ΙΔΕΑΔ

ΙΔΕΑΔ, Η ιστορία του άρθρου 41ΣΤ Ν.2725/1999: κάθε πέρσι και καλύτερα

 

Οπως ακριβώς είχαμε προβλέψει, για μια ακόμη φορά το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο για την πάταξη της βίας στα γήπεδα. Μόνο που, δυστυχώς, ούτε και ο Πρωθυπουργός κατανόησε, ,ότι το "τώρα ή ποτε" που "κραυγάσαμε" με την προηγούμενη ανάρτησή μας δεν αφορά την αντιμετώπιση της βίας αλλά της διαφθοράς που την υποθάλπει. Μόνο αν παταχθεί η διαφθορά της ποδοσφαιρικής εξουσίας υπάρχει ελπίδα και για την πάταξη της βίας στα γήπεδα.

Το ότι, δυστυχώς, συνολικά η Κυβέρνηση δεν έχει κατανοήσει τον ορθό τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος, καταδεικνύεται εύκολα από μια απλή παράθεση των ρυθμίσεων που από το 2002 και εντεύθεν έχουν νομοθετηθεί για την ποινική τιμωρία των παραβατικών συμπεριφορών βίας στα γήπεδα, με το άρθο 41ΣΤ του Ν. 2725/1999.

Επιγραμματικά η ιστορία του άρθρου 41ΣΤ παρ.6 Ν.2725/1999 περί μετατροπής και αναστολής των ποινών που επιβάλλονται για αδικήματα βίας στα γήπεδα έχει ως εξής:

1.Με το άρθρο 6 παρ.3 Ν.3262/2004 (νόμος Ορφανού) προστέθηκε στο άρθρο 41ΣΤ η απόλυτη απαγόρευση μετατροπής της ποινής που είχε ως εξής:

«Απαγορεύεται η μετατροπή της στερητικής ελευθερίας ποινής σε χρηματική στις περιπτώσεις των προηγουμένων παραγράφων 1,2 και 4 του άρθρου αυτού.»

Η διάταξη αφορούσε όλα τα προβλεπόμενα αδικήματα βίας, πλην αυτού της παρότρυνσης σε πράξεις βίας, ιδίως δημόσια ή δια του τύπου κλπ.

Με το άρθρο 6 παρ.5 του ιδίου νόμου προβλέφθηκε επίσης ότι:

«α. Τα αδικήματα του παρόντος άρθρου διώκονται αυτεπαγγέλτως. Καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο του τόπου τέλεσής τους. Για την εκδίκαση των αδικημάτων του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται υποχρεωτικά η διαδικασία των άρθρων 418 επ. Κ.Π.Δ.. Σε κάθε περίπτωση τα αδικήματα του παρόντος άρθρου εκδικάζονται εντός τριάντα ημερών. »

2. Με το άρθρο 20 παρ. 1 Ν. 3472/2006 (και πάλι νόμος Ορφανού) αυστηροποιήθηκε η παραπάνω διάταξη και πέραν της απαγόρευσης μετατροπής επέβαλε και την απόλυτη απαγόρευση αναστολής εκτέλεσης, με  εξαίρεση και πάλι των αδικημάτων της παρότρυνσης σε βία, προβλέποντας ότι:

 «Απαγορεύεται η μετατροπή σε χρηματική ποινή της στερητικής της ελευθερίας ποινής και η αναστολή εκτέλεσης αυτής, κατ’ εξαίρεση των άρθρων 99 επ. του Ποινικού Κώδικα, στις περιπτώσεις των αδικημάτων των προηγούμενων παραγράφων 1,2,3 και 4 του άρθρου αυτού».

3. Με το άρθρο 34 παρ.1 Ν. 3773/2009 (νόμος Ιωαννίδη), αντικαταστάθηκε επί το ηπιότερο η ως άνω διάταξη και προέβλεπε απαγόρευση μετατροπής και αναστολής μόνο σε περίπτωση υποτροπής, είχε δε ως εξής:

« Για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για τα αδικήματα των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται τα άρθρα 99 επ. ΠΚ, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο τελευταίο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Ως προς τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική εφαρμόζεται το άρθρο 82 ΠΚ. Σε περίπτωση υποτροπής, και ανεξάρτητα από το ύψος της αρχικά επιβληθείσας ποινής, δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης της ποινής που επιβλήθηκε ούτε επιτρέπεται η μετατροπή της σε χρηματική. Οι παρεπόμενες ποινές της περιπτώσεως α’της παραγράφου 7 του άρθρου 41 ΣΤ του παρόντος νόμου δεν αναστέλλονται σε καμία περίπτωση.»

4. Με το άρθρο 3 παρ.1 Ν. 4049/2012 (νόμος Γερουλάνου) προβλέπεται η υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις απαγόρευση μετατροπής και αναστολής, όπως και η υπό προϋποθέσεις δυνατότητα μετατροπής σε κοινωνική εργασία για όλα, πλέον, τα αδικήματα του άρθρου αυτού και  το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:

« α. Η ποινή για τις πιο πάνω πράξεις δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται σε περίπτωση που: (αα) Ο δράστης κατά την τέλεση των πιο πάνω πράξεων χρησιμοποίησε όπλο ή κάθε άλλου είδους μέσο, ικανό και πρόσφορο να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα τρίτων ή (ββ) Από τη βαρύτητα της πράξης, τις περιστάσεις τέλεσής της, από τα αίτια που ώθησαν τον δράστη σε αυτήν και την προσωπικότητά του προκύπτει αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον.

β. Στις παραπάνω περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί, κατ’ εξαίρεση, μετά από σχετικό αίτημα του καταδικασθέντος, να μετατρέπει την επιβληθείσα ποινή, ανεξαρτήτως του ύψους της, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά τους όρους του άρθρου 82 παρ. 6 επ. του Ποινικού Κώδικα, εφόσον κρίνει με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του ότι η επιβαλλόμενη κατά μετατροπή ποινή της παροχής κοινωφελούς εργασίας αρκεί για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση των εγκλημάτων του παρόντος άρθρου στο μέλλον.

γ. Σε περίπτωση καταδίκης για τις πράξεις των παραγράφων 1, 2, 4 και 5 του παρόντος, δεν επιτρέπεται η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας και δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης της ποινής όταν:(αα) Ο δράστης είναι υπότροπος ή τελεί κατά συνήθεια τις πιο πάνω πράξεις ή (ββ) ο δράστης κρίνεται από τις περιστάσεις τέλεσης ως ιδιαιτέρως επικίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα ή την περιουσία τρίτων ή την ομαλή εκτέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων.

5. Με το άρθρο 4 παρ.2 Ν.4326/2015 (νόμος Κοντονή) επαναφέρεται η απόλυτη απαγόρευση μετατροπής για όλα τα αδικήματα του άρθρου αυτού, διατηρείται η υπό προϋποθέσεις δυνατότητα αναστολής και η απόλυτη απαγόρευσή της  μόνο σε περίπτωση υποτροπής (όπως με το νόμο Ιωαννίδη), ως εξής:

 Το εδάφιο β΄ της παρ.  6 του άρθρου 41ΣΤ του Ν. 2725/1999, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«β. Η ποινή για τις πράξεις του παρόντος άρθρου δεν μετατρέπεται σε καμία περίπτωση. Το Δικαστήριο, εφόσον αναστείλει την εκτέλεση της ποινής, ανεξαρτήτως του ύψους αυτής, διατάσσει την υποχρέωση του καταδικασθέντος να διαμένει στην κατοικία του κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, για χρονικό διάστημα ίσο με την ανασταλείσα ποινή. Η παραβίαση του συγκεκριμένου όρου συνεπάγεται την άρση της αναστολής. Σε περίπτωση δεύτερης καταδίκης για αδίκημα του παρόντος νόμου, ανεξαρτήτως του ύψους των αθροιζόμενων ποινών, δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης της ποινής.»

6. Με το άρθρο 14 Ν. 4809/2021 ( νόμος Αυγενάκη), και μετά την ψήφιση του νέου ποινικού κώδικα που καταργεί την μετατροπή των πονών σε χρηματικές, η απόλυτη απαγόρευση μετατροπής του νόμου Κοντονή αντικαθίσταται πλέον σε απαγόρευση  μετατροπής της ποινής σε κοινωφελή εργασία,  διατηρείται όμως η υπό προϋποθέσεις δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης . Η συγκεκριμένη διάταξη έχει ως εξής:

«6. Στις περιπτώσεις των αξιόποινων πράξεων του παρόντος άρθρου, απαγορεύεται η οποιαδήποτε μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, καθώς και η αναστολή εκτέλεσης αυτής σύμφωνα με τα άρθρα 99 επ. Π.Κ. Κατ’ εξαίρεση το δικαστήριο με την απόφασή του δύναται να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής, αν κρίνει, με βάση ειδικά στοιχεία τα οποία μνημονεύονται στην αιτιολογία της απόφασης, ότι η εκτέλεσή της δεν είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων στο μέλλον, συνεκτιμώντας τα στοιχεία της προσωπικότητάς του και την όλως περιστασιακή δράση του.»

7. Σημειώνουμε, τέλος, ότι σύμφωνα με την υπό του άρθρου 7 Ν. 3057/2002 (νόμος Βενιζέλου) αρχική διατύπωση του άρθρου 41ΣΤ παρ.6 περ. β’, όπως αυτή επαναλαμβάνεται και στα μετέπειτα νομοθετήματα, καθώς και στον τελευταίο ισχύοντα νόμο 4809/2021, η έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα:

«β) Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης και η άσκηση εφέσεως δεν αναστέλλουν την εκτέλεσή τους. Η παρεπόμενη ποινή, που επιβλήθηκε κατά την παρ. 7, ουδέποτε αναστέλλεται.»

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Μόνο επί νόμου Ορφανού υπήρξε απόλυτη απαγόρευση μετατροπής και αναστολής εκτέλεσης της επιβαλλόμενης για αδικήματα βίας στα γήπεδα ποινής.

Με τον νόμο Ιωαννίδη η ανωτέρω απόλυτη απαγόρευση διατηρήθηκε μόνο για τους υποτρόπους.

Με τον νόμο Γερουλάνου συγκεκριμενοποιήθηκε η απαγόρευση μετατροπής και αναστολής μόνο στις περιπτώσεις χρησιμοποίησης όπλου ή άλλου παρόμοιου μέσου και όταν ο δράστης κρίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνος, ενώ εισάγεται και η παροχή κοινωνικής εργασίας ως μέσον μετατροπής της ποινής, όταν αυτή είναι δυνατή, συνεχίζεται δε η απόλυτη απαγόρευση για τους υποτρόπους.

Με το νόμο Κοντονή επαναφέρεται η απόλυτη απαγόρευση μετατροπής του νόμου Ορφανού, ενώ αφήνεται στη κρίση του Δικαστηρίου η χορήγηση αναστολής. Και εδώ απαγορεύεται απολύτως η αναστολή για τους υποτρόπους.

Με τον νόμο Αυγενάκη, και μετά την εισαγωγή του νέου ποινικού κωδικα, ως απολύτως απαγορευόμενη προβλέπεται πλέον μόνο η μετατροπή σε κοινωνική εργασία. Ομως αφήνεται και εδώ στη κρίση του Δικαστηρίου, αν από τις περιστάσεις προκύπτει η δυνατότητα χορήγησης αναστολής, ενώ δεν επαναλαμβάνεται η απόλυτη απαγόρευση αναστολής  για τους υποτρόπους.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι αν συγκρίνουμε την αυστηρότητα αντιμετώπισης του προβλήματος από τις παραπάνω ρυθμίσεις καταλήγουμε στο αβίαστο συμπέρασμα «κάθε πέρσι και καλύτερα»

Νεότερη Παλαιότερη

نموذج الاتصال