YOUTUBE

Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

Γ. Λυσαρίδης, Απόσπασμα ομιλίας σε Ημερίδα του ΠΣΑΤ στη μνήμη Σταύρου Ρεπανά ( ΕΣΗΕΜ-Θ,2-6-2017)

                      
                                           
Πώς ήταν οι «παλαιάς κοπής» παράγοντες και δημοσιογράφοι και πώς οι τωρινοί 


  Καθώς ανατρέχουμε σε παρελθόντα χρόνο, κάποιες σκέψεις και κάποιοι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι.
  Είναι πράγματι ξεπερασμένος π.χ.  ο Παντελάκης, ως δείγμα διοικητικού παράγοντα και παρωχημένος ο Ρεπανάς, ως αθλητικός συντάκτης ;
   Ποιό, άραγε, είναι το σημερινό ποδόσφαιρο και ποιά η εικόνα των αθλητικών παραγόντων και του τύπου;

Ας αναζητήσουμε την απάντηση, κάνοντας μιά αναδρομή στην εξέλιξη του ποδοσφαίρου μας τις 3 τελευταίες δεκαετίες.

Από την καθιέρωση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και μετά, τη δεκαετία του ΄80, όταν τα κόμματα αντιλήφθηκαν πως ο χώρος του αθλητισμού, και ειδικότερα του ποδοσφαίρου, αποτελεί μιά ευρύτατη δεξαμενή ψήφων, ο κομματισμός εναγκαλίστηκε μέχρις ασφυξίας τον αθλητισμό. Οι αρχαιρεσίες στις αθλητικές ομοσπονδίες ήταν μιά προέκταση της κομματικής αντιπαράθεσης και η εκλογή φίλα προσκείμενης διοίκησης ήταν επιβεβαίωση κομματικής κυριαρχίας. Ήταν τότε που στην υγιή μερίδα των φιλάθλων επικράτησε ο καλοπροαίρετος αφορισμός «μακριά η πολιτική από τον αθλητισμό».  Βέβαια, άλλο ο (αποβλητέος) κομματισμός και άλλο η (επιβαλλόμενη) ύπαρξη πολιτικής στον αθλητισμό. Κάθε συνετός φίλαθλος αποκηρύσσει την τακτική των κομματικών αγκυλώσεων, συγχρόνως όμως απαιτεί από τους κυβερνώντες να έχουν πολιτική άποψη και αντίστοιχο σχεδιασμό για τον αθλητισμό, να τα διακηρύσσουν δημόσια και δεσμευτικά ως κυβερνητικό πρόγραμμα και να τα υλοποιούν όταν γίνονται κυβέρνηση. Δυστυχώς, με ελάχιστες και πρόσκαιρες εξαιρέσεις, διαχρονικά έλειψε η πολιτική στον αθλητισμό. Ανέξοδη ρητορεία και ωραιολογίες πριν τις εκλογές και μετά ατολμία, αναποφασιστικότητα, αντιφατική στάση και συμβιβασμοί στο όνομα της προσωπικής πολιτικής επιβίωσης.

Τα πράγματα άλλαξαν, επι τα χείρω, όταν η «πελατεία» του ποδοσφαίρου μπήκε στο στόχαστρο προσώπων και σχηματισμών πολύ πιό σκληρών από τα κόμματα. Κι’ αυτό ήταν χειρότερο επειδή, για τα κόμματα  υπήρχε τουλάχιστον ένας έλεγχος από την εγχώρια «κοινωνία του ποδοσφαίρου» αφού δρούσαν στο προσκήνιο, σε αντίθεση με τα σύγχρονα «αφεντικά» που, εξωθεσμικά καθώς είναι, δρούν αφανώς και ανέλεγκτα. Όταν επιχειρηματίες, τζογαδόροι, VIPS και υπόκοσμος, αντιλήφθηκαν ότι οι τεράστιες μάζες των ανθρώπων που παθιάζονται με το ποδόσφαιρο και με την ομάδα τους αποτελούν συγχρόνως και τεράστιες κερδοφόρες αγορές, αλλά – επίσης, πολύ σημαντικό- και τεράστια ασπίδα προστασίας απο έναν αφοσιωμένο «στρατό», το ποδόσφαιρο έγινε ένα «παιχνίδι εξουσίας», μιά υπόθεση διαπλοκής και οικονομικών συμφερόντων, ένα πεδίο πολιτικής και ιδεολογικής εκμετάλλευσης. Επικράτησε, τηρουμένων των αναλογιών, αυτό που αποτελεί την πεμπτουσία της σύγχρονης αντίληψης για την «αγορά». Δηλαδή, να κατακτά, να αλώνει, να κουρσεύει ο,τιδήποτε αποτελεί προϊόν που μπορεί να «πουληθεί» στις μάζες.

Το ποδόσφαιρο, εδώ και χρόνια, έχει παραδοθεί στα χέρια ανθρώπων που, εκτός λίγων εξαιρέσεων, δεν είχαν καμία σχέση με αυτό, ποτέ δεν το υπηρέτησαν ως άθλημα, ούτε και έχουν τη διάθεση ή τη δυνατότητα να κατανοήσουν την κοινωνική του διάσταση. «Αεριτζήδες» δήθεν επενδυτές, ατσίδες και επιτήδειοι σε άλλους χώρους πήραν «μεταγραφή» στο χώρο του ποδοσφαίρου όταν αντιλήφθηκαν την πολυδιάστατη δυναμική του. Έτσι, έφτιαξαν και το ποδόσφαιρο στα δικά τους μέτρα. Και εισήγαγαν τις μεθόδους της αδιαφάνειας, της συναλλαγής, του παρασκηνίου. Αυτοί είναι οι οικοδόμοι της περιβόητης «παράγκας», εδώ και 20 και βάλε χρόνια. Άλλοι από αυτούς την έστησαν, ως φυσικοί αυτουργοί, και άλλοι υπήρξαν πελάτες της. Αυτοί είναι οι ηθικοί αυτουργοί. Γιατί ενα μαγαζί για να στηθεί και να επιβιώσει, χρειάζεται πελάτες. Χωρίς αυτούς, κλείνει από μόνο του.

Έτσι φτάσαμε στις εγκληματικές οργανώσεις, στα στημένα παιχνίδια, στις εκατοντάδες αραχνιασμένους στα συρτάρια φακέλους των ύποπτων για χειραγώγηση αγώνων, στους «στοιχηματζήδες» και, πρόσφατα, στην προσβλητική επιτροπεία της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής, που κι αυτή αποδείχθηκε ανίκανη να διαχειριστεί την κατάσταση, εκθέτοντας εκείνους που την διόρισαν και όσους, περιέργως πολλούς, συναίνεσαν στο διορισμό της.

Η αλήθεια για το ποδόσφαιρό μας δεν μπορεί να κρυφτεί. Είναι γυμνή και απωθεί, στέλνοντας τους πραγματικούς φιλάθλους στα σπίτια τους. Κι από ‘κει, στέλνουν κι αυτοί το δικό τους μήνυμα. «Αφού θέλετε τέτοιο ποδόσφαιρο, να το χαίρεστε»...

Και στον αθλητικό τύπο; Ποιά ήταν αυτά τα χρόνια η εξέλιξη; Η εισβολή του διαδικτύου, η απίστευτη ποικιλία μέσων για τη διάχυση της ενημέρωσης, η ταχύτητα στη διάδοση της πληροφορίας, έφεραν νέο σκηνικό και στον αθλητικό τύπο. Όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν είχαν όλα αυτά αντίκρισμα στην εγκυρότητα και στη βελτίωση του ενημερωτικού προϊόντος. Διολίσθησε κι αυτός (ο τύπος) στον πειρασμό της εκμετάλλευσης της μαζικής επιρροής και μετέφερε τον ανταγωνισμό στην εμπορία της οπαδικής κολακείας. Η εισδοχή στο χώρο του τύπου έγινε ανέλεγκτη και ασύδοτη, σε όλες τις βαθμίδες, από τον εκδότη μέχρι και τον έσχατο που, χωρίς γνώσεις, ταλέντο και αθλητική παιδεία, μπορεί να παριστάνει τον δημοσιογράφο.

Έτσι, μοιραία, δημοσιογράφοι σαν το Σταύρο Ρεπανά εξέλιπαν, με το διάβα του χρόνου. Όχι μόνο βιολογικά, αλλά και σαν είδος. Ένα είδος που εύκολα κάποιοι του προσδίδουν την ταμπέλα του αναχρονιστικού και τη ρετσινιά του «ρομαντικού», ως ευγενική παραχώρηση αντί του «αφελούς» που, μάλλον, εννοούν. Με δικαιολογία, ή πρόσχημα, πως «οι συνθήκες άλλαξαν». Αυτό, βεβαίως, είναι αλήθεια. Δεν σημαίνει, όμως, πως αλλάζουν ή είναι αχρείαστες για έναν δημοσιογράφο, ιδιότητες και αξίες, όπως η ακεραιότητα, η επιμέλεια, η συνέπεια, η ελευθερία της σκέψης, η ανεξαρτησία, η διασταύρωση της είδησης, η αναζήτηση της αλήθειας, ο σεβασμός του αναγνωστικού κοινού.

Ο Σταύρος Ρεπανάς, π.χ. (και μ’αυτό κλείνω), ασφαλώς θα κατακεραύνωνε την χθεσινή απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής της ΕΠΟ για τον τρόπο και τον χρόνο που εκδόθηκε, όπως και για τον προκλητικά ετεροβαρή επιμερισμό της ευθύνης για τα επεισόδια του τελικού κυπέλλου, αλλά  δεν θα σιωπούσε και μπροστά σε στάση και συμπεριφορές που προκαλούν εμφύλιες συρράξεις και αφήνουν ανεπούλωτα τραύματα στο συλλογικό ενδιάθετο των φιλάθλων  της πόλης. Δεν θα άφηνε ασχολίαστες υποψίες αφύσικων συμμαχιών και, έστω ακούσιες, συμπορεύσεις με άνομες επιδιώξεις. Θα στηλίτευε με το λόγο του την επικίνδυνη αντίληψη πως όποιος διαθέτει αναμφισβήτητη δύναμη, δικαιούται και την αναμφισβήτητη υποταγή των πάντων και, μεταξύ αυτών, και του «τύπου», μέσω του οποίου επιδιώκει να ελέγχει το θυμικό των οπαδών και να το διοχετεύει όπου, κάθε φορά, εξυπηρετούνται οι δικές του ή άλλων επιθυμίες ή σκοπιμότητες, αξιώνοντας το απυρόβλητο στην κριτική του. Ένα απυρόβλητο που η ιστορία δείχνει ότι, αργά ή γρήγορα, ανατρέπεται, έστω και αν φαίνεται πρόσκαιρα να δικαιώνεται από μιά εκκωφαντική «σιωπή των αμνών»...

Συμπέρασμα : Στο σημερινό ποδόσφαιρο δεν υπάρχει Παντελάκης, δεν υπάρχει Ρεπανάς, δεν υπάρχουν οι όμοιοί τους  που υπήρχαν στο παρελθόν. Και όσο κι αν το ποδόσφαιρό μας όφειλε να προσαρμοστεί στις συνθήκες που άλλαξαν ραγδαία στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη, εντούτοις η απουσία αυτών των προτύπων είναι φανερή και επώδυνη.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου