ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
ΑΝΩΤΑΤΟ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΥΣΗΣ
ΑΘΛΗΤΙΚΩΝ
ΔΙΑΦΟΡΩΝ (Α.Σ.Ε.Α.Δ.)
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΠΟΦΑΣΗΣ 60 / 3-11-2016
ΤΟ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Αποτελούμενο από τους
Άννα Ιωάννου -Φωτοπούλου, Πρόεδρο, Σωκράτη Γαβαλά, (Εισηγητή), Μαρία
Παπαδοπούλου, Κωνσταντίνο Βουλγαρίδη και Αρετή Σκαφίδα, Μέλη.
Συνεδρίασε δημόσια στις 29-09-2015 στα Γραφεία
του (Λ. Ανδρέα Παπανδρέου 37) στο Μαρούσι Αττικής, με την παρουσία και της
Γραμματέως του Διονυσίας Ρωμανού, υπαλλήλου ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου
της Γ.Γ.Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του
προσφεύγοντος: Γεράσιμου ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ του Ευθυμίου, κατοίκου Αθηνών χωρίς
στοιχεία οδού, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Γεώργιο
Παναγόπουλο.
Της καθής η προσφυγή: Της Επιτροπής Φιλάθλου Πνεύματος (Ε.ΦΙ.Π.)
της Ε.Ο.Ε. του άρθρου 130 Ν.2725/1999, που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής, νόμιμα
εκπροσωπούμενης από τον Πρόεδρο αυτής Γεώργιο Λενό, η οποία εκπροσωπήθηκε από
τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Κωνσταντίνο Πουλή.
Η υπό κρίση από 25-05-2016 προσφυγή
κατατέθηκε στη Γραμματεία του Συμβουλίου τούτου με αριθμό καταθέσεως προσφυγής
32/27-05-2016.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με
τη σειρά του πινακίου και συζητήθηκε, αφού οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των
διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν και στα έγγραφα
υπομνήματά τους, τα οποία κατέθεσαν στη χορηγηθείσα σε αυτούς προθεσμία.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Ι) Ο Ν. 2725/1999 (Α.
121), ο οποίος ρυθμίζει τα θέματα του ερασιτεχνικού και του επαγγελματικού
αθλητισμού, περιλαμβάνει στα άρθρα 119 και επόμενα, σύστημα κανόνων περί
αθλητικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, στο άρθρο 130 ορίζονται τα εξής: «1. Οι ασχολούμενοι
με τα κάθε είδους αθλήματα και τις εν γένει αθλητικές, αγωνιστικές ή
γυμναστικές εκδηλώσεις, καθώς και οι παρακολουθούντες τις εκδηλώσεις αυτές,
οφείλουν να τηρούν τις αρχές του φιλάθλου πνεύματος και των παραδόσεων του
αθλητισμού και του ολυμπιακού ιδεώδους. 2. Η παράβαση των ανωτέρω αρχών
επισύρει στους παραβάτες ως κύρωση την οριστική ή για ορισμένη χρονική διάρκεια
απαγόρευση παρακολούθησης οποιασδήποτε αθλητικής εκδήλωσης, συμμετοχής τους υπό
οποιαδήποτε ιδιότητα, ως διοικούντων, μελών, αθλητών προπονητών, γυμναστών στα
κάθε είδους αθλητικά, γυμναστικά και αγωνιστικά σωματεία, ενώσεις,
επαγγελματικούς συνδέσμους ή ομοσπονδίες, καθώς και της συμμετοχής τους ως
διαιτητών, παρατηρητών ή ιατρών αγώνων. Η ποινή αυτή επιβάλλεται από την
Επιτροπή Φιλάθλου Πνεύματος (Ε.ΦΙ.Π.), όπως μετονομάζεται η Επιτροπή Φιλάθλου
Ιδιότητος (Ε.Φ.Ι.), που συστάθηκε και λειτουργεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 4 του Ν. 3148/1955 (ΦΕΚ 54 Α΄) και λειτουργεί στην Ε.Ο.Ε. Η Ε.ΦΙ.Π.
επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας και σε χρονικό διάστημα το
αργότερο δύο (2) μηνών από την πειθαρχική δίωξη ή την καταγγελία, οφείλει να
εκδώσει απόφαση. 3....». Αρμόδιο για την εκδίκαση προσφυγών κατά αποφάσεων της Ε.ΦΙ.Π.
είναι το Α.Σ.Ε.Α.Δ. (άρθρο 124 περ. δ΄), που αποτελεί συλλογικό όργανο της
Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και λειτουργεί ως δευτεροβάθμιο όργανο αθλητικής
δικαιοσύνης (άρθρο 123 παρ. 1). Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 του β.δ. της
26.9/6.10.1955 «Περί του τρόπου λειτουργίας της Επιτροπής Φιλάθλου Ιδιότητος»
(Α. 273), η εν λόγω επιτροπή «αποφαίνεται είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατ’ αίτησιν
Δημοσίας ή αθλητικής αρχής ή αθλητικού εν γένει σωματείου επί πάσης καταγγελίας
αναφερομένης εις παράβασίν τινα ... » (παρ. 2) και «προς μόρφωσιν πλήρους
κρίσεως επί των καταγγελλομένων παραβάσεων ... δύναται ... προ της λήψεως
οριστικής αποφάσεως ν’ αναθέτη την διενέργειαν ανακρίσεων εις μέλη αυτής ή εις
κρατικούς λειτουργούς και να καλή ενώπιόν της προς εξέτασιν τον υπό κατηγορίαν
τελούντα ή πάντα δυνάμενον να διαφωτίση πως την υπό κρίσιν υπόθεσιν» (παρ. 4).
Με την παρούσα ρύθμιση καθίσταται ευέλικτη η εκδίκαση υποθέσεων για την τήρηση
του φιλάθλου πνεύματος, ώστε οι υποθέσεις να περαιώνονται σε σύντομο χρονικό
διάστημα από την τέλεση των παραπτωμάτων». Τέλος, το άρθρο 10 παρ. 5 του Κώδικα
Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 269011999 (Α.
45) ορίζει ότι «Οι προθεσμίες για τη Διοίκηση είναι ενδεικτικές, εκτός αν από
τις διατάξεις, που τις προβλέπουν, προκύπτει ότι είναι αποκλειστικές. Οι
προθεσμίες για την έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων, δυσμενών για το
πρόσωπο, το οποίο αφορούν αμέσως, είναι αποκλειστικές». Β. Η διάταξη του άρθρου
130 παρ. 2 του ν. 2725/1999, κατά την αληθή έννοιά της, δεν θεσπίζει
αποκλειστική προθεσμία, αλλά περιέχει έντονη υπόδειξη προς την Διοίκηση να
ολοκληρώσει την πειθαρχικού χαρακτήρα διαδικασία κολασμού των παραβάσεων των
αρχών του φιλάθλου πνεύματος μέσα σε εύλογο χρόνο. Κατ’ εξοχήν δε κριτήριο
προσδιορισμού του εύλογου αυτού χρόνου είναι η τυχόν προκύπτουσα ανάγκη
εκκαθαρίσεως των πραγματικών περιστατικών της εκάστοτε κρινομένης υποθέσεως και
διεξαγωγής σχετικής ανακρίσεως. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή (ότι δηλαδή η εν
λόγω προθεσμία είναι αποκλειστική) θα ήταν ασύμβατη με τον πειθαρχικό χαρακτήρα
της παραπάνω διαδικασίας, διότι θα ενείχε τον κίνδυνο να μένουν ατιμώρητες
παραβάσεις των αρχών του φιλάθλου πνεύματος εξαιτίας της αντικειμενικής
αδυναμίας ολοκληρώσεως της οικείας διαδικασίας, η οποία ενίοτε περιλαμβάνει και
στάδιο δυσχερούς διαγνώσεως πραγμάτων και, ενδεχομένως, ανακρίσεως. Τούτο δε θα
προσέκρουσε στην αρχή του κράτους δικαίου, που επιβάλλει να μην ματαιώνεται ο
σκοπός του νόμου και να μην μένουν ατιμώρητες τέτοιες παραβάσεις. Η ρύθμιση εξάλλου
του άρθρου 10 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας δεν αναφέρεται, κατά
την έννοια του συνόλου των διατάξεων του άρθρου αυτού, σε προθεσμίες, που
προβλέπονται για την έκδοση πειθαρχικών αποφάσεων, μετά από ορισμένη πειθαρχική
διαδικασία, η οποία από τη φύση της δεν μπορεί να περιορίζεται χρονικά, χωρίς
να απειλείται η ουσιαστική ορθότητα της υπό έκδοση πειθαρχικής αποφάσεως (πρβλ.
Σ.τΕ. 92/2003).
(ΙΙ) Στη συγκεκριμένη
περίπτωση με την κρινόμενη προσφυγή του, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο
παράβολο (βλ. το υπ’ αριθμόν Θ 1031199 Διπλότυπο Είσπραξης Τύπου Α της Δημόσιας
Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Α΄ Αθηνών), ο προσφεύγων Γεράσιμος Θεοτοκάτος
ζητεί να ακυρωθεί και να εξαφανισθεί η με αριθμό 41/2016 απόφαση της Επιτροπής
Φιλάθλου Πνεύματος (Ε.ΦΙ.Π.), εκδοθείσα κατόπιν της από 28-03-2016 αίτησης
επανάληψης της διαδικασίας, σε συνέχεια ουσιαστικά της με αριθμό πρωτ. 468/9.4.2015
αίτησης του ιδίου περί θεραπείας της υπ’ αριθμόν 22/2012 απόφασης της καθής η
προσφυγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 37/2015 απόφαση της καθής η
προσφυγή, μετά από την από 11/10/2010 αναφορά καταγγελία του Κωνσταντίνου
ΛΑΛΙΑΜΟΥ ενώπιον της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού-Διεύθυνσης Αγωνιστικού
Αθλητισμού, καθώς με την αρχική υπ’ αριθμόν 22/2012 απόφαση της καθής η
προσφυγή, επιβλήθηκε σε αυτόν ως ποινή η στέρηση της Φιλάθλου Ιδιότητας για χρονικό
διάστημα οκτώ (8) ετών για τους λόγους, που αναφέρονται στο σκεπτικό της
αποφάσεως αυτής επικαλούμενος: (α) μη προσήκουσα εκτίμηση των αποδείξεων χωρίς
ωστόσο να εξειδικεύει την αιτίασή του αυτή, (β) εσφαλμένη εφαρμογή των Νόμων,
του ισχύοντος Συντάγματος, καθώς και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων
του Ανθρώπου, χωρίς να παραθέτει τις διατάξεις εκείνες, που κατ’ αυτόν
παραβιάστηκαν, (γ) μη νόμιμη την εξακολούθηση της ποινής του, καθώς αυτός έχει απαλλαχθεί
με την υπ’ αριθμόν 104551/2013 απόφαση του πρώτου (Α) Μονομελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών, συνεκτιμωμένης και της επιβληθείσας ποινής της δια
βίου στέρησης της φίλαθλης ιδιότητας στον αθλητή MIRJAN PARROJ, (δ) της
ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, (ε) την
αναγκαιότητα τήρησης της αρχής της αναλογικότητας στην περίπτωσή του και τέλος
(στ) πλημμέλεια του νομικού του παραστάτη να τον ενημερώσει για την εκ μέρους
του άσκηση των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων κατά της υπ’ αριθμόν 22/2012 απόφασης
της καθής η προσφυγή. Η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε παραδεκτά ενώπιον του
παρόντος Συμβουλίου και μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) ημερών, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη
απόφαση της καθής η αίτηση δημοσιεύθηκε, την 17η Μαΐου 2016, και η υπό κρίση
προσφυγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Συμβουλίου τούτου, την 27η Μαΐου 2016,
καθώς η καταληκτική ημερομηνία προς άσκηση προσφυγής ήταν η 25η Μαΐου 2016,
ημέρα Σαββάτου, οπότε η τελευταία ημέρα άσκησης του συγκεκριμένου ενδίκου
βοηθήματος μετατίθεται για την πρώτη εργάσιμη ημέρα, ήτοι, τη Δευτέρα, 27η
Μαΐου 2016, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 12 εδ. α΄ της πράξης νομοθετικού
περιεχομένου της 29/30.12.1980, που κυρώθηκε με το Ν.1157/1981, η διαδρομή των
υπό του νόμου ή των δικαστηρίων τεταγμένων προθεσμιών άρχεται από της επιούσης
της ημέρας επίδοσης ή της ημέρας, κατά την οποία έχει συμβεί το αποτελούν την
αφετηρία της προθεσμίας γεγονός και λήγει την τελευταία εργάσιμη ώρα της
τελευταίας ημέρας, εάν δε αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα ή Σάββατο την αυτή ώρα
της επόμενης εργάσιμης ημέρας, ενώ με την παράγραφο 11 εδ. α΄ του ιδίου άρθρου
1 της ως άνω πράξης νομοθετικού περιεχομένου, ως ημέρες αργίας (εξαιρέσιμες)
των δημοσίων γενικώς υπηρεσιών ορίζονται, μεταξύ άλλων και όλες οι Κυριακές. Η
παραπάνω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 12 εδ. α΄ που δεν διακρίνει από άποψη είδους
προθεσμίας, αφορά τόσο τις προθεσμίες ενέργειας όσο και τις προθεσμίες
προπαρασκευής και ως εκ τούτου, αν η τελευταία ημέρα συμπλήρωσης της προθεσμίας
είναι Σάββατο ή Κυριακή ή και άλλη εξαιρετέα κατά νόμο ημέρα η συμπλήρωσή της
μετατίθεται για την επόμενη εργάσιμο ημέρα (Α.Π. 853/2014 Δημοσιευμένη στην
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α. «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Περαιτέρω, αυτή φέρεται
προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, που είναι αρμόδιο προς τούτο,
(άρθρα 124, 126 παρ. 1 Ν. 2725/1999, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με
τα άρθρα 44 και 46 Ν. 3057/2002). Αναφορικά με τους υπό στοιχεία (α) + (β)
λόγους της υπό κρίση προσφυγής, αυτοί τυγχάνουν απορριπτέοι λόγω της προφανούς
αοριστίας τους, καθώς ο προσφεύγων δεν εξειδικεύει καθόλου σε τι συνίσταται η
πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων ή ποια διάταξη ουσιαστικού δικαίου
παραβιάστηκε, λαμβανομένου υπόψη του ότι τα όρια της έκκλητης δίκης
προσδιορίζονται αποκλειστικά και μόνο από τους λόγους της έφεσης ή προσφυγής,
οι οποίοι χάριν της αναγκαιότητας προστασίας της δημόσιας τάξης πρέπει να είναι
σαφείς, ορισμένοι και δεκτικοί δικαστικής αξιολόγησης, έτσι ώστε να παρέχεται
στο Συμβούλιο η δυνατότητα να διαγνώσει τη νομική βασιμότητα της προσφυγής και
να τάξει τις δέουσες αποδείξεις αλλά και στον καθού η προσφυγή να αμυνθεί
εναντίον της, προβάλλοντας όλους εκείνους τους ισχυρισμούς, που κατατείνουν
στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αναφορικά με τον τρίτο (3ο) κατά
σειρά λόγο της υπό κρίση προσφυγής και συγκεκριμένα με τη μη νόμιμη εξακολούθηση
της ποινής του, καθώς αυτός έχει απαλλαχθεί με την υπ’ αριθμόν 104551/ 2013
απόφαση του Πρώτου (Α) Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, συνεκτιμωμένης και
της επιβληθείσας ποινής της δια βίου στέρησης της φίλαθλης ιδιότητας στον
αθλητή MIRJAN PARROJ, ο λόγος αυτός ομοίως τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος,
διότι ουσιαστικά με αυτήν δεν εισάγεται οποιαδήποτε αιτίαση κατά της
προσβαλλόμενης απόφασης με την έννοια του να προσάπτεται πλημμέλεια σε αυτήν,
καθώς η διατήρηση δυσμενών συνεπειών από επιβληθείσα πειθαρχική ποινή σε βάρος
διαφορετικών προσώπων ένεκα του ίδιου βιοτικού συμβάντος ή της ίδιας
πειθαρχικής παράβασης, στην τέλεση της οποίας αυτοί έχουν μετάσχει με
διαφορετική μορφή, όπως στην περίπτωση της συμμετοχής στο πεδίο του ποινικού-πειθαρχικού
δικαίου, δεν αποκλείεται από την ισχύουσα έννομη τάξη αλλά αντίθετα βρίσκει
έρεισμα σε αυτήν, προκειμένου ο Νομοθέτης να έχει τη δυνατότητα να προβλέπει
και να ρυθμίζει μορφές συμπεριφοράς, που δεν θα πληρούσαν αξιόποινη ή
πειθαρχικά ελέγξιμη συμπεριφορά, αλλά κατατείνουν στη διευκόλυνση τέλεσης
ποινικά αλλά και πειθαρχικά ελεγκτέων πράξεων, όπως είναι η περίπτωση της
ηθικής αυτουργίας ή της συνέργειας, απλής ή άμεσης σε αυτήν, διευρύνοντας κατ’
αυτό τον τρόπο το αξιόποινο ή το πειθαρχικό ελέγξιμο αθλητικής συμπεριφοράς.
Περαιτέρω και αναφορικά με το αίτημα για ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 525 του
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ως προς την επανάληψη της διαδικασίας λεκτέα τα
ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία, που
περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασθέντος
για κακούργημα ή πλημμέλημα, εκτός από τις περιπτώσεις, που περιοριστικά
αναφέρονται στο παραπάνω άρθρο και όταν μετά από οριστική του καταδίκη,
αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές, που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή
αποδείξεις, τα οποία από μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα, που είχαν
προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι αυτός, που καταδικάσθηκε, είναι
αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο, που πραγματικά
τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, νέα γεγονότα ή αποδείξεις
θεωρούνται εκείνες, οι οποίες ασχέτως του αν υπήρχαν και πριν την καταδίκη, δεν
υποβλήθηκαν στην κρίση των δικαστών, που δίκασαν, και ως εκ τούτου ήταν
άγνωστες σ’ αυτούς, την κρίση του δε αυτή το επιλαμβανόμενο της αίτησης
επανάληψης της διαδικασίας δικαστήριο σχηματίζει, μετά την έρευνα των πρακτικών
της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες
αποδείξεις μπορούν να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις
μαρτύρων νεότερες των προηγουμένως εξετασθέντων, συμπληρωματικές ή
διευκρινιστικές των όσων είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή άλλα
στοιχεία, τα οποία διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την
προϋπόθεση όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες μόνες τους ή σε συνδυασμό
με εκείνες, που είχαν προσκομισθεί στο δικάσαν δικαστήριο, καθιστούν φανερό,
δηλαδή σε σημείο, που εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο
κατηγορούμενος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για βαρύτερο έγκλημα από
εκείνο, που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν λόγο επανάληψης
διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήσαν άγνωστα στους δικαστές, οι οποίοι εξέδωσαν
την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως απορρίφθηκαν, καθώς και εκείνα, με τα
οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της
προσβαλλομένης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό, αφού η επανάληψη της
διαδικασίας, ως στρεφόμενη εναντίον αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο
μέσο αλλά έκτακτη διαδικασία, (βλ. ΑΠ 1126/2008, ΑΠ 1222/2008, ΑΠ 680/2007, ΑΠ
1513/2007, Α.Π. 123/2016 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α.
«ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Α.Π 27/2013, Α.Π 1931/2010, Α.Π 1301/2007}. Η αξιοπιστία των
νεότερων αυτών καταθέσεων θα κριθεί από την αξιολόγηση τους σε συνδυασμό με τις
προηγούμενες, καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία της δικογραφίας {Α.Π 186/2001, Α.Π
816/1999, Α.Π 226/1 999, Α.Π 1086/2009, Α.Π 1034/2009, Α.Π 746/2009, ΑΠ
444/2009). Τη σχετική περί αυτού κρίση του σχηματίζει το επιλαμβανόμενο της
αίτησης επανάληψης της διαδικασίας αρμόδιο δικαστήριο από την έρευνα των
πρακτικών της δίκης, που προηγήθηκε και από τα έγγραφα, τα οποία υπάρχουν στην
δικογραφία (Α.Π. 259/2016 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του
Δ.Σ.Α. «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Κατά συνέπεια των παραπάνω, αποδείξεις, οι οποίες μπορούν
να στηρίξουν αίτηση επανάληψης διαδικασίας, μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως
καταθέσεις νέων μαρτύρων αλλά και καταθέσεις ήδη εξετασθέντων, συμπληρωματικές
ή τροποποιητικές ή διευκρινιστικές εκείνων, που είχαν τεθεί υπόψη του
δικαστηρίου, νέα έγγραφα, δικαστικές αποφάσεις ή άλλα στοιχεία που
διευκρινίζουν αμφίβολα στοιχεία της υποθέσεως.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το
σύνολο των εγγράφων, τα οποία προσκομίστηκαν ενώπιον του Συμβουλίου τούτου,
προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο προσφεύγων Γεράσιμος ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΣ
ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και προπονητής του Συλλόγου Πυγμαχίας «Π.Ο. ΑΓΙΟΣ ΘΩΜΑΣ
ΓΟΥΔΙ». Περί το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2007, ο Κωνσταντίνος ΛΑΛΙΑΜΟΣ του Ηλία
και της Πηγής, που γεννήθηκε την 3-4-1991 και ο οποίος διήγε το δέκατο έκτο
(16ο) έτος της ηλικίας του ενεγράφη στον παραπάνω Σύλλογο, στον οποίο παρέμεινε
για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών, καθώς για λόγους, που αφορούσαν
αποκλειστικά και μόνο το πρόσωπό του αποχώρησε περί το μήνα Φεβρουάριο του
έτους 2008 χωρίς όμως να παραλάβει το δελτίο αθλητή, με συνέπεια αυτό να
παραμείνει στην έδρα-γραφεία του παραπάνω Συλλόγου χωρίς να κατατεθεί στη συνέχεια
στην Ελληνική Ομοσπονδία Πυγμαχίας. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος ΛΑΛΙΑΜΟΣ φέρεται να
έλαβε μέρος σε αγώνα πυγμαχίας του πρωταθλήματος Νοτίου Ομίλου στο Δ.Α.Κ.
Άρτας, την 17η Οκτωβρίου του έτους 2009, για τη συμμετοχή του οποίου κατατέθηκε
και το προσωπικό δελτίο υγείας, που αφορούσε το έτος 2009. Κατά τη διενέργεια
ελέγχου για λήψη απαγορευμένων ουσιών από τους συμμετέχοντες αθλητές στο
συγκεκριμένο τουρνουά-αθλητική συνάντηση, φέρεται να έχει τεθεί στο πρακτικό
ελέγχου Ντόπινγκ του Ε.Σ.Κ.Α.Ν. , όπου και δηλώθηκε ως κατοικία του το ακίνητο
επί της οδού Χρυσίππου αριθ. 7 στο Δήμο Ζωγράφου Αττικής, ενώ ο αναγραφόμενος
ως αριθμός κινητού τηλεφώνου του δεν ανήκε στον Κωνσταντίνο ΛΑΛΙΑΜΟ. Λόγω δε
της μη κατάθεσης του δελτίου στην Ελληνική Ομοσπονδία Πυγμαχίας του τελευταίου,
άτομο με στοιχεία MIRJIAN PARROJ μπόρεσε να υφαρπάξει από το γραφείο το έντυπο
αίτησης δελτίου με την υπογραφή, το αντίγραφο ταυτότητας και τη φωτογραφία του
Κωνσταντίνου ΛΑΛΙΑΜΟΥ, άλλαξε την καρφιτσωμένη σε αυτό φωτογραφία και το
επέστρεψε στο γραφείο του προσφεύγοντος, ο οποίος στη συνέχεια το προώθησε στην
ως άνω Ομοσπονδία, η οποία παρά την εμφανή διαφορά των προσώπων στις δύο
φωτογραφίες (ταυτότητας και αίτησης δελτίου) προχώρησε στην έκδοση δελτίου επ’
ονόματι Κωνσταντίνου ΛΑΛΙΑΜΟΥ με τη φωτογραφία όμως του παραπάνω αλλοδαπού με
κωδικό αθλητή 15425 και κωδικό σωματείου 120, με συνέπεια μετά την αποχώρηση
του τελευταίου από την προπονητική εκγύμναση να χρησιμοποιείτο αντ’ αυτού ο
MIRJIAN PARROJ σε αθλητικές συναντήσεις, μεταξύ των οποίων και η κατά τα
παραπάνω αθλητική συνάντηση, κατά τη διάρκεια της οποίας καταλήφθηκε αυτός να τελούσε
υπό τη χρήση απαγορευμένων ουσιών, ήτοι να ήταν θετικός στο δείγμα ελέγχου (βλ.
σχετ. το υπ’ αριθμόν 1041/2-11- 2011 έγγραφο του Ε.Ο.Π. Και το με αριθμό εντολής
0612/2009 πρωτόκολλο ελέγχου ντόπινγκ του Ε.Σ.ΚΑ.Ν.), γεγονός, που είχε ως
συνέπεια να ασκηθεί ποινική δίωξη με βάση την υπ’ αριθμόν Α.Β.Μ. Γ 2009/7797
και ΕΓ 147/2010/76 παραγγελία του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος
του Κωνσταντίνου ΛΑΛΙΑΜΟΥ για παραβάσεις των διατάξεων του Ν. 2725/1999, όπως
προστέθηκε με το άρθρο 60 του Ν. 3057/2002 και αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με
το άρθρο 18 παρ. 4 του Ν. 3708/2008, καθώς, σύμφωνα με την από 30/11/2010
έκθεση ένορκης εξέτασης του προσφεύγοντος, αυτός φερόταν να είχε λάβει μέρος
στην αθλητική συνάντηση του Νοτίου Ομίλου στο Δ.Α.Κ. Έτσι, αυτός απέκτησε την
ιδιότητα του κατηγορούμενου και παραπέμφθηκε, προκειμένου να δικαστεί ενώπιον
του Ενάτου (Θ) Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 5ης
Απριλίου του έτους 2010. Ένεκα τούτου, ο Κωνσταντίνος ΛΑΛΙΑΜΟΣ υπέβαλε την υπ’
αριθμόν Δ 2011/4680 έγκληση-μήνυσή του σε βάρος μεταξύ άλλων προσώπων και του
προσφεύγοντος, επί της οποίας διατάχθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης
για τα αδικήματα: (α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού και κατ’
εξακολούθηση, (β) ψευδή καταμήνυση, (γ) υπόθαλψη εγκληματία κατά συναυτουργία,
(δ) παράβαση καθήκοντος και (ε) ψευδορκία μάρτυρος χωρίς όμως να επισυνάπτεται
οποιοδήποτε πιστοποιητικό πορείας επί της εγκλήσεως αυτής ή χωρίς να προκύπτει
έκδοση απόφασης Ποινικού Δικαστηρίου ως προς τα αδικήματα αυτά, έτσι ώστε να
αποτελέσουν τα πραγματικά περιστατικά αντικείμενο δικαιοδοτικής κρίσης.
Επιπλέον, προέκυψε ότι ο προσφεύγων κρίθηκε με την υπ’ αριθμόν 22/2012 απόφαση
της καθής η προσφυγή ως υπαίτιος των διατάξεων του άρθρου 130 του Ν. 2725/1999
και του Β.Δ/τος 26.9/7-10-1955, με το αιτιολογικό ότι σε γνώση του συμμετείχε
στα παραπάνω διαπραχθέντα αθλητικά και ποινικά εγκλήματα και χρησιμοποιούσε
ενώπιον των Αθλητικών Αρχών έγγραφα με ψευδές περιεχόμενο, με ψευδή λογότυπα
του Συλλόγου και ψευδή σφραγίδα αυτού, εκμεταλλευόμενος τον πλημμελή έλεγχο των
παραπάνω από τα κατά Νόμο αρμόδια προς τούτο πρόσωπα του Δ.Σ. του Σωματείου και
Γενικό Γραμματέα. Η απόφαση αυτή κατέστη απρόσβλητη, δεδομένου ότι παρήλθε
άπρακτη η προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν 9378/16.3.2012
έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Βασιλείου
Κουτρουμπή σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμόν πρωτ. 485/24 Απριλίου 2015 απαντητικό
έγγραφο της Γραμματείας του Α.Σ.Ε.Α.Δ. Ακολούθως, εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν
404551/2013 απόφαση του Πρώτου (Α) Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την
οποία ο προσφεύγων κρίθηκε αθώος της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξης της χρήσης
υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, με το σκεπτικό
ότι το φερόμενο ως πλαστό δελτίο ταυτότητας πυγμάχου με κωδικό 15425 δεν πληροί
το χαρακτήρα δημοσίου εγγράφου, χωρίς όμως το συγκεκριμένο Δικαστήριο να
υπεισέλθει στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι, σε έρευνα της βασιμότητας
των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, έτσι ώστε και αυτό το Δικαστήριο να
αχθεί σε κρίση και σε έκδοση απόφασης, προκειμένου να αποτελέσουν αντικείμενο
δικαιοδοτικής κρίσης, που με τη σειρά της θα αποτελέσει το αναγκαίο ως νέο
στοιχείο, προκειμένου να τύχει ανάλογης εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 525 του
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και να επαναληφθεί η διαδικασία σχετικά με την επιβληθείσα
ποινή από την καθής η προσφυγή σε βάρος του προσφεύγοντος. Ομοίως, δεν μπορούν
να θεωρηθούν ως νέα στοιχεία οι ένορκες καταθέσεις των προσώπων, που
εξετάστηκαν στα πλαίσια ποινικής προδικασίας, όπως του ΑΛΝΤΟ ΜΑΡΙΝΗ του
Theodor, του Ανδρέα ΜΑΛΑΤΟΥ του Λεωνίδα, του Κωνσταντίνου ΛΑΛΙΑΜΟΥ, της Πηγής
ΚΑΒΒΟΥΡΗ του Κωνσταντίνου και της Χριστίνας, Aldo MARINI του Theodor, καθώς
αυτοί ήδη είχαν εξεταστεί, με συνέπεια να μην πληρούται το στοιχείο του νέου
γεγονότος ή της απόδειξης, που να θεμελιώνει νομικά το αίτημα για επανάληψη της
διαδικασίας, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου
ότι αυτά τέθηκαν υπόψη της καθής η προσφυγή, κατά την εξέταση της αναφοράς-
καταγγελίας. Ομοίως και για τους ίδιους λόγους (= mutatis mutandis) τυγχάνει
απορριπτέος ο λόγος για παραβίαση της αρχής αναλογικότητας, εφόσον δεν μπορεί
να επαναληφθεί η διαδικασία και να εξεταστεί η ουσία της ένδικης υπόθεσης.
Τέλος, ο λόγος για πλημμέλεια του νομικού παραστάτη του προσφεύγοντος τυγχάνει
απορριπτέος, ως μη νόμιμος, καθώς στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία η
παράλειψη άσκησης του ενδίκου μέσου οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σε μη
ενημέρωση του εντολέως από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του, τούτο δεν μπορεί να
προταθεί για την αποτροπή των δυσμενών συνεπειών, που αναφύονται από το
δεδικασμένο, που ως θεσμός της δημόσιας τάξης και χάριν της ασφάλειας δικαίου
σαφώς και υπερισχύει της αθέτησης των όποιων προϋφιστάμενων ενοχικών
υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν από την εσωτερική σχέση, που συνδέει τον
εντολέα με τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του. Η δε επίκληση ενός τέτοιου ισχυρισμού
δεν ασκεί οποιαδήποτε έννομη επιρροή στην ανάπτυξη των συνεπειών από το
αμετάκλητο δικαιοδοτικής κρίσης ή της κρίσης πειθαρχικού ελέγχου. Κατόπιν
τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση η υπό κρίση προσφυγή τυγχάνει
απορριπτέα.
Τέλος, πρέπει να διαταχθεί
η κατάπτωση του κατατεθέντος για την προσφυγή παραβόλου σε ειδικό λογαριασμό
της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού (Γ.Γ.Α.), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου
126 παρ. 1 του Ν. 2725/1999.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ
αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ
την προσφυγή.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την κατάπτωση του κατατεθέντος για την προσφυγή παραβόλου
σε ειδικό λογαριασμό της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού (Γ.Γ.Α.).
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε
στο Μαρούσι στις 26-10-2016 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο στις 3-11-2016.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ
ΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ- ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΓΑΒΑΛΑΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΡΩΜΑΝΟΥ