«Είναι
η ομάδα που υποστηρίζεις κάτι παραπάνω από μια εταιρεία;». Η απάντηση στο ερώτημα
αυτό είναι σίγουρα καταφατική σε όποιον φίλαθλο και αν την κάνεις ανά τον κόσμο.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν ο συναισθηματισμός φεύγει και μένουν οι αριθμοί; Όταν
σταματάει το τραγούδι στις κερκίδες και ξεκινάει η δουλειά στα γραφεία;
Τα τελευταία χρόνια, αρκετές
είναι οι ομάδες που είτε λόγω χρεών είτε λόγω εφεύρεσης ενός τεχνάσματος
απαλλαγής από αυτά, καταφεύγουν στον δρόμο του υποβιβασμού στις κατώτερες
κατηγορίες, στην πτώχευσης και στη δημιουργία μιας νέας εταιρικής μορφής που
αναπληρώνει αγωνιστικά την προϋπάρχουσα νομική οντότητα. Ομάδες όπως η φιναλίστ
του Europe League
2015 FC Dnipro,
η Ραπίντ Βουκουρεστίου αλλά και ελληνικές όπως η Α.Ε.Κ., ο Άρης, ο Ο.Φ.Η., η Α.Ε.Λ.
και προσφάτως ο Πανιώνιος, επέλεξαν τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο προκειμένου να
λυτρωθούν από την οικονομική δύνη στην οποία βρισκόντουσαν.
Ποιο είναι, όμως, το νομικό
πλαίσιο της FIFA
για τις περιπτώσεις αυτές; Ποια η νομολογία του CAS; Τι ακριβώς ισχύει στην Ελλάδα και
πως οφείλουν να συνδυάζονται όλα αυτά στο πλαίσιο της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού
και του Lex Sportiva;
Δεδομένου ότι τόσο στο FIFA
Regulations on the Status and Transfer of Players
όσο και στο Rules Governing the Procedures of the Players’
Status Committee and the Dispute Resolution Chamber δεν απαντάται κάποια ρύθμιση που να ορίζει την
διαδικασία που ακολουθείται στην περίπτωση που ένα κλαμπ οδηγείται σε πτώχευση,
η νομολογία του CAS
(και σε πρότερο στάδιο των δικαιοδοτικών οργάνων της FIFA) επωμίστηκε το βάρος να ορίσει τη
διαδικασία αυτή καθώς και τα δικαιώματα των μερών. Ας δούμε, λοιπόν, το ισχύον
νομικό πλαίσιο μέσα από απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα.
-
Μπορεί να κατατεθεί αίτημα αναγνώρισης
χρέους, ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της FIFA,
σε περίπτωση που το κλαμπ βρίσκεται ή πρόκειται να εισέλθει σε διαδικασία
πτώχευσης;
Η
απάντηση είναι, ναι. Ένας βασικός διαχωρισμός που πρέπει να γίνει, σχετικά με
αυτό το καίριο ερώτημα, είναι ανάμεσα στο αναγνωριστικό σκέλος μιας απόφασης
και στην εκτέλεση αυτής. Ήταν πάγια τακτική της FIFA να «κλείνει» οποιαδήποτε υπόθεση
αφορούσε κλαμπ υπό πτώχευση, με την νομική βάση του εθιμικού δικαίου γύρω
από τις περιπτώσεις αυτές και να αρχειοθετεί τα σχετικά αιτήματα, ακόμα και
αν αυτά είχαν απλώς αναγνωριστικό χαρακτήρα, αρνούμενη ότι το παρόν αίτημα
εμπίπτει στην δικαιοδοσία της. Το ζήτημα αυτό έχει πλέον λυθεί από το CAS, που διαχωρίζει ξεκάθαρα την
αναγνώριση χρέους από την εκτέλεση της απόφασης αυτής, ακόμα και αν το καθ’ου
κλαμπ βρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης. (βλ. CAS 2011/A/2586, CAS 2012/A/2754 και CAS
2017/A/5460). Επομένως, ενδείκνυται να κατατίθεται σχετικό αίτημα ενώπιον
αθλητικών δικαιοδοτικών οργάνων προκειμένου να χορηγηθεί αναγνωριστική απόφαση,
η οποία θα κατέχει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης.
-
Το άρθρο 6 των Procedural Rules τονίζει πως μόνο μέλη της FIFA (ή ακόμα πιο έγκυρα, μέλη της
λεγόμενης «ποδοσφαιρικής οικογένειας») μπορούν να είναι διάδικοι ενώπιον των
δικαιοδοτικών της οργάνων. Ένα κλαμπ που πτωχεύει παύει να είναι μέλος της
εκάστοτε ομοσπονδίας και επομένως της FIFA. Τι συμβαίνει στην περίπτωση αυτή;
Το
άρθρο 6 των Procedural Rules αναφέρεται στο ζήτημα της
δικαιοδοσίας. Όντως για να είναι διάδικο ένα μέρος ενώπιον των δικαιοδοτικών
οργάνων της FIFA, πρέπει να είναι και μέλος της
παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου. Είναι δεδομένο πως ένα κλαμπ όταν
εισέρχεται σε διαδικασία πτώχευσης, παύει την οποιαδήποτε σύνδεση του με την
εκάστοτε εθνική ομοσπονδία και άρα με την FIFA. Το CAS κλήθηκε να δώσει λύση και σε αυτό
το ζήτημα. Συγκεκριμένα, στις υπ’ αρίθμ. CAS 2016/A/4918 και CAS 2012/A/2983
αποφάσεις του, έκρινε πως αφενός το άρθρο 6 σχετίζεται με την δικαιοδοσία του
αιτήματος και όχι με το παραδεκτό (γεγονός που θα επέβαλλε να υφίσταται η
ιδιότητα του μέλους καθ΄ όλη την διάρκεια της δικαιοδοτικής διαδικασίας) και εκ
τούτου όρισε πως η FIFA
οφείλει να εξετάσει την ιδιότητα μέλους των μερών κατά την ημερομηνία κατάθεσης
του αιτήματος και όχι κατά την εκδίκαση. Επομένως, οφείλει να εξετάζεται κατά
την κατάθεση του αιτήματος το καθεστώς ιδιότητας ή μη των μελών, ακόμα και αν
εν συνεχεία το κλαμπ για παράδειγμα την απωλέσει, λόγω πτώχευσης.
-
Τι ισχύει με το παραδεκτό των
αιτημάτων; Ποια τα κύρια στοιχεία υπό εξέταση; Εναντίον τίνος θα στραφεί το
αίτημά; Ποιος ο ρόλος του εθνικού δικαίου στην περίπτωση αυτή;
Το
κανονιστικό πλαίσιο της FIFA
σιωπά πλήρως και στα υπό εξέταση ερωτήματα. Επομένως, η λύση δίνεται πάλι μέσω
της νομολογίας του CAS
σε συνδυασμό με το Ελβετικό Δίκαιο. Συγκεκριμένα, το κατά πόσο υφίσταται η
νομική ικανότητα ενός κλαμπ να εναχθεί ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου, κρίνεται
αυστηρά μέσω του εθνικού δικαίου στο οποίο εντάσσεται. Βάσει αυτού, αναζητείται
η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο το κλαμπ νομικά υφίσταται, διατηρεί δικαιώματα
και υποχρεώσεις και άρα μπορεί να εναχθεί. Με βάση το εθνικό δίκαιο, οφείλει να
διασαφηνιστεί και το (νομικό) πρόσωπο που νομιμοποιείται παθητικά. Στο σημείο
αυτό, οφείλει να τονιστεί το γεγονός πως το CAS δέχεται να στραφεί κάποιο
αίτημα/προσφυγή εναντίον του κλαμπ, ακόμα και αν αυτό λόγω πτώχευσης διοικείται
μέσω ενός τρίτου (νομικού) προσώπου εάν και εφόσον οι πράξεις αυτού του τρίτου
έχουν άμεση σχέση και ισχύ με το υπό πτώχευση κλαμπ. Το πλαίσιο αυτό
προσδιορίζεται από τον συνδυασμό των κάτωθι αποφάσεων του CAS. CAS 2012/A/2985, CAS 2014/A/3547, CAS 2017/A/4807 και CAS 2017/A/5054.
-
Τι ισχύει για την ρήτρα διαιτησίας
στα πλαίσια διαδικασιών πτώχευσης;
Είναι
αληθές ότι οι διαδικασίες πτώχευσης αποτελούν τον πυρήνα της δημόσιας τάξης στα
πλαίσια κάθε εθνικής έννομης τάξης. Τα μέρη που συμμετέχουν σε αυτές οφείλουν
να υπακούσουν απαρέγκλιτα στους κανόνες αυτούς και τα όργανα που τις
διεκπεραιώνουν συνήθως φέρουν δημόσια εξουσία στα πλαίσια του έργου τους.
Επίσης, είναι αληθές ότι στην ευρεία πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών δεν
αναγνωρίζεται η δυνατότητα διαιτησίας ως μέσο δικαστικής επίλυσης διαφορών στα
πλαίσια πτωχευτικών διαδικασιών. Παρόλα αυτά, η κατάσταση είναι τελείως
διαφορετική στους κόλπους της FIFA
και του CAS, τα οποία αμφότερα δικάζουν με
βάση, κατά κύριο λόγο, το Ελβετικό Δίκαιο. Κομβικό ρόλο στο ερώτημα αυτό παίζει
το Federal Statute on Private International Law (PILA) και πιο συγκεκριμένα το 12o κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο
στην διεθνή διαιτησία στα πλαίσια της Ελβετικής έννομης τάξης (άρθρα 178
επόμενα). Το Διαιτητικό Δικαστήριο έκρινε ότι η διαιτητική ρήτρα επιβιώνει της
έναρξης των πτωχευτικών διαδικασιών και γι’ αυτό διατηρείται ακέραια η
δυνατότητα των μερών να στραφούν προς τη FIFA (και το CAS), προκειμένου να υπερασπιστούν τα
συμφέροντά τους, αρκεί η ρήτρα διαιτησίας να τηρεί τις τυπικές προϋποθέσεις που
τίθενται από το Ελβετικό Δίκαιο (έγγραφος τύπος κλπ). Παραμένει, βέβαια, το
ερώτημα με ποιον τρόπο μπορεί να εφαρμοστεί στα πλαίσια της εθνικής πτωχευτικής
διαδικασίας μια απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Οι επιλογές, κυρίως,
εξαντλούνται είτε στα πλαίσια της αθλητικής δικαιοσύνης, είτε στην αναγνώριση
της διαιτητικής απόφασης από εθνικό δικαστήριο όπως ορίζεται στη Συνθήκη της
Νέας Υόρκης του 1958.
Ας
θεωρήσουμε στο σημείο αυτό, έχοντας υπόψιν όλα τα ανωτέρω στοιχεία, πως έχουμε
καταφέρει την έκδοση μιας απόφασης υπέρ του εντολέα από τα δικαιοδοτικά όργανα
της FIFA ή
το CAS και φτάνει η στιγμή της
εκτέλεσης. Οι επιλογές που υφίστανται είναι δύο.
Με
βάση το άρθρο 55 του FIFA Disciplinary Code, δύναται η FIFA να «κλείσει» την υπόθεση και να
μην προβεί στην εκτέλεση της απόφασης, εφόσον το κλαμπ έχει ξεκινήσει
πτωχευτικές διαδικασίες (ή διαδικασίες συνδιαλλαγής) ή έχει πάψει να είναι
συνδεδεμένο με την εθνική του ομοσπονδία ποδοσφαίρου, ουσιαστικά να έχει πάψει
να υφίσταται νομικά. Το άρθρο αυτό ενσαρκώνει την αρχή του έννομου συμφέροντος
υπό το πρίσμα του Ελβετικού Δικαίου. Δύναται μάλιστα να εφαρμοστεί και σε
πρότερο στάδιο της διαδικασίας (πχ. κατά την κατάθεση του αιτήματος), εφόσον
κριθεί ότι ο αιτών δεν έχει κάποιο έννομο συμφέρον από την υπάρχουσα διαμάχη,
πιθανόν λόγω πλήρους «νομικής εξαφάνισης» του κλαμπ.
Η
δεύτερη επιλογή που υφίσταται, αποτυπώνεται στον θεσμό του αθλητικού
διαδόχου όπως αυτός περιγράφεται στο άρθρο 15 του FIFA DC. Συγκεκριμένα, δύναται να εκτελεστεί
η απόφαση των δικαιοδοτικών οργάνων της FIFA ή του CAS εναντίον του
κλαμπ που διαδέχθηκε αθλητικά τον οφειλέτη στο ποδοσφαιρικό στερέωμα. Στο εν
λόγω άρθρο ορίζονται ενδεικτικά ορισμένα κριτήρια βάσει των οποίων
αποδεικνύεται η αθλητική διαδοχή των δύο νομικών οντοτήτων, για παράδειγμα τα
ίδια χρώματα, η ταύτιση των φιλάθλων, το ίδιο ή παρόμοιο σήμα, οι διευθύνσεις
των γραφείων, το γήπεδο κ.ο.κ.
Η
νομική βάση στην οποία στηρίζεται ο θεσμός του αθλητικού διαδόχου, εντοπίζεται
κατά κύριο λόγο στην έννοια του Lex Sportiva και της ιδιαιτερότητας του
αθλητισμού (specificity of sports). Τα
νομικά δόγματα αυτά αποτελούν τον βασικό άξονα γύρω από τον οποίο διαμορφώνεται
και εφαρμόζεται το αθλητικό δίκαιο ανά τον κόσμο, τόσο σε επίπεδο κανονιστικό
όσο και δικαιοδοτικό. Βάσει αυτών, ορίζεται ουσιαστικά η δυνατότητα προσαρμογής
του εκάστοτε νομικού πλαισίου στις ιδιαιτερότητες που εμφανίζει ο κόσμος του
αθλητισμού και εν προκειμένω του ποδοσφαίρου. Εξαιρέσεις όπως αυτή του ελάχιστου
αριθμού γηγενών αθλητών στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις ή της κεντρικής
διαχείρισης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων από την UEFA στους αγώνες του Champions League και Europa League είναι κάποια ενδεικτικά
παραδείγματα εφαρμογής της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού.
Στο
ίδιο πλαίσιο, υιοθετήθηκε και εφαρμόζεται από την FIFA και το CAS και ο θεσμός του αθλητικού
διαδόχου. Παρότι η FIFA
δέχεται ότι στα πλαίσια της εθνικής νομοθεσίας, η νομική μορφή του κλαμπ μπορεί
να έχει αλλάξει ή ακόμα και να πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική νομική
οντότητα, εν τούτοις ορίζει πως η απόφαση εναντίον της προηγούμενης εταιρείας
μπορεί να εκτελεστεί και κατά του «νέου» κλαμπ που δημιουργείται. Αυτό ορίζεται,
διότι η FIFA αντιλαμβάνεται την ανάγκη να
υπάρχει μια συνέχεια στα πλαίσια της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας και μια
εξασφάλιση της συμβατικής σταθερότητας ανάμεσα στους δρώντες. Είναι ουσιαστικά
η απάντηση στο νομικό κενό που δημιουργήθηκε με την χρήση νομικών τεχνασμάτων
της εκάστοτε εθνικής νομοθεσίας για να απαλλαγούν από υπέρογκα χρέη τα κλαμπ,
εις βάρος του αδύναμου μέρους της σύμβασης, δηλαδή των ποδοσφαιριστών. Επιπλέον,
η FIFA αναγνωρίζει και μια διαφορετική
οπτική με βάση την ιδιαιτερότητα του αθλητισμού. Όταν ένας νέος ιδιοκτήτης
αποκτά ένα ποδοσφαιρικό κλαμπ ή δημιουργεί μια νέα νομική οντότητα που
αντικαθιστά στο αθλητικό στερέωμα την προηγούμενη υπό πτώχευση εταιρεία, πέραν
των υπό στενή εταιρική έννοια περιουσιακών στοιχείων που αποκτά, επωφελείται επιπλέον
από τα αθλητικά χαρακτηριστικά αυτής της εταιρείας. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, η FIFA ότι τα ποδοσφαιρικά κλαμπ δεν
είναι απλά εμπορικές εταιρείες, αλλά κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό. Ο
νέος, λοιπόν, ιδιοκτήτης δεν αποκτά απλά τις μετοχές μιας εταιρείας. Αποκτά την
φήμη της, τον συναισθηματικό πόλο των φιλάθλων που ακολουθούν αυτήν την
εταιρία, την ιστορία της κ.ο.κ. Γίνεται μέρος, ουσιαστικά, της ιστορικής συνέχειας
του κλαμπ. Αυτήν την ιστορική συνέχεια, επομένως, αντιλαμβάνεται και στο άρθρο
15 του πειθαρχικού της κώδικα η FIFA,
ορίζοντας μέσω της νομολογίας της, ότι ως αθλητικός διάδοχος οφείλει να
εκλαμβάνεται το κλαμπ το οποίο, στα μάτια ενός αντικειμενικού τρίτου, αποτελεί
την συνέχεια του προϋπάρχοντoς
κλαμπ που διαδέχθηκε. Εφόσον το κριτήριο αυτό τηρείται, η νέα νομική οντότητα
οφείλει να επωμιστεί τα αθλητικά χρέη της προηγούμενης.
-
Αποτελεί η συμμετοχή στην
πτωχευτική διαδικασία αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να στραφείς κατά του
αθλητικού διαδόχου, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Πειθαρχικού Κώδικα της FIFA;
Η
απάντηση είναι πως ναι. Στο ζήτημα αυτό κλήθηκε να απαντήσει το CAS στην υπ’ αριθμ. CAS 2011/Α/2646 απόφασή
του, ορίζοντας ότι ο δανειστής (ποδοσφαιριστής, προπονητής, τρίτο κλαμπ κ.ο.κ.)
οφείλει να συμμετάσχει στην πτωχευτική διαδικασία επιζητώντας την ικανοποίηση
της απαιτήσεώς του. Παρ’ όλα αυτά αναγνωρίζει και το ίδιο το Διαιτητικό
Δικαστήριο πως η επιλογή αυτή κατά πάσα πιθανότητα θα είναι τουλάχιστον
ημιτελής ή πλήρως ατελέσφορη. Εν τούτοις, η συμμετοχή στην πτωχευτική
διαδικασία κρίνεται απαραίτητη προτού στραφεί ο δανειστής κατά του αθλητικού
διαδόχου.
Η
Ελληνική πραγματικότητα.
Στην
ελληνική έννομη τάξη, το ζήτημα της πτώχευσης των κλαμπ και της ικανοποίησης
των δανειστών, ρυθμίζεται κατά κύριο λόγο από το άρθρο 111 του ν.2725/1999
(όπως ισχύει σήμερα) και τα άρθρα 4 και 5 του Παραρτήματος 01 του Κανονισμού
Αγώνων Ποδοσφαίρου της ΕΠΟ.
Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων,
προκύπτει αρχικά η εκ του νόμου υποχρεωτική θέση σε καθεστώς εκκαθάρισης των
Π.Α.Ε. που το αγωνιστικό τους τμήμα υποβιβάζεται σε ερασιτεχνική κατηγορία. Την
υπό εκκαθάριση Π.Α.Ε. αντικαθιστά το ιδρυτικό σωματείο ως προς την συμμετοχή
στις κατηγορίες αυτές. Σε περίπτωση δε που το σωματείο καταφέρει εκ νέου τον
προβιβασμό σε επαγγελματική κατηγορία, μια νέα Π.Α.Ε. δημιουργείται. Η νέα
Π.Α.Ε. βάσει νόμου οφείλει να τηρεί όλα εκείνα τα στοιχεία που θέτει η FIFA για τον αθλητικό διάδοχο
στο άρθρο 15 του FIFA DC. Επιπλέον, το ιδρυτικό σωματείο
συμμετέχει σε ποσοστό 10% στη μετοχική σύνθεση της νέας Π.Α.Ε.
Σημείο κλειδί στο κανονιστικό
πλαίσιο, αποτελεί η διάταξη που ορίζει ότι η νέα Π.Α.Ε. υπεισέρχεται σε ποσοστό
50% στα χρέη που διατηρούσε η προηγούμενη μόνον εφόσον η παλαιά Π.Α.Ε. έχει
υποβιβαστεί και/ή τεθεί υπό εκκαθάριση κατά την αγωνιστική περίοδο 2016/2017
και εντεύθεν. Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις, ο νόμος δεν αναγνωρίζει καμία
δυνατότητα δικαστικής προστασίας στο πρόσωπο των δανειστών.
Ωστόσο,
γίνεται σαφές πως σε καμία περίπτωση η εν λόγω διάταξη δεν ενσαρκώνει το δόγμα
του Lex Sportiva ούτε
της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού και αυτό διότι δημιουργείται ένα
εξαιρετικά μικρό παράθυρο για να διεκδικήσει ο δανειστής την ικανοποίηση της
απαίτησής του. Συγκεκριμένα, η πλήρης εφαρμογή της διάταξης οδηγεί στο
συμπέρασμα πως μόνο ένα μικρό σύνολο νέων ΠΑΕ οφείλουν να επωμιστούν τα χρέη
της παλαιότερης νομικής οντότητας, καθότι το «ταχύτερο» δυνατό σενάριο
προβλέπει πως η παλαιά ΠΑΕ έχει υποβιβαστεί στο τέλος της αγωνιστικής περιόδου
2016-2017 και έχει καταφέρει να προβιβαστεί στο τέλος της επόμενης, 2017-2018.
Αξιοσημείωτο είναι επιπλέον το γεγονός ότι στο εν λόγω πλαίσιο δεν εμπίπτει
καμία από τις λεγόμενες «μεγάλες ομάδες» του ελληνικού ποδοσφαίρου που έχουν
ακολουθήσει το μονοπάτι του υποβιβασμού και την δημιουργία νέας ΠΑΕ, ούτε εν
γένει κάποια από τις ΠΑΕ που απαρτίζουν αυτήν τη στιγμή την πρώτη εθνική
κατηγορία.
Επίσης, κομβικός είναι ο
διαχωρισμός σχετικά με τον τρόπο που η νέα ΠΑΕ υπεισέρχεται στα χρέη της
προηγούμενης. Συγκεκριμένα, αναλαμβάνει αυτοδικαίως
το 50% των αγωνιστικών χρεών της παλαιάς ΠΑΕ αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Η
διάταξη αυτή ουσιαστικά δίνει το δικαίωμα στον δανειστή να στραφεί ευθέως κατά
της νεοϊδρυθείσας ΠΑΕ προκειμένου να ικανοποιήσει την «αγωνιστική» απαίτησή
του. Η δυνατότητα αυτή γίνεται ακόμα πιο εμφανής από την διάταξη που ορίζει πως
για το υπολειπόμενο 50% ο δανειστής οφείλει να διεκδικήσει την ικανοποίησή του
από την παλαιά ΠΑΕ και να στραφεί κατά της νέας μόνο εφόσον η διεκδίκησή του
αυτή δεν τελεσφορήσει σε τελεσίδικο βαθμό. Τέλος, οφείλει να τονιστεί η
δυνατότητα αναγωγής της νέας ΠΑΕ κατά της παλαιάς για κάθε χρέος που αυτή
εξοφλεί.
Επομένως, οι διαφορές και οι ομοιότητες
με το νομικό πλαίσιο της FIFA
είναι εμφανείς. Ο θεσμός του αθλητικού διαδόχου αναγνωρίζεται και στην
εσωτερική έννομη τάξη και μάλιστα με εκ νόμου επιβολή. Μολαταύτα, γίνεται σαφής
διαχωρισμός ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο δανειστής μπορεί να διεκδικήσει
την απαίτησή του. Συγκεκριμένα, ο ίδιος ο νόμος ορίζει ότι στην Ελλάδα οφείλει
ο δανειστής να διεκδικήσει το 50% πρωτίστως έναντι της παλαιάς ΠΑΕ (ενδεχομένως
μέσω συμμετοχής στην πτωχευτική διαδικασία, των πολιτικών δικαστηρίων κ.ο.κ.) και
μόνο εφόσον η αξίωση δεν ικανοποιηθεί πλήρως δύναται να στραφεί κατά της νέας
ΠΑΕ. Παρόλα αυτά, για το υπόλοιπο 50% της αξίωσής, ο νόμος ορίζει την
αυτοδίκαιη παθητική νομιμοποίηση της νέας ΠΑΕ, η οποία ευθέως οφείλει να προβεί
στην εξόφληση του δανειστή και να αναζητήσει το καταβλητέο ποσό μέσω αναγωγής
από την προϋπάρχουσα νομική οντότητα. Επιπλέον, σημαντική διαφορά αποτελεί και
το χρονικό όριο της αγωνιστικής περιόδου 2016-2017, η νομική βάση του οποίου
είναι δύσκολο να εντοπιστεί καθώς και η
αιτιολογία επιλογής του.
Η νομολογία του Διαιτητικού
Δικαστηρίου της ΕΠΟ, αρμόδιου για την επίλυση αυτών των διαφορών, υπό την σκιά
πλέον της υπόθεσης Diogo Siston κατά ΠΑΕ Άρης
ενώπιον της FIFA που οδήγησε σε τιμωρία της
Ελληνικής Ομοσπονδίας από την πειθαρχική επιτροπή της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας
Ποδοσφαίρου, αν και σύντομη λόγω της σχετικά πρόσφατης θεσμοθέτησης του
αθλητικού διαδόχου, περισσότερο θολώνει το τοπίο παρά το ξεδιαλύνει.
Συγκεκριμένα,
στις πρόσφατες υπ’αριθμ. 107/2020, 130/2020, 132/2020, 133/2020, 136/2020,
137/2020, 138/2020 κ.ο.κ. εντοπίζονται ορισμένα σημεία που διαπνέονται από το
δόγμα του Lex Sportiva, για παράδειγμα η αναγνώριση της
ύπαρξης αθλητικής διαδοχής στο σύνολο των περιπτώσεων, η κοινή παραδοχή μέσω
της νομολογίας ότι το χρονικό όριο που τίθεται από τον νόμο ως προς την
αγωνιστική περίοδο 2016-2017 πρέπει να τεθεί στο περιθώριο και να εξετάζονται
ισότιμα και αιτήσεις που αφορούν χρέη πρότερα του ως άνω χρονικού διαστήματος.
Η διαπίστωση αυτή βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση και εναρμονισμένη με το
κανονιστικό πλαίσιο της FIFA καθώς
σε διαφορετική περίπτωση εισάγεται μια αδικαιολόγητα άνιση αντιμετώπιση αθλητών
που τυγχάνει η οφειλέτης ΠΑΕ, στην περίπτωσή τους, να μην εμπίπτει στα χρονικά
όρια που ορίζει ο νόμος.
Αφετέρου,
όμως, εντοπίζεται μια δεόντως προβληματική αντιμετώπιση του θεσμού του
αθλητικού διαδόχου από το εν λόγω δικαστήριο, η οποία γίνεται ακόμα πιο
περίπλοκη δεδομένου της μη ύπαρξης δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας. Συγκεκριμένα,
στο σύνολο των περιπτώσεων που αναφέρονται ανωτέρω, παρότι αναγνωρίζεται η
αθλητική διαδοχή των παλαιών ΠΑΕ από τις νέες και η ανάληψη του 50% των
«αγωνιστικών» χρεών, εντούτοις υπάρχει καθολική απόρριψη των αιτήσεων των
αθλητών στην νομική βάση της καταχρηστικότητας των αιτήσεών τους. Ειδικότερα, το
Διαιτητικό Δικαστήριο αφενός αναγνώρισε την ύπαρξη του χρέους σε ύψος 50% στο
πρόσωπο της νέας ΠΑΕ, αφετέρου έκρινε την κάθε αίτηση καταχρηστική αλλά με
διαφορετική αιτιολογία στην κάθε περίπτωση, γεγονός που μόνο σύγχυση και
αβεβαιότητα μπορεί να επιφέρει. Επομένως, με βάση την νομολογία, υφίσταται καταχρηστικότητα
λόγω μακράς αδράνειας του αιτούντος (ακόμα και αν η νέα ΠΑΕ που ευθύνεται
αλληλεγγύως και αυτοδίκαια για το 50% των χρεών ιδρύθηκε μόλις τον Ιούνιο του
2019 – ΠΑΕ Ιωνικός), λόγω του γεγονότος ότι ο αιτών δεν στράφηκε κατά των
φυσικών προσώπων που απάρτιζαν την παλαιά ΠΑΕ (ακόμα και αν ρητά στον νόμο
ορίζεται το ακριβώς αντίθετο ήτοι πως αυτό αποτελεί προϋπόθεση μόνο για το 50%
των χρεών, συν του ότι μια διαφορά αθλητικού δικαίου δεν δύναται να έχει ως
προαπαιτούμενο την ύπαρξη δικαστικών μέσων κατά φυσικών προσώπων που απαρτίζουν
μια ΠΑΕ), λόγω μη εξάντλησης κάθε
νομικού μέσου ώστε να ικανοποιηθεί η απαίτηση από την παλαιά ΠΑΕ (πάλι σε πλήρη
αντίθεση τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα του νόμου) κ.ο.κ. Δεδομένου,
μάλιστα, του γεγονότος πως αποδεκτές έχουν γίνει αιτήσεις μόνο εναντίον της ΠΑΕ
Βέροιας, η οποία ούτως ή άλλως εμπίπτει στο χρονικό όριο που καταχρηστικά
ορίζει ο νόμος, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως νομικά μπορεί να έχει τεθεί στο
περιθώριο η αβάσιμη διάταξη σχετικά με την αγωνιστική περίοδο 2016-2017,
μολαταύτα στην πράξη εφαρμόζεται εμμέσως.
Έχοντας
όλα τα ανωτέρα στοιχεία υπόψιν, η αντιμετώπιση του αθλητικού διαδόχου στα
πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης οφείλει να αποτελείται από ένα μείγμα των κανονισμών
της FIFA (το κανονιστικό πλαίσιο της
οποίας υποχρεούται ανεπιφύλακτα να ακολουθεί η ΕΠΟ) της νομολογίας του CAS και της εθνικής έννομης τάξης. Αρχικά,
οφείλει να μείνει ανεφάρμοστη η διάταξη του νόμου που ορίζει ως απώτατο χρονικό
όριο για ικανοποίηση της απαιτήσεως την αγωνιστική περίοδο 2016-2017. Η διάταξη
αυτή στερείται νομικής βάσης και αιτιολογίας και δημιουργεί αναίτια μια εντόνως
άνιση μεταχείριση. Η διαπίστωση αυτή γίνεται ακόμα εντονότερη εάν λάβει κανείς
υπόψιν του την πιθανότητα ορισμένοι αθλητές να καταφύγουν κατά της ίδιας ΠΑΕ
ενώπιον της FIFA και οι υπόλοιποι ενώπιον της ΕΠΟ,
με τους μεν πρώτους να μπορούν έως τέλους να διεκδικήσουν την ικανοποίηση της
απαιτήσεώς τους ενώ οι δεύτεροι να τίθενται εκτός μάχης ελέω της ως άνω
διάταξης. Επομένως, η διάταξη αυτή οφείλει να παραμεριστεί ως πλήρως αβάσιμη
και σε ευθεία παραβίαση των βασικών αρχών του αθλητικού δικαίου.
Επιπρόσθετα,
εφόσον τα εξωτερικά γνωρίσματα της αθλητικής διαδοχής που ορίζει η FIFA στο άρθρο 15 του FIFA Disciplinary Code, επιβάλλονται δια νόμου στην νέα
ΠΑΕ βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, το ενδιαφέρον οφείλει να στραφεί στην
διαδικασία με την οποία ο δανειστής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση της
απαίτησής του απέναντι στην νέα ΠΑΕ. Στο σημείο αυτό, δύναται να ακολουθείται
το θεσμικό πλαίσιο του ν. 2725/1999 και του Κ.Α.Π της ΕΠΟ. Συγκεκριμένα, ο
νόμος ορίζει πως η νέα ΠΑΕ υπεισέρχεται αυτοδικαίως στο 50% των αγωνιστικών
χρεών της παλαιότερης ΠΑΕ, χωρίς καμία περαιτέρω προϋπόθεση. Ως προς το
υπόλοιπο 50%, δικαιούται ο δανειστής να στραφεί εναντίον της μόνο εφόσον έχει
εξαντλήσει τελεσίδικα κάθε δυνατότητα να ικανοποιηθεί από την υπό εκκαθάριση
νομική οντότητα (ή τα φυσικά πρόσωπα που την απαρτίζουν). Η διάταξη αυτή,
δύναται να θεωρηθεί ότι βρίσκεται στα πλαίσια του Lex Sportiva και
της ιδιαιτερότητας του αθλητισμού, καθώς και σε εναρμόνιση με την
νομολογία του CAS και
το κανονιστικό πλαίσιο της FIFA,
καθότι αφενός επιβάλλει την συνέχεια που είναι αναγκαία στα πλαίσια του
ποδοσφαιρικού κόσμου και αφετέρου επιβάλλει στον δανειστή να λάβει όλα τα
δυνατά μέτρα προκειμένου να ικανοποιήσει πλήρως την απαίτησή του.
Σχετική
Νομολογία:
Court
of Arbitration for
Sports Διαιτητικό Δικαστήριο Ε.Π.Ο.
-
CAS 2011/A/2343 -
107/2020
-
CAS 2011/A/2586 -
130/2020
-
CAS 2011/A/2646 -
132/2020
-
CAS 2012/A/2983 -
133/2020
-
CAS 2012/A/2985 -
136/2020
-
CAS 2014/A/3547 -
137/2020
-
CAS 2016/A/4918 -
138/2020
-
CAS 2017/A/4807
-
CAS 2017/A/5054
-
CAS 2017/A/5460
Κοσμάς X. Μήτσιος,
Δικηγόρος Αθλητικού Δικαίου, άμεσος συνεργάτης της Κίνησης Ελεύθερων
Ποδοσφαιριστών στον τομέα της διεθνούς εκπροσώπησης ενώπιον των δικαιοδοτικών
οργάνων της FIFA και του CAS, κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου Master
in International Sports
Law στο I.S.D.E. Madrid, μετεκπαίδευση και προϋπηρεσία στην
δικηγορική εταιρεία Bichara e Motta Advogados στο Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία.