ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗΝ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΕΡΕΙΣΜΑ ΔΡΑΣΗΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 9
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016
Του ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗ
Όπως θα γνωρίζετε, εγώ
δεν είμαι νομικός. Αφήνω συνεπώς στους παρακαθήμενους και προλαλήσαντες την
ανάλυση περί νομικών ή και συνταγματικών ζητημάτων που προκύπτουν από τις
αλλαγές στην αθλητική νομοθεσία. Από την πλευρά μου θα προσπαθήσω να κοιτάξω τα
πράγματα με τη ματιά του δημοσιογράφου που έρχεται σε καθημερινή επαφή με το
φίλαθλο κοινό, όχι μόνο αυτό που πηγαίνει στα γήπεδα αλλά σε εκείνο που απέχει
εκ πεποιθήσεως, μολονότι ενδιαφέρεται για τα σπορ.
Μπορεί να μην είμαι
νομικός, είμαι όμως φιλόλογος – αυτό ήταν το σχέδιο τουλάχιστον, άσχετα αν στην
πορεία με κατάπιε η δημοσιογραφία (για καλό ή για κακό, δεν ξέρω). Και όπως
κάθε φιλόλογος που σέβεται τον εαυτό του, βρέθηκα κάποια στιγμή να διαβάζω τα
τσιτάτα του Εμμανουήλ Ροϊδη. Και βρήκα κάτι, που καθρεφτίζει θαυμάσια την
ελληνική πραγματικότητα, αν και γράφτηκε πριν από 130 χρόνια.
«Εις νόμος απαιτείται
εις αυτήν την χώραν», έγραψε ο Ροϊδης στον Ασμοδαίο, εις νόμος, «ο οποίος να
επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων».
Διότι, αγαπητοί μου
σύνεδροι και φίλοι, δεν νομίζω ότι το πρόβλημα στην ταλαίπωρη πατρίδα μας είναι
η ελλιπής νομοθεσία, αλλά η ελλιπής εφαρμογή της. Από το ξεκίνημα της
διαδικασίας, με την κωλυσιεργία στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων, μέχρι την
τελική της φάση, την ίδια δηλαδή την απεικόνισή τους στην πραγματική ζωή. Στην
προσπάθεια για απονομή δικαιοσύνης προσβάλλεται πολλές φορές η νοημοσύνη.
Ακόμα και η υιοθέτηση
μέτρων που μοιάζουν ακραία ή δρακόντεια προκύπτει πολλές φορές από την αδυναμία
επιβολής των προβλεπόμενων ποινών. Εφ’όσον δηλαδή δεν μπορούμε να χαστουκίσουμε
τους ενόχους για παραδειγματισμό και συμμόρφωση, απειλούμε να τους κόψουμε το
κεφάλι, μήπως και τρομάξουν και υπακούσουν.
Εμείς οι μπασκετικοί
έχουμε πολύ εύκολο και πρόχειρο παράδειγμα στρεβλής επιβολής των νόμων, στην
περίπτωση του ισχυρού ανδρός της ΚΑΕ Παναθηναϊκός, ο οποίος στην πρώτη διετία
της θητείας του μάζεψε στο μητρώο του 35 μήνες αποκλεισμού από τα γήπεδα και
πρόστιμα ύψους 174.000 ευρώ. Δεν χρειάζεται να παρακολουθεί κανείς στενά την
καθημερινότητα του μπάσκετ για να γνωρίζει ότι σχεδόν όλες οι τιμωρίες του
έπεσαν στο κενό.
Ο συγκεκριμένος
παράγων αποτίναξε από πάνω του τον μανδύα του προέδρου (και οποιαδήποτε άλλη
επίσημη ιδιότητα) και κυκλοφορεί παντού ως απλός φίλαθλος, ώστε να μην
υπόκειται στους ίδιους κανόνες.
Και δεν είναι φυσικά ο
μοναδικός που μεταχειρίζεται την τεχνητή ανωνυμία ως μέσο ατιμωρησίας (και
σπεύδω να διευκρινίσω ότι τον χρησιμοποιώ αποκλειστικά ως παράδειγμα χωρίς να
με ενδιαφέρουν τα χρώματα που εκπροσωπεί), απλώς είναι ο πρώτος που έκανε τις
ντρίμπλες τρόπο ζωής. Σε αυτή την περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι ούτε η
νομοθεσία ή ο κανονισμός ή το μυαλό του αθλητικού δικαστή, αλλά το μέγεθος των
παραθύρων διαφυγής και η ανοχή όλων όσων εμπλέκονται ή παρατηρούν, με πρώτο
φυσικά τον οπαδικό Τύπο.
Με άλλα λόγια, αυτό
που λέει την τελευταία λέξη είναι το τέρας της Ελλάδας. Η ασυδοσία, που τείνει
να γίνει θεσμός της κοινωνικής μας ζωής.
Και αν ο δημοσιογράφος
(ή οποιοσδήποτε άλλος) τολμησει να ξιφουλκήσει δημόσια, η απάντηση έρχεται
πληρωμένη, όχι μόνο από παράκεντρα εξουσίας, αλλά και από την κοινή γνώμη: «Εδώ
γίνονται τόσα, ο Γιαννακόπουλος που κάθεται στην εξέδρα των επισήμων σε μάρανε;
Στο κάτω κάτω, αυτός βάζει τα λεφτά και συντηρεί το μπάσκετ και από αυτόν τρως
ψωμάκι». Οπότε; Ας κάνει ό,τι νομίζει.
Εχει γίνει πολύς λόγος
για τα βαριά πρόστιμα τα οποία κρέμονται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα
κεφάλια των παραβατών και για τιμωρίες που θεωρούνται υπερβολικά αυστηρές. Εάν
θέλετε την ταπεινή γνώμη μου, κανένα πρόστιμο δεν είναι αρκετά βαρύ και καμία
τιμωρία δεν είναι υπερβολικά αυστηρή.
Πιστεύω μάλιστα ότι το
πρόστιμο αντιμετωπίζεται περίπου ως χάδι, όταν επιβάλλεται σε προέδρους που
ξοδεύουν (για να μη πω ξεπλένουν και γίνω κακός) δεκάδες εκατομμυρίων για να
κάνουν τη λεζάντα τους και να συντηρούν στρατιές ορκισμένων και συχνά
οπλισμένων ακολούθων.
Ως γνήσιο παιδί του
μακαρίτη Φίλιππου Συρίγου, πιστεύω ότι οι εκδηλώσεις βίας εκπορεύονται συνήθως
από τις διοικήσεις των μεγάλων ΠΑΕ και ΚΑΕ ή στην καλύτερη περίπτωση γίνονται
υπό την ανοχή τους. Οι ταραξίες συχνά προστατεύονται ή και επιβραβεύονται,
ακόμα και αν τους έχει πιάσει η τηλεοπτική κάμερα να κραδαίνουν μαχαίρι πάνω
στο παρκέ ενός γηπέδου μπάσκετ.
Κατά την άποψή μου, η
μοναδική ποινή που πονάει πραγματικά μία ΠΑΕ ή ΚΑΕ ή βάλτε όποια αρχικά
προτιμάτε είναι η αφαίρεση βαθμών από το πρωτάθλημα, όταν κριθεί ένοχη ή
συνένοχη για πράξεις οπαδικής βίας. Τα χαμένα πρωταθλήματα είναι αυτά που τους
τσούζουν, είτε μιλάμε για απλούς φιλάθλους που χάνουν το δικαίωμα να
κοκορεύονται και να μετράνε το μπόι τους στις οπαδικές κόντρες, είτε για
παράγοντες που καλούνται να χρεωθούν και τα διαφυγόντα οικονομικά κέρδη.
Βεβαίως, μία τέτοια
κύρωση έχει βαρύ πολιτικό κόστος, το οποίο ουδεμία κυβέρνηση τολμά να
επωμιστεί. Για κάθε βαθμό που αφαιρείται, ο υφυπουργός Αθλητισμού που νομοθετεί
ή αρνείται να νομοθετήσει μετράει χιλιάδες χαμένα κουκιά. Επειδή εγώ είμαι
ολίγον τι ρομαντικός και αιθεροβάμων, θέλω να πιστεύω ότι ο ψηφοφόρος είναι
νοήμων και αναγνωρίζει τις προσπάθειες για εξυγίανση, ιδίως εκείνες που
συνοδεύονται από γροθιά στο μαχαίρι.
Προσωπικά πιστεύω ότι
ο Κοντονής ήταν ένας επιτυχημένος υφυπουργός Αθλητισμού (και χάρηκα που
επιβραβεύτηκε με αναβάθμιση στο νευραλγικό υπουργείο Δικαιοσύνης), ασχέτως αν
πολλές φορές πελάγωσε υπό το βάρος των πιέσεων που τον έστελναν στο στόμα του
«τέρατος Ελλάδα».
Το μεγάλο στοίχημα του
ελληνικού αθλητισμού εδώ και 12 χρόνια, στοίχημα που πάει να χαθεί
ανεπιστρεπτί, είναι να εξοστρακιστούν από τις κερκίδες οι κακοποιοί και να
γλυκαθούν ξανά οι φίλαθλοι που γέμισαν τα γήπεδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του
2004, για να ξαναρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους αμέσως μετά. Αυτοί θα διώξουν με
τον τρόπο τους και τους κακοποιούς με γραβάτες που λυμαίνονται τον αθλητισμό
μας. Πιστεύαμε όλοι ότι δεν υπάρχει τέτοιο κοινό, αλλά είναι εκεί έξω και
περιμένει ένα σινιάλο για να δοκιμάσει ξανά το νερό. Εάν το βρει ζεστό, μπορεί
να ξαναβουτήξει για κολύμπι.
Εμείς στο μπάσκετ, το
βλέπουμε αυτό το κοινό, να ξεμυτίζει πότε πότε και στους αγώνες της Ευρωλίγκας
(και του Τσάμπιονς Ληγκ), ιδίως όταν για κάποιον λόγο περνούν στο περιθώριο οι
περίφημοι «οργανωμένοι».
Στην Ευρώπη, βλέπετε,
η ασυδοσία είναι μικρότερη και οι νόμοι εφαρμόζονται πιο σχολαστικά, άσχετα αν
η Ευρωλίγκα θεμελιώθηκε πριν από 16 χρόνια πάνω στις γκρίζες ζώνες της
ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Από τότε που ο ΠΑΟ τιμωρήθηκε αυστηρά για τους
υπεράριθμους που έβαλε στο ΟΑΚΑ σε εκείνο το παιχνίδι με τη Μπαρτσελόνα (όπου
θα είχαμε νεκρούς αν έσκαγε έστω μία στρακαστρούκα), κάθεται πιο προσεκτικά στα
αυγά του.
Ξαναλέω για να μη
παρεξηγηθώ, ότι τον χρησιμοποιώ αποκλειστικά ως παράδειγμα. Αν ήμουν του
ποδοσφαίρου, θα έβγαζα σε πρώτο πλάνο τον υπεράνω νόμων και κανονισμών
Ολυμπιακό του Μαρινάκη ή την ΑΕΚ του Μελισσανίδη, ενώ υπάρχουν χτυπητά
παραδείγματα ασυδοσίας με επίσημη αιγίδα και εδώ στη Θεσσαλονίκη, και αλλού. Η
ταπεινή μου ομιλία δεν είναι χρωματισμένη προς οποιαδήποτε κατεύθυνση και
ελπίζω ότι το καταλαβαίνουν όσοι ξέρουν την προσωπική μου πορεία.
Μέρος του προβλήματος
αποτελούν και οι απόπειρες να μεταφερθεί αυτούσιο στην Ελλάδα το μοντέλο μέτρων
που εφαρμόστηκαν στο εξωτερικό, χωρίς να υπάρχουν εδώ οι προϋποθέσεις. Για
παράδειγμα, θα ήταν εφικτή η ταυτοποίηση ενός ταραξία με βάση τον αριθμό της
θέσης του στην κερκίδα, μόνο που ελάχιστοι κάθονται στη θέση που γράφει το
εισιτήριο, για να μη μιλήσουμε για γήπεδα όπου είναι αδύνατη η αρίθμηση ή για
το νταηλίκι των φανατικών που κάθονται όπου γουστάρουν και απειλούν με
ξυλοδαρμό τον ατυχή που θα θελήσει να ζητήσει το δίκαιο του.
Ξανά, το πρόβλημα
είναι η ασυδοσία με επίσημη αιγίδα. Η ευκολία με την οποία οι διοικήσεις
ελέγχουν τους οργανωμένους όποτε μυριστούν κίνδυνο διεθνούς διαπόμπευσης και
εξοντωτικής ποινής (που ξεπερνάει τη δικαιοδοσία της εδώ διαπλοκής) αποδεικνύει
ποιος κινεί τα νήματα.
Ο νομοθέτης θα πρέπει
να κόψει πάση θυσία αυτόν τον ομφάλιο λώρο. Η κατάργηση των συνδέσμων φιλάθλων
είναι ένα πάγιο αίτημα της αθλητικής κοινότητας, μόνο που αυτοί επανακάμπτουν
καμουφλαρισμένοι σε …λέσχες βιβλίου.
Ακόμα χειρότερα,
γίνονται πλέον κρησφύγετα της εγκληματικής ακροδεξιάς, που βρήκε ευκαιρία και
τρύπωσε όπως ο λύκος στην αναμπουμπούλα. Αλλά αυτό είναι θέμα για κάποιο άλλο
συνέδριο.
Η κάρτα φιλάθλου είναι
ένα ξενόφερτο δάνειο που μπορεί να δουλέψει και είναι επιβεβλημένο να δουλέψει,
αφού η ύπαρξη ποινικού μητρώου μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στο μυαλό
(έστω και αν αυτό είναι θολό), του επίδοξου ταραχοποιού.
Επειδή το «τέρας
Ελλάδα» έχει πολλά κεφάλια, θα μου επιτρέψετε να θεωρήσω επίδειξη υποκρισίας
τις ηχηρές διαμαρτυρίες οργανωμένων φιλάθλων για το δήθεν «φακέλωμα», αφού στην
πραγματικότητα πρόκειται για μία απέλπιδα, και θρασύτατη, προσπάθεια να
αποφύγουν τη σήμανση, για να παραμείνουν ανεξέλεγκτοι.
Συγγνώμη, αλλά δεν
μπορώ να πιστέψω ότι ξαφνικά ο όχλος των γηπέδων απέκτησε αριστερή συνείδηση.
Το επόμενο βήμα είναι να ισχυριστούν ότι στην κάρτα φιλάθλων κρύβεται ο αριθμός
του αντίχριστου – αν δεν έχει γίνει ήδη αυτό.
Μεγαλύτερο πρόβλημα
κατά τη γνώμη μου είναι το πλήθος των τζαμπατζήδων που μπαίνει στα γήπεδα χωρίς
καθόλου εισιτήριο, είτε ηλεκτρονικό είτε χάρτινο. Αυτοί δίνουν ένα χαρτζιλίκι
στην πόρτα «για το ταμείο του συνδέσμου» (ή και της ΚΑΕ) και μπαίνουν αόρατοι
στο γήπεδο. Δεν μπορεί να τους εντοπίσει καμία κάρτα φιλάθλου και κανένας
μεγάλος αδελφός.
Σας είπα και πριν, ότι
το «τέρας της Ελλάδας» έχει πολλά κεφάλια. Ένα από αυτά, ίσως το πιο ύπουλο από
όλα όσα έχουν να αντιμετωπίσει όποιος προσπαθεί να κωδικοποιήσει το αθλητικό
ποινολόγιο, είναι η περίφημη «ελληνική πραγματικότητα», το λεγόμενο «τηρουμένων
των αναλογιών».
Παράδειγμα: ο
πανηγυρισμός
Το πρόβλημα βέβαια δεν
είναι ο Σπανούλης, αλλά η νοοτροπία του πλήθους και όσοι την υποδαυλίζουν
τροφοδοτώντας το μίσος. Πώς μπορεί να κωδικοποιήσει κάποιος αυτή την αντίφαση
σε μια κόλλα χαρτί, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την αοριστία και τις επικίνδυνες
γενικεύσεις; Και πώς μπορεί να συμπεριλάβει στα δεδομένα τον βρασμό ψυχής του
αθλητή που του βρίζουν συνεχώς την οικογένεια, ακόμα και επίσημα πρόσωπα με
επίσημη ιδιότητα; Επειδή δεν έχω τις απαντήσεις, θα καθόμουν σε άλλη καρέκλα αν
τις είχα, προσφέρω μόνο τροφή για σκέψη.
Την κατακλείδα μου θα
τη δανειστώ από μία κουβέντα που είπε χθες στην τελετή παράδοσης/παραλαβής ο
νέος υπουργός Παιδείας, ο κ. Γαβρόγλου: «Εάν η κοινωνία δεν είναι δεκτική,
κανένας νόμος, οσοδήποτε ισχυρός, δεν μπορεί να την αλλάξει». Συγχωρήστε με αν
ακούγομαι απαισιόδοξος, οι φίλοι μου άλλωστε με αποκαλούν Κασσάνδρα, αλλά
διακονώ αυτόν τον χώρο εδώ και 30 χρόνια και αισθάνομαι ότι βρισκόμαστε ακόμη
στο ίδιο σημείο, αν όχι και λίγο πιο πίσω.
Για να τελειώσω όπως
ξεκίνησα, με έναν αφορισμό του Ροϊδη δηλαδή, η κάθε χώρα έχει και μία πληγή: «Η
Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς
τους Ελληνας»,.
Σας ευχαριστώ πολύ για
την προσοχή σας.