( Εισήγηση στην
ημερίδα "Δεν ξεχνώ-Πάντα τιμώ-Η ψυχή του δικεφάλου πάντα εδώ", Νέα Ιωνία 25-9-2021)
Εισαγωγικά
Ο δικέφαλος αετός
χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο μέσα στους αιώνες με διάφορες παραλλαγές από
διαφόρους λαούς και για διαφόρους λόγους, συμβολίζοντας κυρίως την παντοδυναμία
σε επίπεδο εθνικό, στρατιωτικό, θρησκευτικό κ.λ.π. Στη μάχη του Ματζικέρτ το
1071 οι Σελτζούκοι Τούρκοι κατατρόπωσαν τους Βυζαντινούς κάτω από την σκέπη του
ιδίου αυτού εμβλήματος.
Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως από την
εκκλησία, το βρίσκουμε όμως και σαν σύμβολο του ΓΕΣ, σαν έμβλημα συλλόγων, αλλά
και έμβλημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Ποια είναι όμως η σημασία του συμβόλου αυτού για το σύγχρονο
ελληνικό κράτος? Θρησκευτική? Αλυτρωτική? Μιλιταριστική? Ιστορική? Εθνικιστική?
Μια συνοπτική ιστορική αναδρομή στην χρήση του δικέφαλου
αετού ως συμβόλου μπορεί να μας απαντήσει στο ερώτημα.
Ιστορική αναδρομή
Με την δισυπόστατη μορφή του ο αετός πρωτοσυναντάται στην
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία, όταν ο Δίας απ’ το Ιερό των Δελφών, ελευθερώνει δύο
αετούς, έναν προς την ανατολή και έναν προς την δύση χαρακτηρίζοντας το ιερό
τέμενος του Απόλλωνα σαν ΟΜΦΑΛΟ ΤΗΣ ΓΗΣ! Διπλό αετό, μα στην ουσία μια
οντότητα, θα συναντήσομε εκ νέου στην ανατολική όψη του ναού του Δία στο όρος
Λύκαιον της Αρκαδίας, σύμφωνα με τον Μικρασιάτη στην καταγωγή περιηγητή
Παυσανία, όπως μας καταγράφει, το 120 π.Χ, στο έργο του “ΕΛΛΑΔΟΣ
ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ“
Στο Βυζάντιο ο δικέφαλος αετός εμβληματοποιήθηκε το έτος
1057 μ.Χ από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό , που δεν κατάγεται απ’ τον
Ελλαδικό χώρο, αλλά απ΄την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας, είναι όμως λάτρης και
μελετητής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Ο Ισαάκιος προχώρησε
στην καθιέρωση, για πρώτη φορά του ΔΙΚΕΦΑΛΟΥ ΑΕΤΟΥ σαν επίσημο έμβλημα της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεδομένου, μάλιστα, πως και στην πατρίδα του, την
Παφλαγονία, υπήρχε στην τοπική μυθολογία η μυθική θεότητα του Δικέφαλου Αετού,
με την τοπική ονομασία Χάγκα, η οποία αναπαραστάθηκε στο οικόσημο των Κομνηνών.
Ο σταυρός και η σφαίρα στα νύχια του αετού αντιπροσωπεύουν
τη διπλή εξουσία του αυτοκράτορα (κοσμική και πνευματική), και ο δικέφαλος
αετός την κυριαρχία των βυζαντινών αυτοκρατόρων από την ανατολή έως τη δύση.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρις,
πρώτος ηγεμόνας της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, παρέλαβε το έµβληµα και το
χρησιμοποίησε µε µία τροποποίηση. Στεφάνωσε το διάµεσο των κεφαλών, για να
ενισχύσει περαιτέρω την εγκυρότητα του νέου κράτους.
Το ίδιο έµβληµα
χρησιμοποίησε και το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Τα δύο κράτη επρόκειτο να
συγκρουστούν για τη διαδοχή της Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε νέα
τροποποίηση του συµβόλου από τον Ιωάννη Βατάτζη. Ο δικέφαλος πλέον έφερε στο
δεξί πόδι ρομφαία και στο αριστερό την υδρόγειο µε σταυρό στην κορυφή.
Η τελική επικράτηση
της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας στον αγώνα διαδοχής, το 1261, επισφράγισε και την
οριστική αλλαγή της επίσημης σημαίας, μέχρι την Άλωση της Πόλης, στις 29 Μαΐου
1453.
Η τελευταία μορφή του δικέφαλου αετού εγκαινιάστηκε από τον
Μιχαήλ Παλαιολόγο, ιδρυτή της τελευταίας δυναστείας, πού είχε την τιμή να
ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη από τούς Φράγκους. Συγκεκριμένα, στεφανώθηκαν
και οι δύο κεφαλές του αετού, προκειμένου να τιμηθούν οι δύο πρωτεύουσες της
δυναστείας: η Νίκαια και η Κωνσταντινούπολη. Η σημαία µἐ τον δικέφαλο αετό
κυμάτιζε στη Βασιλεύουσα μέχρι την ημέρα της Άλωσης.
Το έμβλημα αυτό καθιερώθηκε και από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο, που το χρησιμοποιούσε ως σύμβολο της θρησκευτικής εξουσίας της
Μεγάλης Εκκλησίας.
Μετά την Αλωση της
Πόλης ο δικέφαλος αετός παρέμεινε ως σύμβολο του Πατριαρχείου, το οποίο ουσιαστικά
είχε αναλάβει τη διαχείριση των χριστιανικών πληθυσμών στο εσωτερικό της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, εκφράζοντας έτσι την
απάντηση του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού στο
ιστορικό γεγονός της Αλωσης, αλλά και την συλλογική πεποίθησή του περί
της αναβίωσης τοῦ Βυζαντίου.
Ο πατριαρχικός δικέφαλος αετός, όπως δεσπόζει στον Ιερό Ναό
του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, είναι και σήμερα ο επίσημος θυρεός του
Πατριαρχείου.
Η πολιτισμική αξία
του συμβόλου στη νεώτερη Ελλάδα
Μετά την επανάσταση του 1821 το νέο ελληνικό κράτος δεν
νιώθει καμία οικειότητα με τον δικέφαλο αετό. Απεναντίας δείχνει να τον αγνοεί
σε όλα του τα σύμβολα. Ωστόσο, φαίνεται πως από τα μισά του 19ου αιώνα κάτι
αλλάζει. Είναι η εποχή που ο Παπαρρηγόπουλος θα ανακαλύψει στο Βυζάντιο τον
«Μεσαιωνικό Ελληνισμό», την «εθνική συνέχεια» από τους αρχαίους χρόνους. Αυτή
τη φορά ο δικέφαλος αετός θα χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή ταυτότητας. «Λίγα
χρόνια μετά την Επανάσταση -σημειώνει η Λίνα Λούβη (επίκουρος καθηγήτρια
ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)- το φιλελληνικό ρεύμα που ήταν διάχυτο σε
όλη σχεδόν την Ευρώπη, άρχισε σταδιακά να υποχωρεί. Οι Νεοέλληνες άρχισαν να
αμφισβητούνται από τους Ευρωπαίους, πράγμα που κλόνισε την εθνική τους
αυτοπεποίθηση. Παράλληλα, αμφισβητήθηκε το πιο πολύτιμο συστατικό της ύπαρξής
τους: η καταγωγή τους από τους αρχαίους Ελληνες. Από εκείνη την ώρα ρίχτηκαν σε
ένα μακρύ και περιπετειώδη αγώνα προκειμένου να αποδείξουν την καταγωγή τους.
Το μεγάλο βάρος έπεσε στην Ιστορία. Η ενδυνάμωση των σχέσεων με το Πατριαρχείο
(1850) προσέθεσε και ένα νέο συστατικό στοιχείο στην ελληνική εθνική ταυτότητα:
την ορθοδοξία που αντιδιαστελλόταν με την καθολική Δύση. Σταδιακά η πικρία και
η απογοήτευση από τη στάση των Δυνάμεων στις εθνικές περιπέτειες των Ελλήνων
όλο τον 19ο αιώνα εξελίχθηκε σε αποστροφή προς τη Δύση. Η ασαφής έννοια
«Ανατολή» γίνεται συγκεκριμένη. Δηλώνει κυρίως αντίσταση στη Δύση. Η ανατολική
ταυτότητα των Ελλήνων εκφράζεται πλέον με τον όρο «ελληνισμός» και
«ελληνικότητα».»
Να λοιπόν ποια είναι η μέγιστη πολιτισμική αξία του
δικέφαλου αετού για την νεώτερη Ελλάδα. Συνοψίζει το περιεχόμενο της νέας ταυτότητας
των Ελλήνων που συγκροτείται στα τέλη του 19ου αιώνα και αποτελείται από τη γλώσσα, την ιστορία, και κυρίως τη
θρησκεία.
Δεν έχει σχέση ούτε με μεγαλοϊδεατισμούς, ούτε με
εθνικιστικές ουτοπίες.
Είναι, όμως, το μόνο σύμβολο που μπορεί έλλογα να υποδηλώνει
τη συνέχεια της ελληνικότητας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και την
πολιτισμική ενότητα της αρχαίας,
βυζαντινής και νεώτερης Ελλάδας.
Είναι επίσης το σύμβολο που υποδηλώνει την άρρηκτη σχέση της
ορθοδοξίας προς το νέο ελληνικό κράτος, αφού μέσα στα 400 χρόνια οθωμανικής
υποδούλωσης μέσω της χρήσης του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξακολουθούσε να
υπενθυμίζει στους υπόδουλους Ελληνες τη σχέση τους με την Ιστορία τους.
Φυσικά, ο καθένας μπορεί να αποδίδει στα σύμβολα το νόημα
που αυτός θέλει ανάλογα με την οπτική γωνία που τα βλέπει μέσα στην ιστορική
τους διαδρομή. Το σίγουρο όμως είναι ότι για εμάς τους Ελληνες τον συμβολισμό
του δικέφαλου αετού, τον έχει νοηματοδοτήσει ο ίδιος ο χρόνος, η ίδια η
ιστορία.
Για εμάς τους Ελληνες δεν έχει και τόση σημασία το πως
εκφέρεται ανά χρονικές περιόδους το σύμβολο, ούτε και τα κατά καιρούς και
τόπους επί μέρους συμβολικά του σημαίνοντα. Δεν έχει σημασία το τι κρατάει στα
πόδια του ή με πόσα στεφάνια είναι
στεφανωμένος. Για εμάς τους Ελληνες ο δικέφαλος αετός δεν έχει ούτε
θρησκευτική, ούτε εθνική ή άλλη ιστορική αξία.
Εχει πρωτίστως
πολιτισμική αξία, ως σύμβολο της πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού από τον
Πόντο μέχρι την Κύπρο και από Δύση μέχρι Ανατολή. Και για τον λόγο αυτό αποκτά
ο συμβολισμός του δικεφάλου αετού ιδιαίτερη σημασία για το ελληνικό κράτος,
ιδιαίτερα φέτος, που γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια από την ίδρυσή του.
Αυτός είναι και ο λόγος που στο πλαίσιο των εφετινών Ιωνικών
Ημερών, αποφασίσαμε να αναδείξουμε την πολιτισμική αξία του δικέφαλου αετού με
την αθλητική και πολιτιστική εκδήλωση μνήμης και τιμής: Δεν ξεχνώ- Πάντα τιμώ-
Η ψυχή του δικεφάλου πάντα εδώ.
Η ψυχή του Δικεφάλου είναι εδώ για να μας υπενθυμίζει
διαρκώς, ότι μόνο όταν θυμόμαστε και τιμούμε την πολιτισμική και ιστορική μας
διαδρομή έχουμε ταυτότητα σαν πρόσωπα και σαν λαός, αλλά και συνέχεια μέσα στο
χρόνο.
Ας σημειώσουμε εδώ, ότι σε νομικό επίπεδο η συνέχεια αυτή
αποτυπώνεται στο Τμήμα Θ΄ περί δικαστικού της πρώτης εν Επιδαύρω
Εθνοσυνέλευσης: « Αχρι της κοινοποιήσεως των ειρημένων Κωδίκων αι πολιτικαί και
εγκληματικαί διαδικασίαι βάσιν έχουσιν τους Νόμους των αειμνήστων Χριστιανών
ημών Αυτοκρατόρων…».
Ελληνικός πολιτισμός
και Ορθοδοξία: οι δίδυμοι πύργοι της σύγχρονης Ελλάδας
Πέραν της πολιτισμικής μας συνέχειας, ο Δικέφαλος, χωρίς
ποτέ να υπήρξε σύμβολο της ελληνικής επανάστασης, σηματοδοτεί όμως και την επικράτηση των ιδανικών που οδήγησαν στη
σύσταση του νέου ελληνικού κράτους πριν 200
χρόνια, που είναι αναμφίβολα οι
αξίες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και η ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Και όσον αφορά τις πρώτες, έχουν ήδη αναδειχθεί ως η
αδιαμφισβήτητη συνεισφορά μας στον παγκόσμιο πολιτισμό. Όμως η επανάσταση του
1821 ανέδειξε και την δεύτερη, δηλαδή την Ορθοδοξία, ως πολιτισμικό μας
κεκτημένο, αφού μέσω αυτής διατηρήσαμε το πολιτισμικό μας στίγμα στα χρόνια της
τουρκοκρατίας.
«Μάχου υπερ πίστεως
και πατρίδος» προτρέπει ο
Υψηλάντης. «Όταν πήραμε τα όπλα,
πρώτα είπαμε υπέρ Πίστεως και ύστερα υπέρ Πατρίδος» μας διαβεβαιώνει ο Κολοκοτρώνης. «Συνέλευσιν
ενώπιον Θεού και ανθρώπων» συνομολόγησαν οι Ελληνες στην πρώτη εν Επιδαύρω
Εθνοσυνέλευση.
Συνάδει όμως ο
δογματισμός της θρησκευτικής πίστης με
τις αρχές και αξίες του αρχαιοελληνικού πνεύματος και τον ορθολογισμό του σύγχρονου
πολιτισμού? Για κάποιες θρησκείες σίγουρα όχι. Ο δογματισμός, όμως, της
ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας όχι μόνο συνάδει, αλλά θα λέγαμε βασίζεται
σ΄ αυτές.
Όταν ο Ιησούς έλεγε
«Εγώ ειμί η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή», όντως διετύπωνε ένα δόγμα. Όταν, όμως,
έλεγε « Ὅστις βούλεται ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν», βάσιζε το δόγμα
του στις αξίες της ελευθερίας και όχι του καταναγκασμού, της δημοκρατίας και
όχι του απολυταρχισμού, της αλληλεγγύης και όχι του ατομικισμού. Λέγοντας δε
«Απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» έθετε πρώτος Αυτός την
βάση για τον σεβασμό της κοσμικής
εξουσίας από τη χριστιανική θρησκεία, αλλά ακόμη και την διακριτή σχέση κράτους και εκκλησίας,
έτσι όπως και σήμερα την αντιλαμβανόμαστε.
Αρα, η ελευθερία, η
δημοκρατία και οι λοιπές αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος που η
αρχαία Ελλάδα και αργότερα ο διαφωτισμός ανέδειξαν ως
θεμέλιο της σύγχρονης κρατικής οργάνωσης και λειτουργίας και αποτελούν
πλέον παγκόσμιο πολιτισμικό κεκτημένο, δεν έρχονται σε καμία σύγκρουση προς την
χριστιανική διδασκαλία. Αντίθετα μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι τα
πολιτισμικά σημαίνοντα της χριστιανικής θρησκείας αποτελούν συνέχεια αυτών της
αρχαίας ελληνικής σκέψης, τα οποία ο Χριστιανισμός συμπλήρωσε με την λέξη «Αγάπη» ως κεντρικό
πολιτισμικό και ιδεολογικό άξονα της μελλοντικής τους εξέλιξης.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι ο διαχωρισμός της κοσμικής από την πνευματική
εξουσία που διακήρυξε ο Ιησούς αποτυπώνεται αυθεντικά μόνο στην ορθόδοξη
χριστιανική πίστη. Αντίθετα, ο καθολικισμός «μπερδεύει» δογματικά τις δύο
εξουσίες με αποτέλεσμα, ανάμεσα στις σύγχρονες μορφές θεοκρατίας να
συγκαταλέγονται ανέκαθεν και τα Παπικά Κράτη. Ετσι, ενώ ο Καθολικισμός
διαθέτει σήμερα, έστω και σημειολογικά,
ένα δικό του κράτος, το Βατικανό, η Ορθοδοξία δεν ενοχλείται καθόλου όταν το
Οικουμενικό της Πατριαρχείο εδρεύει επί αιώνες σε ένα, τελευταία ολοένα και
βαθύτερο, ισλαμικό κράτος.
Φυσικά, δεν
αναφερόμαστε καν στα παραδοσιακά θεοκρατικά κράτη, όπως το Ισραήλ ή τις
λεγόμενες ισλαμικές δημοκρατίες, όπως π.χ. το Αφγανιστάν επί διακυβέρνησης Ταλιμπάν ,η Ισλαμική
Δημοκρατία του Ιράν, ή η Σαουδική Αραβία. Και να μην ξεχνάμε, ότι η αραβική
λέξη Ισλαμ σημαίνει κατ΄ αρχήν «υποταγή ( στο θέλημα του Θεού)», ενώ για τον
χριστιανισμό της «Αγάπης, της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας» η προσέγγιση του
Θείου μόνο ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης είναι νοητή.
Η συνταγματική
κατοχύρωση της ορθόδοξης ταυτότητας του
Ελληνικού κράτους
Πώς αποτυπώνεται, όμως,
στο ελληνικό Σύνταγμα το κοινό
πολιτισμικό στίγμα Δημοκρατίας και Ορθοδοξίας?
Ηδη, ο πρώτος κανόνας της εν Επιδαύρω Εθνοσυνέλευσης ανάγει
την Ορθοδοξία σε επικρατούσα θρησκεία, «ανέχεται όμως η διοίκησις της Ελλάδος
πάσαν άλλην θρησκείαν, και αι τελεταί και ιεροπραγίαι εκάστης εξ αυτών
εκτελούνται ακωλύτως».
Με την προμετωπίδα
του, και το Σύνταγμα, ήδη από το πρώτο Σύνταγμα του 1844 μέχρι και
σήμερα, ανάγει σε ύψιστο συνταγματικό θεσμό την
ιστορικά, νομικά και ιδεολογικά αδιαμφισβήτητη θρησκευτική παράμετρο της
ίδρυσης του ελληνικού κράτους: «Εις το
όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», ακολούθως, δε, αναγνωρίζει ρητά στο άρθρο 3 παρ.1 Συντ. ότι «Eπικρατούσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η
θρησκεία της Aνατολικής Oρθόδοξης Eκκλησίας του Xριστού».
Συνάδει προς τις κοινά παραδεκτές και ισχύουσες σήμερα αξίες
και αρχές του δυτικού πολιτισμού η συνταγματική αναγνώριση επίσημης (
επικρατούσας) θρησκείας? Μπορεί το κράτος να υπηρετεί σήμερα τις αρχές της
δημοκρατίας και, συγχρόνως να υπηρετεί
και μια επικρατούσα θρησκεία, δηλαδή να δηλώνει, ουσιαστικά, ότι και το ίδιο
θρησκεύεται? Μήπως, τελικά, η προμετωπίδα αυτή του Συντάγματος παραπέμπει και
αυτή στη λειτουργία ενός ιδεολογικά ανελεύθερου
κράτους που καταργεί την βασική δικαιοκρατική αρχή του δυτικού
πολιτισμού για θρησκευτική ουδετερότητα και ανεξιθρησκεία?
Η απάντηση είναι «όχι». Διότι, προς αποφυγή τέτοιων
συνειρμών σπεύδει το Σύνταγμα στο άρθρο 13 να κατοχυρώσει την θρησκευτική
ελευθερία, στη δε παράγραφο 2 αυτού να διασφαλίσει, ότι «Kάθε γνωστή θρησκεία
είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την
προστασία των νόμων». Ετσι, με τον όρο
«επικρατούσα θρησκεία» , το ελληνικό
κράτος, ενώ δηλώνει ρητά την προσήλωσή του στον Χριαστιανισμό, δεν έρχεται να υποτάξει τους αλλοθρήσκους υπηκόους του στην
χριστιανική θρησκεία. Αλλωστε και η εντολή του Ιδρυτή της ήταν σαφής: «
Πορευθέντες μαθητεύσατε (όχι υποτάξατε) πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος».
Ετσι, σε συνδυασμό
και με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 13 παρ.2 περί απαγόρευσης του
προσηλιτισμού, το Σύναγμα της Ελλάδος επιτυγχάνει ένα τριπλό νομικό και
ιδεολογικό στόχο: δηλώνει ότι το ίδιο
ασπάζεται την χριστιανική θρησκεία
αποσκοπώντας στην διάδοσή της μέσω της μαθητείας και όχι της επιβολής ή
υποταγής, διακηρύσσει όχι μόνο την
θρησκευτική του ουδετερότητα, ανοχή και
ανεξιθρησκεία έναντι των άλλων
γνωστών θρησκειών αλλά και την προστασία τους από τον νόμο, συγχρόνως όμως
υπεραμύνεται της χριστιανικής θρησκείας
απαγορεύοντας τον προσηλυτισμό.
Αρκετοί, τόσο σε επίπεδο πολιτικοϊδεολογικό, όσο και σε
επίπεδο νομικό ερμηνεύουν τον συνδυασμό
των παραπάνω διατάξεων ως απλή περιγραφή της επικρατούσας κατάστασης και όχι ως θεμελίωση της θρησκευτικής ταυτότητας του κράτους, θεωρώντας αδιανόητο για τις
σύγχρονες δημοκρατίες του δυτικού πολιτισμού την ύπαρξη «θρησκευομένου» κράτους, διότι ταυτίζουν την θρησκευτική ταυτότητα του κράτους με την
θεοκρατία, δηλαδή την άσκηση της κρατικής εξουσίας από το ιερατείο της
επικρατούσας θρησκείας.
Με την άποψη αυτή συντάσσεται και το Συμβούλιο της
Επικρατείας (ΣτΕ 660/2018 -Ολομ.),
δεχόμενο ότι η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 Σ. αναφορά ως “επικρατούσης” στην
Ελλάδα, της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού αποτελούσε
μεν την εναρκτήρια διάταξη όλων των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων (1844, 1864,
1911, 1927, 1952) και συνιστά μέχρι σήμερα βασικό στοιχείο της συνταγματικής
παραδόσεως της Χώρας. Ομως, "η αναφορά αυτή -όπως άλλωστε, και η επίκληση
στην κεφαλίδα του Συντάγματος, της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»-
συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του
Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο
της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την
θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν
στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως π.χ. η καθιέρωση
χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον
δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα (πρβλ. και ΣτΕ Ολομ. 100/2017)".
Φοβούμενη τη «ρετσινιά» της θεοκρατίας, ακόμη και η
Εκκλησία της Ελλάδος στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος
παρουσιάζεται πολύ διστακτική, θα έλεγα φοβική, και σπεύδει να δηλώσει ότι και
η ίδια αναγνωρίζει μόνο ιστορική, απλώς περιγραφική της κατάστασης, και όχι ουσιαστική για την ταυτότητα του
κράτους σημασία στον όρο «επικρατούσα θρησκεία».
Όμως, όπως προαναφέραμε, τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει, διότι
είναι η ίδια η Ορθοδοξία που τον αποτρέπει.
Το Σύνταγμα του 1975/1986, παρά το γεγονός ότι , χάριν της
θρησκευτικής ουδετερότητας, έχει επιφέρει αρκετές απομειώσεις επί μέρους
στοιχείων της θρησκευτικής ταυτότητας και λειτουργίας του κράτους σε σύγκριση
με το Σύνταγμα του 1952, εξακολουθεί να αναγνωρίζει την ορθόδοξη ταυτότητα του
ελληνικού κράτους, επιτάσσοντας, βέβαια, στον Νομοθέτη θρησκευτική ουδετερότητα κατά την
συνταγματική του λειτουργία.
Όμως, προσοχή. Θρησκευτική ουδετερότητα δεν σημαίνει και
παραμέληση της βασικής υποχρέωσης του κράτους για την διαφύλαξη και
προαγωγή των πολιτισμικών σημαινόντων
της Ορθοδοξίας. Διότι με τις διατάξεις
που προαναφέραμε το Σύνταγμα εξ ίσου
επιτάσσει τον κοινό Νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να
διαφυλάττουν την Ορθόδοξη Παράδοση, όπως διαμορφώθηκε κυρίως από τους Πατέρες
της Εκκλησίας. Τα όργανα του Κράτους δεν έχουν την εξουσία να θεσπίζουν
ρυθμίσεις που υποβαθμίζουν την Ορθοδοξία στο επίπεδο μιας οποιασδήποτε
θρησκείας. Αντίθετα, έχουν την υποχρέωση να παρέχουν στους Έλληνες όλα τα
απαραίτητα μέσα για τη γνώση, τη προαγωγή και την επαλήθευση του τρόπου με τον
οποίο το ορθόδοξο δόγμα μετουσιώνεται σε βίωμα του ελληνικού λαού.
Επίλογος: Η
εμβληματοποίηση της σχέσης κράτους Εκκλησίας από τον Δικέφαλο αετό
Αυτήν ακριβώς την ανάγκη τήρησης των λεπτών ισορροπιών
μεταξύ κράτους και εκκλησίας με τους απαραίτητους συμβιβασμούς και τις μεταξύ
τους αμφίδρομες αναγνωρίσεις είναι και πάλι ο δικέφαλος αετός, ο οποίος ακόμη
και σήμερα, ως σύμβολο της πολιτισμικής
συνέχειας του Ελληνισμού, μόνος αυτός μπορεί να εμβληματοποιήσει στην κοινωνία.
Και είναι μόνο ο Δικέφαλος που εμβληματικά μας υπενθυμίζει,
ότι αν συγκεράσουμε ιδεολογικά τις αρχές
και αξίες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού με αυτές της Ορθοδοξίας ως δομικών
στοιχείων της σύγχρονης πολιτισμικής μας ταυτότητας, μπορούμε πλέον να μιλάμε
όχι απλώς για ταυτότητα, αλλά για μοναδικότητα του σύγχρονου ελληνικού κράτους,
στο να συνέχει τα δύο αυτά πολιτισμικά μας κεκτημένα και να τα αναδεικνύει σε
κινητήριο μοχλό του παγκόσμιου πολιτισμού.