Παρασκευή, 17 Μαρτίου, 2017
του Νίκου Μάλλιαρη(*)
Οι πληροφορίες λένε ότι δεκάδες φάκελοι με ελληνικά ποδοσφαιρικά
παιχνίδια υψηλού στοιχηματισμού (κυρίως Β΄ εθνικής) μουχλιάζουν στα
συρτάρια του υφυπουργείου Αθλητισμού. Οι λόγοι που δεν βλέπουν το φως
της δημοσιότητας, προφανώς είναι δύο. Πρώτον, γιατί αν έπεφταν στα χέρια
των δημοσιογράφων, θα κατέρρεε σαν χάρτινος πύργος η πολιτική της δήθεν
κάθαρσης την οποία με τυμπανοκρουσίες έχτισε ο πρώην υφυπουργός
αθλητισμού Σταύρος Κοντονής. Δεύτερον, επειδή θα εκτίθονταν ανεπανόρθωτα η διορισμένη και καλοπληρωμένη ηγεσία της νέας
Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Και χωρίς δράκο, το παραμύθι της
κάθαρσης δεν πείθει ούτε παιδάκια.
Το μοντέλο του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου ως τέκνο της
οικονομικής ζωής της χώρας έχει καταρρεύσει, όπως και χιλιάδες άλλες
επιχειρήσεις στη διάρκεια της κρίσης. Πέρασαν ήδη δυο χρόνια και δεν
έχουν δοθεί ακόμη στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα των όποιων οικονομικών
ελέγχων έχουν γίνει στις ΠΑΕ. Αυτό το μοντέλο ζει προ πολλού με
δανεικά, ίσως και με κλεμμένα. Και στο ποδόσφαιρο ισχύει ό,τι και στη
ζωή. Στους δέκα πεινασμένους, οι εννέα θα κλέψουν για να φάνε. Ο δέκατος
θα χορτάσει στη μετά θάνατον ζωή. Ας εξηγούμαστε όμως για να μην παρεξηγούμαστε.
Μια ομάδα Β΄ εθνικής έχει έσοδα μάξιμουμ 100.000 ευρώ και έξοδα από
500.000 - 1.000.000 ευρώ (μισθοί, εφορία, ασφάλεια, ξενοδοχεία,
αεροπλάνα, διαιτητές, γιατροί, προπονητές, ακαδημίες). Η αφαίρεση
δείχνει ότι υπάρχει ετήσιο έλλειμμα 400.000 - 900.000 ευρώ το οποίο
πρέπει να καλυφθεί προκειμένου να μην διαλυθεί η ομάδα. Ποιος επενδυτής,
επιχειρηματίας, παράγοντας, θα έδινε στις μέρες μας αυτό το ποσό για να
κάνει το χόμπι του;
Αυτό το κενό έρχονται να καλύψουν οι αετονύχηδες. Οι λεγόμενοι άνθρωποι
της νύχτας. Τα παλικάρια που δεν χαμπαριάζουν από νόμους. Οι τζογαδόροι
οι οποίοι παράτησαν τον ιππόδρομο για να ασχοληθούν εκ του ασφαλούς με
το ποδοσφαιρικό στοίχημα. Και μαζί με αυτούς έγιναν τζογαδόροι, παίκτες,
διαιτητές, προπονητές, παράγοντες. Εν ολίγοις, δεν φταίει το ποδόσφαιρο
για τη διαφθορά στα πρωταθλήματα. Το σύστημα πάνω στο οποίο στηρίζεται
νομικά και διοικητικά το δήθεν επαγγελματικό ποδόσφαιρο, σπρώχνει τις
ομάδες να ερωτοτροπούν με απατεώνες. Κι όσο δεν αλλάζουν οι συνθήκες που
υποχρεώνουν τους συλλόγους να παραδίδονται στα χέρια τζογαδόρων, δεν
πρόκειται να υπάρξει καμία εξυγίανση στο χώρο, όσοι υφυπουργοί και αν
αλλάξουν.
Η κυβέρνηση ακολούθησε την πεπατημένη. Αντέγραψε τις συνήθειες
προηγούμενων κυβερνήσεων. Πίστεψε ότι το «έλλειμμα» στο ποδόσφαιρο είναι
νομικό. Ψήφισε νέους νόμους, διόρισε δια νόμου δοτή διοίκηση στην ΕΠΟ
και τώρα καμαρώνει που η παράγκα άλλαξε διεύθυνση και αφεντικά. Η
επιτροπή που διοικεί την ΕΠΟ, το πρώτο που έκανε άμα τη αναλήψει των
καθηκόντων της, ήταν να διπλασιάσει τον αριθμό των διαιτητών, των βοηθών
και των παρατηρητών διαιτησίας. Εν ολίγοις μείωσε σε όλους κατά το
ήμισυ το εισόδημα αλλά και τις αγωνιστικές τους εμπειρίες. Τα
αποτελέσματα είναι ήδη εμφανή. Ας ελπίσουμε ότι στους πίνακες διαιτητών
που θα ανακοινωθούν το καλοκαίρι, δεν θα συμπεριλαμβάνονται μόνο οι
οσφυοκάμπτες, αν και τα διαιτητικά λάθη των τελευταίων μηνών, μόνο ως
σκηνές από ταινία προσεχώς, μπορούν να ερμηνευτούν. Οι «σπεσιαλίστες»
και οι παρατρεχάμενοι, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η σωτηρία του
ελληνικού ποδοσφαίρου βρίσκεται στη μείωση των ομάδων των δύο
επαγγελματικών κατηγοριών. Οι περισσότεροι μιλούν για πρωτάθλημα Α΄
εθνικής 12 ομάδων και Β΄ εθνικής με 14.
Οι ισχυροί του ποδοσφαίρου έχουν κάθε λόγο να ονειρεύονται παχυλές
αγελάδες. Η μείωση του αριθμού των ομάδων θα τους αποφέρει μεγαλύτερο
μέρισμα στην κατανομή των όποιων εσόδων. Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί
καλύτερα. Το πείραμα δοκιμάστηκε και πριν κάποια χρόνια, αλλά
απορρίφθηκε ως αποτυχημένο. Γιατί θα βελτιώσει τώρα την ποιότητα του
προσφερόμενου θεάματος και θα αυξήσει την αξιοπιστία του αθλήματος?
Πριν την οικονομική κρίση, ο ετήσιος τζίρος του επαγγελματικού
ποδοσφαίρου ανέρχονταν περίπου σε 250 εκ.ευρώ. Το 2014 μειώθηκε κατά το
ήμισυ και επί της σημερινης κυβερνήσεως έπεσε κάτω από 100 εκ. ευρώ. Οι
ειδικοί, μηδέ εξαιρουμένων των κεφαλών που υπογράφουν την κυβερνητική
αθλητική πολιτική, επί της ουσίας υποστηρίζουν ότι το ποδοσφαιρικό
σκάφος θα επανέλθει σε ήρεμα νερά, αν ρίξουν στην ανεργία 200 ? 300
ποδοσφαιριστές, δεκάδες προπονητές και εκατοντάδες υπαλλήλους.
Επειδή η Ελλάδα είναι μικρή χώρα και όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, ας
είμαστε ειλικρινείς. Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έκανε και δεν κάνει
τίποτα προκειμένου να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο από τα 250 δισ.
ευρώ του ετήσιου παγκόσμιου ποδοσφαιρικού τζίρου. Από ιδρύσεώς του οι
ομάδες λειτούργησαν ως οχήματα προώθησης πολιτικών και συμφερόντων των
οικονομικά ισχυρών. Ουδέποτε και καμία κυβέρνηση δεν κατάρτισε ένα
σοβαρό πρόγραμμα προκειμένου να ανθίσει και στη χώρα μας η λεγόμενη από
πολλούς ποδοσφαιρική βιομηχανία. Ανεφάρμοστα μοντέλα προηγμένων
ποδοσφαιρικά χωρών αντέγραφαν ανέκαθεν, χωρίς ποτέ να μελετήσουν την ελληνική πραγματικότητα, για να μάθουν έστω που πατούν και που βαδίζουν.
Αν θέλετε ένα διαφορετικό ποδόσφαιρο, ανοίξτε τα σωματεία στις
κοινωνίες, αναβαθμίστε τα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα, αναδείξτε
εκλεγμένες και ελεγχόμενες από τα χιλιάδες μέλη ηγεσίες, νομιμοποιήστε
εκλογικά την αντιπολίτευση, απαλλάξτε τις ομοσπονδίες από τους
δεινόσαυρους, επιτρέψτε στους νέους να ονειρευτούν και να πειραματιστούν, θεσμοθετείστε κανόνες και απαιτείστε την εφαρμογή τους,
απαλλάξτε τον αθλητισμό από τις εκάστοτε ανιστόρητες πολιτικές
παρεμβάσεις και τις τοπικές ενώσεις από την σκληρή και αντιδημοκρατική
κηδεμονία των «επαγγελματιών» παραγόντων των ομοσπονδιών.
Αθλητισμός χωρίς ελευθερία, δημοκρατία, αξιοκρατία, νεανική φαντασία,
επιχειρηματικό πνεύμα και σεβασμό στους κανόνες, δεν μπορεί να
επιβιώσει, όσα χρήματα κι αν εισπράξει από τον κρατικό κορβανά. Στα δύο
χρόνια που πέρασαν από την ημέρα που ακούστηκε το «για πρώτη φορά
αριστερά», όλα βαίνουν καλώς εναντίον του αθλητισμού και δη του
ποδοσφαίρου. Ή όπως έγραψε ο αείμνηστος Μανώλης Ρασούλης «όλα τριγύρω
αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν».
Παρεμπιπτόντως, συγχαρητήρια στην αθλητική ηγεσία , που με τις επιλογές
και την αμέριστη συμπαράστασή της, βοήθησε καθοριστικά ώστε να εκλεγεί
πρόεδρος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων, ο «ισχυρότερος» από τους δύο
υποψήφιους της Νέας Δημοκρατίας.
* Ο Νίκος Μάλλιαρης είναι παλαίμαχος ποδοσφαιριστής και μέλος της F. C. Barcelona
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις»
του ΑΠΕ- ΜΠΕ δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των
συγγραφέων και όχι του πρακτορείου.