ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΗΛΙΑ
ΣΤΑΘΑ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ 9-11-2016 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
«Η νομοθετική
εξουσιοδότηση του ν.4326/2015 για την επιβολή διοικητικών
προστίμων και η συμβατότης της προς το Σύνταγμα
»
Το φαινόμενο της
βίας στους αθλητικούς χώρους και ειδικά σε αυτόν του ποδοσφαίρου στην Χώρα μας
δεν είναι πρόσφατο και σίγουρα τα τελευταία 35 και πλέον χρόνια δεν έχει
αντιμετωπιστεί με την απαραίτητη και ρηξικέλευθη πολιτική και νομοθετική
βούληση. Εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων έχουμε θρηνήσει κατά καιρούς αθώα
θύματα, κυριότερα νέους ανθρώπους, οι οποίοι είτε έχασαν την ζωή τους, είτε
τραυματίσθηκαν πάρα πολύ σοβαρά με μόνιμες βλάβες για την υγεία τους και όλα
αυτά αποτέλεσαν αποτελέσματα της τυφλής βίας και του φανατισμού που επικράτησε
και επικρατεί, δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, στους αθλητικούς χώρους και
εκδηλώσεις της Ελλάδος και ειδικά στο μαζικότερο άθλημά μας το ποδόσφαιρο.
Αυτό που θα
έπρεπε ίσως να χρήζει ιδιαίτερου προβληματισμού είναι το γεγονός της
μετεξέλιξης του φαινομένου της βίας στα πλαίσια αθλητικών εκδηλώσεων, όχι ως
γεγονότα που συμβαίνουν επ’ αφορμή ενός αθλητικού γεγονότος ή κατά την διάρκεια
αυτού ή συνεπεία μιας συμπεριφοράς παραγόντων ενός αγώνα που εξεγείρει τους
οπαδούς μιας ομάδας οι οποίοι θεωρούν ότι αδικούνται και παρεκτρέπονται, αλλά
ως κυριολεκτικά πλέον προκαθορισμένα ραντεβού για βιαιοπραγίες, οργανωμένα, σε
καθορισμένο τόπο και χρόνο και με προσυμφωνημένα μέσα για την άσκηση βίας
μεταξύ των αντιπάλων οπαδών, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο ανησυχητική την εν
γένει κοινωνιολογική και ψυχολογική θεώρηση του φαινομένου της βίας εντός και
εκτός γηπέδων, όχι ως ένα ανεπιθύμητο συνεπακόλουθο των αντιδράσεων που
προκαλεί ένα αθλητικό γεγονός και η έκβασή του σε αυτούς που το παρακολουθούν ή
ειδικότερα στους φανατικούς οπαδούς μιας ομάδας, αλλά πλέον ως μια A PRIORI
οργανωμένη , προσυμφωνημένη, επαρκώς σχεδιασμένη και ψυχικώς αποδεκτή από τους
συμμετέχοντες διαδικασία άσκησης καθαρής και μεγάλης εντάσεως βίας. Ήδη
και στα πλαίσια προανακριτικών και ανακριτικών διαδικασιών τα τελευταία χρόνια
σε σχέση με περιστατικά επεισοδίων σε αθλητικούς χώρους ή εξαιτίας πληροφοριών
για την οργάνωση σχετικών ως ανωτέρω ραντεβού αντιπάλων οπαδών για επεισόδια,
σε συνεργασία με την υπηρεσία δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος και κατόπιν
σχετικών εισαγγελικών εντολών, εκατοντάδες ή και χιλιάδες σελίδων με συζητήσεις
και κωδικές αναρτήσεις από διάφορα προφίλ χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
και κυρίως στο FACEBOOK έχουν είτε συμπεριληφθεί σε σχετικές δικογραφίες, είτε
από την παρακολούθησή τους έχουν αποτραπεί σχετικές «συναντήσεις οπαδών» με
βέβαια τραγικά αποτελέσματα. Το χειρότερο δε σε όλη αυτήν την αψυχολόγητη
οπαδική επιθυμία για βία είναι ότι πάρα πολύ συχνά επιλέγουν ως θέατρο της
δημιουργίας επεισοδίων και άσκησης βίας, αθλητικά γεγονότα ήσσονος σημασίας και
αθλήματα όχι μεγάλης δημοφιλίας σε σχέση με το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, όπως
το βόλεϊ, το πόλο ακόμα και το χάντμπολ.
Με τις παραπάνω
παραδοχές λοιπόν, τις οποίες θεωρώ ότι όλοι μας λίγο έως πολύ ως πολίτες
πρώτιστα, φίλαθλοι, άνθρωποι του χώρου του αθλητισμού, αλλά και ως επιστήμονες,
έχουμε επιχειρήσει να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε στα βαθύτερα αίτιά τους,
εισερχόμαστε στην από την πλευρά της οργανωμένης πολιτείας νομοθετική
προσπάθεια προσεγγίσεως και αντιμετωπίσεως του φαινομένου της βίας στον
αθλητισμό με την θέσπιση του Ν.4326/2015 και ειδικότερα στην ξεκάθαρη
αναβάθμιση του κυρωτικού ρόλου του εκάστοτε Υπουργού Αθλητισμού, ο οποίος
δύναται πλέον σε περιπτώσεις τέλεσης επεισοδίων και φαινομένων βίας να
επιβάλλει τις κυρώσεις του άρθρου 1 του Ν. 4326/2015 τις οποίες και θα
αναλύσουμε.
Ήδη και από τις
πρώτες γραμμές της αιτιολογικής έκθεση του Ν. 4326/2015 γίνεται η ξεκάθαρη
παραδοχή από πλευρά της πολιτείας ότι «η βία με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις,
έχει λάβει στις μέρες μας ανεξέλεγκτες διαστάσεις», γεγονός το οποίο αν μη
τι άλλο καταδεικνύει την έντονη ανησυχία και ανάγκη του Νομοθέτη να δράσει
αποτρεπτικά απέναντι στο φαινόμενο. Εκφράζεται η σαφής βούληση της πολιτείας να
πάρει όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα προς την αποτροπή επεισοδίων και φαινομένων
βίας, ενώ μέσα από την αιτιολογική έκθεση του Νόμου μεταξύ άλλων εμμέσως πλην
σαφώς στηλιτεύεται και ο αθλητικός - ποδοσφαιρικός παραγοντισμός και οι
εκάστοτε παρανομίες ή αυθαιρεσίες στο χώρο αυτό ως μια από τις αιτίες ή σε κάθε
περίπτωση ως μια πραγματικότητα που εκτρέφει το φαινόμενο της βίας.
Στην ίδια
αιτιολογική έκθεση η αποφασιστικότητα της πολιτείας στην αντιμετώπιση των
φαινομένων τυφλής και εκτεταμένης βίας κρίνεται ως αδιαπραγμάτευτη και ως εκ
τούτου δικαιολογείται από τον Νομοθέτη η παροχή προς το κατεξοχήν αρμόδιο
όργανο του κράτους (Υπουργό Αθλητισμού) των όπλων εκείνων που αξιολογούνται ως
απαραίτητα για τον παραπάνω σκοπό. Έτσι λοιπόν με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν.
4326/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του Ν.4373/2016 ο αρμόδιος
Υπουργός Αθλητισμού :
Σε περιπτώσεις: Τέλεση ή
παρότρυνση σε επεισόδια, ρατσιστική συμπεριφορά και εν γένει φαινόμενα βίας, με
αιτιολογημένη απόφασή του μετά από την γνώμη της Διαρκούς Επιτροπής για την
Αντιμετώπιση της βίας, μπορεί να επιβάλλει στα οικεία Αθλητικά Σωματεία, Τ.Α.Α.
και Α.Α.Ε. καθώς και στις οικείες ομοσπονδίες ή/ και επαγγελματικούς συνδέσμους
αλλά και σε μεμονωμένα Φ.Π. μετά από προηγούμενη κλήση και ακρόασή τους
πρόστιμα από 10 χιλιάδες έως 1 εκατομμύριο ευρώ και σε ιδιαίτερα σοβαρές
περιπτώσει δύναται να προβεί στην ανάκληση της υφιστάμενης ειδικής αθλητικής
αναγνώρισης. Η συνεργασία των ανωτερω Ν.Π, και Φ.Π. με τις αρχές, η παροχή
στοιχείων, όταν έχουν ως αποτέλεσμα στον εντοπισμό και την σύλληψη των δραστών
= ελαφρυντικές περιστάσεις για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου!!!
Παρ. 3 : Στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 ο Υπουργός για
προληπτικούς λόγους και προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη τέτοιων γεγονότων
και συμπεριφορών, μπορεί :
Να απαγορεύει προσωρινά για
μια ή περισσότερες αγωνιστικές την διεξαγωγή συγκεκριμένων αγώνων.
Ή Να διακόπτει οριστικά (κατά
την αιτιολογική εκθ. η λέξη «οριστικά» = συγκεκριμένο χρόνο) πρωταθλήματα ή
άλλες διοργανώσεις.
Να απαγορεύει την συμμετοχή
των ελληνικών ομάδων σε διεθνείς διοργανώσεις.
Να απαγορεύει την με
οποιονδήποτε τρόπο διάθεση εισιτηρίων και την εν γένει χρήση συγκεκριμένων
ζωνών ή τμημάτων των κερκίδων αθλητικών εγκαταστάσεων.
Σε περίπτωση παράβασης των
παραπάνω απαγορεύσεων ο υπουργός μπορεί να επιβάλλει με αιτιολογημένη απόφασή
του και μετά από προηγούμενη ακρόαση πρόστιμά ύψους από 25.000 έως 5.000.000
ευρώ ανάλογα με την βαρύτητα της παράβασης της τυχόν υποτροπής, το βαθμό και το
εύρος των συνεπειών που επήλθαν ή απειλήθηκαν ή και το όφελος που τυχόν
αποκτήθηκε ή επιδιώχθηκε.
Μετά την ισχύ των ανωτέρω
διατάξεων και επί της πρακτικής εφαρμογής τους ενδεικτικά ο Υπουργός Αθλητισμού
επέβαλλε πρόστιμα σε περιπτώσεις επεισοδίων, όπως ενδεικτικά:
40.000 στον Π.α.ο.κ για
επεισόδια των οπαδών του με την Ντόρτμουντ 28-12-2015 (Γιουρόπα Λιγκ)
90.000 στον Παναθηναϊκό για
επεισόδια των οπαδών του με τον Ολυμπιακό 19-01-2016 (Πρωτάθλημα Ελλάδος)
70.000 στον Π.α.ο.κ. για
επεισόδια οπαδών του με τον Ολυμπιακό 7-7-2016 (Κύπελλο Ελλάδος)
10.000 ευρώ στο Αιγάλεω για
επεισόδια οπαδών του το καλοκαίρι του 2016.
Μέχρι στιγμής
έχουν απορριφθεί οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων για την αναστολή των προστίμων
από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με τις αποφάσεις του 51/2016 και 564/2016 που
τις εκδίκασε σε συμβούλιο (ακυρωτικός σχηματισμός).
Αξίζει, πριν
αναλύσουμε τα ανακύπτοντα Συνταγματικά προβλήματα του άρθρου 1 και της
χορήγησης της δυνατότητας στον Υπουργό Αθλητισμού για την έκδοση ατομικών
διοικητικών πράξεων, να σταθούμε λίγο στην ΑΠΟΦΑΣΗ 564/2016 του ΔΕφΑθ.
με την οποία απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης της Π.Α.Ε. Παναθηναϊκός κατά της
αποφάσεως 14701/1077/159/38/19-01-2016 του Υφυπουργού Πολιτισμού και
Αθλητισμού, με την οποία επιβλήθηκε στην ως άνω Π.Α.Ε. αφενός πρόστιμο ύψους
90.000 ευρώ, για επεισόδια των οπαδών του στον αγώνα με τον Ολυμπιακό την
21-11-2015 και αφετέρου απαγορεύθηκε η διάθεση εισιτηρίων «καθ’ οιονδήποτε
τρόπο σε όλες τις ζώνες και τα τμήματα στις θύρες 13 και 14 του γηπέδου
Απόστολος Νικολαϊδης μέχρι και την 17 Απριλίου 2016, ημερομηνία λήξεως του
πρωταθλήματος της SUPER LEAGUE της τρέχουσας αθλητικής περιόδου 2015-2016 και
σε κάθε περίπτωση μετάθεσης της ημερομηνίας λήξεως του πρωταθλήματος,
εξαιρουμένων των αγώνων κατάταξης PLAY OFF, και για κάθε ποδοσφαιρικό αγώνα,
ήτοι για αγώνες πρωταθλήματος και κυπέλλου» κατ’ επίκληση των διατάξεων του
άρθρου 1 του ν. 4326/2015.
Το ΔΕφΑθ. αρχικά
διακρίνει τον νομικό χαρακτήρα του ασκούμενου ενδίκου βοηθήματος ως αίτηση
ακυρώσεως κατά το μέρος που με αυτό επιδιώκεται η ακύρωση της
προσβαλλόμενης απόφασης για το ληφθέν σε βάρος της αιτούσας Π.Α.Ε. προληπτικό
μέτρο της απαγόρευσης διάθεσης εισιτηρίων και ως προσφυγή ουσίας
καταρχήν υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του ΔΠρ. κατά το μέρος που επιδιώκεται η
ακύρωση του επιβληθέντος ως διοικητική κύρωση χρηματικού προστίμου, ενώ τέλος
κρίνει ότι για λόγους οικονομίας της δίκης συντρέχει περίπτωση να κρατήσει και
να δικάσει το ένδικο βοήθημα κατά το μέρος που αποτελεί προσφυγή ουσίας κατά τα
ανωτέρω εφαρμόζοντας αναλόγως την διάταξη του άρθρου 34&1 του Ν.1968/1991.
Παράλληλα με τις
κυρώσεις που επέβαλλε ο Υφυπουργός Αθλητισμού στην Π.Α.Ε. Παναθηναϊκός, με την
υπ αριθμ. 353/30.11.2015 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πειθαρχικού
Οργάνου της SUPER LEAGUE Ελλάδος επιβλήθηκε στην αιτούσα Π.Α.Ε. α) συνολική
χρηματική ποινή ποσού 190.000 ευρώ και η συνολική ποινή διεξαγωγής αγώνων χωρίς
θεατές 4 αγωνιστικών ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις του πειθαρχικού κώδικα
της Ε.Π.Ο. . Η παραπάνω απόφαση επικυρώθηκε δε και με την 92/2015 απόφαση της
επιτροπής εφέσεων της Ε.Π.Ο. ενώ ο Παναθηναϊκός έχει προσφύγει ενώπιον του
Τακτικού Διαιτητικού Δικαστηρίου της Ε.Π.Ο. Η πλευρά της Π.Α.Ε. Παναθηναϊκός
προέβαλλε τον ισχυρισμό της παραβίασης της αρχής NE BIS IN IDEM (ήτοι της αρχής
της απαγόρευσης της διπλής διακινδύνευση που ορίζει ότι δεν πρέπει να διώκεται
ποτέ κανείς 2 φορές για την ίδια πράξη και την ίδια αξιόποινη συμπεριφορά),
θεωρώντας ότι παραβαίνει την αρχή αυτή η σωρευτική επιβολή πολλαπλών
διοικητικών κυρώσεων «ποινικής φύσεως», βάσει των αυτών πραγματικών
περιστατικών από διαφορετικές διοικητικές αρχές, αφενός τον Υφυπουργό
Πολιτισμού και Αθλητισμού και αφετέρου από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ε.Π.Ο.
και της S.L. To ΔΕφΑθ. απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με το σκεπτικό ότι η εν λόγω
αρχή δεν έχει έδαφος εφαρμογής εν προκειμένω, καθόσον, πέραν του ότι η
πειθαρχική διαδικασία ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της SL και της ΕΠΟ αποτελεί
διαδικασία ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, η επίδικη απαγόρευση δεν αποτελεί κύρωση αλλά
διοικητικό μέτρο προληπτικού χαρακτήρα. «Η διαδικασία επιβολής διοικητικών
κυρώσεων και μέτρων από τον αρμόδιο για τον Αθλητισμό Υφυπουργό είναι αυτοτελής
και σαφώς διακεκριμένη, εν σχέση με την αντίστοιχη διαιτητική αθλητική
δικαιοσύνη, η οποία απονέμεται με τα πειθαρχικά όργανα της ΕΠΟ και των
ποδοσφαιρικών ενώσεων (SL) κατά τις διατάξεις του Ν.2725/1999, όπως ισχύουν για
την επίλυση των διαφορών από την επιβολή ποινών, οι οποίες προβλέπονται από τις
διατάξεις των κανονισμών αγώνων ποδοσφαίρου, διαφορές που αποτελούν, πάντως
διαφορές ιδιωτικού δικαίου». Σε κάθε περίπτωση πάντως, σύμφωνα με την σκέψη
του ΔΕφΑθ για την ενεργοποίηση της εν λόγω αρχής θα έπρεπε να γίνει δεκτό
ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ και της SL ασκούν δημόσια εξουσία, ότι οι
ποινές που επιβλήθηκαν από τις παραπάνω παραλλήλως κινηθείσες 2 διαδικασίες
συνιστούν κυρώσεις «ποινικής φύσεως» για τα αυτά πραγματικά περιστατικά και ότι
η μια από τις 2 αυτές διαδικασίες έχει ήδη οριστικοποιηθεί, προϋποθέσεις που
δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Τέλος με την ως άνω απόφαση απορρίπτεται ο
ισχυρισμός της μη επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης του αρμόδιου Υφυπουργού και
της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ μέτρου και επιδιωκόμενου
σκοπού, ως προς το προληπτικό μέτρο της απαγόρευσης διάθεσης εισιτηρίων
στις θύρες 13 και 14 έως την λήξη του πρωταθλήματος και σε κάθε περίπτωση
παράτασης της λήξης αυτού, κρίνοντας το Δικαστήριο ότι η απόφαση του Υφυπουργού
ήταν επαρκώς αιτιολογημένη προς αποτροπή επαναλήψεως παρόμοιων επεισοδίων στο
μέλλον και ασυνδέτως με την υποκειμενική συμπεριφορά αυτής (Π.Α.Ε.
Παναθηναϊκός). Περαιτέρω δε, με βάση την σκέψη του ΔΕφΑθ, ενόψει του σκοπού
του, ήτοι της διαφύλαξης της κοινωνικής ειρήνης και της προστασίας της ζωής και
της ακεραιότητας των φιλάθλων, των αστυνομικών οργάνων και των παραγόντων εν
γένει ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, το επίδικο μέτρο δεν παρίσταται δυσανάλογο προς
τον σκοπό αυτό, που εξυπηρετεί έντονο δημόσιο συμφέρον. Δεν παραβιάζεται η αρχή
της αναλογικότητας διότι το μέτρο έχει ως χρονικό όριο ένα σταθερό
αντικειμενικό κριτήριο ήτοι την λήξη του πρωταθλήματος και όχι της λήξη της
αγωνιστικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή και των αγώνων κατάταξής.
Βέβαια στο σημείο αυτό δέον όπως λεχθεί ότι θα πρέπει να εξετασθεί το
ζήτημα της τήρησης και της αρχής της αναγκαίας αναλογίας μεταξύ λαμβανομένου
μέτρου και επιδιωκόμενου σκοπού, όταν χωρίς να κατηγοριοποιούνται τα πρόστιμά
και η κατά περίπτωση συγκεκριμένη χρηματική επιβολή αυτών, στο άρθρο 1 παρ. 2
του Ν. 4326/2015 ο Υφυπουργός έχει την δυνητική ευχέρεια να επιβάλλει πρόστιμα
εκατομμυρίων ευρώ που ενδεχόμενα να αποδειχθούν εξοντωτικά για τα Σωματεία. τα
Τ.Α.Α. και τις Α.Α.Ε. και ενώ ως σκοπό έχουν την αποτροπή της βίας, στην ουσία
εξαιτίας τους να οδηγηθούμε στον οικονομικό στραγγαλισμό των ομάδων.
Πέραν της μικρής έως τώρα νομολογιακής ερμηνείας και
προσέγγισης του Ν. 4326/2015 και ειδικότερα του άρθρου 1 αυτού ως προς την
χορήγηση της δυνατότητας στον Υφυπουργό Αθλητισμού να επιβάλλει πρόστιμα,
προληπτικά μέτρα και λοιπές απαγορεύσεις στις ομάδες (σωματεία, ΤΑΑ, ΑΑΕ κλπ),
υποστηρίζεται έντονα και βάσιμα, πως η νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 1
του παραπάνω Νόμου όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του Ν.4373/2016 είναι
αντισυνταγματική, παραβιάζοντας ευθέως το άρθρο 43 παρ.2 εδ. α του Συντάγματος,
το οποίο προβλέπει ότι για τις κανονιστικές πράξεις (πόσο μάλλον για τις
ατομικές διοικητικές πράξεις, όπως αυτές της επιβολής διοικητικού προστίμου)
πρέπει να τηρείται η αρχή της ειδικότητας. Με βάση την αρχή αυτή απαιτείται να
μην υφίσταται ΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΟΣ χαρακτήρας για την πρόβλεψη των
προστίμων, αλλά θα πρέπει να τίθενται συγκεκριμένα κριτήρια, κατηγοριοποιήσεις
και διαβάθμιση του ύψους των προστίμων με κλιμάκωση αυτών, όπως αντίστοιχα ΟΡΘΩΣ
ΘΕΣΠΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ άρθρο 41Ζ του Ν.2725/1999 περί της επιβολής πειθαρχικών
κυρώσεων, όπου ενδεικτικά αναφέρουμε πως μια ΒΑΣΙΚΟΤΑΤΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΚΑΙ
ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΑΥΤΟΥ προέρχεται ήδη από τον σωστό
διαχωρισμό του ύψους των προστίμων ανάμεσα στα αθλητικά σωματεία στα οποία
επιφυλάσσονται μικρότερα πρόστιμα και στα Τ.Α.Α. και στις Α.Α.Ε. όπου
επιφυλάσσονται μεγαλύτερα και ακόμα ειδικότερα τα πρόστιμα αυξάνονται
χαρακτηριστικά όταν πρόκειται για Π.Α.Ε. ή Κ.Α.Ε. της SL και της Α1 κατηγορίας
καλαθοσφαίρισης, προφανώς λαμβάνοντας υπ’όψιν ο Νομοθέτης το γεγονός πως δεν
δύναται να εξισωθεί ένα μικρό σωματείο ή ένα Τ.Α.Α. που αγωνίζεται σε κατώτερες
κατηγορίες με μια μεγάλη Π.Α.Ε. της SL με μεγάλο οικονομικό μέγεθος και έσοδα ,
ως προς τον υπολογισμό και την επιβολή προστίμου κατά περίπτωση, κάτι το οποίο
δεν διακρίνεται στο σύνολο της διατύπωσης του άρθρου 1 του Ν.4326/2015.
Από το άρθρο 43
παρ. 2 του Συντάγματος παρέχεται στο κοινό Νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει
την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην Εκτελεστική εξουσία, πλην
όμως για να είναι νόμιμη η νομοθετική αυτή εξουσιοδότηση οφείλει να είναι
ειδική και ορισμένη, επομένως εξ’ αντιδιαστολής δεν πρέπει να είναι γενική και
αόριστη, ανεξαρτήτως του εάν αυτή είναι ευρεία ή στενή ως προς τις περιπτώσεις
που μνημονεύει, τις οποίες η διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της
νομοθετικής εξουσιοδότησης. Εφόσον η νομοθετική αυτή εξουσιοδότηση ως προς το
περιεχόμενό της είναι ορισμένη το κύρος της δεν επηρεάζεται από το εύρος της.
Με την διάταξη, δε, του άρθρου 43&2 εδ.2 του Συντάγματος προβλέπεται ότι ο
φορέας της νομοθετικής εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και αλλά εκτός του Π.τ.Δ.
όργανα της Διοίκησης, εφόσον όμως παρέχεται εξουσιοδότηση προς ρύθμιση,
μεταξύ άλλων «ειδικότερων» θεμάτων. Κατά τα ανωτέρω δηλαδή απαιτείται το
νομοθετικό κείμενο να περιέχει όχι μόνο τον καθ’ύλιν προσδιορισμό του
αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επιπλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του,
ακόμα και σε γενικό πλην όμως ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΠΛΑΙΣΙΟ, με βάση το οποίο θα
ενεργήσει η διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα γενικότερα θέματα. Ακόμα
όμως και αν, κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, με το άρθρο 43&2 του
Συντάγματος παρέχεται εξουσιοδότηση προς την διοίκηση για έκδοση κανονιστικών
πράξεων, ενώ στον Νόμο 4326/2105 παρέχεται η δυνατότητα στον Υφυπουργό
Αθλητισμού για την έκδοση Ατομικών Κανονιστικών Πράξεων, τούτο καθόλου δεν
αποδυναμώνει την άποψη για τον Συνταγματικό Έλεγχο κατ’ άρθρο 43 παρ.2 του
Συντάγματος, του άρθρου 1 του Ν. 4326/2015, στο βαθμό του ότι, η έννοια της
ειδικότητος που απορρέει από το άρθρο αυτό του Συντάγματος, ισχύει, φυσικά, και
πολύ περισσότερο στις Ατομικές Διοικητικές Πράξεις , αφού με αυτές ο διοικούμενος
πλήττεται, όχι γενικώς και ενδεχομένως αλλά ειδικά και συγκεκριμένα και κατά
συνέπεια είναι πολύ περισσότερο εκτεθειμένος σε κάθε αυθαιρεσία από την πλευρά
της διοικήσεως.
Η ευρεία
διακριτική ευχέρεια που παρέχεται προς τον Υφυπουργό Αθλητισμού με το άρθρο 1
του Ν.4326/2015 ώστε να δύναται να επιβάλλει πρόστιμα που ξεκινούν από μερικές
χιλιάδες ευρώ έως εκατομμύρια ευρώ συνιστά επιπλέον και ευθεία παραβίαση του
άρθρου 26 του Συντάγματος περί διάκρισης των εξουσιών, εκ του οποίου προκύπτει
πως δεν μπορεί ο Υπουργός που ανήκει στην εκτελεστική εξουσία να μετατρέπεται
σε δικαστή και να επιβάλλει πρόστιμα χωρίς να υπάρχει ειδική πρόβλεψη για αυτά
σε σχέση με τα αθλητικά αδικήματα βίας που τελούνται.
Εν κατακλείδι
μπορούμε να θεωρήσουμε βάσιμα πως η ευρεία νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον
Υφυπουργό Αθλητισμού, παρεχόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.4326/2015
όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 42 Ν.4373/2016, για την επιβολή
προστίμων και άλλων προληπτικών μέτρων σε Φ.Π και Ν.Π. του αθλητισμού και
ειδικότερα ποδοσφαίρου συνεπεία γεγονότων βίας ή προς αποτροπή αυτών στο
μέλλον, αντιμετωπίζει ήδη την έντονη αμφισβήτηση της νομικής θεωρίας και
πράξης, αρχικά ως προς την Συνταγματικότητά της αλλά και ως προς τα
αποτελέσματα της πρακτικής εφαρμογής της, αφού ήδη αμφισβητείται έντονα το κατά
πόσο μπορεί να θεωρηθεί μια απόφαση του Υπουργού ειδική, εμπεριστατωμένη, σαφώς
και επαρκώς αιτιολογημένη, ως ατομική διοικητική πράξη, όταν μνημονεύει σε αυτή
απλά, το φύλλο αγώνος, τις εκθέσεις παρατηρητών, αστυνομικές αναφορές και την
γνώμη της Δ.Ε.Α.Β. χωρίς σαφή αναφορά των συγκεκριμένων πραγματικών
περιστατικών, η στάθμιση της βαρύτητας των οποίων θα οδηγήσει και στην επιβολή
του ανάλογου προστίμου κατά περίπτωση και ανάλογη εξειδίκευση και
κατηγοριοποίηση, καθιστώντας κατά τούτο τις σχετικές ατομικές διοικητικές
πράξεις ακυρωτέες ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων.