχύον νομικό
καθεστώς έχει υποκατασταθεί σε όλες τις λειτουργίες του από την Επιτροπή
εξομάλυνσης της ΦΙΦΑ. Άλλωστε, η
τροποποίηση του καταστατικού της ΕΠΟ και η σύγκληση καταστατικής συνέλευσης της
ομοσπονδίας δεν περιλαμβάνεται ούτε στις κατ’
εντολή της ΦΙΦΑ
αρμοδιότητες-καθήκοντα της Επιτροπής εξομάλυνσης.
Επομένως, η τροποποίηση του
καταστατικού της ΕΠΟ, μπορεί να γίνει νόμιμα μόνο μετά την διεξαγωγή των
αρχαιρεσιών με πρωτοβουλία της Διοίκησης
που θα προκύψει από αυτές και όχι υπό το σημερινό καθεστώς της «εξομάλυνσης».
Σπύρος Ν. Χριστοφορίδης
Μέλος Δ.Σ. ΙΔΕΑΔ
Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, LLM